του Daniel Gaido*
Οι ρίζες του Μεταβατικού Προγράμματος στα γραπτά του Τρότσκι έχουν εντοπιστεί στη δευτερογενή βιβλιογραφία. Πολύ λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στις προγενέστερες καταβολές του Μεταβατικού Προγράμματος, στις συζητήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς μεταξύ του Τρίτου και του Τέταρτου Συνεδρίου της, και ειδικότερα στη συμβολή του μεγαλύτερου εθνικού τμήματός της εκτός Ρωσίας, του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από το οποίο προήλθε η στροφή στην τακτική του ενιαίου μετώπου το 1921. Το άρθρο αυτό επιχειρεί να αποκαλύψει τις ρίζες του Μεταβατικού Προγράμματος στις συζητήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το έργο αυτό είναι σημαντικό γιατί δείχνει ότι τα συνθήματα του Μεταβατικού Προγράμματος δεν είναι σεχταριστικά αποφθέγματα, αλλά το αποτέλεσμα της συλλογικής επαναστατικής εμπειρίας της εργατικής τάξης κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, από την επανάσταση των Μπολσεβίκων μέχρι την ιδρυτική συνδιάσκεψη της Τέταρτης Διεθνούς (1917-38).
Η τακτική του ενιαίου μετώπου διαμορφώθηκε για πρώτη φορά με πρωτοβουλία των εργατών μετάλλου της Στουτγάρδης τον Δεκέμβριο του 1920 και έγινε η επίσημη πολιτική του KPD με τη δημοσίευση της «Ανοιχτής Επιστολής» της Κεντρικής Επιτροπής του Ενιαίου Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας, που συντάχθηκε από τον Πάουλ Λέβι, στις 8 Ιανουαρίου 1921. Οι «Θέσεις για το Ενιαίο Μέτωπο» υιοθετήθηκαν από την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομιντέρν (ΕΕΚΔ) τον Δεκέμβριο του 19211 και στη συνέχεια παρουσιάστηκαν σε μια διευρυμένη ολομέλεια αυτού του οργάνου τον Φεβρουάριο-Μάρτιο του 1922. Μετά από εκτεταμένη συζήτηση, υιοθετήθηκαν με διχογνωμία στην ψηφοφορία. Στη συζήτηση της ΕΕΚΔ για την «Ανοικτή Επιστολή», που πραγματοποιήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου 1921, ο Καρλ Ράντεκ, ο οποίος συμμετείχε στη σύνταξη της «Ανοικτής Επιστολής» μαζί με τον Πάουλ Λέβι, δήλωσε: «Η Ανοικτή Επιστολή είναι μια μερική δράση για μεταβατικά αιτήματα».2 Περαιτέρω συζήτηση πραγματοποιήθηκε σε μια δεύτερη διευρυμένη ολομέλεια τον Ιούνιο του 1922.3 Τελικά, οι «Θέσεις για το Ενιαίο Μέτωπο» υιοθετήθηκαν επίσημα από το Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς,4 με μια πολύ σημαντική προσθήκη που δεν αναφέρεται στην κατά τα άλλα αριστουργηματική ιστορία της Κομμουνιστικής Διεθνούς του Broué:5 το αντιιμπεριαλιστικό ενιαίο μέτωπο, που καθορίστηκε ως τακτική για τα κομμουνιστικά κόμματα των αποικιακών και ημιαποικιακών χωρών στις «Θέσεις για το Ανατολικό Ζήτημα».6
Η μέθοδος των μεταβατικών αιτημάτων αναπτύχθηκε στο KPD την περίοδο αμέσως μετά την αποπομπή του Πάουλ Λέβι, μετά την ανοιχτή κριτική του στο πραξικόπημα που ήταν γνωστό ως «Δράση του Μάρτη» του 1921,7 και συνδέθηκε στενά με την ανάπτυξη της τακτικής του ενιαίου μετώπου. Σύμφωνα με τον κύριο ιστορικό της γερμανικής επανάστασης, τον Pierre Broué:
«Ήταν η πρωτοβουλία των εργατών μετάλλου της Στουτγάρδης στον αγώνα τους ενάντια στον αριστερό σοσιαλδημοκράτη [Ρόμπερτ] Ντίσμαν που ενέπνευσε την Ανοιχτή Επιστολή του Ιανουαρίου 1921. Εδώ βρίσκουμε για πρώτη φορά ξεκάθαρα διατυπωμένη την πολιτική του ενιαίου μετώπου των εργατών. Είχε εφαρμοστεί στη Ρωσία το 1917, αλλά δεν αποτελούσε ακόμη αναπόσπαστο μέρος του μπολσεβίκικου δόγματος, και ήταν ο αγώνας για την οργάνωση του Ενιαίου Μετώπου των εργατών, κομμουνιστών και μη, στη Γερμανία, που θα οδηγούσε στην εμφάνιση, πρώτα στις συζητήσεις στη Διεθνή και στη συνέχεια στο πρόγραμμά της, της ιδέας των μεταβατικών συνθημάτων και αιτημάτων, σκοπός των οποίων ήταν να καλύψουν στο οπλοστάσιο της κομμουνιστικής θεωρίας τη θέση που είχε μείνει κενή, από την κατάρρευση του παλαιού διαχωρισμού μεταξύ μάξιμουμ και μίνιμουμ προγραμμάτων, ο οποίος χρονολογείται από το πρόγραμμα του SPD της Ερφούρτης του 1891.»8
Το Τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (22 Ιουνίου-12 Ιουλίου 1921)

Το Τρίτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς επικεντρώθηκε γύρω από τις αντιφάσεις για την απόπειρα πραξικοπήματος που ήταν γνωστή ως «Δράση του Μάρτη» στη Γερμανία, όπως καθιστά σαφές η εξαιρετική αγγλική έκδοση των πρακτικών από τον John Riddell.9 Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων, ο Λένιν και ο Τρότσκι, με τη βοήθεια των Γερμανών αντιπροσώπων της μειοψηφίας με επικεφαλής την Κλάρα Τσέτκιν, κατόρθωσαν να κατευθύνουν τη Διεθνή μακριά από την προηγούμενη υπεραριστερή της πορεία, γνωστή ως «θεωρία της επίθεσης», που αρχικά υποστηρίχθηκε από τους περισσότερους αντιπροσώπους, συμπεριλαμβανομένων των Ζινόβιεφ, Μπουχάριν, Μπέλα Κουν, Καρλ Ράντεκ και Άουγκουστ Ταλχάιμερ. Το συνέδριο επαναπροσδιόρισε τον προσανατολισμό του προς την κατεύθυνση να κατακτηθεί η υποστήριξη της πλειοψηφίας του πληθυσμού προς το Κομμουνιστικό Κόμμα πριν από την έναρξη εξέγερσης, μια στρατηγική που συνοψίζεται στο σύνθημα του συνεδρίου «Προς τις μάζες!». Το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν οι μπολσεβίκοι ηγέτες για αυτόν τον αναπροσανατολισμό της στρατηγικής της Διεθνούς μακριά από την αυτοκτονική πορεία που ακολούθησε το KPD ήταν να καταλήξουν σε έναν συμβιβασμό με τον οποίο το συνέδριο κήρυξε τη «Δράση του Μάρτη» (ως αποτέλεσμα της οποίας η Διεθνής έχασε περίπου 200.000 εργάτες στη βιομηχανική καρδιά της Ευρώπης) ως «βήμα προς τα εμπρός»,10 αν και με μάλλον ασυνάρτητους όρους.11 Η τακτική του Ενιαίου Μετώπου, με τη σειρά της, διασώθηκε με τίμημα τη θυσία του προσώπου που την ανέπτυξε αρχικά, του Πάουλ Λέβι.12
Όσον αφορά τα μεταβατικά αιτήματα, οι «Θέσεις Τακτικής και Στρατηγικής» υιοθετήθηκαν από το Τρίτο Συνέδριο. Στο τμήμα πέντε, «Μερικοί αγώνες και μερικά αιτήματα [Teilforderungen]», αναφέρεται:
«Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής προτείνει έναν αγώνα για τα συγκεκριμένα αιτήματα του προλεταριάτου, ως μέρος ενός πλαισίου αιτημάτων που, στο σύνολό τους, υπονομεύουν την εξουσία της αστικής τάξης, οργανώνουν το προλεταριάτο και οριοθετούν τα διάφορα στάδια του αγώνα για την προλεταριακή δικτατορία. Κάθε ένα από αυτά τα αιτήματα εκφράζει τις ανάγκες των πλατιών μαζών, ακόμη και όταν αυτές δεν παίρνουν ακόμη συνειδητά θέση υπέρ της προλεταριακής δικτατορίας.»13
Και στην Έκθεση για την Τακτική και τη Στρατηγική, ο Ράντεκ είπε:
«Συντρόφισσες και σύντροφοι, αντιλαμβανόμαστε ότι τα κόμματα πρέπει να συγκρίνουν τι ακριβώς κάνουν σε αυτόν τον τομέα και να ανταλλάξουν τις εμπειρίες τους. Μέχρι στιγμής, αυτό δεν έχει γίνει. Μέχρι στιγμής, τα κόμματα δεν έχουν διαβιβάσει τα προγράμματά τους στην Κομμουνιστική Διεθνή και η ανταλλαγή εμπειριών από την αγωνιστική και οργανωτική δράση μεταξύ μας είναι αρκετά περιορισμένη. Όταν πραγματοποιηθεί αυτή η ανταλλαγή, αυτό θα μας επιτρέψει να δημιουργήσουμε ένα συγκεκριμένο σύστημα δράσεων και μεταβατικών απαιτήσεων [ein konkretes System dieser Aktionen und Uebergangsforderungen]. Το χαρακτηριστικό τους γνώρισμα είναι ότι δεν στοχεύουν στην μεταρρύθμιση του καπιταλισμού αλλά στην όξυνση του αγώνα ενάντια στον καπιταλισμό. Αυτό δεν είναι το μίνιμουμ πρόγραμμα των σοσιαλπατριωτών. Ούτε είναι ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα για το τι θα κάνει η δικτατορία μας την ημέρα της νίκης της. Περιλαμβάνει όλα τα αιτήματα που κινητοποιούν τις πλατιές μάζες στον αγώνα για αυτή τη δικτατορία.»14
Η έκφραση επανεμφανίζεται στην Έκθεση του Ράντεκ από την Επιτροπή Τακτικής και Στρατηγικής: «το περιεχόμενο των μεταβατικών μέτρων [Übergangsmaßregeln] ως στάδια στον αγώνα για την προλεταριακή δικτατορία».15 Έτσι, στο Τρίτο Συνέδριο της Κομιντέρν βλέπουμε την έννοια του μεταβατικού προγράμματος σε μια ακόμα ρευστή κατάσταση, που αναφέρεται στην παλιά ορολογία ως σύστημα «μερικών αιτημάτων [Teilforderungen]» για τη μεταβατική περίοδο [Übergangsperiode] και στη νέα ορολογία ως πρόγραμμα «μεταβατικών αιτημάτων [Übergangsforderungen]» ή «μεταβατικών μέτρων [Übergangsmaßregeln]».16
Η συζήτηση στην Επιτροπή Προγράμματος (28 Ιουνίου 1922)
Στις 11 Ιουνίου 1922, μια διευρυμένη διάσκεψη της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΕΕΚΔ) σημείωσε ότι τα μεγαλύτερα κόμματα-μέλη της δεν είχαν ακόμη υιοθετήσει προγράμματα. Συγκρότησε μια επιτροπή τριάντα τριών μελών από δεκαπέντε χώρες για να τους βοηθήσει σε αυτό το έργο. Στην επιτροπή προγράμματος συμμετείχαν και οι πέντε ηγέτες του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος που είχαν οριστεί για τις εργασίες της Κομιντέρν (Λένιν, Τρότσκι, Ζηνόβιεφ, Μπουχάριν και Ράντεκ) καθώς και οι Κλάρα Τσέτκιν, Άουγκουστ Ταλχάιμερ και Ερνστ Μάγιερ από το KPD. Ο Ζινόβιεφ προέβλεψε ότι η Επιτροπή θα μπορούσε να υποβάλει ένα σχέδιο προγράμματος στο Τέταρτο Συνέδριο, αλλά αυτή η ελπίδα δεν θα εκπληρωθεί. Σε κάθε περίπτωση, η εξέταση ενός προγράμματος για την Κομιντέρν και τα βασικότερα κόμματα-μέλη της θα ήταν «από τα πιο σημαντικά» θέματα της ημερήσιας διάταξης του συνεδρίου.
Όταν η Επιτροπή συνεδρίασε στις 28 Ιουνίου 1922, προέκυψαν διαφορές σχετικά με την κατάλληλη έκταση ενός προγράμματος της Κομιντέρν.
Ο Ράντεκ ξεκίνησε την παρέμβασή του δηλώνοντας ότι η σύνταξη ενός «ακριβούς προγράμματος, ενός συστήματος συγκεκριμένων δεσμευτικών αιτημάτων» ήταν αδύνατη, διότι απαιτούσε «μια ορισμένη σταθεροποίηση της κατάστασης για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα», και επίσης διότι η ποικιλομορφία των εθνικών συνθηκών σήμαινε ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούσαν «να προβάλλουν τα ίδια αιτήματα για την Αμερική και, ας πούμε, για τη Γιουγκοσλαβία». Σχετικά με το θέμα των μεταβατικών αιτημάτων, συνέχισε λέγοντας:
«Αλλά ανεξάρτητα από αυτό, βλέπουμε ότι σε όλες τις χώρες τα κομμουνιστικά κόμματα δεν είναι σε θέση να επιτελέσουν το πολιτικό τους έργο μόνο με τα συνθήματα της τελικής μάχης: σοβιετική κυβέρνηση, δικτατορία του προλεταριάτου κ.λπ. Είναι υποχρεωμένα όχι μόνο να προβάλλουν αγωνιστικά αιτήματα απέναντι στην αστική τάξη, αλλά, πρέπει να προβάλλουν μια σειρά από συνθήματα που δεν είναι τα συγκεκριμένα συνθήματα της σοβιετικής δικτατορίας, αλλά μοχλοί πίεσης για να παλέψουν για τη σοβιετική δικτατορία στο μέλλον, μέσα συγκόλλησης των μαζών, ως αιτήματα δράσης για τις μάζες που έχουν αρχίσει να κινούνται. Τα επιμέρους κόμματα προχωρούν αυθόρμητα στην προβολή αυτών των αιτημάτων. Δεν έχουμε εδώ, θα έλεγα, καμία μέθοδο προσέγγισης της διαδικασίας. Το τρίτο συνέδριο έχει κάνει πολλά από αυτή την άποψη. Παρ’ όλα αυτά, επικρατεί ένα μεγάλο χάος.»
