του Κριστιάν Ρακόφσκι
Εισαγωγή του μεταφραστή
Γραμμένο στο καμίνι του εμφυλίου πολέμου και της ξένης ιμπεριαλιστικής επίθεσης κατά της Σοβιετικής Εξουσίας, που ακολουθούν την Οκτωβριανή επανάσταση, αυτό το κείμενο του Κριστιάν Ρακόφσκι, καταπιάνεται με τα πρώτα συμπεράσματα που βγαίνουν από την συνύπαρξη των δύο νεαρών σοβιετικών δημοκρατικών, της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Το κείμενο αυτό, άγνωστο στο ευρύ κοινό, αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα μαρξιστικής ανάλυσης για την σχέση του εθνικού φαινομένου μέσα στα πλαίσια του επαναστατικού μετασχηματισμού. Συνεπώς διατηρεί την αξία του όχι μόνο σαν ιστορικό ντοκουμέντο, αλλά από την σκοπιά της χάραξης μιας επαναστατικής διεθνιστικής κομμουνιστικής στρατηγικής. Πρόκειται για ένα κείμενο, μεταφρασμένο σήμερα για πρώτη φορά στα Ελληνικά, που είχε δημοσιευθεί τον Ιούνιο του 1920 στο θεωρητικό περιοδικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς και από εκεί το αναπαρήγαγε η Αγγλόφωνη επιθεώρηση της ΚΔ, Soviet Russia. Tο κείμενο, αποσκοπούσε να παρέμβει στη διεθνή συζήτηση στους κόλπους της Διεθνούς για τη σχέση ανάμεσα στην σοσιαλιστική επανάσταση και το εθνικό ζήτημα. Μια σχέση που οι κομμουνιστές δεν μπορούν να τη στοχάζονται απλά και μόνο σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά αποτελεί πλέον αντικείμενο της καθημερινής επαναστατικής τους δράσης σε μια πολυεθνική χώρα στην οποία για πρώτη φορά νικάει η εργατική σοσιαλιστική επανάσταση.
Αν συνοψίζαμε το πρόβλημα σε μια φράση, θα μπορούσαμε να πούμε πως αυτό που οι Μπολσεβίκοι αντιμετωπίζουν στην Ουκρανία είναι ότι ηγούνται σε μια εργατική σοσιαλιστική επανάσταση η οποία διεξάγεται σε μια κατά βάση αγροτική χώρα, με το στοιχείο της αγροτικής της ταυτότητας να συνδέεται με την -υπό διαμόρφωση ακόμη- διαφορετική εθνική συνείδηση απέναντι και ενίοτε και σε αντιπαράθεση με τις πόλεις της, στις οποίες κυριαρχεί το εργατικό στοιχείο, που όμως είτε κατάγεται από την Ρωσία, είτε είναι Ρωσόφωνο και Ρωσόφιλο. Η δυναμική διαδικασία της διαμόρφωσης μια ξεχωριστής εθνικής συνείδησης (ο «Ουκρανισμός» ως διακριτό στοιχείο σε σχέση με την «Ρωσική εθνική ταυτότητα»), μια διαδικασία εθνογέννησης με διάρκεια αρκετών χρόνων, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, δεν αφήνει τους Μπολσεβίκους αδιάφορους, και την ηγεσία τους υπό τον Λένιν. Παρόλο που ήδη από το 1919 θα ακουστούν στις γραμμές τους, μειοψηφικές φωνές, από τον Μπουχάριν και άλλους, που ανυπομονούν να «τελειώσουν το εθνικό ζήτημα» -δηλαδή να θεωρήσουν ιδεαλιστικά ότι αυτό έχει ήδη τελειώσει– μετά την ανάληψη της εξουσίας από τα Σοβιέτ, το κόμμα συνολικά αναγνωρίζει την υλική αντικειμενική πραγματικότητα και επιδιώκει να ψηλαφήσει για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας ένα νέο μοντέλο σχέσεων ανάμεσα στις διαφορετικές εθνότητες που κινούνται μαζί στον επαναστατικό σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας τους.
Αποτέλεσμα μιας ευρύτατης συζήτησης -συχνά οξείας, όπως φάνηκε στα τελευταία γράμματα του Λένιν ενάντια στον Στάλιν- που εκείνη την περίοδο διεξάγονταν στους κόλπους του μπολσεβίκικου κόμματος ήταν τελικά η διαμόρφωση της ενιαίας ΕΣΣΔ, τον Δεκέμβριο του 1922, 100 χρόνια πριν από σήμερα.
Μεταφράστηκε στα Ελληνικά για λογαριασμό της Νέας Προοπτικής, από τον Γιώργο Χλωρό που επιμελήθηκε πρόλογο & σημειώσεις. Πηγή:The Communist International, No.11-12, Ιούνιος-Ιούλιος 1920, σελ. 2321-2326. Μαζί με αυτό παραθέτουμε ως παράρτημα την αναθεωρημένη συνθήκη συνεργασίας των δύο Σοβιετικών δημοκρατιών που θα ακολουθήσει λίγους μήνες μετά.
Το κείμενο πρέπει επίσης να κατανοηθεί στο πλαίσιο της συζήτησης που εκείνη την περίοδο διεξάγονταν στους κόλπους του μπολσεβίκικου κόμματος για την διαμόρφωση της ενιαίας ΕΣΣΔ, που τελικά ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1922, 100 χρόνια πριν από σήμερα.
