της Μαριάννας Τζιαντζή
Επίμετρο της Μαριάννας Τζιαντζή στο βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη, ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ 1973, ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΟ ΑΔΙΚΑΙΩΤΟ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΗΣΥΧΑΖΕΙ, εκδόσεις Καστανιώτη, Οκτώβριος 2023.
Μόλις κυκλοφόρησε το πολύ σημαντικό και πρωτότυπο βιβλίο του Ιερώνυμου Λύκαρη για την εξέγερση του Πολυτεχνείου μέσα από καταθέσεις συγγενών νεκρών, τραυματιών και αυτοπτών μαρτύρων στις δύο δίκες της Χούντας, από δικαστικά και αστυνομικά ντοκουμέντα και τα αρχεία νοσοκομείων. Από το βιβλίο δημοσιεύουμε το Επίμετρο που έγραψε η Μαριάννα Τζιαντζή με τίτλο Οι Άγνωστοι Στρατιώτες του Νοέμβρη.
Ποια ήταν άραγε η «δεσποινίς αγνώστων στοιχείων, περίπου 25 ετών», η οποία «εγκατελείφθη παρ’ αγνώστων» στην είσοδο της κλινικής Άγιος Γεράσιμος τα χαράματα της 17ης Νοέμβρη του 1973; «Εν βαρυτάτη καταστάσει, απώλεια συνειδήσεως … λόγω βαρύτατου τραυματισμού» στους μηρούς και την περιοχή των γεννητικών οργάνων, «ακατάσχετος αιμορραγία […] παρεπέφθη εις Ρυθμιστικόν Κέντρον». Έτσι λέει η σχετική κατάσταση των «νοσηλευθέντων τραυματιών» την οποία, κατόπιν χουντικής εντολής, συνέταξε ο Άγιος Γεράσιμος όπως και όλα τα νοσοκομεία και οι κλινικές της Αθήνας. Πολλοί τραυματίες εκείνων των ημερών προσήλθαν στα νοσοκομεία «κατά μόνας». Οι συνοδοί τους είτε δικαιολογημένα φοβήθηκαν και τους εγκατέλειψαν στα σημεία παραλαβής είτε προπηλακίστηκαν, ξυλοκοπήθηκαν, διώχτηκαν κακήν κακώς από αστυνομικούς και παρακρατικούς. Τραυματίες και νεκροί ασυνόδευτοι, όπως τα δέματα που στέλναμε κάποτε με το ΚΤΕΛ ή το καράβι. Η δεσποινίς ετών 25 παρέμεινε χωρίς όνομα, χωρίς πρόσωπο – μόνο για τα τραύματά της γράφτηκαν λίγα πράγματα. Ποια ήταν εκείνη η κοπέλα, στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, που «της έλειπε το μισό πρόσωπο»; Ποιος ήταν εκείνος ο νέος, επίσης στο πρόχειρο ιατρείο, που το αίμα της πληγής του ξεπηδούσε σαν πίδακας κι έλουζε το ταβάνι; Ποιοι ήταν οι «σκεπασμένοι με σεντόνια» νεκροί; Παλιές ανεξιχνίαστες υποθέσεις cold cases, όπως λέγονται. Χωρίς πτώματα, χωρίς απτά τεκμήρια, με «ελλιπέστατες» νεκροψίες, και μόνο με τις προφορικές καταθέσεις των αυτοπτών μαρτύρων, δεν είναι εύκολο να αποδειχτούν οι κατά συρροήν δολοφονίες. Είναι πολλοί οι Άγνωστοι Στρατιώτες εκείνων των ημερών, οι τραυματισμένοι και οι μη καταγεγραμμένοι νεκροί, για τους οποίους δεν θα στηθεί κανένα μνημείο. Θύματα ορφανά. Ωστόσο, στο