Ο Ράντεκ έδωσε ως παραδείγματα «των μεθόδων με τις οποίες μπορούμε να κινητοποιήσουμε τις μάζες», που ήταν αντικείμενο συζήτησης στον κομμουνιστικό Τύπο, «το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης στη Γερμανία, στη Σαξονία και τη Θουριγγία» και «στην Αγγλία, κατά τη διάρκεια της απεργίας των ανθρακωρύχων, το ζήτημα της εθνικοποίησης των ορυχείων», καταλήγοντας:
«Για το λόγο αυτό, λέω ότι το πρώτο καθήκον της επιτροπής προγράμματος δεν θα πρέπει να είναι να συντάξει ένα πρόγραμμα για την Κομμουνιστική Διεθνή, αλλά να επεξεργαστεί θέσεις σχετικά με τη μέθοδο οικοδόμησης των μεταβατικών αιτημάτων μας σε κάθε χώρα, συγκεκριμένα, σύμφωνα με την εκτίμησή μας για τη διεθνή κατάσταση, όπως δίνεται στις αποφάσεις του Τρίτου Συνεδρίου. Στη συνέχεια, η κατάσταση σε κάθε συγκεκριμένη χώρα πρέπει να προσεγγιστεί με συγκεκριμένους όρους. Με τον τρόπο αυτό, θα αποδειχθεί ότι μια ομάδα χωρών είναι ήδη πολιτικά ώριμη για τα ίδια ζητήματα, κυρίως το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, και μπορεί να υιοθετηθεί από εμάς στο πλαίσιο αυτής της γενικής τακτικής απόφασης.»17
Ο Μπουχάριν φάνηκε να επιδιώκει έντονα τη σύνταξη ενός προγράμματος και παρουσιάστηκε ως κάποιος που μπορούσε να το γράψει, σε βαθμό που του εμπιστεύτηκαν την υποβολή της έκθεσης για το θέμα αυτό στο Τέταρτο Συνέδριο. Αλλά διαφωνούσε να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα μεταβατικά αιτήματα όπως η εργατική κυβέρνηση και το ενιαίο μέτωπο, τα οποία θεωρούσε ως ζητήματα τακτικής.
Ο Μποχουμίρ Σμέραλ από το Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας υποστήριξε ότι το πρόγραμμα έπρεπε να περιλαμβάνει την τακτική πορεία και τη γραμμή δράσης των κομμουνιστών κατά τη διάρκεια μιας πιθανώς μακράς μεταβατικής περιόδου πριν από την επανάσταση.18
Η Κλάρα Τσέτκιν συμφώνησε με τον Ράντεκ ότι ήταν εξαιρετικά δύσκολο να καταρτιστεί ένα ενιαίο πρόγραμμα όταν οι συνθήκες ήταν τόσο ρευστές και συχνά άλλαζαν δραστικά, προσθέτοντας:

«Αλλά φυσικά πρέπει να έχουμε συμπαγείς θεμελιώδεις κατευθυντήριες γραμμές για την πρακτική καθημερινή εργασία του Κόμματός μας. Πιστεύω ότι κατά τη σύνταξη ενός τέτοιου προγράμματος υπάρχει ένας κίνδυνος που πρέπει να αντιμετωπίσουμε κατά πρόσωπο, ακριβώς λόγω του ενιαίου μετώπου: ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί σύγχυση στο μυαλό των μαζών μεταξύ του μεταρρυθμιστικού προγράμματος του παλιού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και των αιτημάτων της δράσης μας. Αντιλαμβάνομαι τη διαφορά με τον εξής τρόπο: τα αιτήματα μπορεί συχνά να είναι τα ίδια, ωστόσο είναι πολύ διαφορετικά στη φύση τους από εκείνα του παλιού κόμματος. Το πρόγραμμα δράσης και το ελάχιστο πρόγραμμά του επικεντρώθηκε ρητά στη βελτίωση της αστικής κοινωνίας, ενώ το δικό μας πρόγραμμα δράσης πρέπει να έχει ως στόχο να κινητοποιήσει τις μάζες, να τις συγκεντρώσει και να τις εκπαιδεύσει για τον αγώνα.
Το σημείο εκκίνησης για τη συγκέντρωση των μαζών, για τη συσπείρωσή τους στο ενιαίο μέτωπο, είναι αναμφίβολα οι διάφορες καθημερινές ανάγκες και επιθυμίες του προλεταριάτου. Όχι μόνο στον οικονομικό, όχι μόνο στον πολιτικό τομέα, αλλά γενικά σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής.
Όλα αυτά τα αιτήματα, που πρέπει να θέσουμε εκεί, παίρνουν από τη θεμελιώδη στάση μας έναν πολύ σταθερό προσανατολισμό προς [μια] συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όλα όσα διεκδικούμε οικονομικά, ως σοσιαλιστές, πρέπει να βρίσκονται στην κατεύθυνση του περιορισμού της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας, και όλα όσα διεκδικούμε πολιτικά πρέπει να κατευθύνονται στην απαλλοτρίωση της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης και στην ενίσχυση της εξουσίας του προλεταριάτου.
Νομίζω ότι το πρόγραμμα που πρέπει να καταρτίσουμε θα πρέπει, στο βαθμό που αφορά συγκεκριμένα, ενιαία αιτήματα, τα οποία πρέπει να θέσουμε ως αφετηρία του αγώνα, να είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να περιλαμβάνει τα επιμέρους αιτήματα της εποχής και επίσης τα διαφορετικά αιτήματα που μπορούν να τεθούν σε μεμονωμένες χώρες υπό μεταβαλλόμενες ιστορικές συνθήκες. Ο πυρήνας πρέπει να είναι πάντα ο ίδιος, αλλά τα τακτικά μέτρα και η μορφή με την οποία θα εφαρμοστούν μπορεί να διαφέρουν ανάλογα με τις επιμέρους χώρες, και το πρόγραμμά μας πρέπει να τους δίνει την ελευθερία κινήσεων που απαιτείται για να περιλάβουν όλα όσα είναι απαραίτητα στη δεδομένη κατάσταση.»19
Ο Ζινόβιεφ, ενώ αποδέχτηκε τη σύγκληση της επιτροπής προγράμματος, δεν πίεσε καθόλου για τη σύνταξή του (πιθανότατα επειδή δεν ήθελε η αρχηγία του, που είχε ήδη κλονιστεί στο Τρίτο Συνέδριο, να υποστεί ακόμη περισσότερα πλήγματα), και επιπλέον δεν είδε στο σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, το οποίο θεωρούσε ένα απλό συνώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου, τον ακρογωνιαίο λίθο του συστήματος των μεταβατικών αιτημάτων, όπως έκανε ο Ράντεκ.
Η απάντηση του Ράντεκ συνέδεσε το ζήτημα των μεταβατικών αιτημάτων με εκείνο της εργατικής κυβέρνησης [Arbeiterregierung], δηλαδή ενός συνασπισμού του Κομμουνιστικού Κόμματος με ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα, ως κάτι «συναφές της δικτατορίας» και ως το λογικό συμπέρασμα της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου. Κατά τη γνώμη του, το πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει τρία μέρη. Πρώτα ένα γενικό μέρος σχετικά με το ζήτημα «από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό»· στη συνέχεια ένα δεύτερο μέρος, το οποίο αφορούσε τα χαρακτηριστικά της εποχής της κοινωνικής επανάστασης.
«Στη συνέχεια, το τρίτο μέρος: τι πρέπει να κάνουμε αυτή τη στιγμή. Τώρα έρχονται τα μεταβατικά αιτήματα. Εδώ πρέπει να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της σχέσης μας με τα κύρια προβλήματα της οικονομικής ζωής, του κρατικού καπιταλισμού κ.λπ. Αλλά τι θα κάνουμε με τα πολιτικά αιτήματα; Λέει ο Μπουχάριν: Αφοπλίστε την αστική τάξη, και το γαλλικό μας κόμμα ζητά την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία. Στην Αγγλία έχουμε μια μισθοφορική δύναμη. Το ζήτημα των στρατιωτικών διεκδικήσεων ως μεταβατικών διεκδικήσεων σε αυτή την περίοδο είναι ένα γενικό πολιτικό ζήτημα.
Ο Ζινόβιεφ είπε σωστά ότι βρήκε το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης ως ένα νέο στοιχείο που προέκυψε εμπειρικά και που θα μπορούσε να έχει ακόμη σημασία. Λέει ότι είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ της δικτατορίας και της σημερινής κατάστασης, μια διέξοδος από αυτήν· [και ότι] ακόμα και αν φτάσουμε στην εργατική κυβέρνηση, αυτό θα πυροδοτήσει αγώνες για τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Το δεύτερο πράγμα που είπε ήταν ότι η εργατική κυβέρνηση είναι ένα ψευδώνυμο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Είχε δίκιο και άδικο. Σε πολλές χώρες, δεν θα προκύψει εργατική κυβέρνηση. Αλλά σε άλλες χώρες μπορεί να κάνει λάθος. Αν γίνουν εκλογές και τα κόμματα των εργατών έχουν την πλειοψηφία, μπορεί να αποφασίσουν να αναδείξουν μια εργατική κυβέρνηση με κοινοβουλευτικά μέσα. Αυτό είναι πολύ πιθανό στη Γερμανία ή την Τσεχοσλοβακία.
Τώρα το ερώτημα είναι: θέλουμε να υψώσουμε αυτές τις γενικές γέφυρες για πολιτικούς λόγους που συνδέονται με τα οικονομικά μεταβατικά μας αιτήματα ή όχι; Φυσικά, δεν χρειάζεται να πούμε ότι πρέπει να είναι υποχρεωτικές σε κάθε χώρα και ότι δεν μπορούμε να φτάσουμε στη δικτατορία παρά μόνο μέσω συμβιβασμών. Αλλά εδώ πρέπει να εξετάσουμε το ερώτημα αν βλέπουμε σε αυτό το σύνθημα [της εργατικής κυβέρνησης] ένα πολιτικό μεταβατικό σύνθημα, ή αν πιστεύουμε ότι υπάρχει ένα χάσμα ανάμεσα στη δημοκρατία και την περίοδο της δικτατορίας. Αυτά τα γενικά ερωτήματα πρέπει να επιλυθούν στο γενικό πρόγραμμα, προτάσσοντας τη μέθοδο αυτών των μεταβατικών αιτημάτων, και στη συνέχεια μπορεί να δημιουργηθεί για κάθε χώρα μια εναλλάξιμη τακτική πλατφόρμα, που προκύπτει από τη συγκεκριμένη κατάσταση. Αλλά δεν μπορούμε να φτάσουμε σε αυτό χωρίς να λύσουμε το προκαταρκτικό ζήτημα της μεθόδου των μεταβατικών αιτημάτων.»20
Η προγραμματική συζήτηση στην Κομμουνιστική Διεθνή
Τα σχέδια προγραμμάτων των εθνικών κομμουνιστικών κομμάτων που ήταν διαθέσιμα για συζήτηση στο τέταρτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς δημοσιεύτηκαν τελικά σε δύο τεύχη της Die Kommunistische Internationale, του οργάνου της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κομμουνιστικής Διεθνούς, από τον Σεπτέμβριο έως τον Νοέμβριο του 1922 (τεύχη 22-23).