***
Κριστιάν Ρακόφσκι
Μια σοσιαλιστική επανάσταση δεν αναμορφώνει μονάχα τις εσωτερικές οικονομικές και πολιτικής δομές μιας χώρας, αλλά προκαλεί καταιγιστικές αλλαγές και στις σχέσεις που ισχύουν μέχρι εκείνη την στιγμή μεταξύ των χωρών.
Οι σχέσεις ανάμεσα στα Σοβιετικά κράτη είναι αισθητά διαφορετικές από αυτές ανάμεσα στα αστικά κράτη. Το αστικό κρατικό σύστημα διαφέρει του προλεταριακού σε βασικές και θεμελιώδεις αρχές. Το προλεταριακό κρατικό σύστημα δεν μπορεί να ταξινομηθεί κάτω από οποιοδήποτε νομικό καθεστώς του παλαιού κόσμου, που έλκει την καταγωγή του στον νομικό πολιτισμό από το μακρινό παρελθόν που φτάνει μέχρι και την εποχή του Αριστοτέλη.
Η γενικότερη κατεύθυνση των παλαιών μορφών κρατικής οργάνωσης, αριστοκρατικής, δημοκρατικής, απόλυτης ή συνταγματικής μοναρχίας, ρεπουμπλικανισμού1Ο Ρακόφσκι κάνει την διάκριση των πολιτικών επιστημόνων στις έννοιες «Δημοκρατία» και «Ρεπουμπλικανισμός». Η διαφορά δεν είναι απολύτως κατανοητή στην Ελλάδα (καθώς και τα δύο μεταφράζονται ως «δημοκρατία»), όμως στη Δύση είναι δύο διακριτές έννοιες. κ.λπ., προϋποθέτει τον διαχωρισμό και την ξεχωριστή κρατική μορφή απέναντι στον πληθυσμό της. Ακόμη και τα πλέον δημοκρατικά κράτη κάνουν έναν διαχωρισμό μεταξύ των δικών τους πολιτών και των αλλοδαπών. Η πολιτική ζωή είναι προνόμιο μόνο μιας συγκεκριμένης εθνικής κοινωνικής τάξης ή στην καλύτερη των περιπτώσεων, όλων των ντόπιων πολιτών ενός δεδομένου κράτους.
Αντιθέτως, μια από τις βασικότερες αρχές των συνταγματικών χαρτών των Σοβιετικών κρατών, τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας, είναι η ολική απάλειψη των εθνικών προνομίων. Έτσι, για παράδειγμα, στο άρθρο Β, παράγραφος 20, του Συντάγματος της Ουκρανικής Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, προβλέπεται ρητά πως:
«Οι αλλοδαποί που ανήκουν στην εργατική τάξη και στην εργαζόμενη αγροτιά, απολαμβάνουν κατά την διαμονή τους στην χώρα, εκλογικά δικαιώματα».
Ένας τέτοιος συνταγματικός κανόνας, αποτελεί από μόνος του μια κανονική επανάσταση. Είναι τελείως ακατανόητος στο μυαλό ενός αστού νομοθέτη που έχει συνηθίσει να νομοθετεί στη χώρα του, θέτοντας διαχωρισμούς μεταξύ των πολιτών της και των αλλοδαπών. Ωστόσο αυτή η θέσει πηγάζει λογικά μέσα από την ίδια την βαθύτερη ουσία ενός προλεταριακού κράτους. Σε τι όμως συνίσταται η ριζική αυτή αντίθεση μεταξύ ενός προλεταριακού και ενός αστικού κράτους; Μα στην οικονομική τους βάση, η οποία είναι εντελώς διαφορετική και αντιπαραθετική.
Το αστικό κράτος, όπως όλες οι προγενέστερες μορφές κρατικών οργανισμών, βασίζεται πάνω στην αρχή της ατομικής ιδιοκτησίας στη γη και στα μέσα παραγωγής. Πάνω σε αυτή την αρχή βασίζονται και τα λεγόμενα αστικά δικαιώματα που ρυθμίζουν τις σχέσεις ανάμεσα στους ιδιοκτήτες. Ένα κράτος συνολικά, με όλους τους στρατιωτικούς, διοικητικούς, οικονομικούς και θρησκευτικούς μηχανισμούς του, με την σειρά του επίσης, είναι ένας υπέρμαχος και προστάτης της ατομικής ιδιοκτησίας των ιδιοκτητών –όχι μεμονωμένα αλλά συνολικά- όλης δηλαδή της τάξης των ιδιοκτητών, των αρχουσών δηλαδή αστικών τάξεων, των γαιοκτημόνων ή των δουλοκτητών.
Ο στόχος κάθε ιδιοκτήτη είναι να αναπτύξει και να αυξήσει την ιδιοκτησία του. Ο ανταγωνισμός είναι απλά ένας μηχανισμός για να το επιτύχει. Ως αποτέλεσμα του νόμου του ανταγωνισμού εμφανίζεται η εκμετάλλευση, ή στην καλύτερη περίπτωση η καθυπόταξη των λιγότερο πλουσίων και λιγότερο ικανών ιδιοκτητών, από αυτούς που κατέχουν περισσότερα μέσα παραγωγής, μεγαλύτερο κεφάλαιο ή καλύτερες ικανότητες.