Αίμα το αδικαίωτο… καταβάλλεται προσπάθεια ώστε αυτοί οι άγνωστοι να αποκτήσουν πρόσωπο, όνομα, φωνή. Το Πολυτεχνείο δεν είναι μια ήπειρος προς ανακάλυψη. Ούτε είναι η βυθισμένη και χαμένη Ατλαντίδα. Έχουν γραφτεί γι’ αυτό πολλά και σοβαρά, όμως πολλά μένει ακόμα να ειπωθούν, να ερευνηθούν με επιστημονικούς, ιστορικούς όρους και κυρίως να συσχετιστούν τα ήδη ειπωμένα και γραμμένα. Αυτή τη συσχέτιση ή σύνθεση επιχειρεί ο Ιερώνυμος Λύκαρης στο Αίμα το αδικαίωτο… ένα βιβλίο-χρονικό των κατά συρροήν φόνων και των φονικών επιθέσεων. Πρόκειται για το χρονικό ενός εγκλήματος πολέμου και ταυτόχρονα μια πολυπρόσωπη αφήγηση, ένα θρυμματισμένο έπος χωρίς κεντρικό ήρωα αλλά με πολλούς πρωταγωνιστές. Η πεζή γλώσσα των αριθμών, του τόπου και του χρόνου, των τραυμάτων και των φονικών όπλων σμίγει με τις «ανθρώπινες ιστορίες», με μοναδικές προσωπικές εμπειρίες που δεν τους αξίζει να χαθούν ή να ξεχαστούν. Ο Ιερώνυμος Λύκαρης είναι γνωστός συγγραφέας αστυνομικών μυθιστορημάτων. Πώς δικαιολογείται αυτό το άλμα από το ένα λογοτεχνικό είδος σε κάτι διαφορετικό, σε μια εργασία που εμπεριέχει στοιχεία ρεπορτάζ και δημοσιογραφικής ή ιστορικής έρευνας; Η απάντηση ίσως είναι διπλή. Πρώτον, ο ίδιος ο συγγραφέας, πολύ νέος, συμμετείχε στην εξέγερση – το προσωπικό κίνητρο είναι ισχυρό, παρόλο που πουθενά δεν αναφέρονται οι ατομικές εμπειρίες του. Δεύτερον, ο συγγραφέας έχει επίγνωση της ανάγκης να συνεχιστεί η ιστορική έρευνα, να φωτιστούν οι «μαύρες τρύπες». Τεκμήρια χάθηκαν, φάκελοι συντάχθηκαν αλλά δεν δημοσιοποιήθηκαν ποτέ, ουσιώδεις μάρτυρες σιώπησαν ή εξαφανίστηκαν, η συγκάλυψη ήταν υπαρκτή. Εντύπωση προκαλεί η προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι θάνατοι και οι τραυματισμοί – τόσο επί χούντας όσο και στη διάρκεια των δύο δικών. Η εγκληματολογική έρευνα ανύπαρκτη – καμία σχέση με τα όσα συμβαίνουν στη γνωστή τηλεοπτική σειρά CSI: Στον τόπο του εγκλήματος. Ήταν νεκρός ή ψυχορραγούσε ο Μιχάλης Μυρογιάννης, σωριασμένος με το κεφάλι στο πεζοδρόμιο και το κορμί στην άσφαλτο, στη γωνία Πατησίων και Στουρνάρη, χτυπημένος από τις σφαίρες του Ντερτιλή; Πράγματι, ελλείψει σεντονιού, τον σκέπασαν πρόχειρα με εφημερίδες μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο; Ή οι εφημερίδες χρησιμοποιήθηκαν για να κρύψουν το αίμα; Η ασέβεια των χουντικών και των συνηγόρων τους προς τους νεκρούς, τους τραυματίες και τους συγγενείς τους συνδυάζεται με την ασέβεια, την προχειρότητα με την οποία συντάχθηκαν οι επίσημες καταστάσεις με τα ονόματα