Το τεύχος 22 του περιοδικού Die Kommunistische Internationale, που κυκλοφόρησε στις 13 Σεπτεμβρίου 1922, περιείχε τρία άρθρα με τον τίτλο Diskussion zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale: ένα άρθρο του Varga με τίτλο «Πώς πρέπει να συνταχθεί το πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς;», το οποίο ασκούσε πολεμική κατά της άρνησης του Μπουχάριν να συμπεριλάβει «τακτικά» ζητήματα στο πρόγραμμα, ένα άρθρο του Τσεχοσλοβάκου κομμουνιστή ηγέτη Μποχουμίρ Σμέραλ «Για τη συζήτηση του προγράμματος», και τέλος ένα άλλο άρθρο του Γάλλου συγγραφέα Σαρλ Λ. Ραποπόρ με τίτλο «Σκέψεις για το πρόγραμμα».21
Από αυτές τις τρεις συνεισφορές, η καλύτερη και πιο σχετική με το θέμα μας είναι αυτή του Μποχουμίρ Σμέραλ, ο οποίος ηγήθηκε ενός από τα μεγαλύτερα κομμουνιστικά κόμματα στον κόσμο.22 Ο Σμέραλ υποστήριξε ότι το πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει «συγκεκριμένα αιτήματα που τα επιμέρους κομμουνιστικά κόμματα θεωρούν ως τα πιο σημαντικά για τον άμεσο αγώνα τους», προσθέτοντας:
«Αυτό το μέρος του προγράμματος θα είναι η έκφραση αυτού που αποτελεί ήδη το περιεχόμενο της γενικής πρακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων. Η πρακτική της ανάληψης των καθημερινών αγώνων των μαζών για επιμέρους αιτήματα και η ανάδειξή τους σε αφετηρία για την περαιτέρω αύξηση της δραστηριότητας των προλεταριακών μαζών δέχτηκε το πρώτο της ερέθισμα από την Ανοιχτή Επιστολή στη Γερμανία. Ένα περαιτέρω βήμα στην ανάπτυξή του ήταν το Ενιαίο Μέτωπο. Στο πρόγραμμα αυτή η πρακτική θα πρέπει να εφαρμοστεί μεθοδικά και να δουλευτεί συστηματικά. Το Συνέδριο θα καθορίσει επομένως το σχέδιο δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων κατά τη μεταβατική περίοδο μέχρι τη στιγμή της αποφασιστικής αναμέτρησης για την άμεση κατάληψη της εξουσίας.»23

Στη συνέχεια, ο Σμέραλ εξήγησε πώς προέκυψε η ιδέα των μεταβατικών αιτημάτων:
«Η πρακτική μας να ξεκινάμε από τα συγκεκριμένα επιμέρους καθημερινά αιτήματα, άρχισε να διαμορφώνεται εμπειρικά. Θεωρούσαμε δεδομένο ότι θα έπρεπε να συμμετέχουμε στους αγώνες της εργατικής τάξης ενάντια στην επίθεση των μεγάλων επιχειρήσεων, για το οκτάωρο, ενάντια στη μείωση των μισθών, για το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Θα έπρεπε να μεταφέρουμε τη δραστηριότητά μας σε άλλους τομείς, θα έπρεπε να προωθήσουμε αιτήματα που δεν είναι τα προγραμματικά μας μάξιμουμ αιτήματα, αλλά αιτήματα για τη μεταβατική περίοδο, για την περίοδο ύπαρξης των δημοκρατικών κρατών, συγκεκριμένα αιτήματα στον τομέα της φορολογίας και των οικονομικών, της δικαιοσύνης, της δημόσιας διοίκησης, του επισιτισμού, των πολιτικών δικαιωμάτων; Όλα αυτά τα πράγματα τίθενται τώρα με οξύτητα στην πρακτική πολιτική ζωή της Γερμανίας. Κατά την άποψή μου, αυτά τα μεταβατικά αιτήματα θα μπορούσαν και θα έπρεπε να διατυπωθούν σε συγκεκριμένα μέρη του προγράμματος. Όσον αφορά τα οικονομικά ζητήματα, παρεμπιπτόντως, οι εν λόγω θέσεις έχουν ήδη προετοιμαστεί από την Εκτελεστική24 και η απλή λογική συνέπεια απαιτεί ότι και τα άλλα ζητήματα, ακόμη και αυτά που συνδέονται με την επέκταση της αντίδρασης, θα πρέπει να λάβουν χώρο ως μεταβατικά αιτήματα σε ένα ειδικό μέρος του κομμουνιστικού προγράμματος.»25
Ακόμη και τα παλιά δημοκρατικά αιτήματα του προγράμματος της Ερφούρτης είχαν αποκτήσει μια νέα επαναστατική σημασία, επειδή ο μεταπολεμικός καπιταλισμός δεν ήταν σε θέση να τα ικανοποιήσει. Το κύριο σημείο, ωστόσο, ήταν ο τρόπος με τον οποίο τα κομμουνιστικά κόμματα τα προωθούσαν: «Ο σκοπός των επιμέρους αιτημάτων μας, ακόμη και αυτών που είναι σχεδόν ταυτόσημα με τα προηγούμενα αιτήματα της σοσιαλδημοκρατίας, είναι ότι για μας δεν είναι ο δρόμος προς τη δημοκρατία, αλλά ο δρόμος από τη δημοκρατία προς τη δικτατορία του προλεταριάτου».26
Το προσυνεδριακό τεύχος του Die Kommunistische Internationale (τεύχος 23, 1 Νοεμβρίου 1922, σσ. 114-55), πάλι υπό τον τίτλο Diskussion zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale, περιλάμβανε τα σχέδια προγραμμάτων του ιταλικού και του γερμανικού κόμματος, την κριτική της ΕΕΚΔ στο σχέδιο του ιταλικού ΚΚ, καθώς και συνεισφορές στη συζήτηση των Βάργκα, Ταλχάιμερ και Βέρα Κοστρσέβα [Μαρία Κοσούτσκα] του πολωνικού ΚΚ για το αγροτικό ζήτημα.27 Η κύρια συμβολή από την άποψη της ανάπτυξης ενός μεταβατικού προγράμματος ήταν το άρθρο του Άουγκουστ Ταλχάιμερ, «Για το Κομμουνιστικό Πρόγραμμα», το οποίο έχει προστεθεί ως Παράρτημα Ι στο παρόν άρθρο.28
Το σχέδιο προγράμματος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (15 Οκτωβρίου 1922)
Στο περιοδικό, το κείμενο του Ταλχάιμερ εμφανίζεται ως εισαγωγή στο «Πρόγραμμα του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας (Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς) (Σχέδιο)».29 Η Zentrale του KPD πίστευε ότι το κόμμα χρειαζόταν ένα νέο πρόγραμμα, το οποίο θα αντλούσε από τις εμπειρίες των ετών 1919-22 και θα αντικαθιστούσε το πρόγραμμα του Συνδέσμου Σπάρτακος που υιοθετήθηκε στο Ιδρυτικό Συνέδριο του κόμματος. Μια ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τους Άουγκουστ Μπράντλερ, Βίλχελμ Κένεν, Έμιλ Λούντβιχ, Κλάρα Τσέτκιν και Ταλχάιμερ επιφορτίστηκε με τη σύνταξή του. Το σχέδιο παρουσιάστηκε στην Κεντρική Επιτροπή στις 15-16 Οκτωβρίου 1922 και εγκρίθηκε με 24 ψήφους υπέρ και 23 κατά, με την αριστερά να καταψηφίζει αυτό που θεωρούσε ως ένα οπορτουνιστικό και αναθεωρητικό κείμενο. Οι ηγέτες του κόμματος συμφώνησαν τότε να το υποβάλουν για συζήτηση στην Κομμουνιστική Διεθνή.30
Το σχέδιο προγράμματος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος ξεκινούσε με μια ενότητα που αφορούσε την «Άνοδο και την παρακμή του καπιταλισμού», η οποία περιελάμβανε τις υποενότητες «Η εποχή του ιμπεριαλισμού», «Ο παγκόσμιος πόλεμος», «Οι ιμπεριαλιστικές ειρηνευτικές συμφωνίες», «Η εποχή της παγκόσμιας επανάστασης» και «Η κρίση του καπιταλισμού». Η ενότητα ΙΙ, που αφορούσε την «Κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας», περιελάμβανε τα εξής: «Το προλεταριάτο ως ενεργός δύναμη και ηγετική τάξη της σοσιαλιστικής επανάστασης», «Ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος και η σχέση του με τα συνδικάτα, τους συνεταιρισμούς και άλλες προλεταριακές οργανώσεις», «Ο ρόλος της βίας», «Η αστική δημοκρατία» και «Η προλεταριακή δικτατορία». Το πιο σχετικό μέρος για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου είναι το υποτμήμα VI, με τίτλο «Μεταβατικά μέτρα πριν από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας [Übergangsmaßregeln vor Eroberung der politi-schen Macht]».
Αφού επεσήμαινε το ασυμβίβαστο μεταξύ εργατικών συμβουλίων και κοινοβουλίου, το σχέδιο προγράμματος υποστήριζε ότι η μετάβαση από το ένα σύστημα διακυβέρνησης στο άλλο θα χαρακτηριζόταν από μια περίοδο διπλής εξουσίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την αστικοσοσιαλιστική κυβέρνηση συνασπισμού με το σύνθημα του ενιαίου μετώπου των κομμάτων της εργατικής τάξης, προϋπόθεση του οποίου ήταν η πλήρης ελευθερία της κριτικής και της προπαγάνδας και η άνευ όρων οργανωτική ανεξαρτησία του KPD. Σε αυτό το στάδιο θα αντιστοιχούσε το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης [Arbeiterregierung], της οποίας κύριος ρόλος θα ήταν ο εξοπλισμός του προλεταριάτου και η ενίσχυση των εργατικών συμβουλίων. Αυτή η εργατική κυβέρνηση θα εφάρμοζε «μια σειρά από οικονομοτεχνικά και οικονομικά επαναστατικά μέτρα»:
«Αυτά τα μεταβατικά μέτρα εξακολουθούν να κινούνται τυπικά στο πλαίσιο του αστικού συστήματος σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής και του αστικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, αλλά στην πραγματικότητα είναι ήδη εισβολές της προλεταριακής κρατικής εξουσίας που συγκροτείται ως εργατική κυβέρνηση, η οποία περιορίζει συνειδητά και αμείλικτα το δικαίωμα των καπιταλιστών να διαχειρίζονται την ιδιοκτησία τους και το καπιταλιστικό κίνητρο του κέρδους, προς το συμφέρον και προς όφελος του προλεταριάτου και των πλατιών εργαζόμενων μαζών.»31
Το σχέδιο προγράμματος απαριθμούσε στη συνέχεια μια σειρά από οικονομικά μεταβατικά μέτρα που έπρεπε να εφαρμοστούν από την εργατική κυβέρνηση, όπως η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων και η πλειοψηφική συμμετοχή του κράτους σε κάθε επιχείρηση, η συνδικαλιστική οργάνωση, η συγκεντροποίηση [σε τραστ] της βιομηχανίας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων μέσω των εργοστασιακών επιτροπών, η κατάργηση του τραπεζικού, τεχνικού και εμπορικού απορρήτου, η καθιέρωση ενός κρατικού μονοπωλίου στην προμήθεια τροφίμων και η εισαγωγή δελτίων τροφίμων υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, καθώς και ένα κρατικό μονοπώλιο στο εξωτερικό εμπόριο και στις τράπεζες υπό τον έλεγχο των εργαζομένων, το οποίο θα ασκούνταν κυρίως από τραπεζικούς υπαλλήλους.
«Όλα αυτά τα μεταβατικά μέτρα -αν και τυπικά εξακολουθούν να βρίσκονται στο πλαίσιο της αστικής ιδιοκτησίας- βρίσκονται στην πραγματικότητα σε οξεία αντίθεση με τα ταξικά συμφέροντα των καπιταλιστών και μπορούν να επιβληθούν μόνο μέσω της πιο οξείας και πλατιάς πάλης κατά της αστικής τάξης. Η σφοδρή και συστηματική αντίσταση της αστικής τάξης θα αναγκάσει φυσικά την εργατική κυβέρνηση, στο τέλος, να υπερβεί αυτά τα αντιφατικά ημίμετρα και, αντί της μερικής κατάσχεσης της αστικής ιδιοκτησίας και του απλού περιορισμού του καπιταλιστικού δικαιώματος διαχείρισης πάνω σ’ αυτήν, να προχωρήσει στην πλήρη κατάργηση της αστικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών) και στην πλήρη κατάργηση των καπιταλιστικών ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων.»32
Τέλος, τα δύο τελευταία κεφάλαια του σχεδίου προγράμματος του KPD αφορούσαν τον «Μετασχηματισμό της καπιταλιστικής σε σοσιαλιστική οικονομική τάξη» και τα διεθνή καθήκοντα του κόμματος.
Το Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (5 Νοεμβρίου – 5 Δεκεμβρίου 1922)
Η συζήτηση του Τέταρτου Συνεδρίου σχετικά με το πρόγραμμα ξεκίνησε με τις εκθέσεις του Μπουχάριν και του Ταλχάιμερ, οι οποίες παρουσίαζαν τις δύο αντίθετες απόψεις που διατυπώθηκαν στην ΕΕΚΔ. Ο Μπουχάριν καταδίκασε την ιδέα ότι «ζητήματα τακτικής, όπως η κατάσχεση των υλικών περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία, η τακτική του ενιαίου μετώπου ή το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης πρέπει επίσης να συμπεριληφθούν στο πρόγραμμα», προσθέτοντας ότι ο Σμέραλ έκανε λάθος «όταν, μαζί με τον Βάργκα και τον Ράντεκ, ζητάει να ενσωματωθούν στο πρόγραμμα τέτοια ζητήματα, όπως αυτό της εργατικής κυβέρνησης και της «Ανοιχτής Επιστολής».33 Για τον Μπουχάριν, η εργατική κυβέρνηση ήταν ένα χυδαίο τακτικό πρόβλημα και το «πρόγραμμα» ήταν κάτι άλλο: ένα είδος μεγαλοπρεπούς κατήχησης που περιείχε μια περιγραφή της μετάβασης στον κομμουνισμό.34 Τα κείμενα του Μπουχάριν (οι παρεμβάσεις του στην Επιτροπή Προγράμματος και η έκθεσή του στο Τέταρτο Συνέδριο) έχουν επομένως ένα γενικό θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά δεν συνέβαλαν σε τίποτα στην ανάπτυξη ενός μεταβατικού προγράμματος. Και καθώς οι παρεμβάσεις του υπονοούσαν την απόρριψη της μεθόδου των μεταβατικών αιτημάτων, επρόκειτο να αποδοκιμαστεί από τον ίδιο τον Λένιν.
Ο Ταλχάιμερ, αντίθετα, υποστήριξε ότι «το ζήτημα των μεταβατικών μέτρων, των αιτημάτων για στάδια, ή όπως αλλιώς μπορεί να τα ονομάσει κανείς, πριν από την κατάκτηση της εξουσίας» ήταν «το κεντρικό ζήτημα για την επιτυχή επεξεργασία του προγράμματος τόσο σε γενικό επίπεδο όσο και όσον αφορά τα επιμέρους κόμματα»,35 αν και αμέσως μετά κατέστρεψε το επιχείρημά του προσθέτοντας μια λουξεμβουργιανή κριτική στη θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό.36 Ο Ταλχάιμερ, υποστηριζόμενος από τον Ράντεκ, θεωρούσε «σοβαρό σφάλμα» το να «διαχωρίζονται οι τακτικές αρχές από τις άλλες αρχές και τους στόχους», γεγονός που άνοιγε την πόρτα σε μια υποτροπή στο ρεφορμισμό. Τόνιζε την ανάγκη «να καθοριστούν τακτικές κατευθυντήριες γραμμές» από τις οποίες μπορούν να προκύψουν με ασφάλεια και σαφήνεια όλα τα «συγκεκριμένα επιμέρους αιτήματα», αναφέροντας μεταξύ των «μεταβατικών ζητημάτων» που ανήκουν σε ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα «το ζήτημα του ελέγχου της παραγωγής, του κρατικού καπιταλισμού, των κατευθυντήριων γραμμών για τη φορολογική και οικονομική πολιτική κάθε κόμματος».37
Τρεις ημέρες αργότερα, ο Μπουχάριν διάβασε μια σύντομη δήλωση της ρωσικής αντιπροσωπείας που ουσιαστικά ενέκρινε τη θέση των Ταλχάιμερ-Ράντεκ. Η δήλωση έγραφε:
«Δεδομένου ότι η διαφωνία σχετικά με τον τρόπο διατύπωσης των μεταβατικών αιτημάτων και τη θέση τους στο πρόγραμμα έχει δώσει την εντελώς λανθασμένη εντύπωση μιας διαφωνίας επί της αρχής, η ρωσική αντιπροσωπεία επιβεβαιώνει ανεπιφύλακτα ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί οπορτουνισμός η συμπερίληψη των μεταβατικών αιτημάτων στα προγράμματα των εθνικών τμημάτων και η διατύπωσή τους με γενικούς όρους και η θεωρητική τους αιτιολόγηση στο συνολικό τμήμα του προγράμματος. Εκπροσωπούν τη ρωσική αντιπροσωπεία: Λένιν, Τρότσκι, Ζινόβιεφ, Ράντεκ, Μπουχάριν.»38
Στη συνέχεια οι αντιπρόσωποι υιοθέτησαν, ενάντια στη μειοψηφία της ιταλικής αντιπροσωπείας (που εκπροσωπούσε τις σεχταριστικές απόψεις της τάσης του Μπορντίγκα), ένα «Ψήφισμα για το Πρόγραμμα», το οποίο προέτρεπε «τα εθνικά τμήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς που δεν έχουν ακόμη εθνικά προγράμματα» να «αρχίσουν αμέσως να τα επεξεργάζονται, ώστε να υποβληθούν στην Εκτελεστική Επιτροπή το αργότερο τρεις μήνες πριν από το Πέμπτο Συνέδριο, προκειμένου να εγκριθούν από το επόμενο συνέδριο» (το υλικό αυτό δημοσιεύτηκε τελικά στο Kommunistische Internationale το 1924). Τα τρία τελευταία σημεία του ψηφίσματος ασχολήθηκαν ειδικά με το ζήτημα των μεταβατικών αιτημάτων, τα οποία είχαν ως εξής:
«3.) Τα προγράμματα των εθνικών τμημάτων πρέπει να αιτιολογούν με σαφήνεια και αποφασιστικότητα την ανάγκη να αγωνιστούν για μεταβατικά αιτήματα [Über-gangsforderungen], με την κατάλληλη επιφύλαξη ότι τα αιτήματα αυτά απορρέουν από τις συγκεκριμένες συνθήκες του τόπου και του χρόνου.