Ο ίδιος νόμος του ανταγωνισμού, είναι αυτός που καθορίζει και τη συνολική ανάπτυξη των αστικών κρατών. Αυτά δεν είναι τίποτα άλλο, παρά παρόμοιοι οργανισμοί ανταγωνισμού με παρόμοια χαρακτηριστικά καταπίεσης των ασθενέστερων κρατών που φτάνουν μέχρι και την ολική καθυπόταξή τους. Ο γενικός κανόνας συνολικά, χαρακτηρίζεται από την δημιουργία τέτοιων ξεχωριστών εθνικών κρατών που μάχονται το ένα κατά του άλλου.
Αυτά τα κράτη συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες, καταλήγουν σε ταχυδρομικές, τηλεγραφικές και σιδηροδρομικές διασυνδέσεις, σύμφωνα με την κάθε φορά διεθνή κατάσταση και δημιουργούν μέχρι και αμυντικές και επιθετικές συμμαχίες, οι οποίες όμως έχουν έναν προσωρινό, περιστασιακό και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα.
Αυτές οι συνεργασίες δεν μπορούν να απαλείψουν τους υπαρκτούς ανταγωνισμούς που συνεχίζουν να υπάρχουν αναμεταξύ τους, καθώς αυτοί είναι δομικοί σε όλη την καπιταλιστική τάξη πραγμάτων. Ευθύς αμέσως μόλις ο κοινός εχθρός ή τα αμοιβαία συμφέροντα που τους ένωσαν προσωρινά εξαφανιστούν, τότε ξεσπάει ξανά η παλιά διαμάχη και εχθρότητα, με μεγαλύτερη ορμή από πριν. Η ιστορία των συμμαχιών των Δυνάμεων της Αντάντ και των συμμάχων τους, πριν, κατά την διάρκεια ή μετά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είναι χαρακτηριστική από αυτή την άποψη.
Ο εθνικισμός είναι η συνεκτική ιδεολογία της καπιταλιστικής κρατικής δομής. Οι διπλωματικές ίντριγκες, κάθε είδους κατασκοπευτική δράση και η αμοιβαία εξαπάτηση είναι οι πλέον συνηθισμένες μέθοδοι έκφρασής του. Όταν συντάσσονταν το μανιφέστο της Πρώτης Διεθνούς, ο Μαρξ, μιλώντας για την εξωτερική πολιτική των αστικών κρατών, αντέταξε απέναντί της μια πολιτική διαφορετικών ηθικών αρχών.2Ο Ρακόφσκι αναφέρεται εδώ στην τελευταία παράγραφο του ιδρυτικού Μανιφέστου της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων του Μαρξ που αναγράφει ότι οι εργατικές τάξεις της Ευρώπης έχουν:
«….το καθήκον να κατέχουν τα μυστήρια της διεθνούς πολιτικής· να παρακολουθούν τις διπλωματικές πράξεις των κυβερνήσεων τους, να τις αντιμετωπίζουν, εάν είναι απαραίτητο, με κάθε μέσο που έχουν στη δύναμή τους, ακόμη και όταν δεν είναι σε θέση να τις ανατρέψουν, να συνδυάσουν την συνολική τους δράση με ταυτόχρονες καταγγελίες για την δικαίωση των απλών νόμων, των ηθών και της δικαιοσύνης, που θα έπρεπε να διέπουν τις σχέσεις των ιδιωτών, ως κανόνες υψίστης σημασίας για τη συνεργασία των εθνών.
Ο αγώνας για μια τέτοια εξωτερική πολιτική αποτελεί μέρος του γενικού αγώνα για τη χειραφέτηση των εργατικών τάξεων.»
Με τον όρο άλλες ηθικές αρχές, φυσικά ο Μαρξ δεν εννοούσε πως απέναντι στην αστική κοινωνία οι Σοσιαλιστές θα γίνονταν Χριστιανοί και θα διακήρυτταν το «Μην κάνεις στους άλλους αυτό που δεν θέλουν να κάνουν σε εσένα». Αυτό που εννοούσε όμως ο Μαρξ ήταν πως το προλεταριάτο, μέσα από τον θρίαμβο της επανάστασής του, θα ήταν σε θέση να διαμορφώσει τους όρους μιας τίμιας, ειλικρινούς και διάφανης σχέσης ανάμεσα σε όλα τα έθνη.
Σε αντίθεση λοιπόν με την αστική κρατική νομιμότητα, η νομιμότητα του προλεταριάτου, την ίδια ώρα που απαλλοτριώνει την ατομική ιδιοκτησία επί των μέσων παραγωγής, την ίδια ώρα είναι που παραιτείται από την αποκλειστικότητα επί των εδαφικών ορίων του ίδιου του τού κράτους.
Σε μια Σοσιαλιστική χώρα, η κατευθυντήρια αρχή δεν είναι τα συμφέροντα συγκεκριμένων εκμεταλλευτών αλλά εκείνα ολόκληρης της εργατικής τάξης ντόπιας και αλλοδαπής. Έτσι, τα σύνορα ανάμεσα στα Σοσιαλιστικά κράτη, παύουν να έχουν έναν πολιτικό και απόλυτο χαρακτήρα και μετατρέπονται σε απλά διοικητικά όρια.
Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, που εξαφανίζονται τα όρια που χωρίζουν μεταξύ τους τις διαφορετικές μεμονωμένες βιομηχανίες ή άλλες μονάδες παραγωγής που τις περιόριζαν μέσα στο παιχνίδι του ανταγωνισμού. Έτσι, στη θέση μια χαοτικής καπιταλιστικής παραγωγής στην οποία η αυξανόμενη προσφορά αγαθών και προϊόντων καθώς και η εντατική εκμετάλλευση των εργαζομένων οδηγούν σε βιομηχανικές κρίσεις και περιόδους ανεργίας, θα προκύψει μια οργανωμένη και εθνικοποιημένη παραγωγή, που θα αναπτυχθεί με ένα γενικό κρατικό σχεδιασμό, όχι μόνο σε εθνικό αλλά σε διεθνές επίπεδο.