των θυμάτων. Για παράδειγμα, η μητέρα ενός νεκρού αλλού αναφέρεται ως Νοufie και αλλού ως Ελένη. Ο νεκρός Γεώργιος Σαμούρης βαφτίζεται Σαμουρλής. Η Ασφάλεια προχωρά ακόμα και σε αλλαγές φύλου, όπως η Κωστούλα Αθανασίου που γίνεται Αθανάσιος Κωστούλας – και από προφανή σκοπιμότητα και όχι από απροσεξία. Ονόματα, επαγγέλματα και τόποι κατοικίας νεκρών αλλάζουν για να προκληθεί σύγχυση ως προς τον αριθμό των θυμάτων. Το πλήθος των σφαλμάτων οφείλεται και στον πανικό των συντακτών τους. Η Ασφάλεια πίεσε, μέσω της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας, να συνταχθούν μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι αναφορές των νοσοκομείων. Ατέλειωτα περιβόλια με μαργαριτάρια είναι οι καταστάσεις αρκετών νοσοκομείων, που μας πληροφορούν για είδη τραυμάτων των οποίων την ύπαρξη η Ιατρική έως τότε αγνοούσε, π.χ. «κάταγμα κοιλίας». Όμως το ενδεχομένως ειρωνικό μας χαμόγελο σύντομα παγώνει. Οι καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας στις δύο δίκες (1975 και 1977) είναι αποκαλυπτικές, όχι μόνο ως προς τη θηριωδία της καταστολής, αλλά και ως προς τον τρόπο με τον οποίο οι μάρτυρες δικαιολογούν την παρουσία τους στη «διακεκαυμένη ζώνη» της Πατησίων και των πέριξ όπου τραυματίστηκαν το πρωί και το μεσημέρι του Σαββάτου. «Κατέβηκα από περιέργεια», είπαν πολλοί. Όμως κανένας δεν μπαίνει στο στόμα του λύκου από περιέργεια, δεν επισκέπτεται από περιέργεια το πεδίο της μάχης μετά τη μάχη, όταν κανείς δεν τον έχει καλέσει: πηγαίνει επειδή ξέρει κι επειδή νοιάζεται. Δεν πρόκειται για τη συνήθη περιέργεια των περαστικών, αλλά για την αγωνία, το ενδιαφέρον, την ανάγκη να αφουγκραστείς το βουητό της Ιστορίας. Οι καταθέσεις των μαρτύρων αποκαλύπτουν, μεταξύ άλλων, και το αξιακό περιεχόμενο της εξέγερσης. Σχεδόν όλοι οι μάρτυρες στις δίκες, νέοι εργαζόμενοι/ες, δεν συγκαταλέγονται στους γνωστούς πρωταγωνιστές, δεν ήταν μέλη της Συντονιστικής Επιτροπής. Άκουσαν τον ραδιοσταθμό του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν να βρεθούν και αυτοί εκεί. Όμως με το δικό τους αίμα χτίστηκε όχι απλώς ένα σύμβολο, αλλά ένα ισχυρό σημείο αναφοράς που δεν ξεθώριασε στο πέρασμα του χρόνου. Κάποιοι μάρτυρες θεωρήθηκαν «μη ουσιώδεις» κι έτσι δεν τους δόθηκε ιδιαίτερη σημασία, ούτε στις δίκες ούτε στα ρεπορτάζ των εφημερίδων. Μόνο από ελάχιστες λέξεις υποψιαζόμαστε τον ηρωισμό ή την αποκοτιά κάποιων τραυματισμένων που κατέθεσαν στην πρώτη δίκη. Ανάμεσά τους ένας 17χρονος μαθητής, ο Φώτης Πόλιτος, που το πρωί του