Oι μερικώς απασχολούμενοι της μερικής «ανάκαμψης»
Δεν είναι πρώτη φορά που ο ελληνικός καπιταλισμός «ανακάμπτει» εν μέσω Μνημονίων, όπως φέτος.
Αυτό είχε ξανασυμβεί το 2014, όταν και πάλι «τελείωνε» το τότε (2ο) Μνημόνιο επί κυβέρνησης Σαμαρά – Βενιζέλου.
Το ίδιο συμβαίνει και τώρα, με κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, καθώς και πάλι «ανακάμπτει» η οικονομία και πάλι «τελειώνει» το (3ο) Μνημόνιο.
Με μία μόνη διαφορά, σύμφωνα με τους σημερινούς κυβερνώντες : Η σημερινή α-λα –ΣΥΡΙΖΑ «ανάκαμψη» είναι «δίκαιη». Και γιατί αυτό; Γιατί μειώνεται και η ανεργία, λένε. Έτσι, σύμφωνα με τους ίδιους, τα φτωχά στρώματα απολαμβάνουν και αυτά τα «οφέλη» της αναθέρμανσης της οικονομικής δραστηριότητας, καθώς κερδίζουν νέες δουλειές.
Η σημερινή κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη, λέει ψέματα για τρεις λόγους:
- · Πρώτον, γιατί όχι μόνο από το 2014, αλλά ήδη από το 2013 ενώ η ύφεση χτύπαγε «κόκκινο» είχε αρχίσει να σταματάει η αύξηση της ανεργίας και να αποκλιμακώνεται σταδιακά το ποσοστό της επί του συνολικού εργατικού δυναμικού.
- · Δεύτερον, η μείωση της ανεργίας έγινε εφικτή λόγω της μαζικής αντικατάστασης των συμβάσεων πλήρους απασχόλησης με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Για παράδειγμα, μεταξύ 2014 -2016, από τους 230.000 νέους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, οι 120.000 ήταν μερικής απασχόλησης.
- · Τρίτον, όχι μόνο αυξήθηκαν οι μερικώς απασχολούμενοι περισσότερο από ό,τι οι πλήρως απασχολούμενοι, αλλά οι αμοιβές των μερικώς απασχολούμενων μειώθηκαν περισσότερο σε σχέση με τις αμοιβές των πλήρως απασχολούμενων. Συγκεκριμένα, οι αμοιβές των part-time μειώθηκαν πάνω από 11%, ενώ οι αμοιβές των πλήρως απασχολούμενων μειώθηκαν μόλις κατά 4,4%.
Με άλλα λόγια εκείνο που γίνεται στην πραγματικότητα στις μέρες μας δεν είναι το μοίρασμα των μεριδίων μιας αυξημένης οικονομικής «πίττας» σε περισσότερα μέλη της κοινωνίας, αλλά το μοίρασμα περισσότερων μεριδίων της ίδιας «πίττας» σε περισσότερα μέλη της κοινωνίας. Αυτό σημαίνει πως περισσότεροι παίρνουν μικρότερο μερίδιο, ενώ προηγούμενα οι ίδιοι έπαιρναν μεγαλύτερο. Αυτό είναι το πρώτο συμπέρασμα το οποίο έρχεται σε αντίθεση με τις ΣΥΡΙΖΑϊκές αιτιάσεις περί «δίκαιης» ανάπτυξης.
Το δεύτερο συμπέρασμα δεν είναι σε βάρος όσων λέει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όσων προέβλεπε η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδας πριν χρόνια. Έλεγε, λοιπόν, ο τότε διοικητής και διαπρεπής αστός οικονομολόγος, κος Γιάννης Προβόπουλος, γύρω στα 2012-2013, πως το πιθανότερο σενάριο είναι πρώτα να ανακάμψει η οικονομία και έπειτα σιγά – σιγά να μειωθεί η ανεργία.
Και αυτό γιατί η ανάπτυξη θα έλθει μέσω νέων άμεσων ξένων επενδύσεων, οι οποίες θα δημιουργήσουν αναγκαστικά λίγες -καθότι εξειδικευμένες- θέσεις απασχόλησης, οι οποίες με τη σειρά τους θα «γεννήσουν» και άλλες μη εξειδικευμένες λόγω της αυξημένης καταναλωτικής ζήτησης.