Η βασική τάση μιας Σοσιαλιστικής Επανάστασης είναι ένας πολιτικός και οικονομικός συγκεντρωτισμός με την μορφή όμως μια προσωρινής διεθνούς ομοσπονδίας. Ο σχηματισμός μιας τέτοιας ομοσπονδίας δεν είναι φυσικά ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα και δεν θα δημιουργηθεί με το πάτημα ενός κουμπιού. Αντίθετα θα προκύψει μέσα από μια περισσότερο ή λιγότερο μακρά περίοδο διαρκούς διαδικασίας υπέρβασης όλων των δημοκρατικών και εθνικών προκαταλήψεων, ως αποτέλεσμα αμοιβαίας κατανόησης και αποδοχής.
Οι παραπάνω αρχές που διακηρύχθηκαν από την Πρώτη Διεθνή των Εργαζομένων, αποτελούν την βάση των σχέσεων ανάμεσα στην Σοβιετική Ρωσία και την Σοβιετική Ουκρανία. Από την πρώτη στιγμή της κοινής δημιουργίας τους, αυτές οι δημοκρατίες, η Σοβιετική Ρωσία και η Σοβιετική Ουκρανία, εγκαθίδρυσαν τις οικονομικές και πολιτικές τους σχέσεις στα πλαίσια της Ομοσπονδίας. Παρ’ όλο που στην πρώτη φάση, που κράτησε μέχρι τον Ιούλιο του 1919 και οι δύο Δημοκρατίες, είχαν διαφορετικούς Κομισάριους σε όλους τους κλάδους της κρατικής λειτουργίας τους ένα κοινό γενικό σχέδιο δραστηριοτήτων λειτουργούσε ήδη μεταξύ τους.
Κατά τον ρου των γεγονότων, αυτές οι συνθήκες συν-λειτουργίας βρήκαν την έκφρασή τους στη δημιουργία κοινών οργάνων διοίκησης. Έτσι τον Ιούνιο του 1919, η Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ουκρανικής Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, πήρε μια απόφαση σχετικά με την ένωση μιας σειράς από Επιτροπάτα στις δύο Δημοκρατίες. Αυτά ήταν ονομαστικά, τα Επιτροπάτα Πολέμου, Μεταφορών, Οικονομικών, Εργασίας, Ταχυδρομείων και Τηλεγράφου καθώς και το Ανώτατο Συμβούλιο Δημόσιας Οικονομίας. Αυτή η απόφαση επικυρώθηκε και από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας.
Φέτος, το 4ο συνέδριο των Ουκρανικών Σοβιέτ Εργατών και Αγροτών επιβεβαίωσε τις αποφάσεις των δύο Κεντρικών Εκτελεστικών Επιτροπών με μια τροποποιημένη συνθήκη την οποία παραθέτουμε ξεχωριστά. [Βλέπε σημείωση της Soviet Russia στο τέλος του κειμένου – Σ.τ.Μ.]
Μια αναλυτική λίστα των ομοσπονδιακών κρατικών οργανισμών που αναμένεται να ενωθούν ανάμεσα στα Ουκρανικά και στα Ρωσικά Επιτροπάτα δεν έχει ακόμη σχεδιαστεί οριστικά. Κατά την διάρκεια της συνεδρίασής της τον Φεβρουάριο, η Ρωσική Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή, εξουσιοδότησε ένα γραφείο με σκοπό να σχεδιαστούν τα ομοσπονδιακά όργανα. Αλλά δυστυχώς οι πολλές υποχρεώσεις εκτός Μόσχας των υπευθύνων μελών της, ειδικά στα στρατιωτικά και πολιτικά τους καθήκοντα, τους εμπόδισε να προχωρήσουν στην εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος και οι ομοσπονδιακές σχέσεις συνεχίζουν να εξετάζονται κατά περίπτωση με ξεχωριστές συμφωνίες μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
Μια παρόμοια συμφωνία έχει ήδη γίνει από τον Ιανουάριο του τρέχοντος έτους σχετικά με το Επιτροπάτο του Πολέμου.3Το Επαναστατικό Στρατιωτικό Συμβούλιο της Σοβιετικής Δημοκρατίας ήταν το ανώτατο κυβερνητικό και διοικητικό όργανο του Κόκκινου Στρατού. Κατά τη διάρκεια των ετών του εμφυλίου πολέμου, πρόεδρος του ήταν ο Λέον Τρότσκι, με τη βοήθεια του Εφραίμ Σκλιάνσκι ως αντιπροέδρου. Ο Αρχιστράτηγος του Κόκκινου Στρατού καθώς και ο Αρχηγός του Επιτελείου του και ο Αρχηγός της Πολιτικής Διεύθυνσης του Στρατού ήταν επίσης μέλη.