Σαββάτου «προέβη εις κωδωνοκρουσίαν εις τον ιερόν ναόν του Αγίου Μάρκου». Ο νεαρός κωδωνοκρούστης συνελήφθη και μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο με κάταγμα στο σαγόνι. Έπεσε από το καμπαναριό; Τον χτύπησαν οι αστυνομικοί του ΚΣΤ΄ Τμήματος; Κανείς δεν έμαθε. Η γεωγραφία της πόλης, κυρίως ενός κομματιού του κέντρου της πόλης, είναι συστατικό στοιχείο της αφήγησης. Το ίδιο και η ροή του χρόνου, από το βράδυ της Παρασκευής 16/11 και το Ματωμένο Σάββατο μέχρι την Κυριακή και τη Δευτέρα. Με αυτές τις δύο συντεταγμένες, υφαίνει καταρχάς ο συγγραφέας την ιστορία του. Ανά ώρα, ανά οικοδομικό τετράγωνο, ανά δρόμο. Στην πορεία χαράσσονται και άλλες συντεταγμένες, που έχουν και αυτές τη σημασία τους. Για παράδειγμα. «Τι σχέση έχει ένα τραύμα από σφαίρα με ένα οικόπεδο»; αναρωτιέται σε ένα βιβλίο του ο Έλμορ Λέοναρντ, ένας μετρ του αστυνομικού μυθιστορήματος, και δίνει την απάντηση ότι και στις δύο περιπτώσεις σημασία έχει το σημείο, η θέση. Άλλη η αξία ενός οικοπέδου στην Αθηναϊκή Ριβιέρα και άλλη ενός οικοπέδου δίπλα σε ένα διυλιστήριο πετρελαίου. Έτσι και η σφαίρα: όταν βρίσκει το θύμα στην κοιλιά ο θάνατος είναι αργός, μαρτυρικός και αναπόφευκτος, ενώ όταν το βρίσκει στην καρδιά ο χτυπημένος αποχαιρετά γρήγορα τον μάταιο τούτο κόσμο. Η θέση, το σημείο του σώματος όπου ο θάνατος αφήνει την κάρτα του έχει τη σημασία του – και στο βιβλίο παρουσιάζονται ένα προς ένα και συγκεκριμένα τα «σημεία». Όπως έχει σημασία το από πού και με ποια κατεύθυνση ρίχτηκε το φονικό ή παραλίγο φονικό βλήμα. Όχι μόνο για να εξηγηθεί το είδος του τραύμα τος που προκλήθηκε, αλλά και για να δοθεί μια αναπαράσταση του πεδίου της μάχης. Το γεγονός ότι πολλές φορές οι δολοφόνοι χτύπησαν πισώπλατα ή από κάποια ταράτσα ή παράθυρο δείχνει ότι δεν ήταν αμυνόμενοι, δεν δέχονταν επίθεση, δεν κινδύνευαν από τους διαδηλωτές ή τους περαστικούς. Υπάρχουν κι εκείνοι που βρέθηκαν τυχαία στους τόπους της σφαγής. Τάξη επικρατεί στην Αθήνα, έλεγε το ραδιόφωνο το πρωί του Σαββάτου της 17ης Νοεμβρίου και πολλοί το πίστεψαν και το πλήρωσαν. Άλλοι κατέβηκαν στο κέντρο της πόλης για ψώνια, άλλος για να πάει στο καφενείο, άλλος για να πάει στη δουλειά του. Δεν κλειδαμπαρώθηκαν. Ούτε τους πέρασε από το μυαλό ότι θα γινόταν τέτοιο μακελειό. Σάββατο 17 Νοέμβρη, μεσημέρι στου Ζωγράφου, μια ήσυχη συνοικία της Αθήνας. Μια νέα μητέρα, η Μαρία Θεοδώρα, με το ηλικίας 5,5 χρονών παιδί της, τον Δημήτρη, επιστρέφουν από το σουπερμάρκετ στο σπίτι. Η απαγόρευση της κυκλοφορίας