4.) Το συνολικό πρόγραμμα πρέπει οπωσδήποτε να παρέχει ένα θεωρητικό πλαίσιο για όλα τα μεταβατικά ή επιμέρους αιτήματα [Übergangs-oder Teilforderungen]. Ταυτόχρονα, το 4ο Συνέδριο καταδικάζει έντονα τις προσπάθειες να παρουσιαστεί ως οπορτουνισμός η συμπερίληψη μεταβατικών αιτημάτων [Teilforderungen: επιμέρους αιτήματα] στο πρόγραμμα, καθώς και τις προσπάθειες να χρησιμοποιηθούν επιμέρους αιτήματα για να αποκρύψουν ή να υποκαταστήσουν τα θεμελιώδη επαναστατικά μας καθήκοντα.
5.) Το συνολικό πρόγραμμα πρέπει να αποτυπώνει με σαφήνεια τις βασικές ιστορικές παραλλαγές των μεταβατικών αιτημάτων [Übergangsforderungen] που προβάλλονται από τα εθνικά τμήματα, που αντιστοιχούν στις θεμελιώδεις διαφορές στην οικονομική και πολιτική δομή κάθε χώρας, όπως στη Βρετανία έναντι της Ινδίας κ.ο.κ.»39
Το Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς ήταν επίσης η ευκαιρία για τη διαμόρφωση του σχεδίου μεταβατικού προγράμματος του Ράντεκ. Σύμφωνα με τον Pierre Broué, «ο Ράντεκ συνέταξε κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις για τους αντιπροσώπους», οι οποίες «αρχικά δεν προορίζονταν για δημοσίευση, αλλά επρόκειτο ωστόσο να δημοσιευθούν στο Bulletin communiste, αρ. 14, 5 Απριλίου 1923, σσ. 126-8, υπό τον τίτλο «La Question du programme de l’Internationale Communiste». Ο Ράντεκ «πρότεινε να συνταχθεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Αυτό θα καθόριζε συνθήματα που θα βοηθούσαν στην κινητοποίηση των εργαζόμενων μαζών με την προοπτική του αγώνα για τη δικτατορία του προλεταριάτου».40 Το έγγραφο αυτό έχει προστεθεί ως Παράρτημα ΙΙ στο παρόν άρθρο.
Το κύριο πολιτικό και ιστορικό πρόβλημα που έθεσαν οι προγραμματικές συζητήσεις του 1922 είναι ότι δεν οδήγησαν στη σύνταξη ενός προγράμματος, όχι επειδή αυτό ήταν αδύνατο (ο Ράντεκ ήταν ασφαλώς σε θέση να συντάξει ένα σχέδιο), αλλά λόγω της ύπαρξης πολιτικών εμποδίων στο εσωτερικό της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τα πολιτικά εμπόδια εκπροσωπούνταν από τις δύο σημαντικότερες προσωπικότητες του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος μετά τον Λένιν και τον Τρότσκι, οι οποίες ήταν επίσης δύο από τους σημαντικότερους ηγέτες της ίδιας της Κομμουνιστικής Διεθνούς: ο πρόεδρός της Ζινόβιεφ και ο «θεωρητικός» της Μπουχάριν, αν και οι θέσεις και οι μέθοδοί τους ήταν πολύ διαφορετικές.
Οι συζητήσεις έδειξαν επίσης τις δυσκολίες του Ταλχάιμερ και του KPD να αναπτύξουν πλήρως τη μέθοδο που πρότεινε ο Ράντεκ, απέναντι στην τακτική μπλοκαρίσματος των Ζινόβιεφ και Μπουχάριν. Πράγματι, το κείμενο που υιοθετήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή του KPD με πλειοψηφία μίας μόνο ψήφου στις 15-16 Οκτωβρίου 1922, μοιάζει περισσότερο με μια περιγραφική τοιχογραφία του καπιταλισμού και της επανάστασης παρά με έναν οργανωμένο κατάλογο αιτημάτων που συγκλίνουν στο ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και της κατάληψης της εξουσίας από το προλεταριάτο. Ο απλός κατάλογος των επικεφαλίδων των κεφαλαίων δείχνει ότι ο Ταλχάιμερ, παραδόξως, μοιραζόταν μια κάποια ομοιότητα μεθόδου και σχεδίου με τον Μπουχάριν – ο οποίος, ωστόσο, αντιτάχθηκε στη μέθοδο των μεταβατικών αιτημάτων. Επιπλέον, ο Ταλχάιμερ μετατοπιζόταν τότε από την «αριστερή» του θέση το 1921, όταν είχε υποστηρίξει τη «θεωρία της επίθεσης», στον μετέπειτα ρόλο του ως θεωρητικού της δεξιάς πτέρυγας του KPD του Μπράντλερ.
Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η αναβολή της συζήτησης για το πρόγραμμα στο Τέταρτο Συνέδριο αντισταθμίστηκε από την υιοθέτηση του συνθήματος της εργατικής κυβέρνησης σε αυτό το συνέδριο. Όμως αυτή η υιοθέτηση έγινε στο ψήφισμα για την τακτική και σε μια συγκεχυμένη μορφή, σε ένα επίπεδο γενικότητας που δεν ξεκαθάριζε πραγματικά τη λειτουργία του συνθήματος πέρα από μια γενική φόρμουλα. Μόνο μια πραγματική προγραμματική συζήτηση, όπως απαίτησε ο Ράντεκ στην ολομέλεια της ΕΕΚΔ τον Ιούνιο του 1922, θα επέτρεπε μια τέτοια αποσαφήνιση. Με τη συγκατάθεση όλων των πρωταγωνιστών, συμπεριλαμβανομένου του Ράντεκ, αυτή η συζήτηση δεν πραγματοποιήθηκε, αν και το συγκεκριμένο ζήτημα είχε ήδη προκύψει στη Σαξονία και θα κυριαρχούσε το μοιραίο έτος 1923 στη Γερμανία, όταν οι κομμουνιστές συμμετείχαν σε κυβερνήσεις συνασπισμού με τους σοσιαλδημοκράτες στα γερμανικά κρατίδια της Σαξονίας και της Θουριγγίας και όταν χάθηκε μια εξαιρετικά σημαντική επαναστατική ευκαιρία εξαιτίας των δισταγμών της Κομιντέρν και της ηγεσίας του KPD.41
Από το Τέταρτο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς (1922) στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη της Τέταρτης Διεθνούς (1938)

Η Αριστερή Αντιπολίτευση στο σταλινικό καθεστώς με επικεφαλής τον Τρότσκι, η οποία εμφανίστηκε το 1923 ενάντια στην «τρόικα» Ζηνόβιεφ – Καμένεφ – Στάλιν,42 απέκτησε μια επεξεργασμένη προγραμματική βάση με τα «Έντεκα Σημεία» του Δεκέμβρη του 1932. Η Αριστερή Αντιπολίτευση θεωρούσε λανθασμένες τις αποφάσεις που υιοθετήθηκαν από το πέμπτο και έκτο συνέδριο και ήθελε να ξαναγράψει το πρόγραμμα που είχε συντάξει ο Μπουχάριν και είχε εγκριθεί από το έκτο συνέδριο [της Κ.Δ]. Ως εκ τούτου, η προγραμματική της βάση ήταν οι αποφάσεις που ελήφθησαν από τα τέσσερα πρώτα συνέδρια της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Τα «Έντεκα Σημεία», που υιοθετήθηκαν κατά τη διάρκεια της υπεραριστερής πολιτικής της σταλινικής γραφειοκρατίας για την «τρίτη περίοδο», απαιτούσαν την ενεργό παρουσία των κομμουνιστών στις μαζικές οργανώσεις, ιδιαίτερα στα ρεφορμιστικά συνδικάτα, και κατήγγειλαν τον καταστροφικό ρόλο των «κόκκινων συνδικάτων». Καταδίκαζαν το σεχταριστικό σύνθημα του «ενιαίου μετώπου από τα κάτω» καθώς και την καταγγελία της Σοσιαλδημοκρατίας ως «σοσιαλφασισμού». Το τμήμα επτά των «έντεκα σημείων» έχει ως εξής:
«Αναγνώριση της αναγκαιότητας κινητοποίησης των μαζών κάτω από μεταβατικά συνθήματα που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη κατάσταση σε κάθε χώρα, και ιδιαίτερα κάτω από δημοκρατικά συνθήματα, εφόσον πρόκειται για αγώνα ενάντια στις φεουδαρχικές σχέσεις, την εθνική καταπίεση ή τις διάφορες ποικιλίες ανοιχτά ιμπεριαλιστικής δικτατορίας (φασισμός, βοναπαρτισμός κ.λπ.).»43
Η μέθοδος των μεταβατικών αιτημάτων κωδικοποιήθηκε από τον Τρότσκι στο «Πρόγραμμα Δράσης για τη Γαλλία» του Ιουνίου 1934, το οποίο σχεδιάστηκε για να δώσει το πολιτικό περιεχόμενο και τους στόχους ενός προτεινόμενου ενιαίου μετώπου κατά του φασισμού.44 Στις 6 Φεβρουαρίου 1934, μια ένοπλη διαδήλωση φασιστικών και αντιδραστικών ομάδων είχε ανατρέψει τη Ριζοσπαστική κυβέρνηση του Εντουάρ Νταλαντιέ και την αντικατέστησε με τη δεξιά κυβέρνηση του Γκαστόν Ντουμέργκ. Οι Γάλλοι εργάτες απάντησαν στις 12 Φεβρουαρίου 1934 με γενική απεργία, διαδηλώσεις και έκκληση για ενότητα ενάντια στη φασιστική επίθεση. Στο φυλλάδιο «Πού βαδίζει η Γαλλία;», που γράφτηκε στα τέλη Οκτωβρίου 1934, ο Τρότσκι περιέγραψε το «Πρόγραμμα Δράσης για τη Γαλλία» ως ένα σχέδιο μεταβατικού προγράμματος: «Η πολιτική εκστρατεία του ενιαίου μετώπου πρέπει να βασιστεί σε ένα καλά επεξεργασμένο μεταβατικό πρόγραμμα, δηλ, σε ένα σύστημα μέτρων που, με μια κυβέρνηση εργατών και αγροτών, μπορεί να εξασφαλίσει τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό».45 Και σε μια υποσημείωση που δεν μεταφράζεται στις αγγλικές εκδόσεις του Πού βαδίζει η Γαλλία; πρόσθεσε: «Δεν θα αναπτύξουμε εδώ το περιεχόμενο του ίδιου του προγράμματος, αλλά θα παραπέμψουμε τον αναγνώστη στο Πρόγραμμα Δράσης που δημοσιεύτηκε από την Κομμουνιστική Ένωση το 1934, το οποίο αντιπροσωπεύει το σχέδιο ενός τέτοιου μεταβατικού προγράμματος».46
Ο Τρότσκι επανήλθε σε αυτή την ιδέα του μεταβατικού προγράμματος ως προγράμματος δράσης σε μια επιστολή προς τον Ρούντολφ Κλέμεντ, με ημερομηνία 12 Απριλίου 1938, η οποία δεν περιλαμβάνεται στην αγγλική έκδοση των γραπτών του και η οποία έχει ως εξής:
«Σας αποστέλλω το σχέδιο του μεταβατικού προγράμματος. […] Τονίζω ότι αυτό δεν είναι ακόμα το πρόγραμμα της Τέταρτης Διεθνούς. Το κείμενο δεν περιέχει το θεωρητικό μέρος, δηλαδή την ανάλυση της καπιταλιστικής κοινωνίας και του ιμπεριαλιστικού της σταδίου, ούτε το ίδιο το πρόγραμμα της Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα δράσης για την ενδιάμεση περίοδο. Μου φαίνεται ότι είναι ακριβώς ένα τέτοιο κείμενο που χρειάζονται τα τμήματά μας.»47
Επίλογος
Οι απαρχές του Μεταβατικού Προγράμματος στα γραπτά του Τρότσκι έχουν εντοπιστεί στη δευτερογενή βιβλιογραφία.48 Πολύ λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στις προγενέστερες απαρχές του Μεταβατικού Προγράμματος στις συζητήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς μεταξύ του Τρίτου και του Τέταρτου Συνεδρίου της, και ειδικότερα στη συμβολή του μεγαλύτερου εθνικού τμήματός της εκτός Ρωσίας, του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, από το οποίο προήλθε η στροφή στην τακτική του ενιαίου μετώπου το 1921. Αυτό το άρθρο προσπάθησε να αποκαλύψει τις ρίζες του Μεταβατικού Προγράμματος στις συζητήσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Το έργο αυτό είναι σημαντικό, διότι δείχνει ότι τα συνθήματα του Μεταβατικού Προγράμματος δεν είναι σεκταριστικά αποφθέγματα, αλλά το αποτέλεσμα της συλλογικής επαναστατικής εμπειρίας της εργατικής τάξης κατά την εξεταζόμενη περίοδο, από την Μπολσεβίκικη Επανάσταση μέχρι την ιδρυτική συνδιάσκεψη της Τέταρτης Διεθνούς (1917-38).
Παράρτημα
Για το κομμουνιστικό πρόγραμμα
Άουγκουστ Ταλχάιμερ
Οκτώβριος 1922

Πηγή: August Thalheimer, “Zum Kommunistischen Programm”, Die Kommu-nistische Internationale, τεύχος 23 (1 Νοεμβρίου 1922), σελ. 118-22.
Ι
Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ανέπτυξε τους ιστορικούς στόχους και τις αρχές του κομμουνισμού, αλλά περιέχει επίσης σε σύντομη και ακατέργαστη μορφή μεταβατικά αιτήματα (όχι μίνιμουμ αιτήματα) μαζί με κάποια αιτήματα για την προστασία των εργαζομένων (προστασία της παιδικής εργασίας).49
Στο Πρόγραμμα της Ερφούρτης η πρακτική έμφαση δίνεται στα αιτήματα για δημοκρατικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Το βασικό κείμενο θέτει τους στόχους μόνο με αφηρημένο και γενικό τρόπο. Καμία νύξη ούτε για τη συγκεκριμένη μορφή άσκησης της προλεταριακής δικτατορίας (τη μορφή διακυβέρνησής της), ούτε για τα μεταβατικά μέτρα προς το σοσιαλισμό.
Το Πρόγραμμα του Σπάρτακου περιορίζεται στη διατύπωση των συγκεκριμένων μορφών και μεθόδων της προλεταριακής δικτατορίας και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτή είναι η εστίασή του. Τα δημοκρατικά αιτήματα του προγράμματος της Ερφούρτης φυσικά παραμερίζονται εντελώς. Αυτό που μένει είναι μόνο το συνοπτικό αίτημα «ριζοσπαστική κοινωνική νομοθεσία» κ.λπ. Το πρόγραμμα του Σπάρτακου δεν περιέχει ούτε μίνιμουμ πρόγραμμα ούτε «μεταβατικά αιτήματα».