Ταυτόχρονα με την ένωση των στρατιωτικών μας μονάδων, αυτή η συμφωνία προβλέπει πως στο άμεσο μέλλον η ημερήσια διάταξη και οι διαταγές στα Ουκρανικά Κόκκινα Συντάγματα θα μεταφέρονται από τα στελέχη και τους αξιωματικούς στην Ουκρανική γλώσσα. Για αυτόν τον σκοπό, μια σχολή διοικητών του Κόκκινου Στρατού έχει ήδη ξεκινήσει να δημιουργείται, και τα μαθήματα σε αυτήν θα γίνονται πλέον στην Ουκρανική γλώσσα. Στο Χάρκοβο, έχει ήδη αρχίσει η οργάνωση μιας Κεντρικής Στρατιωτικής Σχολής Κόκκινων Διοικητών.
Η συμφωνία αυτή προβλέπει επίσης την δημιουργία ενός στρατιωτικού τμήματος των Λαϊκών Επιτρόπων των Σοβιέτ της Ουκρανίας, με σκοπό την διατήρηση μόνιμης επαφής μεταξύ των στρατιωτικών και των διοικητικών μηχανισμών μας στην Ουκρανία. Αυτό το τμήμα θα λογοδοτεί στην Επαναστατική Στρατιωτική Σοβιετική Επιτροπή της Ουκρανίας την οποία θα την συνδέει άμεσα με την Ομοσπονδιακή κοινή στρατιωτική επιτροπή των δύο δημοκρατιών.
Τα Λαϊκά Επιτροπάτα Γεωργίας, Δημοσίων Υποδομών, Εσωτερικών, Κοινωνικής Ασφάλισης, Δημόσιας Υγείας & Πρόνοιας, Εργατο-Αγροτικής Επιθεώρησης, οι ειδικές επιτροπές ασφάλειας ενάντια στους αντεπαναστάτες, θα παραμείνουν ως ξεχωριστά όργανα και στις δύο δημοκρατίες. Το ανώτερο Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων της Ουκρανίας όμως, θα απαρτίζεται από την ολομέλεια των ανωτέρω ξεχωριστών Επιτρόπων μαζί με τους Επίτροπους που συμμετέχουν στα κοινά ομοσπονδιακά Επιτροπάτα.
Το σύστημα αυτό της Ομοσπονδιακής μας διοίκησης, δεν μπορεί φυσικά να θεωρηθεί τέλειο ή ολοκληρωμένο. Δεν προσεγγίζουμε το ζήτημα των ομοσπονδιακών δομών με δογματικό τρόπο, διότι ποτέ δεν πιστεύαμε πως οι σχέσεις μεταξύ των χωρών γενικά και μεταξύ των Σοβιετικών Δημοκρατιών ιδιαίτερα, θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν με έτοιμα, αφηρημένα και a priori θεωρητικά σχήματα.4Στο σημείο αυτό ο Ρακόφσκι υπαινίσσεται τον τρόπο σκέψης που υπάρχει σε ορισμένους κύκλους της ηγεσίας του κόμματος, μαζί και στον Στάλιν, του οποίου η μοναδική θεωρητική συνεισφορά στη μαρξιστική θεωρία ήταν οι θέσεις για το εθνικό ζήτημα του 1913 τις οποίες θα επαναλάβει στη εσωκομματική συζήτηση για το θέμα, το 1919. Θέσεις τυπικά σωστές, που γενίκευαν τα συμπεράσματα του Λένιν, αλλά που δεν εμβάθυναν μέσα από τα ζωντανά παραδείγματα της αναπτυσσόμενης εμπειρίας, όπως σημειώνει σχετικά ο Τρότσκι στην ανολοκλήρωτη βιογραφία του για τον Στάλιν (βλέπε Λ. Τρότσκι, «Στάλιν», τόμος 3, σελ. 422-423, εκδόσεις Δωδώνη 1972) .
Η ομοσπονδιακή συνεργασία μεταξύ των Σοβιετικών Δημοκρατιών, υπαγορεύτηκε από την αναγκαιότητα και μέσα από την εμπειρία που αποκτήθηκε στην πράξη. Οι ειδικές συνθήκες μέσα στις οποίες διαμορφώθηκαν η Σοβιετική Ρωσία και η Σοβιετική Ουκρανία, διευκόλυναν σημαντικά το έργο της καθιέρωσης στενών ομοσπονδιακών σχέσεων μεταξύ τους. Το προλεταριάτο και των δύο χωρών έχει κοινούς ιστορικούς δεσμούς από το παρελθόν της κοινής μάχης ενάντια στον Τσαρισμό. Εκτός αυτού, η Ουκρανία και η Μεγαλορωσία5Ο όρος «Μεγαλορωσία» υπάρχει στο Αγγλικό κείμενο του Marxist Internet Archive. Ο όρος έχει χρησιμοποιηθεί συχνά και από τον Λένιν. ενώνονταν και από τα κοινά οικονομικά τους συμφέροντα. Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Σοβιετική Ρωσία αποτέλεσε τον φυσικό σύμμαχο των εργατών και των αγροτών της Ουκρανίας στον αγώνα τους ενάντια στην Κεντρική Ράντα6Τον Απρίλιο του 1917 εξελέγη στο Κίεβο, η κυρίως Μενσεβίκικη και Σοσιαλ-Επαναστατική «Ράντα (Κοινοβούλιο)». Διαπραγματεύτηκε μια διευρυμένη αυτονομία με τη Ρωσική προσωρινή κυβέρνηση Κερένσκι, αλλά, μετά την Οκτωβριανή επανάσταση., διακήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και αντιτάχθηκε στη Σοβιετική Ρωσία, ευνοώντας τις αντεπαναστατικές δυνάμεις και αποτασσόμενη στον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Η διαπάλη των διαφόρων δυνάμεων (το Κίεβο θα αλλάξει χέρια περισσότερες από 6 φορές) θα διαρκέσει μέχρι τον Οκτώβριο του 1920, όταν ανακηρύχθηκε η Ουκρανική Σοβιετική Δημοκρατία, με τον Κριστιάν Ρακόφσκι ως Πρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Κομισάριων., την Γερμανο-Αυστριακή κατοχή, τους αταμάνους7Ο όρος «αταμάνος» είναι Κοζάκικος. Οι Αταμάνοι ήταν οι στρατιωτικοί και πολιτικοί ηγέτες των Κοζάκων της Ουκρανίας αλλά με τον όρο αυτό, κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου χαρακτηρίστηκε το σύνολο των οπλαρχηγών των διαφόρων πολιτικών φατριών που είχαν στρατούς ατάκτων και πήρε την έννοια του «σατράπη»., τον Ντενίκιν και εσχάτως τους Πολωνούς.
