του Salah Musa
Η ζωή είναι το ταξίδι της υπεράσπισης του εαυτού κι η πατρίδα είναι το όμορφο πεπρωμένο. Όσο για μας, πατρίδα είναι το όνειρο του πρόσφυγα για επιστροφή στην Πατρίδα.
Η κατοχή (σφετερισμός, φόνοι, διωγμός, φυλακή, ξενιτειά) δημιουργεί γενεές προσφύγων χωρίς τόπο που να θυμούνται τα χρώματά του, τις μυρωδιές του, τους ήχους του, και στη δική μας περίπτωση η μακρόχρονη κατοχή κατάφερε να μας μετατρέψει από παιδιά της Παλαιστίνης σε παιδιά της ιδέας της Παλαιστίνης…
Η ξενιτειά είναι σαν το θάνατο. Νομίζει κανείς πως ο θάνατος είναι αυτό που συμβαίνει στους άλλους. Μετά την κατοχή εγώ έγινα εκείνος ο ξένος που πάντα νόμιζα ότι είναι ο άλλος.
Ο ξένος είναι αυτός που ανανεώνει την άδεια παραμονής του, που συμπληρώνει τις φόρμες και τις αιτήσεις και αγοράζει χαρτόσημα. Είναι αυτός που πρέπει να προσκομίσει αποδείξεις και ντοκουμέντα. Είναι αυτός που πάντα τον ρωτούν, από πού είσαι; Που τον ρωτούν για το κλίμα στη χώρα του, για τα έθιμα και το χρώμα των ανθρώπων.
Ο ξένος είναι αυτός που περνάει φοβισμένος από τα αεροδρόμια, περιμένει ανυπόμονα τη θεώρηση του διαβατηρίου του βάζοντας τη μοίρα του στα χέρια του αστυνομικού που έχει τη δυνατότητα να του επιτρέψει να περάσει ή όχι.
Ο ξένος είναι αυτός που οι σχέσεις του με τους τόπους χαλάει, τους θέλει και ταυτόχρονα τον απωθούν. Είναι αυτός που δε μπορεί να αφηγηθεί την ιστορία του με συνοχή και ζει σε κάθε στιγμή πλήθος στιγμών. Για αυτόν η κάθε στιγμή έχει μια παράξενα πρόσκαιρη αθανασία. Ο ξένος είναι αυτός που λατρεύει το κουδούνισμα του τηλεφώνου και παράλληλα το τρέμει.
Ο ξένος είναι αυτός που του λένε οι ευγενικοί: εδώ είσαι στη δεύτερη πατρίδα σου, ανάμεσα στους δικούς σου.
Κάποια βραδιά καθόμουνα με την κόρη μου, μου ζήτησε να της μιλήσω για αυτά που υποφέραμε λόγω της κατοχής. Της είπα πολλά, και σκέφθηκα: γιατί να μη ζήσει μέρος από την εμπειρία αφού ζούμε σε μια χώρα που η μισή της είναι υπό κατοχή. Της πρότεινα να πάμε στην Κερύνεια, μια πόλη που λατρεύω αφότου την πρωτογνώρισα το ‘72. Μου θυμίζει τη Χάιφα που κάθεται στην αγκαλιά των ψηλών βουνών της Γαλιλαίας.
Το επόμενο πρωί βρεθήκαμε μπροστά στη νοητή γραμμή που χωρίζει τη χώρα στα δύο, ένα κοντό πέρασμα που το μάκρος του είναι μερικά μέτρα και τριαντα πέντε χρόνια ξενιτειά. Πώς μπόρεσε αυτή η μικρή απόσταση να απομακρύνει έναν ολόκληρο λαό από τα όνειρά του; Να εμποδίσει γενεές από το να πίνουν τον καφέ τους σε σπίτια που είναι δικά τους;
Δεν ξέρω τί να πω στο πέρασμα με τα λίγα μέτρα του. Να το ευχαριστήσω που μου επιτρέπει να περάσω; Μα αυτό δεν το έφτιαξε η φύση και δεν διαθέτει την αισθητική της απάντησης. Δεν ξέρω αν το ντρέπομαι ή αν με ντρέπεται. Ήταν σύντομο, ο δρομέας το διασχίζει στιγμιαία, και μακρινό για το βήμα του παράλυτου.
Στο δρόμο είδα τους εποικισμούς, εξήγησα στην κόρη μου ότι αυτοί έρχονται για να μείνουν, όχι για να φύγουν. Συνεχίσαμε την κουβέντα μας ψάχνοντας για λύσεις που δεν βρίσκουμε. Συζητάμε για αρχές που δεν ξέρουμε πότε είναι το τέλος τους, και για τέλος που δεν ξέρουμε πότε άρχισε.
