Στις 23 Φεβρουαρίου είχε καθιερωθεί να γιορτάζεται η Ημέρα του Κόκκινου Στρατού. Ο Κόκκινος Στρατός ιδρύθηκε με διάταγμα της σοβιετικής εξουσίας, στις 23 Φεβρουαρίου 1918. Ήταν ο επαναστατικός στρατός των εργατών και αγροτών που ίδρυσαν οι Μπολσεβίκοι, ορίζοντας ως επικεφαλής τον Τρότσκυ, για να υπερασπίσουν την Οκτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση από την αντεπαναστατική εκστρατεία των τσαρικών στρατηγών και των συνασπισμένων μεγαλοκαπιταλιστών και φεουδαρχών, τους οποίους συνέδραμαν οι στρατιές 15 ιμπεριαλιστικών χωρών (ανάμεσά τους και η Ελλάδα) που εισέβαλαν για να καταπνίξουν την νεαρή σοβιετική δημοκρατία. Όμως, ο νεοσύστατος Κόκκινος Στρατός αναδείχθηκε νικητής!
Η Νέα Προοπτική θα δημοσιεύσει μια σειρά άρθρων για τον Κόκκινο Στρατό.
Θ.Κ.
του Άρη Μαραβά
Εισαγωγή
Ο Κλαούζεβιτς και άλλοι θεωρητικοί του πολέμου αρκετά συχνά έχουν γράψει ότι ο χαρακτήρας της ηγεσίας ενός στρατού είναι πάντα πολιτικός και ότι σε κρίσιμες στιγμές δράσης και σύγκρουσης η πένα αντικαθιστά τη ρομφαία. Ωστόσο, ο Τρότσκι ως διοικητής του Κόκκινου Στρατού, χρησιμοποίησε τόσο τη ρομφαία όσο και την πένα, ανάλογα με τις περιστάσεις, για να κερδίσει τον εμφύλιο πόλεμο.
Χρησιμοποίησε φυσικά τη «ρομφαία» όταν διέσχιζε προσωπικά ολόκληρη τη Σοβιετική Δημοκρατία για να οργανώσει το στρατό, τις προμήθειές του, για να του εμφυσήσει ηθικό και σθένος, βρισκόμενος απευθείας στο πεδίο της μάχης και στην πρώτη γραμμή επί δυόμισι χρόνια. Χρησιμοποίησε την πένα από την άλλη, όταν ήταν στην πρώτη γραμμή των θεωρητικών και πολιτικών συζητήσεων για στρατιωτικά θέματα στο στρατό, τα Σοβιέτ και το Κόμμα, αλλά και για την παγκόσμια κατάσταση και την ίδρυση της Τρίτης Διεθνούς.
Αυτό άλλωστε ήταν και το κλειδί για την οικοδόμηση του «στρατού» και την τελική νίκη των εργατικών και αγροτικών συμβουλίων στον αδυσώπητο εμφύλιο πόλεμο που προκάλεσαν οι Λευκοί αντεπαναστάτες και αντιδραστικοί. Ας δούμε τα πράγματα όμως από την αρχή. Ο Τρότσκι διορίστηκε πρόεδρος του Ανώτατου Πολεμικού Συμβουλίου στις 4 Μαρτίου 1918, την επομένη της υπογραφής της Συμφωνίας του Μπρεστ-Λιτόφσκ, και τον Απρίλιο έγινε Λαϊκός Κομισάριος Πολέμου. Το σύνθημά του σε αυτή την πάλη ήταν επιμονή και επαναστατική πειθαρχία.
Μπρεστ-Λιτόφσκ
Ο Τρότσκι ήταν μέρος της διαπραγματευτικής αντιπροσωπείας στη συμφωνία του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που έγινε από τη σοβιετική κυβέρνηση στις 3 Μαρτίου 1918. Ήταν μια «επαίσχυντη ειρήνη», όπως άλλωστε την χαρακτήρισε και ο ίδιος ο Λένιν, ο οποίος ήταν αυτός που ηγήθηκε, ενάντια στις θέσεις κάποιων ηγετών του Μπολσεβίκικου κόμματος, οι οποίοι αυτοαποκαλούνταν «αριστεροί κομμουνιστές», οργανωμένοι γύρω από τον Μπουχάριν, τον Ράντεκ και τον Πιατάκοφ, και οι οποίοι υπερασπίστηκαν τη συνέχιση του πολέμου στο όνομα του «επαναστατικού πολέμου», αλλά και ενάντια στη θέση του Τρότσκι, ο οποίος υπερασπιζόταν μια ενδιάμεση θέση (ούτε πόλεμος ούτε ειρήνη). Τελικά η «ειρήνη» επετεύχθη με τις κεντρικές αυτοκρατορίες (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Βουλγαρία και Οθωμανική Αυτοκρατορία), κάτω από πολύ σκληρές συνθήκες.