Η Ουκρανική εργατο-αγροτική επανάσταση έπρεπε φυσικά να επανακαθορίσει την πορεία της σε συνεργασία με την Σοβιετική Ρωσία, που αποτελούσε το μοναδικό Σοβιετικό κέντρο. Το Κομμουνιστικό κίνημα στην Ουκρανία και στη Ρωσία έχει κοινούς ιστορικούς δεσμούς από το παρελθόν. Το ίδιο το Μπολσεβίκικο κόμμα οργάνωνε τις εργατικές μάζες μέσα στα όρια ολόκληρης της τέως Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Στην Ουκρανία μάλιστα αυτό το καθήκον πραγματοποιούνταν μέσα σε συνθήκες κατά τις οποίες η μεγάλη πλειοψηφία των προλεταριακών πόλεων κατοικούνταν από Ρώσους.
Παρόλα αυτά, τα διάφορα μικροαστικά Σοσιαλιστικά Κόμματα, θέτοντας σε προτεραιότητα το εθνικό ζήτημα και θυσιάζοντας τον στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης της εργατικής τάξης, επιχείρησαν από τις πρώτες μέρες της επανάστασης στη Ρωσία ακόμη και από τον Φεβρουάριο του 1917, να σπείρουν την διχόνοια στις εργαζόμενες τάξεις της Ουκρανίας και να φέρουν σε αντιπαράθεση τους Ουκρανούς εργάτες και ακόμη περισσότερο τους Ουκρανούς αγρότες, με τους Ρώσους εργάτες και την Ουκρανία συνολικά σε αντιπαράθεση με την Ρωσία.
Κατά την διάρκεια διακυβέρνησης από τη Προσωρινή Κυβέρνηση του Κερένσκι, είχαν μασκαρέψει λίγο την εθνικιστική πολιτική τους, κάτω από το σλόγκαν του «Φεντεραλισμού». Και αυτό διότι έβλεπαν στην Προσωρινή Κυβέρνηση μια μικρο-αστική εξουσία που σχετίζονταν πολιτικά με την δική τους. Ήταν μάλιστα διατεθειμένα να θυσιάσουν ακόμη και τον απώτερο εθνικό στόχο τους.
Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση όμως, αυτά τα διαλλακτικά εθνικιστικά κόμματα, υποστήριξαν ανοιχτά τον απόλυτο διαχωρισμό των Ουκρανών εργατών και αγροτών από τους Ρώσους. Κατά την διάσκεψη ειρήνης στο Μπρεστ-Λιτόφσκ, πήγαν ακόμη μακρύτερα και συντάχθηκαν με το στρατόπεδο του Γερμανο-Αυστριακού ιμπεριαλισμού. Από αυτή την στιγμή και μετά, οι Ουκρανοί σοσιαλ-εθνικιστές8Παρόλο που στο Αγγλικό κείμενο χρησιμοποιείται ο όρος «Νational–socialists» επιλέξαμε να τον μεταφράσουμε «σοσιαλ-εθνικιστές» και όχι «εθνικοσοσιαλιστές» διότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε συγχύσεις για την πραγματική φύση αυτών των κομμάτων εξαιτίας της κατοπινής χρήσης του όρου αυτού για να περιγράψει το ναζιστικό κόμμα. ξεκάθαρα προσανατολίστηκαν πλέον προς την Δύση, δηλαδή προς την ιμπεριαλιστική αντεπανάσταση.
Επί δυόμιση χρόνια, η Ουκρανία αποτέλεσε το θέατρο ενός εμφυλίου πολέμου, όχι μόνο μεταξύ των εργατών και αγροτών ενάντια στους γαιοκτήμονες και τους καπιταλιστές. Αλλά επίσης και ανάμεσα στα πλέον συνειδητά στοιχεία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς από την μια μεριά και στα πλέον καθυστερημένα στρώματά τους από την άλλη, που ακολουθούσαν τις μικροαστικές ηγεσίες των Ουκρανικών σοσιαλ-εθνικιστικών κομμάτων και στην πράξη βοηθούσαν την Ρωσική και την διεθνή αντεπανάσταση. Κάποιος θα μπορούσε να πει πως ο εμφύλιος πόλεμος στην Ουκρανία και στις δύο αυτές εκδοχές του έχει τερματιστεί. Το προλεταριάτο έχει σίγουρα εξαλείψει όχι μόνο την αντεπανάσταση των Λευκοφρουρών του Τσαρισμού αλλά και την τοπική εκδοχή της μικροαστικής και εθνικιστικής αντεπανάστασης.
