Σκέψεις με αφορμή τις αγωνιστικές διακηρύξεις κατά του ν/σ Χατζηδάκη – Γιατί δεν πήγα στο Σύνταγμα στις 4/11
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου*
Η σημασία τού να σχεδιάζεις για τη νίκη!
Τα χρόνια που παρακολουθώ και συμμετέχω στα δρώμενα του συνδικαλιστικού χώρου δεν είναι πολλά, δεν είναι όμως και λίγα. Τα δέκα τελευταία ταραγμένα χρόνια πάντως, μπορώ να τα συγκαταλέξω σίγουρα σε αυτά κατά τη διάρκεια των οποίων βρέθηκα στην πρώτη γραμμή σε πολλά μέτωπα, παρακολουθώντας από πρώτο χέρι πολλά γεγονότα λιγότερο ή περισσότερο κεντρικά, πολλά περιστατικά, πολλά επεισόδια, πολλά συμβάντα και κυρίως γνωρίζοντας πολλούς ανθρώπους. Είναι αναμενόμενο και λογικό ότι πολύ διαφορετικά αντιλαμβανόμουν τον περίγυρο πριν δέκα χρόνια και πολύ διαφορετικά τον αντιλαμβάνομαι πλέον. Για παράδειγμα, πριν δέκα χρόνια δεν πολυκαταλάβαινα γιατί γίνονταν διαφορετικές απεργιακές συγκεντρώσεις, άλλη συγκέντρωση από τη ΓΣΕΕ, άλλη από το ΠΑΜΕ κι άλλη από τις δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς. Τα συνθήματα μου φαίνονταν όλα ίδια κι ούτε πολυασχολιόμουν να τα αναλύσω. Κάποια μου φαίνονταν πανομοιότυπα, κάποια μου φαίνονταν ακαταλαβίστικα, κάποια με γοήτευαν ιδιαίτερα. Όχι ότι δεν ψαχνόμουν να καταλάβω τις νοηματικές αποχρώσεις που κρύβανε οι διάφορες λέξεις. Εξάλλου, από πάντα ήξερα τη δύναμή τους και την ιδιότητά τους να δίνουν σινιάλο και για τη σκέψη και για την πράξη των ανθρώπων που τις εκστόμιζαν. Μου αρκούσε όμως να βλέπω το πλήθος και να αισθάνομαι τη γιγάντια δύναμη που εκπέμπει η ένωση των ατόμων σε ένα σώμα που διαδηλώνει. Πραγματικά η αίσθηση κάποιου που συμμετέχει σε μία διαδήλωση, σε μία συγκέντρωση, σε μία πορεία είναι μοναδική. Πρώτα απ’ όλα αισθάνεσαι δυνατός. Και όχι μόνο αισθάνεσαι, αλλά και είσαι. Επίσης, γεμίζεις ελπίδα, γεμίζεις πίστη ότι αυτό που διεκδικείς, αυτό για το οποίο αγωνίζεσαι, και είναι εφικτό, και θα γίνει πραγματικότητα. Γεμίζεις με άλλα λόγια, με τον ενθουσιασμό αυτού που θέλει και πιστεύει ότι μπορεί να νικήσει.
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια εκτός από τις άπειρες φορές που χρειάστηκε να παρακολουθήσω τη γραμμή που χάραζαν τα επιτελεία των πολιτικοσυνδικαλιστικών δυνάμεων, χρειάστηκε άλλες τόσες να σχεδιάσω μαζί με τους συναδέλφους και το σωματείο μου τη στρατηγική και την τακτική μας για πάρα πολλά ζητήματα, από τα πιο σοβαρά (απολύσεις, διαθεσιμότητες), μέχρι τα δευτερεύοντα. Ποτέ δεν συνάντησα σε αυτή τη διεργασία κάποιον, που να αποφασίζει να προχωρήσει σε μία κίνηση χωρίς να έχει κατά νου, ότι αυτή η κίνηση του δίνει την δυνατότητα να επιτύχει το σκοπό του. Δηλαδή, Να Νικήσει! Κάθε σχέδιο δηλαδή, δεν μπορεί παρά να σχεδιάζεται μόνο για να έχει ως κατάληξη την επιτυχία, τη νίκη. Είναι αλήθεια δε, ότι πολύ δύσκολα κάποιος πείθεται να ξεκινήσει ένα αγώνα, αν δεν αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν κάποιες πιθανότητες να νικήσει.