Αυτή η «ειρήνη» ήταν απολύτως απαραίτητη, τόσο για την ανοικοδόμηση της οικονομίας όσο και επειδή ο λαός επιθυμούσε ειρήνη, μια μεγάλη άλλωστε υπόσχεση της επανάστασης. Η Ρωσία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σημαντικές περιοχές, ορισμένες από τις οποίες γνώριζαν επαναστατικές διαδικασίες, όπως η Φινλανδία, τα κράτη της Βαλτικής και η Ουκρανία, οι οποίες κατελήφθησαν από τον Γερμανικό στρατό. Έπρεπε επίσης να εγκαταλειφθεί και ένα μέρος του Καυκάσου. Αυτό σήμαινε την παράδοση του ενός τρίτου του πληθυσμού, του 50% της βιομηχανίας, του 90% της παραγωγής καυσίμων, του 55% του σιταριού και των περισσότερων σιτηρών, στα χέρια της Γερμανικής αυτοκρατορίας.
Αλλά όταν η Γερμανική Επανάσταση κατέστρεψε την Αυτοκρατορία, και μαζί της όλες τις συμφωνίες της, η Φινλανδία, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία και η Πολωνία, έγιναν ανεξάρτητα κράτη. Η Λευκορωσία και η Ουκρανία εντάχθηκαν στη Σοβιετική Ένωση και όλα τα άλλα εδάφη ανακτήθηκαν. Λίγες εβδομάδες μετά την υπογραφή του Μπρεστ-Λιτόφσκ, οι ιμπεριαλιστικές χώρες της Αντάντ με τους εσωτερικούς συμμάχους τους επιτέθηκαν στην αναδυόμενη Σοβιετική Ρωσία σε διάφορα μέτωπα, προκαλώντας έναν εμφύλιο πόλεμο, κύριος στόχος του οποίου ήταν η καταστολή της επανάστασης και η ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης των συμβουλίων των εργατών και αγροτών.
Η αντεπανάσταση σηκώνει κεφάλι
Στις 3 Απριλίου 1918, τα Ιαπωνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στο Βλαδιβοστόκ και κατέλαβαν την Ανατολική Σιβηρία. Την επόμενη μέρα, οι Τούρκοι κατέλαβαν το Μπατούμι της Γεωργίας στη Μαύρη Θάλασσα και εισήλθαν στον Καύκασο. Οι Ρουμάνοι πήραν τη Βεσσαραβία. Η περιβόητη Τσεχοσλοβακική Λεγεώνα, με «χορηγό» τη Γαλλία, επαναστάτησε και συμμάχησε με το Λευκό Στρατό στη δυτική Σιβηρία. Γαλλικά στρατεύματα κατέλαβαν τη νότια Ουκρανία και την Κριμαία, και οι Βρετανοί κατέλαβαν τον Αρχάγγελο ανατολικά του ποταμού Δον, ενώ Περσικές μονάδες κατέλαβαν το πετρελαϊκό κέντρο του Μπακού. Συνολικά μέχρι το τέλος του χρόνου υπήρχαν 73.000 Γιαπωνέζοι, 60.000 Τσέχοι, 8.000 Αμερικάνοι, 2.500 Βρετανοί, 1.500 Ιταλοί, 1.000 Γάλλοι σε όλη τη Σιβηρία, οι οποίοι πολεμούσαν τους Κόκκινους. Ο Λευκός αντεπαναστατικός Στρατός διοικούνταν από πρώην Τσαρικούς στρατηγούς: Γιουντένιτς, Κορνίλωφ, Κόλτσακ και Ντενίκιν. Στα τέλη του 1918, η Ρωσική Σοβιετική Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία ήταν ουσιαστικά στο μέγεθος της μεσαιωνικής Μοσχοβίας πριν από τις κατακτήσεις του Ιβάν του Τρομερού. Σύμφωνα με τον Λένιν πάλι, ήταν «ένα νησί σε έναν θυελλώδη ωκεανό, γεμάτο ιμπεριαλιστές ληστές». Τα εγκλήματα των Λευκών ήταν αποκρουστικά. Θα μπορούσαμε να γράφουμε σελίδες αλλά εδώ μπορούμε να περιοριστούμε στη δήλωση του επικεφαλής των Αμερικάνικων στρατευμάτων Γκρέϊβς ότι για κάθε έναν που σκότωναν οι Μπολσεβίκοι, οι Λευκοί δολοφονούσαν 100! Ωστόσο, οι «δημοκράτες» όλου του κόσμου, οι φιλελεύθεροι και οι αναρχικοί, πάντοτε τονίζουν και ενοχλούνται από την Κόκκινη Τρομοκρατία και τις πράξεις του Κόκκινου Στρατού.