αρχίζει στις τέσσερις το απόγευμα, επομένως οι πολίτες μπορούν να κυκλοφορούν με ασφάλεια – αυτό λέει το ραδιόφωνο της χούντας. Λίγο πριν φτάσουν, ακούγονται πυροβολισμοί. Το παιδί σωριάζεται κάτω νεκρό. Γιατί η σφαίρα βρήκε το παιδί στο μέτωπο και όχι στην πλάτη, αφού οι δολοφόνοι, μια στρατιωτική περίπολος και ο αξιωματικός της, ήταν ακροβολισμένοι σε ένα «υψωματάκι» πίσω του; Επειδή εκεί, έξω από την εκκλησία του Αγίου Θεράποντος, υπήρχε μια νεραντζιά και το παιδί γύρισε κι έσκυψε να πάρει ένα νεράντζι που ήταν πεσμένο στο πεζοδρόμιο. Για να παίξει, για να το περιεργαστεί; Το λαμπερό πορτοκαλί ήταν το χρώμα που για τελευταία φορά τράβηξε την προσοχή του. Αν το αγοράκι δεν γύριζε, αν δεν έσκυβε, ίσως η σφαίρα να περνούσε ξυστά από πλάι του ή να το έβρισκε σε άλλο σημείο του σώματός του. Ίσως να τραυματιζόταν αλλά τελικά να ζούσε. Και αναρωτιέται κανείς με τι μάτια θα αντίκριζε μετά από αυτό η Μαρία Θεοδώρα τις ανθισμένες νεραντζιές, πώς θα τη μαχαίρωνε η «νεραντζούλα η φουντωτή». Μια ξεχασμένη λεπτομέρεια, όπως πολλές άλλες που συναντάμε στις σελίδες του βιβλίου του Ιερώνυμου Λύκαρη. Όπως τα «γυαλάκια» που είχαν σφηνωθεί στα βλέφαρα του 17χρονου Διομήδη Κομνηνού μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του στη γειτονιά του Πολυτεχνείου. Ήταν από τα γυαλιά μυωπίας που φορούσε το παιδί ή από τα σπασμένα τζάμια ενός Φολκβάγκεν που είχε τοποθετηθεί σαν οδόφραγμα κοντά στο υπουργείο Δημόσιας Τάξεως; Ο Διομήδης ήταν τραυματιοφορέας. Στο πεδίο της μάχης, πριν από την εισβολή του τανκ, με τις σφαίρες να πέφτουν σαν το χαλάζι. Στη λιανή πλάτη του κουβαλούσε τραυματίες στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου ή τους έβαζε σε κάποιο διερχόμενο ιδιωτικό αυτοκίνητο ώστε να μεταφερθούν σε κάποιο νοσοκομείο. Κανείς δεν του ανέθεσε αυτόν τον ρόλο. Ένας πατέρας, εργολάβος, ξενυχτά στο νοσοκομείο δίπλα στον νεαρό γιο του που δεν ήταν διαδηλωτής αλλά χτυπήθηκε στην οδό Πατησίων το πρωί του Σαββάτου. Επτά τραύματα από «σφαίρες βαρέος πυροβόλου». Το παιδί έχει χάσει τις αισθήσεις του. Τον χαϊδεύει στον λαιμό, τα δάχτυλά του ψηλαφίζουν το βλήμα που τον χτύπησε στον αυχένα κι έχει σφηνωθεί εκεί και δεν μπορεί να αφαιρεθεί με χειρουργική επέμβαση. Σε 12 μέρες ο 19χρονος Στυλιανός θα πεθάνει. Ο πατέρας, θέλοντας να μάθει το όνομα του δολοφόνου, στέλνει στις 10 Δεκεμβρίου 1973 επιστολή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Φαίδωνα Γκιζίκη, «θέτοντας υπό την κρίσιν του», μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: «Υπήρξα μαχητής εις τον Ανταρτοπόλεμον, πολεμών λυσσωδώς τους Κομμουνιστάς. Κατά την 21 Απριλίου 1967 ομού με την Χωρ/κήν και εν συνεργασία μετ’ αυτής συνέλαβον αρκετούς επικινδύνους κομμουνιστάς» Ο άνθρωπος αυτός δεν έχασε μόνο το παιδί του, αλλά το επίσημο αντικομμουνιστικό οικοδόμημα της Δεξιάς, ένας ολόκληρος κόσμος γκρεμίστηκε μπροστά στα μάτια του. Και αργότερα, μετά την πτώση της δικτατορίας, θα πει: «Είμαι υπερήφανος για το παιδί μου. Το παιδί μου κι αυτοί που πέθαναν έπεσαν για να ζήσουμε ελεύθεροι από τους τυράννους της χούντας». Γονείς που έγιναν ντετέκτιβ. Που πήγαιναν μόνοι κι έκαναν αυτοψία στο «τρίγωνο της σφαγής» για να μαντέψουν από πού ρίχτηκε η μοιραία σφαίρα. Πού πήγαιναν στον Διόνυσο ή το Γουδί και προσπαθούσαν να πιάσουν φιλία με καταδρομείς, με απλούς φαντάρους, να βρουν τον γνωστό του γνωστού, για να μάθουν τα ονόματα των πληρωμάτων των τανκς. Πάμπολλες ιστορίες ξεδιπλώνονται στις σελίδες του βιβλίου του Ιερώνυμου Λύκαρη. Άλλες ξεπροβάλλουν μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων στις δίκες, ενώ για άλλες διαθέτουμε μόνο θραύσματα μέσα από τις πεζές και σε γραφειοκρατική γλώσσα διατυπωμένες καταστάσεις της Ασφάλειας και των νοσοκομείων. Και μέσα από τις μικρές –να τις πούμε προσωπικές;– ιστορίες αναδύεται η μεγάλη εικόνα την οποία προσπαθεί να «συναρμολογήσει» ο συγγραφέας. Αναδύονται οι δύο κόσμοι που συνυπήρχαν τις μέρες του Πολυτεχνείου. Από τη μια η αλληλεγγύη στην πράξη, η ανιδιοτέλεια, η λεβεντιά, η περιφρόνηση του θανάτου, το πάθος για την ελευθερία – ένας κόσμος μέσα κι έξω από το Πολυτεχνείο. Και από την άλλη, το σκοτάδι της δικτατορίας, η δύναμη των όπλων, η ωμή βία, η συστηματική συσκότιση και διαστρέβλωση της αλήθειας. Το Αίμα το αδικαίωτο δίνει απάντηση στον γνωστό κουτοπόνηρο ισχυρισμό ότι «δεν υπήρξαν νεκροί ΜΕΣΑ στο Πολυτεχνείο». Μέσα σε λίγες ώρες μετά την κατάληψη, το «μέσα» και το «έξω» έγιναν ένα, οι «ελεύθεροι αγωνιζόμενοι φοιτητές» ενώθηκαν με τους «ελεύθερους αγωνιζόμενους Έλληνες», όπως έλεγε ο ραδιοσταθμός της εξέγερσης. Το έπος (γι’ άλλους ο «μύθος») του Πολυτεχνείου δεν γράφτηκε μόνο πίσω από τα κάγκελα αλλά και μπροστά από αυτά. Οι τίτλοι τέλους δεν έπεσαν με την εισβολή του τανκ. Η σφαγή και η αντίσταση συνεχίστηκαν στο κέντρο της Αθήνας ακόμα και σε μακρινές συνοικίες ενώ πρωταγωνιστές της αντίστασης δεν ήταν μόνο οι φοιτητές. Οι «ιστορίες ανθρώπινου ενδιαφέροντος», όπως τις λένε στη δημοσιογραφική γλώσσα, είναι μία πλευρά του βιβλίου. Η