Το άλλο που κατάλαβα είναι ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που να είναι ανίκανος να αντιληφθεί πότε και σε ποια σημεία του ένα σχέδιο παρουσιάζεται προβληματικό ή αμφιλεγόμενο, ως προς τις στοχεύσεις του, χωρίς να σημαίνει βέβαια, ότι δεν αποκλείεται να σφάλει σε αυτή την κρίση. Γενικά όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, τη νίκη έχει κατά νου. Εάν η πρόθεσή του είναι ξεκάθαρη ως προς το τι επιδιώκει με το σχέδιο του, τότε βάζει όλη του τη δύναμη για να το πετύχει. Αυτή είναι μία γενική αρχή και έχει γενική αξία. Ποιος μπαίνει αλήθεια σε ένα αγώνα, εάν δεν βλέπει τη δυνατότητα να νικήσει; Ποιος ξεκινά ένα πόλεμο, αν δεν ζεστάνει τη ψυχή του ένα όραμα; Πώς ενώνεται κανείς με το διπλανό του, αν δεν μοιραστεί μαζί του ένα κοινό στόχο; Ποιος μπορεί να παλέψει για τη νίκη, αν δεν πιστέψει στη δύναμή του;
Αυτές οι σκέψεις με απασχόλησαν ιδιαίτερα τον τελευταίο μήνα, αφότου άρχισε να εμφανίζεται ξανά στο προσκήνιο αρχής γενομένης με τη συνάντηση του Σπόρτινγκ, το θέμα της αντιπαράθεσης με το νομοθετημένο πλέον από τον υπουργό εργασίας Χατζηδάκη, νέο πλαίσιο για την εργασία, την απεργία, τη συνδικαλιστική δράση. Στο Σπόρτινγκ τέθηκε από τους ηγέτες του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος το όριο μέσα στο οποίο θα κινηθεί ο αγώνας εναντίον του νόμου.
Το όριο ήταν η συνύπαρξη των εργατών με αυτόν. Ο νόμος ψηφίστηκε, ο νόμος θα μείνει. Θα μείνει εκεί που δεν υπάρχει σωματείο, εκεί που το σωματείο είναι εργοδοτικό, εκεί που ο κατά μόνας αγώνας δεν θα έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ο νόμος ψηφίστηκε, ηττηθήκαμε, αυτό δεν αλλάζει. Η πολιτική ευθύνη τελείωσε εδώ, όσον αφορά το νόμο. Ο αγώνας θα διεξαχθεί από τα σωματεία. Αναλάβετε τα σωματεία και καταργήστε το νόμο στην πράξη. Καθείς, σε έτερο χρόνο, σε έτερο τόπο, με έτερο τρόπο, ως έτερα πρόσωπα.
Ω, τι ιδανικό σχέδιο -σκέφτηκα όταν το άκουσα- για αποπολιτικοποίηση του αγώνα, εξατομίκευση και κατακερματισμό της δράσης, διάσπαση και ανάλωση των ταξικών δυνάμεων. Τι ιδανική συνθήκη για κάμψη του ηθικού. Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει και καθείς μόνος του πορεύεται. Λες και δεν αποτελεί κοινό αντίπαλο για τα σωματεία και την εργατική τάξη ο νόμος Χατζηδάκη! Το σχέδιο ήδη δηλώνει ότι θα περπατήσει στο δρόμο που χάραξε η ήττα του Ιουνίου.