Στην αρχή της σύγκρουσης, τον Μάιο του 1918, ο Κόκκινος Στρατός τράπηκε σε φυγή στο Καζάν, μπροστά στις επιθέσεις της Τσεχοσλοβακικής λεγεώνας, συμμάχων των Λευκών οι οποίοι είχαν ήδη καταλάβει τη Σαμάρα και το Σαράτοφ. Ο Τρότσκι πήγε σε αυτό το μέτωπο, τιμωρώντας δειλούς και καριερίστες κομμουνιστές, καθώς και αναποτελεσματικούς γραφειοκράτες «κομμουνιστές» αξιωματούχους. Οι τοπικοί επίτροποι τον συμβούλευσαν να πάει σε ένα ασφαλέστερο μέρος, αλλά ο Τρότσκι –“ένας από μας”- παρέμεινε στο μέτωπο. Έδρασε μαζί με τους πιο ικανούς διοικητές: Φρούνζε, Βατσέτις, Τουχατσέφσκι, Ρασκόλνικωφ, Μεζλάουκ, Λαρίσα Ράϊσνερ και Ιβάν Σμιρνώφ. Αυτοί οι άνδρες και γυναίκες, όπως επίσης και η Ευγένια Μπος, αργότερα σχημάτισαν αυτό που επρόκειτο να αποτελέσει την επαναστατική διοίκηση του Κόκκινου Στρατού.
Επαναστατική πειθαρχία και επαναστατικό πνεύμα
Μέσα σε αυτήν την κατάσταση, ο Τρότσκι απευθύνθηκε στους πανικόβλητους στρατιώτες, εμποτίζοντάς τους με ένα χείμαρρο αισιοδοξίας και επαναστατικού χαρακτήρα, με την ομιλία του λέγοντας: «Οι στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού δεν είναι δειλοί ή κατεργάρηδες. Θέλουν να αγωνιστούν για την ελευθερία της εργατικής τάξης. Αν υποχωρήσουν και δεν πολεμήσουν σκληρά, οι διοικητές και οι επίτροποι θα κατηγορηθούν. (…) Εάν οποιοδήποτε απόσπασμα αποσυρθεί χωρίς διαταγή, ο πρώτος που θα εκτελεστεί θα είναι ο επίτροπος και στη συνέχεια ο διοικητής. Δειλοί, κατεργάρηδες και προδότες δεν θα ξεφύγουν». (Ντώϋτσερ, «Ένοπλος Προφήτης»)
Στη συνέχεια, ίδρυσε ένα επαναστατικό στρατιωτικό δικαστήριο και πολιόρκησε ολόκληρη την περιοχή. Έστειλε διοικητές και επίτροπους που είχαν αποσύρει τους άνδρες τους από την πρώτη γραμμή στο στρατοδικείο. Όσο σκληρό και αν φαίνεται αυτό, ο εμφύλιος δεν πραγματοποιείται με καλοσύνες και αγάπες. Θέλει πυγμή και σκληρές αποφάσεις. Αν θέλουμε να κερδίσουμε στον αγώνα και να μη θρηνούμε μετά. Ο Τρότσκι υπερασπίστηκε επίσης τον εαυτό του από την κατηγορία της «καλοσύνης» προς τον εχθρό που αναγνώριζε τα εγκλήματά του και ήταν πρόθυμος να παραδώσει τα όπλα του και να υπηρετήσει το εργατικό κράτος: «Θάνατος στους προδότες! Αλλά ας λυπηθούμε τον εχθρό που προσχώρησε σε εμάς και ζητά επιείκεια!».