άλλη πλευρά είναι η γλώσσα των αριθμών, των ημερομηνιών, των ονομάτων, των τόπων. Με ορθολογική ματιά, με χειρουργική ακρίβεια, ο Ιερώνυμος Λύκαρης προσπαθεί να ξεσκεπάσει τα πέπλα της παραπληροφόρησης, της σκόπιμης διαστρέβλωσης, να συνθέσει τις ψηφίδες της ιστορικής αλήθειας. Δουλειά κοπιαστική, φαινομενικά άχαρη, που όμως φανερώνει τον σεβασμό προς τα θύματα, τους νεκρούς, τους τραυματίες, τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Πενήντα χρόνια μετά, ας μάθουμε πού τους βρήκε η σφαίρα, ποιοι τους συνέτρεξαν, ποιοι τους ποδοπάτησαν. Πολλά ονόματα θυμάτων απουσιάζουν, όπως απουσιάζουν και πολλά ονόματα θυτών. Συχνά μέσα από αντικρουόμενα στοιχεία (άλλα λένε οι δικογραφίες, άλλα οι επίσημες αναφορές, άλλα οι μάρτυρες), ο Ιερώνυμος Λύκαρης επιχειρεί την αναπαράσταση των κατά συρροή εγκλημάτων. Λεγόταν Ευστράτιος ή Ευστάθιος ο τραυματίας; Γιατί κανείς στη δίκη δεν κατέθεσε για τον «φακίρη» ή τον ταχυδακτυλουργό (Αφγανό, Τούρκο;) που σκοτώθηκε στην Πατησίων ενώ πήγαινε μαζί με τον γιο του ή την κόρη του να αγοράσει ψωμί; Τα κύματα του φόβου και της λήθης τον τύλιξαν κι αυτόν, όπως και τόσους άλλους. Όμως το Αίμα το αδικαίωτο… μπορεί να λειτουργήσει όχι μόνο ως υπόμνηση προς τις νεότερες γενιές αλλά και ως έργο αναφοράς (μαζί με άλλα σημαντικά έργα που έχουν εκδοθεί) για τη μελλοντική ιστορική έρευνα. Μπορεί επίσης να συμβάλει έμμεσα στην εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων, χρήσιμων όχι μόνο για τη μελέτη του παρελθόντος αλλά και για τη δική μας εποχή. Ένα από τα πιο συγκλονιστικά σημεία σε όλο το βιβλίο είναι η απάντηση που έδωσε ο Ιωάννης Κομνηνός, πατέρας του νεαρού Διομήδη, όταν ρωτήθηκε από έναν ξένο ανταποκριτή «Σε ποιο κόμμα ανήκετε;» Πέντε λέξεις όλες κι όλες: «Ανήκω στο κόμμα των νεκρών». Ίσως ηχεί παρατραβηγμένο, αλλά στο «κόμμα των νεκρών» δεν ανήκουν μόνο τα θύματα του Νοέμβρη, αλλά και όλοι οι αδικαίωτοι αδικοχαμένοι που στις μέρες μας πληθαίνουν –και ξεχνιούνται– επικίνδυνα. Και με έναν τρόπο, σε αυτό το άτυπο κόμμα ανήκει τούτο το βιβλίο, που δεν είναι απλώς μια επετειακή έκδοση, ένα στεφάνι στη μνήμη τους, ένα καντηλάκι που θέλουμε να κρατήσουμε αναμμένο. Παράλληλα με το συναίσθημα (επιμελώς συγκρατημένο αλλά όχι αόρατο), το βιβλίο αυτό κινητοποιεί τη λογική μας, ζητά την κρίση μας. Η αλήθεια είναι μεν συγκεκριμένη, αλλά χρειάζεται πείσμα, κόπος, μέθοδος και ανιδιοτέλεια για να τινάξουμε τη σκόνη που τη σκεπάζει.
ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ
Σεπτέμβριος 2023