Οι στρατηγικοί στόχοι και τα όρια πίσω από τα συνθήματα
Κανένα σύνθημα δεν φτιάχνεται στην τύχη. Όσο πιο λίγες οι λέξεις, τόσο πιο πυκνό και βαθύ το νόημά του. Τα συνθήματα είναι η πυξίδα. Τα συνθήματα είναι η κωδικοποίηση ατέλειωτων, χιλιάδων σκέψεων, εκατομμυρίων σελίδων και δισεκατομμυρίων λέξεων και όχι μόνο. Είναι ακόμα η αποτύπωση της προαιώνιας ανθρώπινης ιστορικής εμπειρίας σε λίγες λέξεις. Τα συνθήματα είναι η τροχιοδεικτική βολή μέσα στη νύχτα, που υψώνεται πάνω απ’ όλους και στρέφεται προς αυτή το βλέμμα κάθε ανθρώπου που αναζητά το δρόμο προς τον οποίο δείχνει αυτός τον οποίο έχει αποφασίσει να εμπιστευτεί. Το σύνθημα είναι ο τρόπος να συνομιλεί ένας ταυτόχρονα με χιλιάδες και χιλιάδες με έναν. Το σύνθημα λέει τα πάντα και μπορεί να κινήσει τα πάντα. Το σύνθημα απωθεί ό,τι κι αν έχει ειπωθεί γύρω απ’ αυτό και επικάθεται δεσποτικά στη συνείδηση. Το σύνθημα είναι η συμπύκνωση της στρατηγικής που έχεις χαράξει –ό,τι κι αν επιδιώκει αυτή- και γι’ αυτό το σύνθημα, μπορεί να παραπλανήσει, αλλά δε λέει ποτέ ψέματα!
Γι’ αυτό μην ξανακούσω κανένα να λέει, τι σημασία έχει ένα σύνθημα. Πόση σημασία δίνετε και κακώς, στα λόγια! Χωρίς τα λόγια, τίποτα απ’ όσα συμβαίνουν στον υλικό κόσμο, δεν εγγράφεται ως γεγονός στην ανθρώπινη συνείδηση. Γι’ αυτό θα σταθώ όσο χρειαστεί και στις λέξεις και στο βαθύτερο μήνυμα που εκπέμπουν. Και είναι τόσο μεγάλη πράγματι η δύναμη των λέξεων, που χρειάστηκε κιόλας να αγγαρέψω χιλιαπλάσιες άλλες, για να πιάσω το νήμα και να προσπαθήσω να αναδείξω τι μεγάλες στρατηγικές σηματοδοτεί και τη ζωή πόσων εκατομμυρίων ανθρώπων επηρεάζει ένα τόσο δα συνθηματάκι, όπως το «να μείνει ο νόμος στα χαρτιά»!
Ο νόμος και η θέση καθενός απέναντι σ’ αυτόν
Ο νόμος είναι ένα πλασματικό υποκείμενο που επινοήθηκε από τον άνθρωπο. Είναι ένα φανταστικό πρόσωπο (όπως και ο θεός), το οποίο ρυθμίζει τις ανθρώπινες σχέσεις. Φυσικά πίσω από το νόμο δεν βρίσκονται παρά άνθρωποι (όπως και πίσω από το θεό), οι οποίοι διαθέτουν τους υλικούς συσχετισμούς ώστε να είναι αυτοί που διατυπώνουν τους κανόνες με τους οποίους επιβάλλεται στους κοινωνούς να λειτουργούν. Αυτοί που φτιάχνουν τους κανόνες, φυσικά διαθέτουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, ώστε να τους φτιάχνουν κατά πώς τους εξυπηρετεί. Η επιβολή γίνεται δια της βίας από το Κράτος, που είναι το σύνολο των οργάνων με τα οποία ασκούν την κυριαρχία τους οι έχοντες το πλεονέκτημα της υλικής δύναμης. Η βία του Κράτους χρίζεται νόμιμη για να διακριθεί από αυτή που ο νόμος απαγορεύει για τους κοινωνούς. Οι ίδιοι που διαθέτουν τους πραγματικούς, υλικούς συσχετισμούς ώστε να φτιάχνουν τους νόμους, οι ίδιοι διαθέτουν τους συσχετισμούς και για να τους επιβάλλουν. Μέχρι βέβαια, αυτό να αλλάξει.
Δηλαδή, κάποιοι άλλοι, διαθέτοντας περισσότερη δύναμη –αρκεί βέβαια να την ασκήσουν– να φτιάξουν αυτοί νόμο και με τη σειρά τους να τον επιβάλλουν στους κοινωνούς. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση ο νόμος να ισχύει χωρίς την επιβολή κανενός πάνω σε κανένα, αλλά από ελεύθερη επιλογή. Να είναι δηλαδή οι κοινωνοί, οι ίδιοι υποκείμενα και όχι αντικείμενα νόμου. Στις αστικές έννομες τάξεις, αυτοί που έχουν υπέρ τους, τους πραγματικούς, υλικούς συσχετισμούς –την εξουσία δηλαδή– για να νομοθετούν και να επιβάλλουν το νόμο είναι οι αστοί. Οι αστοί έχουν την εξουσία λοιπόν, βγάζουν τους νόμους και οι εργάτες υπόκεινται σε αυτούς. Πάνω σε αυτή τη βάση, τα μέσα παραγωγής ανήκουν σε ιδιοκτήτες, η εργασία είναι εμπόρευμα, η κοινωνική παραγωγή οργανώνεται πάνω στη λογική του κέρδους και όχι στη λογική της κάλυψης των κοινωνικών αναγκών κ.ο.κ. Αυτό το σύστημα γίνεται «νόμος», παράγεται δίκαιο και ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες που επικρατούν, το δίκαιο προσαρμόζεται από τους έχοντες την εξουσία με τρόπο που να εξυπηρετούνται πάντα τα συμφέροντα αυτών που έχουν την εξουσία.