Ουκρανία και Πετρούπολη
Μετά τις νίκες των επαναστατικών στρατευμάτων επί του Βόλγα, ο Τρότσκι «μετακόμισε» στην Ουκρανία για να επαναφέρει τον στρατό στα πόδια του, ο οποίος ήταν σε τρομερά απελπιστική κατάσταση, έχοντας ηττηθεί από τον Ντενίκιν. Διεξήγαγε αυτό το έργο, με τη βοήθεια των Τουχατσέφσκι και Αντόνωφ-Οβσεγιένκο, και πάλι νίκησε τους «Λευκούς». Από αυτή τη σύγκρουση, ο Τρότσκι κατέληξε στο συμπέρασμα ότι για να επιτευχθεί η νίκη στον «σύγχρονο πόλεμο» ήταν απαραίτητο να συνδυαστούν οι ικανότητες των μαχητών, και η καλά αναπτυγμένη εκπαίδευσή τους, με την εξελιγμένη ικανότητα της στρατιωτικής βιομηχανικής παραγωγής.
Όταν αντεπαναστατικά στρατεύματα από τη Φινλανδία, με επικεφαλής τον Γιουντένιτς, επιτέθηκαν στην Πετρούπολη τον Οκτώβριο του 1919, ορισμένα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των Μπολσεβίκων ήταν έτοιμα να εγκαταλείψουν την πόλη και να διαφύγουν στο εσωτερικό της χώρας. Ο Τρότσκι ήταν κατά της αποδοχής της απώλειας της πόλης και οργάνωσε την υπεράσπισή της. Η στρατηγική του ήταν η “αστική» άμυνα, ανακοινώνοντας ότι «θα υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας και τη γη μας», προβλέποντας ότι ο εχθρός θα χαθεί σε ένα λαβύρινθο οχυρωμένων δρόμων και εκεί θα «βρουν τον τάφο τους». Τακτικά τάγματα του Κόκκινου Στρατού πολέμησαν δίπλα-δίπλα με αποσπάσματα γυναικών και της Κόκκινης Φρουράς. Τα εργοστάσια παρήγαγαν όπλα κάτω από μια βροχή από σφαίρες, και αμέσως τα έστελναν στη μάχη. Οι Λευκοί τελικά ηττήθηκαν μέσα σε 15 μέρες.
Για αυτόν τον αγώνα, ο Τρότσκι έμεινε γνωστός, σύμφωνα με τον Ράντεκ, ως ο «Οργανωτής της νίκης της Νίκης» και έλαβε το «κόκκινο» παράσημο. Με τους Μπολσεβίκους να καταλαμβάνουν την εξουσία, ο Τσαρικός στρατός είχε κουρελιαστεί. Το προλεταριάτο στηρίχθηκε στην Κόκκινη Φρουρά και μέρος των στρατευμάτων και των ταγμάτων του παλιού στρατού για την υπεράσπιση του «κράτους» του.
Κόκκινη Φρουρά και Κόκκινος Στρατός
Η Κόκκινη Φρουρά, που αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό τη βάση του Κόκκινου Στρατού, χτίστηκε στη βάση της πολιτικής του Μπολσεβίκικου κόμματος για τον οπλισμό του προλεταριάτου και την υλοποίηση της κατάληψης της εξουσίας. Αποτελούνταν από εργάτες που οπλίστηκαν και εκπαιδεύτηκαν στα εργοστάσια και τις γειτονιές των προαστίων και στρατιώτες που αποχώρησαν από τα αστικά τακτικά στρατεύματα. Η απόπειρα πραξικοπήματος του Κορνίλοφ (Αύγουστος 1917) χρησιμοποιήθηκε από τους επαναστάτες για να επεκταθούν, ως δύναμη αντίστασης στο πραξικόπημα, να νομιμοποιηθούν μπροστά στη Σοβιετική και την προσωρινή κυβέρνηση, να οπλιστούν και να εκπαιδευτούν. Στην Πετρούπολη υπήρχαν 4.000 μαχητές, με διοικητή τον Αντόνοφ-Οβσεγιένκο, και στη Μόσχα 3.000, με επικεφαλής τον Φρούνζε και συντονιστή τον Σλιάπνικωφ.