Το Κομμουνιστικό πρόγραμμα που πρέπει τώρα να επεξεργαστούμε θα πρέπει να επιστρέψει στη μορφή του (στο βασικό σχέδιο), αλλά όχι στο περιεχόμενό του, στο πρότυπο του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, καθώς θα πρέπει να περιέχει, εκτός από την εξειδίκευση και την τεκμηρίωση των κομμουνιστικών στόχων και αρχών, μεταβατικά αιτήματα [Übergangsforderungen], πολιτικά και οικονομικά μεταβατικά μέτρα που, ακολουθώντας την αστική δημοκρατία και το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής και ιδιοκτησίας, «ξεπερνούν τον εαυτό τους».50 Αυτά τα «μεταβατικά αιτήματα», ως προς το γενικό τους χαρακτήρα, συμπίπτουν με αυτά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, αν και φυσικά όχι ως προς το περιεχόμενό τους, επειδή (1.) η αφετηρία είναι διαφορετική και (2.) το τελικό σημείο μπορεί να γίνει αντιληπτό με πολύ πιο συγκεκριμένο τρόπο υπό το φως των προηγούμενων εμπειριών των προλεταριακών επαναστάσεων.
Αυτά τα μεταβατικά αιτήματα διαφέρουν έντονα ως προς το γενικό τους χαρακτήρα από τα δημοκρατικά μίνιμουμ αιτήματα του προγράμματος της Ερφούρτης. Ο στόχος των μίνιμουμ αιτημάτων του προγράμματος της Ερφούρτης ήταν να πάρει σάρκα και οστά η αστική δημοκρατία, δηλαδή να εξαλειφθούν τα στρατιωτικά – γραφειοκρατικά – φεουδαρχικά κατάλοιπα του απολυταρχισμού στη Γερμανία και να αμβλυνθεί η πίεση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Τα μεταβατικά αιτήματα του κομμουνιστικού προγράμματος στοχεύουν στην ανατροπή της αστικής δημοκρατίας, η οποία σε περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένη μορφή είναι η πραγματική προϋπόθεση [για την προλεταριακή επανάσταση], και στην ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, η πίεση του οποίου πρέπει να αρθεί όχι με απλές μεταρρυθμίσεις, αλλά μόνο με ήδη επαναστατικά επιμέρους μέτρα [Teilmaßregeln]. Το πρόγραμμα του Σπάρτακου αγνόησε αυτά τα μεταβατικά αιτήματα, επειδή αφετηρία του δεν ήταν η αστική δημοκρατία, αλλά τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών και το βαθύ σοκ που υπέστη το καπιταλιστικό καθεστώς [μετά την επανάσταση του Νοέμβρη του 1918], και άμεσος στόχος του ήταν η επέκταση και η ενίσχυση του συστήματος των συμβουλίων και ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός κ.λπ.
Πρέπει το πρόγραμμα να περιέχει εκτενείς επισημάνσεις, καθώς και υλικό προπαγάνδας και πολεμικής; Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο ανέπτυξε επίσης, από συμπαγές υλικό, μια παρουσίαση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και της πολεμικής (κατά του «αληθινού» σοσιαλισμού, του μικροαστικού σοσιαλισμού κ.λπ.). Αυτό ήταν απαραίτητο επειδή την εποχή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου δεν υπήρχε μια ολοκληρωμένη ενιαία παρουσίαση της κομμουνιστικής αντίληψης της ιστορίας και της ιστορικής μεθόδου. (Τα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς από την περίοδο πριν από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι προπαρασκευαστικά έργα). Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τώρα διαθέσιμες στις θέσεις των συνεδρίων της Κομιντέρν λεπτομερείς προπαγανδιστικές και πολεμικές-κριτικές παρουσιάσεις των αρχών και των στόχων του κομμουνισμού. Το πρόγραμμα [της Κομμουνιστικής Διεθνούς] και τα προγράμματα [των επιμέρους κομμουνιστικών κομμάτων] θα πρέπει επομένως να περιοριστούν, όπως ήταν τα κλασικά προγράμματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (το πρόγραμμα της Ερφούρτης, το πρόγραμμα της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας), στη σύνοψη των συμπερασμάτων σε μια συνοπτική και εντυπωσιακή μορφή.
Δείτε την κριτική του Ένγκελς στο σχέδιο του προγράμματος της Ερφούρτης του 1891:
«I. Εισαγωγή σε δέκα παραγράφους: Γενικά πάσχει από την προσπάθεια να συνδυάσει δύο πράγματα που δεν μπορούν να συνδυαστούν: ένα πρόγραμμα και ένα σχόλιο για το πρόγραμμα. Ο φόβος ότι μια σύντομη, περιεκτική έκθεση δεν θα ήταν αρκετά κατανοητή, προκάλεσε την προσθήκη επεξηγήσεων, οι οποίες την καθιστούν φλύαρη και μακρόσυρτη. Κατά την άποψή μου, το πρόγραμμα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο σύντομο και ακριβές. Δεν βλάπτει ακόμη και αν περιέχει περιστασιακά μια ξένη λέξη ή μια πρόταση της οποίας η πλήρης σημασία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή με την πρώτη ματιά. Η προφορική έκθεση στις συνεδριάσεις και τα γραπτά σχόλια στον Τύπο φροντίζουν για όλα αυτά, και η σύντομη, ακριβής φράση, μόλις γίνει κατανοητή, ριζώνει στη μνήμη και γίνεται σύνθημα, κάτι που δεν συμβαίνει ποτέ με τις μακροσκελείς εξηγήσεις. Δεν πρέπει να θυσιάζονται πάρα πολλά για χάρη της δημοφιλίας και δεν πρέπει να υποτιμάται η διανοητική ικανότητα και το μορφωτικό επίπεδο των εργατών μας. Έχουν κατανοήσει πολύ πιο δύσκολα πράγματα από ό,τι μπορεί να τους προσφέρει το πιο σύντομο και περιεκτικό πρόγραμμα˙ και αν η περίοδος του Αντισοσιαλιστικού Νόμου δυσκόλεψε και εδώ και εκεί εμπόδισε ακόμη και τη διάδοση της ολοκληρωμένης γνώσης στις μάζες που εντάσσονται στο κίνημα, τώρα που η προπαγανδιστική μας λογοτεχνία μπορεί και πάλι να διατηρηθεί και να διαβαστεί χωρίς να διακινδυνεύσουμε προβλήματα, ο χαμένος χρόνος θα αναπληρωθεί σύντομα υπό την παλιά ηγεσία.»
Friedrich Engels, «Zur Kritik des sozialdemokratischen Programmentwurfs 1891», Die Neue Zeit, XX. 1, 1902, σ. 5, 651.
Τα σχόλια για ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα υπάρχουν ήδη στις θέσεις. Το ίδιο το πρόγραμμα πρέπει να απομνημονεύεται, και επομένως πρέπει να είναι «σύντομο και περιεκτικό».
ΙΙ
Το ερώτημα είναι: πρέπει ένα κομμουνιστικό πρόγραμμα να περιλαμβάνει μεταβατικά αιτήματα; Αντιταχθήκαμε στους ανθρώπους του πρώην KAG52, οι οποίοι ήθελαν να συμπεριλάβουν στο πρόγραμμα τα συνθήματα για την εργατική κυβέρνηση κ.λπ. Αλλά εδώ υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Αυτοί είχαν στο μυαλό τους τα μίνιμουμ αιτήματα, με την έννοια του προγράμματος της Ερφούρτης, ως τα μόνα αιτήματα που λαμβάνονται υπόψη για το ορατό μέλλον, ενώ οι στόχοι και οι αρχές του κομμουνισμού εμφανίζονταν μόνο θεωρητικά, ιδανικά, εξωπραγματικά, δηλαδή δεν είχαν καμία πρακτική σημασία. Θέλουμε να διατυπώσουμε τα μεταβατικά αιτήματα αποκλειστικά με την έννοια των μεταβατικών αιτημάτων, δηλαδή ως πιθανά σημεία διέλευσης [Durchgangs-punkte], όχι ως σημεία στάσης [Haltpunkte] για το ορατό μέλλον, δηλαδή θέλουμε να τα διατυπώσουμε με την ίδια έννοια που έχουν τα μεταβατικά αιτήματα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Αυτή είναι μια διαφορά αρχής.
Η KAG, προσχωρώντας στο USPD, δείχνοντας με την προθυμία της να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση συνασπισμού αστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων, καλύπτοντας προηγουμένως την άνευ όρων πολιτική συνασπισμού του USPD, συμμετέχοντας τελικά στη συγχώνευση του USPD με το SPD, απέδειξε ότι είχε εγκαταλείψει τις κομμουνιστικές αρχές και στόχους, όπως σωστά προβλέψαμε.
Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν απειλούνται από έναν παρόμοιο κίνδυνο εάν συμπεριλάβουν μεταβατικά αιτήματα στα προγράμματά τους; Ούτε στο ελάχιστο, αν τηρούν αυστηρά τον μεταβατικό τους χαρακτήρα.
III
Ένα άλλο ζήτημα: Είναι δυνατόν να διατυπωθούν γενικά μεταβατικά αιτήματα (που να ισχύουν για όλες τις χώρες) και σε ποιο βαθμό μπορεί να ισχύει ένα καθολικό κομμουνιστικό πρόγραμμα;
Εδώ ισχύει απολύτως αυτό που αναφέρει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Τα μέτρα αυτά θα είναι, φυσικά, διαφορετικά σε διάφορες χώρες. Ωστόσο, το Κομμουνιστικό Μανιφέστο διατύπωσε μεταβατικά αιτήματα για τις τότε «προηγμένες χώρες».
Σήμερα έχουμε να κάνουμε με έναν πολύ ευρύτερο και πιο πολύμορφο σύνολο χωρών όπου το επαναστατικό κίνημα παίζει ρόλο. Βρίσκουμε, εκτός από τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες -με διαφορετικές κρατικές μορφές, που βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάπτυξης της ταξικής πάλης, σε διαφορετικά στάδια οικονομικής παρακμής-, χώρες σε διαφορετικά στάδια του πρώιμου καπιταλισμού, με απλή εμπορευματική παραγωγή, πατριαρχικές μορφές παραγωγής, αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες με περισσότερο ή λιγότερο απολυταρχικά συντάγματα κ.λπ.
Επομένως, η πιο κατάλληλη πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε φαίνεται να είναι:
1. Το γενικό πρόγραμμα θα πρέπει να περιλαμβάνει ένα βασικό τμήμα μαζί με μεταβατικά αιτήματα από ομάδες χωρών χωρισμένες ανά κατηγορία:
Οι χώρες θα πρέπει να ταξινομηθούν στις ακόλουθες κύριες ομάδες:
α) Χώρες όπου το προλεταριάτο έχει κατακτήσει την εξουσία.
β) Αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες με περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένη αστική δημοκρατία και που αντιμετωπίζουν έντονες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως η Γερμανία, η Αυστρία, η Τσεχοσλοβακία, η Πολωνία, η Ελβετία, η Ιταλία, η Γαλλία, οι βαλκανικές χώρες.
γ) Καπιταλιστικές χώρες που έχουν προς το παρόν πιο σταθερά καθεστώτα: Αγγλία, Αμερική.
δ) Χώρες όπως η Ιαπωνία, με ανεπτυγμένο καπιταλισμό, αλλά ακόμη είναι λίγο-πολύ απολυταρχικά κράτη.
ε) Αποικιακές και ημιαποικιακές χώρες: Ινδία, Αίγυπτος, Περσία, Κίνα κ.λπ.
Τα γενικά μεταβατικά αιτήματα για τις επιμέρους ομάδες πρέπει φυσικά, όπως και στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, να είναι ευέλικτα, αφήνοντας αρκετά περιθώρια για πραγματικές διαφορές.
2. Τα προγράμματα των επιμέρους χωρών θα πρέπει να περιλαμβάνουν το βασικό μέρος του γενικού προγράμματος, μαζί με μεταβατικά αιτήματα ειδικά προσαρμοσμένα στην εκάστοτε χώρα.
Τα μεταβατικά αιτήματα του γενικού προγράμματος θα πρέπει να χρησιμεύσουν ως σημείο εκκίνησης, ως γενικό πλαίσιο για τα μεταβατικά αιτήματα των επιμέρους χωρών.
Καρλ Ράντεκ
Νοέμβριος 1922

Πηγή: Karl Radek, «La Question du programme de l’I.C», Communist Bulletin, νο. 14 (5 Απριλίου 1923), σ. 126-8.
[Σημείωση του εκδότη του Bulletin communiste, Boris Souvarine:] Αντίθετα με ό,τι πιστεύουν μερικοί ανόητοι, τα μέλη του Μπολσεβίκικου Κόμματος δεν υπόκεινται στον κανόνα perinde ac cadaver [(πειθαρχημένα) σαν πτώμα] – αντίθετα, συζητούν με πάθος όλα τα ζητήματα που θέτει το επαναστατικό κίνημα. Στο Τέταρτο Παγκόσμιο Συνέδριο, ο Μπουχάριν και ο Ράντεκ βρέθηκαν προς στιγμήν σε διαφωνία σχετικά με το αν το «μεταβατικό πρόγραμμα» θα έπρεπε να βρει μια θέση στο γενικό και θεωρητικό πρόγραμμα της Διεθνούς: η ρωσική αντιπροσωπεία, μετά από μια θερμή συζήτηση, αποφάσισε ότι ο Μπουχάριν (που το δέχτηκε με πολύ πηγαίο χιούμορ) είχε άδικο. Αυτές οι «προκαταρκτικές παρατηρήσεις» του Ράντεκ, που γράφτηκαν για την στενό κύκλο του Συνεδρίου και δεν προορίζονταν για δημοσίευση, θα βοηθήσουν τους συντρόφους μας να προσανατολιστούν στη συζήτηση.
Στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Προγράμματος, έγινε μια γενική συζήτηση για το αν είναι εφικτό και αναγκαίο ένα πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, καθώς και για τα σημεία που πρέπει να περιέχει. Προσπάθησα να παρουσιάσω τις απόψεις μου στις εισαγωγικές παρατηρήσεις. Φυσικά, δεν μπορούσαν να έχουν την ακριβή μορφή μιας γραπτής δήλωσης. Οι ακόλουθες επεξηγήσεις είναι πιο ακριβείς απ’ ό,τι θα μπορούσε να είναι μια ομιλία, αλλά η επιχειρηματολογία δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς, ένα ελάττωμα που θα αποκατασταθεί σε ένα άρθρο που θα δημοσιευτεί στο περιοδικό Die Kommunistische Internationale. Στέλνω αυτές τις παρατηρήσεις στα μέλη της Επιτροπής Προγράμματος και σε εκείνους τους συντρόφους που είχαν ζητήσει από τη συντακτική επιτροπή του Die Kommunistische Internationale να εκφέρει γνώμη το συντομότερο δυνατό για αυτό το ζήτημα υψίστης σημασίας. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν προορίζονταν για δημοσίευση – πρέπει μάλλον να επιταχύνουν και να διευκολύνουν τη συζήτηση της Επιτροπής Προγράμματος, διατυπώνοντας με σαφήνεια τις διαφορετικές θέσεις.