Αυτό βέβαια, δε σημαίνει ότι οι κυβερνώμενοι από το νόμο, όταν αυτός τους καταπιέζει και δυσχεραίνει τη ζωή τους, έχουν καμία υποχρέωση από κάποια «ανώτερη» δύναμη να υφίστανται αυτή τη ζημία. Αρκεί, να υφίστανται οι πραγματικοί και υλικοί όροι για την αποτίναξη του νομικού ζυγού που τους δυναστεύει και την αντικατάστασή του από άλλον που να είναι συμβατός με τις δικές τους ανάγκες.
Και ας επιστρέψουμε τώρα στο συνθηματάκι που μας έχει απασχολήσει τόσο πολύ τον τελευταίο μήνα και όχι μόνο.
Να μείνει ο νόμος στα χαρτιά, σημαίνει να περάσει ο νόμος σε αχρησία, δηλαδή να μην επέρχονται οι έννομες συνέπειες που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασής του. Βέβαια, ανάλογα με την κρισιμότητα του ρυθμιζόμενου θέματος, η παράβαση του νόμου, επισύρει τον πέλεκυ και στην περίπτωσή μας το διακυβευόμενο είναι προφανώς μείζον. Άλλο πράγμα είναι να πατάς το γκαζόν κι άλλο πράγμα είναι να απεργείς χωρίς άδεια. Ο νόμος Χατζηδάκη δεν θα μείνει στα χαρτιά, αβρόχοις ποσί. Θα ιδρώσουν φανέλες, θα ματώσουν. Το ίδιο ισχύει και για να μη ψηφιστεί ένας νόμος βέβαια. Αλλά σε εκείνη την περίπτωση ο αγώνας θα δινόταν από όλους μαζί και με ενωτικούς όρους. Θα ήταν ένας αγώνας πολιτικός πρώτα απ’ όλα. Και αναρωτιέμαι, ποιοι, παρά στρατηγοί της ήττας, θα επέλεγαν να σφυρίξουν τη λήξη αυτού του αγώνα πρόωρα, ματαιώνοντας μία απεργία, όπως αυτή στις 3 Ιούνη, που δρομολογούσε νέα κι ελπιδοφόρα πράγματα! Ποιοι, παρά οι στρατηγοί της ήττας, θα επέλεγαν να διασπάσουν τις δυνάμεις τους και να ασυγχρονίσουν τη δράση των σωματείων μεταξύ τους. Όποτε προκύψει για τον καθένα, θα διεξάγει το δικό του αγώνα, στον οποίο εμείς θα στέλνουμε τους αγωνιστικούς μας χαιρετισμούς. Με ψηφίσματα, με παρουσία σε καμία γενική συνέλευση, και σε περιφρούρηση κάποιας απεργίας, γιατί όχι.
Η πολιτική σημασία του ηττοπαθούς συνθήματος
Αφήνοντας ένα νόμο να υπάρχει τυπικά έστω, ούτε ο νομοθέτης αμφισβητείται πολιτικά, ούτε η εξουσία του. Αυτό ακριβώς είναι και το όριο που βάζουν αυτοί που σχεδιάζουν αυτή τη στρατηγική. Δεν αμφισβητούν την αστική πολιτική εξουσία. Οι αστοί θα εξακολουθούν να νομοθετούν. Οι αστοί θα εξακολουθούν να έχουν τον έλεγχο του κράτους, των μηχανισμών του, των δυνάμεων για την επιβολή του νόμου. Οι εργάτες θα παραβαίνουμε το νόμο που αυτοί θα εξακολουθήσουν να φτιάχνουν. Θα συγκρουστούμε με τα όργανα καταστολής, όταν θα επιχειρήσουν να επιβάλλουν τις έννομες συνέπειες από την παράβαση του νόμου. Τότε πιθανόν, αν οι δυνάμεις μας το επιτρέψουν, να τους αναγκάσουμε να νομοθετήσουν κάτι άλλο. Αλλά εμείς, οι εργάτες δεν μπορούμε να είμαστε νόμιμοι με ένα νόμο που θα είναι δικός μας, θα τον έχουμε φτιάξει εμείς, και θα τον επιβάλλουμε με την εξουσία στα δικά μας χέρια!