Μια από τις βασικές ιδέες των Μπολσεβίκων και του Τρότσκι ήταν ότι ο Κόκκινος Στρατός θα μπορούσε να γεννηθεί μόνο πάνω σε μια νέα κοινωνική και ψυχολογική βάση. Η παθητικότητα, το «μεγαλοπρεπές» πνεύμα και η υποταγή μεταμορφώθηκαν, στις νέες γενιές, σε τόλμη. Το συνέδριο του Μπολσεβίκικου κόμματος της 19ης Δεκεμβρίου 1917 ψήφισε για την ίδρυση του Κόκκινου Στρατού των εργατών και αγροτών. Στη συνέχεια, το Συμβούλιο των Σοβιετικών Επιτρόπων ενέκρινε αυτό το ψήφισμα. Στις 18 Ιανουαρίου 1918 και στις 22 Φεβρουαρίου, η Πράβντα δημοσίευσε μια διακήρυξη με τίτλο «Η σοσιαλιστική πατρίδα κινδυνεύει» (Καρ, Η Επανάσταση των Μπολσεβίκων), που αποτέλεσε το σημείο εκκίνησης για την εκστρατεία στρατολόγησης. Ο Κόκκινος Στρατός χτίστηκε σύμφωνα με τις αρχές της δικτατορίας της εργατικής τάξης. Το όργανο διοίκησης επιλέχθηκε και επικυρώθηκε από τα όργανα της σοβιετικής εξουσίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Ο Κόκκινος Στρατός δεν είχε ιεραρχία αξιωματικών ή θέσεων λοχαγών, υπολοχαγών και στρατηγών. Ο Λένιν και ο Τρότσκι καθώς και οι υπόλοιποι Μπολσεβίκοι πίστευαν ότι η ηγεσία θα εδραιωνόταν και θα σταθεροποιούνταν, πάνω απ’ όλα, από την εμπιστοσύνη των στρατιωτών στους διοικητές τους και θα εξασφαλιζόταν από τη γνώση, το ταλέντο, τον χαρακτήρα και την εμπειρία. Για τον Τρότσκι, τα «αστέρια» της ιεραρχίας δεν απέδιδαν ούτε ταλέντο ούτε εξουσία στους ηγέτες. «Ο διορισμός διοικητών για τις προσωπικές τους αρετές είναι εφικτός μόνο εάν η κριτική και η πρωτοβουλία εκδηλωθούν ελεύθερα σε ένα στρατό που τίθεται υπό τον έλεγχο της κοινής γνώμης. Μια αυστηρή πειθαρχία μπορεί κάλλιστα να καλωσορίσει μια ευρεία δημοκρατία και να στηριχθεί σε αυτήν» (Προδομένη Επανάσταση). Δεδομένου ότι η αντίληψη αυτή δεν μπορούσε να πάψει να αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα, και η συζήτηση δεν ήταν αυτό που έλειπε από την κατασκευή αυτού του επαναστατικού στρατού, σε όλες τις πτυχές του, η σοβιετική δύναμη προσέγγισε το στρατιωτικό ζήτημα μέσω μεγάλων συζητήσεων που έφθασαν μέχρι το 1923.
Γενικά, ο Τρότσκι, παρά την παντελή έλλειψη προηγούμενης στρατιωτικής εμπειρίας, αποδείχθηκε λαμπρός ηγέτης του Κόκκινου Στρατού, δημιουργώντας τον εκ του μηδενός από την εθελοντική στρατολόγηση και στη συνέχεια στρατολόγηση. Η μέθοδός του ήταν να τον χτίσει γύρω από έναν πυρήνα πρώην Τσαρικών αξιωματικών, Μπολσεβίκων Επιτρόπων, επαναστατών εργατών και στρατιωτών. Αυτό το μείγμα επαγγελματισμού και πολιτικής δέσμευσης δημιούργησε έναν κεντρικό στρατιωτικό πυρήνα ικανό να οργανώνει και να εμπνέει τη μάζα κυρίως νεοσύλλεκτων αγροτών. Μέχρι το τέλος του 1918, υπήρχαν 500.000 στρατιώτες του Κόκκινου Στρατού. Μέχρι τον Ιούλιο του 1919, ο αριθμός ήταν 2,3.εκατομμύρια και προς το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου τον Ιούλιο του 1920, ήταν πάνω από 4 εκατομμύρια.