Ένα πρόγραμμα της Διεθνούς: Είναι εφικτό και αναγκαίο;
Η Διεθνής δεν είχε μέχρι τώρα ένα γραπτό πρόγραμμα, δηλαδή δεν έχει διατυπώσει σε γενικές γραμμές τις απόψεις της για τις ενεργές δυνάμεις στην εξέλιξη του καπιταλισμού προς τον κομμουνισμό και για την πορεία που προτίθεται να ακολουθήσει η Κομιντέρν, αν και έχει καθορίσει με σαφήνεια την άποψή της σε πολλά ξεχωριστά ψηφίσματα. Αρκεί να υπενθυμίσουμε τις θέσεις του Λένιν [για την αστική δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου] στο πρώτο συνέδριο της Κομιντέρν, την προγραμματική έκκληση του ίδιου συνεδρίου, τις θέσεις του δεύτερου συνεδρίου για τον κοινοβουλευτισμό, τα συνδικάτα και το ρόλο του κόμματος, τις θέσεις του τρίτου συνεδρίου για την τακτική. Στο βαθμό που πρόκειται για τη γενική αντίληψη της εξέλιξης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, δεν έχουμε παρά να κωδικοποιήσουμε, να συγκεντρώσουμε˙ αυτή η δουλειά είναι απαραίτητη και πρέπει να γίνει. Είναι άλλωστε εύκολο, γιατί τα ζητήματα σχετικά με τον γενικό χαρακτήρα της εποχής της κοινωνικής επανάστασης δεν αναδεικνύουν την παραμικρή διαφορά στις τάξεις μας.
Αλλά αυτό είναι μόνο το πιο εύκολο μέρος της δουλειάς. Όλα τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν συνειδητοποιήσει ξανά κατά τη διάρκεια της πρακτικής τους δραστηριότητας ότι οι γενικές αντιλήψεις της εποχής δεν αρκούν, είτε στην αγκιτάτσια και την προπαγάνδα τους είτε στην πολιτική τους δράση. Η εποχή της κοινωνικής επανάστασης σε παγκόσμια κλίμακα, μια περίοδος που κατά πάσα πιθανότητα θα διαρκέσει δεκαετίες, απαιτεί, έστω και μόνο λόγω της διάρκειάς της, κάτι περισσότερο από μια γενική αντίληψη. Θέτει μπροστά στα κομμουνιστικά κόμματα μια σειρά από συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία μέχρι τώρα τα έλυναν με καθαρά εμπειρικό τρόπο˙ για παράδειγμα, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα, όπως η στάση ως προς την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, απέναντι στην οικονομική και φορολογική πολιτική της αστικής τάξης, απέναντι στην καπιταλιστική παγκόσμια πολιτική. (Βλ. τις διαφορές μεταξύ του γαλλικού και του γερμανικού κομμουνιστικού κόμματος στο ζήτημα των αποζημιώσεων, το ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ρωσίας). Πέρα και πάνω από όλα αυτά τα ζητήματα, υπάρχει το ζήτημα της ιδιαίτερης φύσης της τρέχουσας φάσης ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης, το ζήτημα της απόφασης για το αν προωθούμε μεταβατικά αιτήματα που δεν ενσωματώνουν ακόμα τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως έκαναν τα συγκεκριμένα αιτήματα του προγράμματος του Σπάρτακου, αλλά πρέπει να οδηγήσουν την εργατική τάξη σε έναν αγώνα που θα έχει ως άμεσο στόχο τη δικτατορία του προλεταριάτου μόνο αφού βαθύνει και γενικευτεί. Μπορούμε να επιλύσουμε αυτά τα ζητήματα με τρόπο που να ισχύει γενικά για όλες τις χώρες ή είναι αδύνατο λόγω των διαφορετικών συνθηκών;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι, παρόλο που η παγκόσμια ανάπτυξη ακολουθεί μια ενιαία γενική πορεία, καθιστώντας εύκολο τον προσδιορισμό της γενικής διαδρομής από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, στην πράξη λαμβάνει χώρα υπό πολύ ειδικές συνθήκες σε διάφορα μέρη του κόσμου. Διαφορετικές χώρες βρίσκονται σε διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης της παγκόσμιας επανάστασης- θέτουν μπροστά στα κομμουνιστικά κόμματα διαφορετικά καθήκοντα.
Ας θυμηθούμε τις πολύ διαφορετικές καταστάσεις των κομμουνιστικών κομμάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη Μεγάλη Βρετανία, στη Γερμανία και την Ιταλία, στη Γαλλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στα Βαλκάνια και, τέλος, στη Σοβιετική Ρωσία. Είναι σαφώς αδύνατο να καθορίσουμε κάθε λεπτομέρεια των συνθημάτων πάλης για όλες αυτές τις χώρες, να προωθήσουμε σε κάθε κατάσταση τα ίδια αιτήματα για την κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Αλλά κατ’ αρχήν, τα ζητήματα που βρίσκονται μπροστά στα κομμουνιστικά κόμματα σε όλες τις χώρες είναι τα ίδια. Τα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν είναι τα εξής:
«1. Μπορούμε να θέσουμε απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις μεταβατικά αιτήματα που δεν αντιστοιχούν σε αυτά που θα κάναμε αν παίρναμε την εξουσία στα χέρια μας;
2. Ποια στάση πρέπει να κρατήσουμε απέναντι στο ζήτημα του κρατικού καπιταλισμού, το οποίο προκύπτει είτε από τις μονοπωλιακές τάσεις των καπιταλιστικών τραστ είτε από τον αμυντικό μας αγώνα ενάντια σε νέους φόρους (για παράδειγμα, το αίτημα για κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων στη Γερμανία) είτε, τέλος, από τον αγώνα μας ενάντια στη μείωση των μισθών; (Για παράδειγμα, το αίτημα για την εθνικοποίηση των βρετανικών ορυχείων, ως απάντηση στην προσπάθεια των μεγιστάνων του άνθρακα να μειώσουν τους μισθούς ανάλογα με τα κέρδη κάθε ορυχείου).
3. Ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στην επίθεση της αντίδρασης; Αυτό θέτει το ζήτημα των κυβερνήσεων συνασπισμού. Απορρίπτουμε τον συνασπισμό με την αστική τάξη, αλλά απορρίπτουμε επίσης τους αγρότες που αγωνίζονται ενάντια στην αστική τάξη των πόλεων, όπως για παράδειγμα στη Βουλγαρία, παρόλο που δεν δρουν σε καμία περίπτωση ως μισοπρολεταριοποιημένοι αγρότες;»
Το ζήτημα του ενιαίου μετώπου, δηλαδή, πολιτικά μιλώντας, το μπλοκ με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τα συνδικάτα, καθώς και το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης, εμπίπτει σε αυτή την κατηγορία. Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει μια ολόκληρη σειρά παρόμοιων ζητημάτων, όπως οι εξαιρετικά διαφορετικές πολεμικές καταστάσεις στις διάφορες χώρες. Όλα αυτά θέτουν το ερώτημα αν, εκτός από τα γενικά οικονομικά αιτήματα της μετάβασης στον κρατικό καπιταλισμό και του ελέγχου της βιομηχανίας από τις εργατικές οργανώσεις, θα πρέπει να προωθήσουμε και τα αντίστοιχα μεταβατικά πολιτικά αιτήματα, όπως η εργατική κυβέρνηση.
Συχνά λέγεται ότι πρόκειται για ζητήματα τακτικής και όχι για προγραμματικά ζητήματα. Δεν δεχόμαστε αυτή την απάντηση. Ένας τέτοιος ξεκάθαρος διαχωρισμός των τακτικών και προγραμματικών ζητημάτων ήταν μέχρι τώρα ένα από τα χαρακτηριστικά του οπορτουνισμού, ο οποίος πρόθυμα περιφρουρούσε την «καθαρότητα» του προγράμματος για να επιτρέψει κάθε είδους ανοησίες στην πρακτική δουλειά, κάνοντας έτσι το πρόγραμμα ψευδεπίγραφο και ανίσχυρο.
Η στάση της εργατικής τάξης απέναντι σε άλλες τάξεις, ή της πρωτοπορίας απέναντι στο προλεταριάτο, η στάση του Κομμουνιστικού Κόμματος απέναντι στην εργατική τάξη γενικά, είναι ζητήματα τακτικής. Για να μην εκφυλιστεί η τακτική σε έναν εμπειρισμό γεμάτο αντιφάσεις, πρέπει να βασίζεται σε μια σαφή κατανόηση της ιδιαιτερότητας της γενικής κατάστασης, στην οποία βρίσκεται η Κομιντέρν στην περίοδο μεταξύ του δεύτερου και του τρίτου κύματος της παγκόσμιας επανάστασης.
Επομένως, το πρόγραμμά μας πρέπει να παρέχει στην Κομιντέρν στο σύνολό της, καθώς και στα διάφορα κόμματά της, την ευκαιρία να υιοθετήσουν χωρίς δισταγμό μια στάση που να είναι σύμφωνη με τις αρχές μας, δηλαδή με τα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης, στα συγκεκριμένα ζητήματα, τα οποία αλλάζουν συνεχώς, εμφανιζόμενα με όλο και πιο νέες μορφές.
Και θα είναι έτσι μόνο εάν, εκτός από τον γενικό προσδιορισμό των τάσεων που οδηγούν στον κομμουνισμό και αφού πρώτα προσδιορίσουμε τον πρώτο μας μεγάλο στόχο της δικτατορίας του προλεταριάτου και του σοβιετικού καθεστώτος, παρουσιάσουμε μια συγκεκριμένη εικόνα της εξέλιξης της παγκόσμιας επανάστασης και των ζητημάτων που τίθενται από αυτήν.
Η εικόνα αυτή θα πρέπει να χαρακτηρίζει τις αντιφατικές τάσεις – οι τύποι και οι συγκεκριμένες μορφές στις διάφορες χώρες ή ομάδες χωρών δεν θα πρέπει να προσδιορίζονται μόνο με τα κοινά τους ονόματα, αλλά να περιγράφονται σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Με τον τρόπο αυτό, θα προετοιμαστεί με σαφήνεια το έδαφος στο οποίο ανακύπτουν τα μεταβατικά ζητήματα και θα υποδειχθεί η μέθοδος για την επίλυσή τους. Στη συνέχεια, το μόνο που απομένει είναι να υπάρξει θέση στο πρόγραμμα για τα κύρια συγκεκριμένα ζητήματα που περιγράφονται παραπάνω. Αυτό θα είναι υπεραρκετό για να δώσει στα κομμουνιστικά κόμματα το νήμα της Αριάδνης που θα τους επιτρέψει να βρουν το δρόμο τους στο λαβύρινθο των αντικρουόμενων τάσεων και των μεταβαλλόμενων καταστάσεων. Αυτό μας φέρνει στην απάντηση: δεν χρειαζόμαστε απλώς έναν χαρακτηρισμό των γενικών τάσεων που οδηγούν από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, αλλά και έναν χαρακτηρισμό των ειδικών τρόπων ανάπτυξης και των ειδικών ζητημάτων που θέτουν μπροστά στα κομμουνιστικά κόμματα.
Το συγκεκριμένο περιεχόμενο του μεταβατικού προγράμματος
Αφού όχι μόνο περιγράψουμε, αλλά και αναλύσουμε την μέχρι τώρα πορεία της παγκόσμιας επανάστασης, θα πρέπει να προωθήσουμε τα κύρια συνθήματα που αποτελούν, σε αυτή τη μεταβατική περίοδο, τα μέσα για τη μαζική κινητοποίηση των εργαζομένων στον αγώνα για την προλεταριακή δικτατορία.
Είναι, στο οικονομικό πεδίο, τα συνθήματα του κρατικού καπιταλισμού και του εργατικού ελέγχου της παραγωγής˙ στο πολιτικό πεδίο, στις γεωργικές χώρες, αυτά των κυβερνήσεων συνασπισμού με τα αγροτικά κόμματα της αντιπολίτευσης για τη νίκη εναντίον της αστικής τάξης˙ στις βιομηχανικές χώρες, αυτά της εργατικής κυβέρνησης, δηλαδή των συνασπισμών με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και άλλα κόμματα και εργατικές οργανώσεις.
Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, δεν χρειάζεται να ασχοληθώ λεπτομερώς με αυτό εδώ˙ αναφέρομαι στις «Θέσεις για τα φορολογικά ζητήματα κατά την εποχή του σταθεροποιημένου καπιταλισμού και κατά τη διάρκεια της καταστροφής του» που ανέπτυξε η επιτροπή αποτελούμενη από τους συντρόφους Χέκερτ, Κοριτσόνερ, Σκάτα, Βάργκα, Κουουσίνεν και από εμένα, το φθινόπωρο του περασμένου έτους. Τα θέματα αυτά συζητούνται στο άρθρο του συντρόφου Βάργκα για τα φορολογικά ζητήματα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Die Kommunistische Internationale, καθώς και στη μπροσούρα μου, που δημοσιεύτηκε με το ψευδώνυμο «Bremer», για την κατάρρευση της γερμανικής αστικής τάξης και τα πιο πιεστικά ζητήματα του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Die Kommunistische Internationale.53 Η μπροσούρα αυτή συζητά επίσης τη σχέση των οικονομικών μεταβατικών αιτημάτων με τα ζητήματα της εργατικής κυβέρνησης.
Εδώ είναι μερικές σύντομες παρατηρήσεις που θα ήθελα να προσθέσω: η βιομηχανική καταστροφή, το αυξανόμενο οικονομικό χάος συνοδεύεται από τη συνεχή καρτελοποίηση της βιομηχανίας σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Αυτό θέτει στην ημερήσια διάταξη το ερώτημα: ιδιωτικό καπιταλιστικό μονοπώλιο ή κρατικό μονοπώλιο; Το κρατικό μονοπώλιο υπό την κυριαρχία της αστικής τάξης είναι το καπιταλιστικό κράτος. Αυτό σημαίνει, στην περίοδο σταθεροποίησης της αστικής τάξης, την εδραίωση της κυριαρχίας της, αλλά ταυτόχρονα την επέκταση του μετώπου μάχης του προλεταριάτου. Στη σημερινή εποχή, όπου η κυριαρχία της αστικής τάξης υπονομεύεται συνεχώς, η τάση της προς το ιδιωτικό μονοπώλιο βρίσκεται ταυτόχρονα αντιμέτωπη από τάσεις για την εγκαθίδρυση του ελέγχου της βιομηχανίας από την εργατική τάξη. Αν η παγκόσμια επανάσταση αναπτύσσεται αργά, αν η καταστροφή της καπιταλιστικής οικονομίας συνεχίζει να συντελείται σταδιακά, ο αγώνας ενάντια στην καπιταλιστική αναρχία, ακόμη και στο πλαίσιο του καπιταλισμού, γίνεται ζωτικό ζήτημα για το προλεταριάτο.