Με βάση τις εξελίξεις που επακολούθησαν στην οικονομία και την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, έγινε ακριβώς το αντίθετο σε σχέση με εκείνο το οποίο προέβλεψε ο τέως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα, ενώ αυξήθηκε η απασχόληση, η οικονομία δεν ανακάμπτει. Για παράδειγμα, το 2014-2016, το ποσοστό της ανεργίας έπεφτε κατά 3%, ενώ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν ήταν κολλημένο γύρω στο -0,5 % με +0,5%. Γιατί αυτό το «παράδοξο»; Για τρεις λόγους :
– Περίπου το 1/5 της μείωσης των ανέργων οφείλεται στο γεγονός ότι αυτό το κομμάτι της εργατικής τάξης μεταναστεύει ή επιστρέφει στην πατρίδα του.
– Ο μερικώς απασχολούμενος δουλεύει, επίσημα τουλάχιστον, λιγότερο από όσο δουλεύει ο πλήρως απασχολούμενος. Συνεπώς και η «συνεισφορά» του στο παραγόμενο προϊόν είναι μικρότερη από τη «συνεισφορά» του πλήρως εργαζόμενου. Έτσι η αύξηση της μερικής απασχόλησης έχει… μερική «συνεισφορά» στο ΑΕΠ.
– Οι νέες θέσεις εργασίας είναι ως επί τω πλείστον «χαμηλής προστιθέμενης αξίας», δηλαδή καταγράφονται σε κλάδους της οικονομίας οι οποίοι δεν συνεισφέρουν και πολλά στο ΑΕΠ.
Μήπως, παρόλα αυτά, η αρχική, έστω και καχεκτική «ανάκαμψη» (η οποία είχε αφετηρία την φθηνή, ανειδίκευτη εργασία και όχι την ακριβή ειδικευμένη) μπορεί να αποτελέσει το εφαλτήριο για δεύτερη φάση ρωμαλέας ανάκαμψης;
Δεν φαίνεται κάτι τέτοιο, όσες «επενδύσεις» και αν τάζει η κυβέρνηση.
Καταρχάς οι επενδύσεις «δεν παραγγέλνονται» από καμία κυβέρνηση. Είτε τις κάνει μία κυβέρνηση στα πλαίσια ενός προγράμματος με εθνικούς πόρους (αν έχει ή αν θέλει να βρει για ένα χρονικό διάστημα), είτε τις κάνουν οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Ούτε το ένα, ούτε άλλο, όμως, ενδεχόμενο «παίζει».
Αντίθετα, η σημερινή κυβέρνηση έχει ήδη ψηφίσει ένα νέο κύμα λιτότητας σε βάρος των συνταξιούχων και των φτωχών εργατών για το 2019 – 2020.
Το κύμα αυτό θα σαρώσει κάθε θρυαλλίδα ανάκαμψης της απασχόλησης, μαζί και της οικονομίας, αλλά και τις όποιες λαϊκές ψευδαισθήσεις αυτή δημιούργησε, αναζωογονώντας την επαναστατική πάλη.
Σ’ αυτό το σημείο, αξίζει να θυμηθούμε και αναλογιστούμε τον Λέον Τρότσκι.
Έγραφε στη «Ζωή» του (εκδόσεις ΑΛΛΑΓΗ, σελ. 214) πως «η γνώμη που επικρατούσε μέσα στο κόμμα και στις δύο παρατάξεις του ήταν πως η κρίση θα προκαλούσε μία όξυνση της επαναστατικής πάλης.
Η άποψή μου ήταν διαφορετική. Ύστερα από μία περίοδο μεγάλων αγώνων και μεγάλης ήττας, μία οικονομική κρίση επιδρά πάνω στην εργατική τάξη όχι διεγερτικά αλλά κατασταλτικά: Της αφαιρεί κάθε εμπιστοσύνη στις δικές της δυνάμεις και αποσυνθέτει τις πολιτικές της δυνάμεις.
Χρειάζεται μία καινούρια δραστηριότητα στη βιομηχανική ζωή, για να συσφίξει τους δεσμούς του το προλεταριάτο, να αναζωογονηθεί, να ξαναποκτήσει την αυτοπεποίθησή του και να γίνει ικανό να συνεχίσει τον αγώνα. Η προοπτική έδωσε αφορμή για επικρίσεις και κακοπιστίες. Οι επίσημοι οικονομολόγοι του κόμματος ανέπτυσσαν, εξάλλου, την άποψη πως κάτω από το καθεστώς της αντεπανάστασης, η βιομηχανική ανόρθωση δεν ήταν δυνατή.
Αντίθετα, εγώ υποστήριζα πως μια καινούρια δραστηριότητα στην πολιτική ζωή είναι αναπόφευκτη, πως αυτή η ανόρθωση θα ξεσήκωνε ένα καινούριο κύμα απεργιών. Μετά από αυτά, μία νέα οικονομική κρίση θα μπορούσε να δώσει μιαν ώθηση στην επαναστατική πάλη. Οι προοπτικές αυτές δικαιώθηκαν ολότελα».
Δ.Κ.