Θεωρητικές συζητήσεις για το στρατό
“Το πρόβλημα της οργάνωσης του Κόκκινου Στρατού ήταν ένα εντελώς νέο πρόβλημα, δεν είχε τεθεί ποτέ πριν, ούτε καν σε θεωρητικό επίπεδο”. Ο Τρότσκι υποστήριξε τον συγκεντρωτικό στρατό, την υποχρεωτική στρατολόγηση, τη χρήση τσαρικών αξιωματικών και το σχηματισμό πολιτικού επιτελείου. Για να αποκαταστήσει τη στρατιωτική πειθαρχία, κατέστειλε την λιποταξία και την προδοσία. Εξήγησε ότι ο στρατός δεν μπορούσε να συγκεντροποιηθεί και να διευθύνεται με επιτροπές που εκλέγονταν από στρατιώτες εν μέσω ιμπεριαλιστικού εμφυλίου πολέμου, και τερμάτισε τον ανταρτοπόλεμο ως στρατιωτική στρατηγική, ενώ συνέχισε να τον χρησιμοποιεί ως τακτική. «Η στρατιωτική ικανότητα ενός στρατού απαιτεί πάνω απ’ όλα την ύπαρξη ενός τακτικού και συγκεντρωτικού μηχανισμού διαχείρισης», μια θέση αντίθετη με ό,τι πίστευε ότι θα έπρεπε να συμβεί στην εξέγερση, όπου η αποκέντρωση των δράσεων ήταν θεμελιώδους χαρακτήρα.
Στρατιωτική Αντιπολίτευση
Ενάντια στις θέσεις του Τρότσκι σχηματίστηκε η «στρατιωτική αντιπολίτευση», η οποία υπερασπίστηκε την εκλογική αρχή της διοίκησης, ενάντια στην ενσωμάτωση Τσαρικών ειδικών, ενάντια στην εισαγωγή της σιδερένιας πειθαρχίας και του συγκεντρωτισμού του στρατού. Αυτή η «αντιπολίτευση» αποτελούνταν από τους Μπουχάριν, Πιατάκωφ και Μπουμπνώφ, με σημαντικούς συμμάχους όπως τον Ι Σμυρνώφ. Ο Μπουχάριν δημοσίευσε τις πολεμικές του εναντίον του Τρότσκι στην Πράβντα, ακόμα και κατά τη διάρκεια του απόγειου του εμφυλίου πολέμου, ένα άλλο γεγονός που αποδεικνύει το δημοκρατικό χαρακτήρα της συζήτησης μεταξύ των Μπολσεβίκων ακόμα και σε ιδιαίτερα κρίσιμες στιγμές.
Μια άλλη πηγή απόκλισης ως προς τις θέσεις και τους προσανατολισμούς του Τρότσκι ήταν και η διοίκηση της 10ης Στρατιάς, υπό τη διοίκηση του «αγαπητού» Βοροσίλοφ, η οποία είχε τη ρητή υποστήριξη του Στάλιν και ο οποίος αρνήθηκε να ακολουθήσει τους προσανατολισμούς της κεντρικής διοίκησης. Ο Τρότσκι πρότεινε την απομάκρυνση του Στάλιν και έστειλε τον Βοροσίλοφ σε επαναστατικό δικαστήριο. Ο Σβερντλώφ μεσολάβησε στην κρίση που έλαβε χώρα στην ηγεσία των Μπολσεβίκων και ο Βοροσίλοφ μεταφέρθηκε στην Ουκρανία και ο Στάλιν στο Πολεμικό Συμβούλιο της Δημοκρατίας. Ο Τρότσκι θεώρησε, και όχι άδικα, ότι η ευνοϊκή μεταχείριση που έδωσε ο Στάλιν στους συμμάχους του που αποδείχθηκαν στη μάχη απλά ανίκανοι ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνη και μάλιστα χειρότερη από οποιαδήποτε προδοσία των στρατιωτικών ειδικών.
Συγκεντρωτικός Στρατός και Διεθνής Αντεπανάσταση
Η δημιουργία ενός συγκεντρωτικού στρατού αποτέλεσε αντικείμενο μεγάλης αντιπαράθεσης. Η επαναστατική παράδοση, από την Α ‘Διεθνή, ήταν η υπεράσπιση της αντικατάστασης των μόνιμων στρατευμάτων με τον γενικό οπλισμό του λαού και η εκλογή των διοικητών τους. Η «στρατιωτική αντιπολίτευση» θεωρούσε τον συγκεντρωτικό στρατό ως τη συγκρότηση ενός ιμπεριαλιστικού στρατού και υπερασπιζόταν τη στρατηγική του ανταρτοπόλεμου, με μικρές ανεξάρτητες μονάδες, να επιτίθενται ελεύθερα στα μετόπισθεν του εχθρού.