Αυτός ο αγώνας θα ενισχυθεί από την άμυνα ενάντια στη φορολογική επιβάρυνση, και από αυτές τις δύο πηγές θα ξεπηδήσει ο αγώνας για την υποταγή της βιομηχανίας στο κράτος και τον έλεγχο της βιομηχανίας από τις εργατικές οργανώσεις. Σε χώρες όπου η βιομηχανία είναι υποανάπτυκτη, το ζήτημα αυτό αποκτά μεγάλη σημασία από την άποψη της φορολογίας και της επιρροής [του Κομμουνιστικού Κόμματος] πάνω στους αγρότες.
Αυτά τα μεταβατικά οικονομικά αιτήματα οδηγούν στο ζήτημα της κρατικής εξουσίας, διότι δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αστική τάξη παίρνει στη μεταπολεμική περίοδο μια πολύ ισχυρή θέση σχετικά με τις τάσεις προς τον κρατικό καπιταλισμό. Αν θεωρητικά είναι δυνατόν, κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος, οι καπιταλιστικές ή αστικές σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις να αναγκαστούν να κινηθούν προς την πολιτική του κρατικού καπιταλισμού, είναι τουλάχιστον πολύ πιθανό ότι οι μεγάλοι κοινωνικοί αγώνες που αναπτύσσονται γύρω από αυτό το ζήτημα θα οδηγήσουν σε πολλές χώρες σε κυβερνήσεις που θα σχηματιστούν από ένα συνασπισμό κομμάτων της εργατικής τάξης, ως ένα στάδιο στο δρόμο προς τη δικτατορία του προλεταριάτου και τη σοβιετική κυβέρνηση. Χωρίς να ισχυριζόμαστε αφηρημένα ότι η ανάπτυξη στη Δύση πρέπει να περάσει αναγκαστικά μέσα από το στάδιο των εργατικών κυβερνήσεων, έχουμε πολλούς λόγους να κατευθύνουμε τον αγώνα προς αυτή την κατεύθυνση, γιατί μας διευκολύνει στο μέγιστο δυνατό βαθμό στην τακτική του ενιαίου μετώπου.
Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης εύκολο να λυθεί το ζήτημα της στάσης απέναντι στην αστική δημοκρατία και την υπεράσπισή της, καθώς και απέναντι στις ένοπλες δυνάμεις του κράτους.
Ενώ στις χώρες όπου η κατάσταση δεν είναι ακόμη επαναστατική, όπου επικρατεί στην αστική τάξη η τάση να μετατρέψει το έτος της γενικής υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας σε μισθοφορικό στρατό, πρέπει να υποστηρίξουμε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία για όλους, ώστε οι εργάτες να μπορούν να κρατήσουν τα όπλα˙ είναι σαφές, αντίθετα, ότι πρέπει παντού, ως επακόλουθο της εργατικής κυβέρνησης, να προωθήσουμε το σύνθημα της εργατικής πολιτοφυλακής.
Εάν η τρέχουσα μεταβατική περίοδος χαρακτηρίζεται με αυτόν τον τρόπο, εάν τα κύρια μεταβατικά αιτήματα έχουν καθοριστεί, τότε το στάδιο είναι έτοιμο για τα συγκεκριμένα μεταβατικά προγράμματα κάθε κόμματος της Κομιντέρν, για τα οποία το πρόγραμμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς πρέπει να αποτελεί ένα είδος απαιτούμενης εισαγωγής.
Συμπεράσματα
Ορισμένοι σύντροφοι διατύπωσαν την αντίρρηση ότι οι παραπάνω απόψεις θα μπορούσαν σύντομα να ξεπεραστούν από τα γεγονότα, δηλαδή από την ταχύτερη πορεία της παγκόσμιας επανάστασης. Αυτοί οι σύντροφοι υποστηρίζουν ότι μια τέτοια πορεία θα καθιστούσε αμέσως ανενεργό το πρόγραμμα και ότι το πρόγραμμα δεν πρέπει να στέκεται εμπόδιο στις στροφές της ανάπτυξης. Έτσι, για παράδειγμα, το Ρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα είχε μετατρέψει τα μέτρα του για τον πολεμικό κομμουνισμό σε ένα πρόγραμμα που, σε αυτή την ιστορική συγκυρία [με τη μετάβαση στη ΝΕΠ], δεν διατυπώνει πλέον με σαφήνεια τους άμεσους στόχους του κόμματος.
Σε αυτά τα επιχειρήματα μπορούμε να απαντήσουμε ότι, στην πρακτική του πολεμικού κομμουνισμού, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσίας χρειαζόταν μια κατευθυντήρια αρχή και ότι θα ήταν μεγαλύτερη ατυχία να μην την έχει στον αγώνα, παρά να την έχει και να τη δει να ξεπερνιέται με τον πέρασμα του χρόνου. Το γεγονός ότι αυτή η κατευθυντήρια αρχή φέρει το όνομα ενός ψηφίσματος για την τακτική δεν αλλάζει το γεγονός ότι ήταν ένα πρόγραμμα του κόμματος.
Αλλά αυτή η σύγκριση, εκτός από αβάσιμη, δεν έχει σχέση με τα θέματα που μας απασχολούν εδώ. Η ανάπτυξη της παγκόσμιας επανάστασης μπορεί να πάρει μια πιο γρήγορη πορεία το επόμενο διάστημα, αλλά μόνο σε ορισμένες χώρες – το πρόγραμμά μας δεν πρέπει να παραβλέψει αυτό το γεγονός.
Η παγκόσμια επανάσταση δεν θα μπορούσε να θριαμβεύσει με ένα μόνο χτύπημα.
Όποιος και αν είναι ο ρυθμός ανάπτυξής της, χρειαζόμαστε ένα μεταβατικό πρόγραμμα.
Το καθήκον ενός προγράμματος συνίσταται στο να χαράξει μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ των προσπαθειών ενός συγκεκριμένου κόμματος και των προσπαθειών των άλλων. Εμείς ξεχωρίζουμε από όλα τα άλλα εργατικά κόμματα, όχι μόνο με το σύνθημα της δικτατορίας και της σοβιετικής κυριαρχίας, αλλά και με τα μεταβατικά μας αιτήματα. Ενώ τα αιτήματα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων δεν προορίζονται μόνο να πραγματοποιηθούν μέσα στον καπιταλισμό, αλλά χρησιμεύουν και για τη μεταρρύθμισή του, τα δικά μας στοχεύουν να διευκολύνουν τον αγώνα για την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, για την καταστροφή του καπιταλισμού.
Αυτό πρέπει να εκφράσουμε με σαφήνεια στο μεταβατικό μας πρόγραμμα.
Μετάφραση: elaliberta.gr
(από όπου αναδημοσιεύουμε το κείμενο)
Daniel Gaido, “The Origins of the Transitional Programme”, Historical Materialism, τεύχος 26, αριθμός 4, 2018, σσ. 87–117. https://philpapers.org/archive/GAITOO-3.pdf
* Ο Daniel Gaido είναι καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Κόρντομπα, στην Αργεντινή, με σημαντικό ερευνητικό έργο, έχει διδάξει σε διάφορα πανεπιστήμια και είναι τροτσκιστής.
Βιβλιογραφικές αναφορές
Adler, Alan (επιμ.) 1980, Theses, Resolutions and Manifestos of the First Four Congresses of the Third International, Λονδίνο: Ink Links.
Alexander, Robert J. 1991, International Trotskyism 1929–1985: A Documented Analysis of the Movement, Ντάραμ, NC: Duke University Press.
Bayerlein, Bernhard H. et al. (επιμ.) 2003, Deutscher Oktober 1923. Ein Revolutionsplan und sein Scheitern, Βερολίνο: Aufbau-Verlag.
Bremer, Karl 1921, ‘Der nahende Zusammenbruch der deutschen Bourgeoisie und die K.P.D.’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 19: 58–70.
Broué, Pierre 1997, Histoire de l’Internationale Communiste, 1919–1943, Παρίσι: Fayard.
Broué, Pierre 2005, The German Revolution, 1917–1923, Historical Materialism Book Series, Λέιντεν: Brill.
Das Präsidium des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale 1922, ‘Zum Programmentwurf der Kommunistische Partei Italiens’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 23: 142–6.
Engels, Friedrich 1990 [1902], ‘A Critique of the Draft Social-Democratic Programme of 1891’, σε Marx/Engels Collected Works, Τόμος 27, Engels 1890–95, σσ. 217–32, Λονδίνο: Lawrence and Wishart.
Fayet, Jean-François 2004, Karl Radek (1885–1939): Biographie politique, Βέρνη: Peter Lang.
Fernbach, David (επιμ.) 2011, In the Steps of Rosa Luxemburg: Selected Writings of Paul Levi, Historical Materialism Book Series, Λέιντεν: Brill.
Gaido, Daniel 2017, ‘Paul Levi and the Origins of the United-Front Policy in the Communist International’, Historical Materialism, 25, 1: 131–74.
Gaido, Daniel and Manuel Quiroga 2013, ‘The Early Reception of Rosa Luxemburg’s Theory of Imperialism’, Capital & Class, 37, 3: 437–55.
Jeffries, Peter (επιμ.) 1975, Documents of the 1923 Opposition, Λονδίνο: New Park Publications.
Kommunistische Internationale 1921, Protokoll des III. Kongresses der Kommunisti-schen Internationale (Moskau, 22. Juni bis 12. Juli 1921), Αμβούργο: Verlag der Kommunistischen Internationale/Carl Hoym Nachfolger.
Kommunistische Internationale 1924, Materialien zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale, Αμβούργο: Verlag der Kommunistischen Internationale/Carl Hoym Nachfolger.
Kostrzewa, Wera 1922, ‘Thesen zur Agrarfrage’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 23: 146–55.
KPD 1922, ‘Programm der Kommunistischen Partei Deutschlands (Sektion der Kommunistischen Internationale) (Entwurf)’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 23: 122–42.
Lenin, Vladimir Ilyich 1971, ‘Draft Resolution for the Fourth Congress of the Comintern on the Question of the Programme of the Communist International (20 November)’, σε Collected Works, Τόμος 42, Μόσχα: Progress Publishers. 427.
Lenin, Vladimir Ilyich 1973 [1922], ‘Entwurf einer Resolution des IV. Kongresses der Komintern zur Frage des Programms der Kommunistischen Internationale. Vorschläge, angenommen auf der Beratung der Fünfergruppe des ZK (Lenin, Trotzki, Sinowjew, Radek, Bucharin) (20. November 1922)’, σε Werke, Ergänzungsband II, Oktober 1917–März 1923, Βερολίνο: Dietz Verlag.
Levi, Paul 2017, ‘Two Documents by Paul Levi (16 March 1920–8 January 1921)’, Historical Materialism, 25, 1: 175–83.
Marx, Karl and Friedrich Engels 1976 [1848], Manifesto of the Communist Party, σε Marx/Engels Collected Works, Volume 6, Marx and Engels 1845–48, σσ. 477–519, London: Lawrence and Wishart.
Radek, Karl 1923, ‘La Question du programme de l’I.C. (Remarques préliminaires)’, Bulletin communiste, 14, 5: 126–8.
Rappoport, Charles L. 1922, ‘Gedanken über das Programm’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 22: 92–6.
RGASPI 1922, ‘Dokument 69: “Arbeiterregierung” statt Endkampf: Aus der Diskussion zur Übergangsperiode im Programm der Komintern, Sitzung der Programmkom-mission am 28. Juni 1922. Moskau’, σε Weber, Drabkin and Bayerlein (επιμ.) 2015.
Riddell, John (επιμ.) 2011, Toward the United Front: Proceedings of the Fourth Congress of the Communist International, 1922, Historical Materialism Book Series, Λέιντεν: Brill.
Riddell, John (επιμ.) 2015, To the Masses: Proceedings of the Third Congress of the Communist International, 1921, Historical Materialism Book Series, Λέιντεν: Brill.
Rosmer, Alfred 1972, Moscow under Lenin, μετάφραση Ian H. Birchall, Νέα Υόρκη: Monthly Review Press.
Šmeral, Bohumír 1922, ‘Zur Programmdiskussion’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 22: 84–92.
Taber, Michael (επιμ.) 2018, The Communist Movement at a Crossroads: Plenums of the Communist International’s Executive Committee, 1922–1923, μετάφραση John Riddell, Historical Materialism Book Series, Λέιντεν: Brill.
Thalheimer, August 1922, ‘Zum Kommunistischen Programm’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 23: 118–22.
Trotsky, Léon 1936, Où va la France? Recueil d’articles, Παρίσι: Librairie du travail.
Trotsky, Leon 1972 [1932], ‘The International Left Opposition, Its Tasks and Methods (December 1932)’, σε Writings of Leon Trotsky 1932–33, σσ. 48–63, Νέα Υόρκη: Pathfinder Press.
Trotsky, Leon 1974 [1934], ‘A Program of Action for France (June 1934)’, σε Writings of Leon Trotsky 1934–35, σσ. 24–37, Νέα Υόρκη: Pathfinder Press.
Trotsky, Leon 1979 [1934], Whither France? (October 1934), σε Leon Trotsky on France, σσ. 34–74, New York: Monad Press.
Trotsky, Léon 1984 [1938], ‘Nous sommes la IV° Internationale: lettre à Rudolf Klement (12 avril 1938)’, σε Œuvres, Volume 17, Mars 1938 à juin 1938, επιμ. Pierre Broué, σσ. 134–7, Παρίσι: Institut Léon Trotsky.
Varga, Eugen 1921, Steuerfrage und Steuerpolitik, Αμβούργο: Verlag der Kommunisti-schen Internationale/Carl Hoym Nachfolger.
Varga, Eugen 1922a, ‘Steuerfrage und Steuerpolitik’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 22: 19–29.
Varga, Eugen 1922b, ‘Wie soll das Programm der Kommunistischen Internationale beschaffen sein?’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 22: 80–4.
Varga, Eugen 1922c, ‘Entwurf des theoretischen Teils des Programms der K.I. (Die Nachkriegszeit)’, Die Kommunistische Internationale. Organ des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, 23: 114–17.
Weber, Hermann, Jakov Drabkin and Bernhard H. Bayerlein (επιμ.) 2015, Deutschland, Russland, Komintern, Bd. 2.1, Dokumente (1918–1943), Βερολίνο/Μόναχο/Βοστόνη: De Gruyter.
Στα ελληνικά
Ένγκελς Φρίντριχ, «Κριτική του Σχεδίου του Σοσιαλδημοκρατικού Προγράμματος του 1891», στο Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Κριτική των Προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, Κοροντζής, Αθήνα 1976, σσ. 69 κ.ε..
Gaido Daniel, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή», e la libertà, 11 Οκτωβρίου, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7708-%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BB-%CE%BB%CE%AD%CE%B2%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE
Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1987.
Μαρξ Καρλ, Ένγκελς Φρίντριχ, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994.
Λέβι Πάουλ, «Ο δικός μας δρόμος: Κατά του πραξικοπηματισμού», e la libertà, 10 Οκτωβρίου, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7706-%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D
Λέβι Πάουλ, «Ανοιχτή επιστολή», στο Daniel Gaido, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή», e la libertà, 11 Οκτωβρίου, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7708-%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BB-%CE%BB%CE%AD%CE%B2%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE
Ροσμέρ Αλφρέντ, Η Μόσχα του Λένιν, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2017.