Εμείς οι εργάτες δεν μπορούμε να φτιάξουμε ένα νόμο, με τον οποίο τα μέσα παραγωγής να ανήκουν σε εμάς, που τις αποφάσεις για την παραγωγή όλων όσων εμείς παράγουμε, να τις παίρνουμε εμείς, ώστε ο πλούτος που εμείς παράγουμε να ανήκει σε εμάς. Αυτό δεν γίνεται.
Αυτό που μπορούμε –σύμφωνα πάντα με τους στρατηγούς της ήττας– είναι να παλεύουμε για να αποσπάμε ό,τι περισσότερο γίνεται από τα αφεντικά που θα εξακολουθούν να έχουν την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και το κράτος στα χέρια τους. Τα αφεντικά μένουν, γι’ αυτό και ο νόμος τους θα μείνει. Ως εκεί. Κι αν ακόμα ο συγκεκριμένος νόμος αχρηστευθεί κατά τόπους, ο Γενικός Νόμος, αυτός που απηχεί τη de facto κυριαρχία των αστών, δεν απειλείται με ανατροπή, ούτε καν ως σύνθημα. Όσοι εργάτες ονειρεύεστε ότι θα μπορούσατε να είστε εσείς οι νομοθέτες, απλώς δεν είστε ρεαλιστές. Η αστική νομιμότητα θα υπάρχει πάντα για εσάς και εσείς θα αποδεχτείτε την κυριαρχία της, έστω και ως παραβάτες της. Η παρανομία είναι μέρος της νομιμότητας, υπό την έννοια ότι οι έχοντες τους υλικούς συσχετισμούς με το μέρος τους ορίζουν το επιτρεπτό (νομιμότητα) και όποιος δεν το τηρεί υφίσταται τις έννομες συνέπειες. Αυτό δεν είναι όμως νίκη για ένα επαναστατικό φορέα. Αυτό είναι παραδοχή ήττας. Ένας επαναστατικός φορέας θα έπρεπε να καλεί σε αγώνα για να γίνει νόμος το δίκιο του εργάτη!
Συμπέρασμα: Το συγκεκριμένο σύνθημα απηχεί ένα στρατηγικό σχεδιασμό που αποχαρακτηρίζει από την πολιτική του διάσταση τον αγώνα που πρέπει να δοθεί εναντίον του ν/σ Χατζηδάκη, απαλλάσσοντας από την ευθύνη τους τις ταξικές πολιτικές οργανώσεις και δυνάμεις που θα έπρεπε να τεθούν επικεφαλής σε αυτόν, αναπτύσσοντας μία πραγματικά ανατρεπτική δράση εναντίον της κυβέρνησης και της πολιτικής της.
Αντ’ αυτού εναποθέτουν στα σωματεία το καθήκον να καταργήσουν το νόμο, παραβαίνοντάς τον, το οποίο καμία αμφισβήτηση της εξουσίας των αστών δεν συνιστά. Οι αστοί θα εξακολουθούν έχοντας τα μέσα στα χέρια τους (δικαιοσύνη και δυνάμεις καταστολής) να επιβάλλουν το νόμο τους. Αυτό το σχέδιο δεν είναι σχέδιο νίκης. Είναι σχέδιο ήττας. Ιδού λοιπόν γιατί δεν πήγα στη συγκέντρωση του Συντάγματος. Γιατί ο μόνος λόγος που θα πήγαινα ως εκεί, είναι για να πω αυτές ακριβώς τις σκέψεις και να πω πόσο διαφωνώ με αυτό το σχέδιο.
* Η Μαργαρίτα Κουτσανέλλου είναι
Γ. Γραμματέας Συλλόγου Εργαζόμενων ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