Ωστόσο, ο Τρότσκι εξήγησε ότι: “Εάν οι κίνδυνοι που μας απειλούν περιορίζονταν στον κίνδυνο εσωτερικής αντεπανάστασης, γενικά δεν θα χρειαζόμασταν στρατό. Οι εργάτες των εργοστασίων στην Πετρούπολη και τη Μόσχα θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να δημιουργήσουν επαρκή μαχητικά αποσπάσματα για να συντρίψουν, πριν από τη γέννησή της, κάθε απόπειρα ένοπλης εξέγερσης που αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της εξουσίας της αστικής τάξης. Οι εσωτερικοί μας εχθροί είναι πολύ ασήμαντοι και θλιβεροί για να είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε έναν τέλειο στρατιωτικό μηχανισμό, σε επιστημονική βάση, για την καταπολέμησή τους και να κινητοποιήσουμε ολόκληρη την ένοπλη δύναμη του λαού. Αν χρειαζόμαστε αυτή τη δύναμη τώρα, είναι ακριβώς επειδή το καθεστώς μας και η σοβιετική χώρα απειλούνται σοβαρά από το εξωτερικό.» (Ντόϋτσερ, Ένοπλος Προφήτης)
Η ανάγκη για αυτή τη συγκεντροποίηση καταδείχθηκε όταν η Σοβιετική Δημοκρατία αντιμετώπισε μια πολιορκία κατά μήκος ενός μετώπου οκτώ χιλιάδων χιλιομέτρων! Ούτε ένας ιδιαίτερα ισχυρός στρατός δεν θα μπορούσε να πολεμήσει σε όλα τα μέτωπα. Η κινητοποίηση του Κόκκινου Στρατού, στην εσωτερική γραμμή, περνώντας από το ένα μέτωπο στο άλλο, ήταν η καλύτερη στρατηγική. Για το σκοπό αυτό, έπρεπε να προγραμματιστούν επιχειρήσεις και να ελεγχθούν οι πόροι. Κύριος διοργανωτής αυτής της στρατιωτικής επιχείρησης ήταν ο «γιατρός» Σκλιάνκι, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Τρότσκι.
Στρατιωτικοί Ειδικοί
Αναμφίβολα το πιο αμφιλεγόμενο θέμα ήταν η συνεργασία με εξειδικευμένους στρατιωτικούς και πρώην Τσαρικούς αξιωματικούς. Για τον Τρότσκι, αν και ήταν ένα πρακτικό θέμα, όχι θέμα αρχής, ήταν ουσιώδες. Ο ίδιος ο Λένιν αρχικά είχε αμφιβολίες για την πρόταση αυτή, αλλά αργότερα την ακολούθησε πλήρως, δηλώνοντας ότι ο Τρότσκι έχτισε τον κομμουνισμό «με τα ερείπια του κατεστραμμένου κτιρίου της παλιάς αστικής τάξης». Σε όσους συνέχιζαν να αντιτίθενται σε αυτή την πολιτική, ο Τρότσκι απαντούσε: «Ακριβώς όπως η βιομηχανία απαιτεί μηχανικούς, όπως η γεωργία απαιτεί εξειδικευμένους γεωπόνους, οι στρατιωτικοί ειδικοί είναι επίσης απαραίτητοι για την άμυνα».
Καθώς φυσικά υπήρχε πράγματι κίνδυνος προδοσίας και λιποταξιών, ορίστηκε ένας «Πολιτικός Επίτροπος» μαζί με κάθε έναν από αυτούς τους αξιωματικούς, ο οποίος επιβεβαίωνε στους εργάτες, τους αγρότες και τους στρατιώτες τις εντολές που έπρεπε να εκτελεστούν και όχι αντεπαναστατικές μηχανορραφίες. Ο Τρότσκι διέταξε επίσης να κρατηθούν όμηροι οι συγγενείς αυτών των αξιωματικών, καθώς σε περίπτωση προδοσίας ολόκληρη η οικογένεια θα τιμωρείτο.