Τα Ουκρανικά Σοσιαλιστικά Εθνικιστικά Κόμματα έχουν διαλυθεί. Τα καλύτερα στοιχεία μέσα στις γραμμές τους έχουν πλέον κερδηθεί από το Ουκρανικό Κομμουνιστικό Μπολσεβίκικο Κόμμα, που στην παρούσα φάση είναι ο μοναδικός αυθεντικός εκπρόσωπος του προλεταριάτου και της αγροτιάς της Ουκρανίας.
***
Σημείωση της Soviet Russia
Στις θέσεις που κατέληξε η Κεντρική Επιτροπή του Ουκρανικού Κομμουνιστικού Κόμματος σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, οι κανονισμοί αυτοί εμπεριέχονται στα τμήματα 8, 9, 10. Τις παραθέτουμε εξ ολοκλήρου:
«… 8. Η ανεξαρτησία των Ουκρανικών εργατικών μαζών, το δικαίωμα να απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας τους, τον πλούτο της Ουκρανίας -την γη, τα ορυχεία και τα εργοστάσια– μπορεί να τους την εξασφαλίσει μόνο μια αυθεντική Εργατο-Αγροτική Κυβέρνηση, δηλαδή η Ουκρανική Σοσιαλιστική Σοβιετική Δημοκρατία. Όλες οι προσπάθειες των Ουκρανών εργατών και αγροτών πρέπει να κατευθυνθούν προς την ενδυνάμωση της Σοσιαλιστικής Σοβιετικής εξουσίας. Αλλά η εμπειρία από την Ουγγαρία, την Βαυαρία και την ίδια την Ουκρανία, μας έχει ήδη δείξει πως η αντεπανάσταση μπορεί εύκολα να διεισδύσει στις Σοβιετικές δημοκρατίας εξαιτίας των εδαφικών και πληθυσμιακών περιορισμών τους. Με δεδομένη την απουσία ενός ικανοποιητικού και καλά οργανωμένου στρατού και με την ανυπαρξία πολιτικών και διοικητικών εμπειριών δεν μπορεί να οργανωθεί μια αποτελεσματική άμυνα.
9. Από όλες τις Σοβιετικές Δημοκρατίες που εμφανίστηκαν μέχρι τώρα, μόνο η Σοβιετική Ρωσία στάθηκε ικανή να αντισταθεί νικηφόρα ενάντια στις σφαγές της διεθνούς και Ρωσικής αντεπανάστασης και να επιφέρει αποφασιστικά πλήγματα στους εχθρούς της. Μόνο αυτή διαθέτει τις γεωγραφικές συνθήκες και τις οικονομικές και πολιτικές προϋποθέσεις: μια εκτεταμένη εδαφική περιφέρεια, πολυπληθή λαό, μεγάλο πλούτο, πολυάριθμο επαναστατικό βιομηχανικό προλεταριάτο, οργανωμένους θεσμούς στρατιωτικής και πολιτικής διοίκησης, αποκτημένη πολιτική εμπειρία. Όλα αυτά την μετέτρεψαν σε ένα απόρθητο προλεταριακό φρούριο που αντέχει σε όλες τις επιθέσεις του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Κάθε νέα Σοβιετική Δημοκρατία, καθοδηγούμενη από το ένστικτο της επιβίωσής της, αναζητά την βοήθεια και την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας. Μια ενεργή ένωση με την Σοβιετική Ρωσία είναι το επαναστατικό καθήκον κάθε νέου Σοβιετικού κράτους.
10. Πέρα από τα συμφέροντα της άμυνας, μια στενή ένωση μεταξύ της Ουκρανικής Σοσιαλιστικής Σοβιετικής Δημοκρατίας και της Σοβιετικής Ρωσίας, υπαγορεύεται και από μια σειρά λόγους ακόμη, που προκύπτουν από την κοινή και αδιάλυτη ιστορική μοίρα τους. Οι Ρώσοι και οι Ουκρανοί εργάτες και χωρικοί ήταν ήδη ενωμένοι από την μάχη τους ενάντια στον Τσαρικό ζυγό και την Μεγαλορωσική μπουρζουαζία. Ενώνονται με δεσμούς γλωσσικούς και μικτών πληθυσμών και από κοινά οικονομικά συμφέροντα. Ένας διαχωρισμός μεταξύ των δύο Σοβιετικών κρατών θα ήταν μόνο ένα τεχνητό κατασκεύασμα που θα βρίσκονταν σε αντίφαση με το κοινό παρελθόν και τους μελλοντικούς αγώνες των Ουκρανών και των Ρώσων εργατών και αγροτών. Ένας απόλυτος διαχωρισμός μεταξύ των κρατών της Ουκρανίας και της Ρωσίας θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε έναν εμφύλιο πόλεμο στην Ουκρανία και σε μια αύξηση της οικονομικής κρίσης, τόσο στην Ουκρανία αλλά και στην Ρωσία…».
Παράρτημα
Ανανέωση της Συνθήκης μεταξύ Σοβιετικής Ρωσίας και Σοβιετικής Ουκρανίας
[Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την πρώτη αναθεώρηση της συνθήκης συνεργασίας μεταξύ Σοβιετικής Ρωσίας και Σοβιετικής Ουκρανίας, που τροποποιεί και επεκτείνει την πρώτη, για την οποία μιλάει το κείμενο του Ρακόφσκι. Πηγή: «Soviet Russia», vol. IV, n° 9, 26 Φεβρουαρίου 1921, σελ. 219.]