Τρότσκι Λέον, «Πού Βαδίζει η Γαλλία;», στο Λέον Τρότσκι, Πού Βαδίζει η Γαλλία;, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1977, σσ. 9 κ.ε..
Τρότσκι Λέον, «Πρόγραμμα Δράσης για τη Γαλλία», Σπάρτακος, τεύχος, 112, Ιούνιος 2013. Τεύχος – αφιέρωμα, «Η μαρξιστική κριτική του φασισμού». Αναδημοσίευση: e la libertà, 29 Οκτωβρίου 2015, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/485-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%B1-%CE%B4%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CE%B1
3η Διεθνής. Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007.
Σημειώσεις
1 Adler (επιμ.) 1980, σελ. 400, και Riddell (επιμ.) 2011, σελ. 1164.
2 Riddell (επιμ.) 2015, σ. 1066.
3 Τα πρακτικά αυτών των διευρυμένων ολομελειών της ΕΕΚΔ- τις οποίες ο Rosmer αποκάλεσε «στην πραγματικότητα συνέδρια μικρής κλίμακας» (Rosmer 1972, σ. 150 [Αλφρέντ Ροσμέρ, σελ. 229.]) – έχουν δημοσιευθεί στα αγγλικά υπό την επιμέλεια του Michael Taber με τίτλο The Communist Movement at a Crossroads: Plenums of the Communist International’s Executive Committee, 1922-1923 (Taber (επιμ.) 2018).
4 Adler (επιμ.) 1980, σ. 400-8. [«Θέσεις για τον Ενιαίο Μέτωπο», 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστική Διεθνούς, στο 3η Διεθνής. Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007, σσ. 400-408. Επίσης, «Θέσεις για την Ενότητα του Προλεταριακού Μετώπου», στο Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1987, σσ. 27-38.]
5 Broué 1997.
6 Adler (επιμ.) 1980, σ. 415-17. [«Γενικές Θέσεις πάνω στο ζήτημα της Ανατολής», 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστική Διεθνούς, στο 3η Διεθνής. Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007, σσ. 428-438. Επίσης: «Γενικές Θέσεις πάνω στο ζήτημα της Ανατολής», στο Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνεδρίου, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1987, σσ. 63-76.]
7 Paul Levi, “Our Path: Against Putschism”, στο Fernbach (επιμ.) 2011, σ. 119-65. [Πάουλ Λέβι, «Ο δικός μας δρόμος: Κατά του ραξικοπηματισμού», e la libertà, 10 Οκτωβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7706-%CE%BF-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%BC%CE%B1%CF%82-%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CF%81%CE%B1%CE%BE%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CF%80%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D]
8 Broué 2005, σ. 855· η υπογράμμιση δική μου.
9 Riddell (επιμ.) 2015.
10 Adler (επιμ.) 1980, σ. 290.
11 «Η συζήτηση για την τακτική και τη στρατηγική, που ήταν η επόμενη στην ημερήσια διάταξη, διήρκεσε πέντε συνεδριάσεις. Η μακροσκελής έκθεση του Ράντεκ, η οποία εκφωνήθηκε στις 30 Ιουνίου, αξιολόγησε τη δράση του Μάρτη ως “βήμα προς τα εμπρός”, συνοδευόμενο από λάθη που, αν επαναλαμβάνονταν, θα οδηγούσαν σε “ακόμη μεγαλύτερες ήττες”» (Riddell (επιμ.) 2015, σ. 436).
12 Πρβλ. Gaido 2017 και Levi 2017, το οποίο περιλαμβάνει μετάφραση της «Ανοιχτής επιστολής» του Πάουλ Λέβι. [Daniel Gaido, «Ο Πάουλ Λέβι και οι ρίζες της πολιτικής του Ενιαίου Μετώπου στην Κομμουνιστική Διεθνή», e la libertà, 11 Οκτωβρίου 2021, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1/7708-%CE%BF-%CF%80%CE%AC%CE%BF%CF%85%CE%BB-%CE%BB%CE%AD%CE%B2%CE%B9-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CE%BF%CE%B9-%CF%81%CE%AF%CE%B6%CE%B5%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5%CE%BD%CE%B9%CE%B1%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CF%8E%CF%80%CE%BF%CF%85-%CF%83%CF%84%CE%B7%CE%BD-%CE%BA%CE%BF%CE%BC%CE%BC%CE%BF%CF%85%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B4%CE%B9%CE%B5%CE%B8%CE%BD%CE%AE και «Ανοιχτή επιστολή» του Πάουλ Λέβι στο ίδιο.]
13 Adler (επιμ.) 1980, σ. 286· το γερμανικό απόσπασμα προέρχεται από το Kommunistische Internationale 1921, σ. 6. [«Θέσεις πάνω στην τακτική. V. Αγώνες για συγκεκριμένα ζητήματα και μερικές διεκδικήσεις», στο 3η Διεθνής. Θέσεις, αποφάσεις, μανιφέστα, Εργατική Πάλη, Αθήνα 2007, σσ. 269 κ.ε. Δεν ακουλουθήσαμε την ελληνική μετάφραση.]
14 Riddell (επιμ.) 2015, σ. 442· το γερμανικό απόσπασμα προέρχεται από το Kommunistische Internationale 1921, σ. 479.
15 Riddell (επιμ.) 2015, σ. 801· το γερμανικό απόσπασμα προέρχεται από το Kommunistische Internationale 1921, σ. 912. Ο συντάκτης των πρακτικών προσθέτει: «Η πρόταση αυτή είναι ελλιπής στο πρωτότυπο κείμενο» (Riddell (επιμ.) 2015, σ. 801).
16 Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε ήδη χρησιμοποιήσει την έκφραση «μεταβατικά μέτρα προς την κατεύθυνση του σοσιαλισμού [Übergangsmaßregeln im Sinne des Sozialismus]» στη σειρά άρθρων της «Κοινωνική μεταρρύθμιση ή επανάσταση» του 1899, αλλά αναφερόμενη σε μέτρα που πρέπει να ληφθούν από το προλεταριάτο μετά την κατάληψη της εξουσίας.
17 RGASPI 1922, σσ. 250-1.
18 Riddell (επιμ.) 2011, σελ. 35.
19 RGASPI 1922, σσ. 252-3, η έμφαση στο πρωτότυπο.
20 RGASPI 1922, σσ. 254-5, η έμφαση στο πρωτότυπο.
21 Eugen Varga, “Wie soll das Programm der Kommunistischen Internationale be-schaffen sein;”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 22, 13 Σεπτεμβρίου 1922, σ. 80-4. Bohumír Šmeral, “Zur Programmdiskussion”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 22, 13 Σεπτεμβρίου 1922, σ. 84-92. Charles L. Rappoport, “Gedanken über das Programm”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 22, 13 Σεπτεμβρίου 1922, σ. 92-6. Πρβλ. την παρατήρηση του Μπουχάριν: «Όσον αφορά το άρθρο του συντρόφου Ραποπόρ, παρά τις προσπάθειές μου, δεν μπόρεσα να βγάλω κανένα νόημα από αυτό» (Riddell (ed.) 2011, σ. 500).
22 Σύμφωνα με τον Broué: «Le PC tchécoslovaque comptait alors plus de 130.000 membres, dont presque 90% d’ouvriers d’industrie» (Broué 2005, σ. 372).
23 Šmeral 1922, σ. 87.
24 Varga 1921, ανατύπωση ως Varga 1922a.
25 Šmeral 1922, σ. 88.
26 Šmeral 1922, σ. 92.
27 Eugen Varga, “Entwurf des theoretischen Teils des Programms der K.I. (Die Nachkriegszeit)”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 23, 1 Νοεμβρίου 1922, σσ. 114-17 – August Thalheimer, “Zum Kommunistischen Programm”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 23, 1 Νοεμβρίου 1922, σσ. 118-22 – “Programm der Kommunistischen Partei Deutschlands (Sektion der Kommunistischen Internationale) (Entwurf )”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 23, 1 Νοεμβρίου 1922, σσ. 122-42 – Das Präsidium des Exekutivkomitees der Kommunistischen Internationale, “Zum Programmentwurf der Kommunistische Partei Italiens”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 23, 1 Νοεμβρίου 1922, σσ. 142-6 – Wera Kostrzewa, “Thesen zur Agrarfrage”, Die Kommunistische Internationale, τεύχος 23, 1 Νοεμβρίου 1922, σσ. 146-55.
28 Thalheimer 1922.
29 KPD 1922.
30 Broué 2005, σ. 648.
31 KPD 1922, σ. 140.
32 Ό.π.
33 Riddell (επιμ.) 2011, σσ. 497, 500.
34 Riddell (επιμ.) 2011, σ. 504.
35 Για το θέμα αυτό, βλέπε Gaido and Quiroga 2013.
36 Riddell (επιμ.) 2011, σ. 510.
37 Riddell (επιμ.) 2011, σ. 515.
38 Riddell (επιμ.) 2011, σ. 631.
39 Riddell (επιμ.) 2011, σ. 632· τα γερμανικά αποσπάσματα είναι από το Lenin 1973, σ. 450-1, η αγγλική μετάφραση είναι στο Lenin 1971, σ. 427b-428a.
40 Broué 2005, σσ. 648-50 και σημείωση 1.
41 Σχετικά με τον «γερμανικό Οκτώβρη», βλ. τα κείμενα στο Bayerlein κ.ά. (επιμ.) 2003.
42 Βλ. τα κείμενα στο Jeffries (επιμ.) 1975.
43 Trotsky 1972, σ. 53· η έμφαση στο πρωτότυπο.
44 Trotsky 1974. [Λέον Τρότσκι, «Πρόγραμμα Δράσης για τη Γαλλία», Σπάρτακος, τεύχος, 112, Ιούνιος 2013. Τεύχος – αφιέρωμα, «Η μαρξιστική κριτική του φασισμού». Αναδημοσίευση: e la libertà, 29 Οκτωβρίου 2015, https://www.elaliberta.gr/%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/%CE%B8%CE%B5%CF%89%CF%81%CE%AF%CE%B1/485-%CF%80%CF%81%CF%8C%CE%B3%CF%81%CE%B1%CE%BC%CE%BC%CE%B1-%CE%B4%CF%81%CE%AC%CF%83%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7-%CE%B3%CE%B1%CE%BB%CE%BB%CE%AF%CE%B1]
45 Trotsky 1979, σ. 60. [Λέον Τρότσκι, «Πού Βαδίζει η Γαλλία;», στο Λέον Τρότσκι, Πού Βαδίζει η Γαλλία;, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1977, σελ. 52. Δεν ακολουθούμε την ελληνική μετάφραση.]
46 «Sur le contenu du programme lui-même nous ne nous arrêtons pas ici et renvoyons le lecteur au Programme d’action édité par la Ligue communiste en 1934, qui représente le projet d’un tel programme de transition» (Trotsky 1936, σελ. 51, σημείωση 1). [Λέον Τρότσκι, «Πού Βαδίζει η Γαλλία;», ό.π., σελ. 52.]
47 Trotsky 1984.
48 Alexander 1991, σσ. 251-81.
49 Αναφορά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Κεφάλαιο ΙΙ: «Προλετάριοι και κομμουνιστές»:
«1. Απαλλοτρίωση της γαιοκτησίας και χρησιμοποίηση της γαιοπροσόδου, για να αντιμετωπιστούν οι κρατικές δαπάνες.
2. Γερή προοδευτική φορολογία.
3. Κατάργηση του κληρονομικού δικαίου.
4. Κατάσχεση της περιουσίας όλων των φυγάδων και των στασιαστών.
5. Συγκέντρωση της πίστωσης στα χέρια του κράτους, μέσω μιας εθνικής τράπεζας, που τα κεφάλαιά της θα ανήκουν στο κράτος και που θα έχει το αποκλειστικό μονοπώλιο.
6. Συγκέντρωση στα χέρια του κράτους όλων των μέσων μεταφοράς.
7. Αύξηση του αριθμού των εθνικών εργοστασίων και των εργαλείων παραγωγής. Εκχέρσωση και βελτίωση των γαιών, σύμφωνα μ’ ένα γενικό σχέδιο.
8. Ίση υποχρεωτική δουλειά για όλους. Οργάνωση βιομηχανικών στρατών, ιδιαίτερα για τη γεωργία.
9. Συνδυασμός της γεωργίας και της βιομηχανίας. Μέτρα που τείνουν στο να εξαφανίσουν βαθμιαία τη διαφορά ανάμεσα στην πόλη και την ύπαιθρο.
10. Δημόσια και δωρεάν εκπαίδευση για όλα τα παιδιά. Κατάργηση της δουλειάς των παιδιών στα εργοστάσια με τη σημερινή της μορφή. Συνδυασμός της εκπαίδευσης με την υλική παραγωγή κλπ. κλπ.»
(Marx and Engels 1976, σελ. 505, [Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994, σσ. 50, 51..])
50 Άλλη μια αναφορά στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, Κεφάλαιο ΙΙ, «Προλετάριοι και κομμουνιστές»:
«Αυτό [η συγκέντρωση όλων των μέσων παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλ, του προλεταριάτου που οργανώνεται ως κυρίαρχη τάξη] φυσικά, στην αρχή μπορεί να γίνει μονάχα με αυταρχικές επεμβάσεις στο δικαίωμα της ιδιοκτησίας και στις αστικές σχέσεις παραγωγής, δηλαδή με μέτρα που οικονομικά φαίνονται ανεπαρκή και αστήρικτα, αλλά που στην πορεία του κινήματος ξεπερνούν τον εαυτό τους και γίνονται αναπόφευκτα το μέσο για να ανατραπεί ολόκληρος ο τρόπος παραγωγής.» (Marx and Engels 1976, σελ. 504, [Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1994, σελ 50.])
51 Αγγλική μετάφραση στο Engels 1990, σ. 219-20. [Φρίντριχ Ένγκελς, «Κριτική του Σχεδίου του Σοσιαλδημοκρατικού Προγράμματος του 1891», στο Καρλ Μαρξ, Φρίντριχ Ένγκελς, Κριτική των Προγραμμάτων Γκότα και Ερφούρτης, Κοροντζής, Αθήνα 1976, σσ. 69, 70. Δεν ακολουθήσαμε τη μετάφραση.]
52 Αναφορά στο Kommunistische Arbeitsgemeinschaft (KAG), μια διάσπαση του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας που δημιουργήθηκε το 1921 ως αποτέλεσμα του πραξικοπήματος που είναι γνωστό ως «Δράση του Μάρτη». Επικεφαλής της ήταν ο πρώην πρόεδρος του Κομμουνιστικού Κόμματος Πάουλ Λέβι και τελικά εντάχθηκε στο Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα το 1922.
53 Πιθανώς αναφορά στο Karl Bremer, “Der nahende Zusammenbruch der deutschen Bourgeoisie und die K.P.D.” (Bremer 1921).