Θεωρητικών συζητήσεων συνέχεια
Ο Κόκκινος Στρατός συγκροτήθηκε στη βάση της εργατικής δημοκρατίας της δικτατορίας του προλεταριάτου, γι’ αυτό και οι στρατιωτικές διαμάχες συνεχίστηκαν και μετά τη νίκη στον εμφύλιο πόλεμο. Ο Φρούνζε και, αργότερα, ο Τουχατσέφσκι, οι σημαντικότεροι διοικητές του Κόκκινου Στρατού, επεξεργάστηκαν την «προλεταριακή στρατιωτική θεωρία», υπερασπιζόμενοι τον «επιθετικό πόλεμο», βασιζόμενοι στη θεωρία ότι «η επανάσταση έρχεται από έξω». Ο Τουχατσέφσκι θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος στρατηγός αρμάτων μάχης της εποχής του, ο «μηχανικός του Κόκκινου Στρατού». Ο Τρότσκι πίστευε για τον Τουχατσέφσκι ότι ήταν σε θέση να αξιολογήσει «μια στρατιωτική κατάσταση από όλες τις απόψεις» (…) «αν και ήταν λίγο τυχοδιώκτης». Ο Τρότσκι αντιτάχθηκε στην παραπάνω θεωρία: «Ο πόλεμος βασίζεται σε πολλές επιστήμες, αλλά δεν είναι μια επιστήμη από μόνη της, είναι μια πρακτική τέχνη, μια τέχνη (…) μια άγρια και αιματηρή τέχνη» (…) «Μόνο ο προδότης εγκαταλείπει την επίθεση, (και) μόνο ένας ηλίθιος υποβιβάζει τα πάντα σε στρατηγική επίθεσης» (Ντόϋτσερ, Ένοπλος Προφήτης).
Γραφειοκρατικοποίηση και Σταλινισμός
Είχε αφομοιώσει τα στρατηγικά πλεονεκτήματα της άμυνας σε συνδυασμό με την ανάγκη για τολμηρές επιθετικές ενέργειες. Με την κυριαρχία όμως του σοβιετικού κράτους από τη Σταλινική γραφειοκρατία, ο χαρακτήρας του κόκκινου Στρατού ως επαναστατικού στρατού σταδιακά έληξε. Ο Στάλιν, όπως έκανε και με το κόμμα, αποκεφάλισε τη στρατιωτική διοίκηση μερικών από τους πιο ικανούς διοικητές του, θυσιάζοντας τα σοβιετικά αμυντικά συμφέροντα στο βωμό της αυτοάμυνας της κυβερνώσας γραφειοκρατίας.
Περισσότεροι από 30.000 αξιωματικοί απολύθηκαν, φυλακίστηκαν, στάλθηκαν στα γκουλάγκ και εκτελέστηκαν. Αυτό στοίχισε τελικά στα Σοβιέτ πάνω από 13 εκατομμύρια θανάτους στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Φρούνζε, ο οποίος αντικατέστησε τον Τρότσκι στη Λαϊκή Επιτροπή Πολέμου τον Ιανουάριο του 1925, πέθανε ύποπτα τον Οκτώβριο, σε ηλικία 40 ετών, κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης. Ο Τουχατσέφσκι, ο οποίος θα ήταν ο φυσικός αντικαταστάτης του Φρούνζε, καταδικάστηκε ψευδώς με κατηγορίες από τον… Ράντεκ ως Γερμανός κατάσκοπος, δικάστηκε στις εκκαθαρίσεις του 1937 και εκτελέστηκε. Ο Μπουντιόνι και ο Βοροσίλωφ, σύμμαχοι του Στάλιν, γλίτωσαν φυσικά από τις εκκαθαρίσεις. Απέτυχαν όμως δραματικά κατά τη διάρκεια του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου: ο πρώτος στην Ουκρανία παραδόθηκε στο Κίεβο, όπου περισσότεροι από 65.000 στρατιώτες κατέληξαν στη φυλακή ενώ ο δεύτερος ηττήθηκε στον Καύκασο.
Ο Σταλινισμός επίσης αποκατέστησε τη στρατιωτική ιεραρχία συμπεριλαμβανομένης και αυτής του στρατάρχη το 1935. Η αποκατάσταση της κάστας των αξιωματικών, δεκαοκτώ χρόνια μετά την επαναστατική καταστολή της, πιστοποιεί με την ίδια δύναμη το χάσμα που είχε ανοίξει μεταξύ του επαναστατικού Κόκκινου Στρατού και του Στρατού που «κατασκεύασε» ο Στάλιν.
Αναμφισβήτητα, ο Τρότσκι ήταν ο ιδρυτής του Κόκκινου Στρατού που εγγυήθηκε την ύπαρξη της Σοβιετικής κυβέρνησης. Οι διδασκαλίες του στην τέχνη της εξέγερσης και του πολέμου είναι ανεκτίμητες και έγκυρες και πρέπει να μελετηθούν από όλους εκείνους που εξακολουθούν να βλέπουν την ανάγκη για την ανάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη και την εγκαθίδρυση ενός κράτους με επικεφαλής τους εργάτες μέσω των συμβουλίων τους καθώς και τα δύσκολα «στρατιωτικά» καθήκοντα που θα αντιμετωπίσουμε στο μέλλον.