28 Δεκεμβρίου 1920
Οι υπάρχουσες κρατικές σχέσεις μεταξύ των δύο μεγάλων σοβιετικών δημοκρατιών ενισχύονται με την ακόλουθη νέα συνθήκη:
Η κυβέρνηση της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας αφενός, και η κυβέρνηση της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας αφετέρου, έχοντας αναγνωρίσει την εκατέρωθεν κυριαρχία τους βάσει του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών που διακηρύσσεται από τη μεγάλη προλεταριακή επανάσταση και λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη να ενοποιήσουν τις δυνάμεις τους για την αμοιβαία άμυνα και προστασία τους, καθώς και προς το συμφέρον της οικονομικής τους ανασυγκρότησης, έχουν αποφασίσει να συνάψουν συνθήκη συμμαχίας και έχουν ως προς το σημείο αυτό εξουσιοδοτήσει τα ακόλουθα πρόσωπα:
Εκπρόσωποι της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων, Βλαντιμίρ Ίλιτς Ουλιάνοφ και ο Λαϊκός Κομισάριος Εξωτερικών Υποθέσεων, Γκεόργκι Βασίλιεβιτς Τσιτσέριν.
Ως εκπρόσωπος της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, του Προέδρου του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων της Ουκρανίας και του Λαϊκού Επιτροπάτου για τις Εξωτερικές Υποθέσεις, ο Κριστιάν Γκεοργκίεβιτς Ρακόφσκι.
Οι εν λόγω πληρεξούσιοι προχώρησαν στην αμοιβαία εξέταση των αντίστοιχων εξουσιοδοτήσεών τους και, αφού τις έκριναν απολύτως ικανοποιητικές, κατέληξαν στην ακόλουθη συμφωνία:
1. Η Σοσιαλιστική Σοβιετική Ρωσική Ομοσπονδία της Ρωσίας και η Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας συνάπτουν μεταξύ τους συνθήκη στρατιωτικής και οικονομικής συμμαχίας.
2. Οι εκπρόσωποι των δύο πλευρών θεωρούν αναγκαίο να δηλώσουν ότι όλες οι υποχρεώσεις που ενδέχεται να συνάψουν στο μέλλον έναντι άλλων κρατών μπορούν να καθορίζονται μόνο από τα κοινά συμφέροντα των εργαζομένων και των αγροτών που απορρέουν από τη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ των δύο Δημοκρατιών και ότι το γεγονός ότι κάποτε ανήκαν και οι δύο στην πρώην Ρωσική Αυτοκρατορία δεν συνεπάγεται για τη Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας καμία υποχρέωση έναντι οποιουδήποτε άλλου κράτους.
3. Σε εφαρμογή των ψηφισμάτων που αναφέρονται στο άρθρο 1, οι δύο κυβερνήσεις δηλώνουν ότι οι αντίστοιχοι κομισάριοί τους είναι θα πλέον ενωμένοι από τη παρούσα Συνθήκη στους ακόλουθους τομείς: α) Στρατός και Ναυτικό, β) Ανώτερο Συμβούλιο Εθνικής Οικονομίας, γ) Εξωτερικό Εμπόριο, δ) Χρηματοοικονομικά, ε) Εργασία, στ) Επικοινωνίες, ζ) Ταχυδρομεία και τηλέγραφος
4. Οι επικεφαλής των ενοποιημένων Λαϊκών Επιτροπάτων των δύο Δημοκρατιών γίνονται, αυτομάτως και αντίστοιχα, μέλη του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτροπάτων της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας και του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτροπάτων της Ουκρανικής Σοβιετικής Δημοκρατίας, που ορίζεται και ελέγχεται από την Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Σοβιετικής Ουκρανίας.
5. Οι κανονισμοί και οι μορφές εσωτερικής διοίκησής τους, θα καθοριστούν από μεταγενέστερες ειδικές συμφωνίες μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.
6. Η διοίκηση και ο έλεγχος των Ενοποιημένων Κομισαριάτων θα τεθεί υπό τον έλεγχο του Πανρωσικού Κογκρέσου των Σοβιέτ που αποτελείται από τους εκπροσώπους των εργατών, των αγροτών και των στρατιωτών του Κόκκινου Στρατού, αλλά και με βάση τις αποφάσεις, της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, στην οποία η Σοβιετική Δημοκρατία της Ουκρανίας αναθέτει τους εκπροσώπους της.
7. Η παρούσα συνθήκη θα επικυρωθεί από τα ανώτατα όργανα των Σοβιέτ των δύο δημοκρατιών.
Το πρωτότυπο κείμενο συντάχθηκε σε δύο αντίτυπα στη Ρωσική και στην Ουκρανική γλώσσα, στην Μόσχα, στις 28 Δεκεμβρίου 1920 και υπογράφτηκε ως ακολούθως από τους πληρεξουσίους:
Τον Πρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας,
Β. Ι. Ουλιάνοφ (Λένιν)
Τον Λαϊκό Επίτροπο Εξωτερικών Υποθέσεων της Ρωσικής Σοβιετικής Δημοκρατίας,
Γ. Β. Τσιτσέριν
Τον Πρόεδρο του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων της Ουκρανίας και Λαϊκό Επίτροπο Εξωτερικών Υποθέσεων,
Κ. Γκ. Ρακόφσκι
Υποσημειώσεις