Προχωρήσαμε στο δρόμο και να η Κερύνεια! Ασυναίσθητα τραγούδησα: Κερύνεια και Πάφος βαθειά ενωμένα! Το τραγούδι δεν έχει από μόνο του καμία ιερότητα, η κατοχή είναι που αλλάζει την κατάσταση των πραγμάτων, ψιθύρισα μέσα μου, η Γη δεν φεύγει, να τη, είναι στη θέση της από την αρχή της Δημιουργίας.
Η Γη έγινε σαν τη τυφλή μάνα, γεννάει παιδιά μα δεν τα βλέπει.
Είμαστε τα θύματα του πολέμου και της κατοχής.
Δεν περνάει ούτε μια μέρα που οι μανάδες μας να μην κλαίνε τα παιδιά τους. Μας πήραν τα πάντα ακόμα και την ιστορία του θανάτου μας. Παρουσιάζουν την κατοχή τους ως έγκλημα που διαπράξαμε εμείς. Αναποδογυρίζουν τις αλήθειες και αλλάζουν τη σειρά των πραγμάτων. Εύκολα η αλήθεια συσκοτίζεται. Σου ζητάνε να πεις ξανά την ιστορία και κάθε που αρχίζεις, τα βέλη των ινδιάνων γίνονται εγκληματικά εργαλεία και τα τουφέκια των λευκών τα θύματα. Η οργή του μαύρου γίνεται η αιτία για την φυλετική διάκριση. Ο Γκάντι γίνεται ο υπεύθυνος για την τραγωδία των Βρετανών και ο καμένος Βιετναμέζος ήταν αυτός που έθιξε τον ανθρωπισμό του ναπάλμ. Τα τραγούδια του Βίκτορ Χάρα είναι το αίσχος κι όχι οι σφαίρες του Πινοσέτ που θέριζαν στο στάδιο του Σαν Ντιέγκο.
Αρκεί να αρχίζεις να μιλάς για να γίνουν τα παιδιά μας εγκληματίες και ο Αριέλ Σαρόν το θύμα.
Κατέχουν τη χώρα σου και σε παρουσιάζουν στον κόσμο ως φονιά και τρομοκράτη.
Τα σπίτια τους που είναι χτισμένα στη γη μας και πάνω στα ερείπια των σπιτιών μας δείχνουν «κατανόηση» για το παράξενο χόμπι μας να κατοικούμε στα στρατόπεδα τα διάσπαρτα στο σκορποχώρι του θεού! Σαν να τους παρακαλάμε να μας διώχνουμε από τα σπίτια μας και τους ικετεύουμε να τα γκρεμίσουν!
Εμείς είμαστε αυτοί που ζούμε καθημερινά τη Δευτέρα Παρουσία. Και το μαξιλάρι είναι το ημερολόγιο της ιστορίας μας. Κάθε μέρα τη γράφουμε χωρίς μελάνι, την αφηγούμαστε χωρίς φωνή. Κανείς δεν την ακούει εκτός από μας.
Είναι οι μνήμες που ζούμε μέσα στο σκοτάδι.
Είναι οι θύμησες που έρχονται χωρίς σειρά. Το μαξιλάρι είναι το λευκό βαμβακερό μας δικαστήριο, απαλό στην αφή και σκληρό στις αποφάσεις.
Όταν ξαπλώνω στο κρεβάτι μου πλέκοντας τα δάκτυλά μου κάτω από το μαξιλάρι δεν ξέρω γιατί μένουν τα μάτια μου ανοιχτά κοιτάζοντας το ταβάνι που δεν φαίνεται μέσα στο σκοτάδι, σαν ο ύπνος να μην με αφορά. Είναι πάντα μεγάλη η νύχτα ενώ προσπαθώ να ενώσω τα κομμάτια μου.
Τη νύχτα, όταν κοιμούνται όλοι και καθώς πλησιάζει το χάραμα, πάντα αναρωτιέμαι: ποιος κλέβει από την ψυχή τα χρώματά της; Τι καταπονεί το σώμα, τι άλλο από τη βία των κατακτητών;
Ο τόπος μας έγινε ο καθρέφτης του χαμένου χρόνου. Ο τόπος μας ψιθυρίζει σαν η ξενιτειά να είναι ο μόνος τρόπος για τον πάρουμε πίσω.
Αγαπητοί, η μνήμη είναι επιλεκτική, επιλέγω πάντα ό,τι πιο όμορφο για να θυμάμαι, και εσείς είστε βασικό κομμάτι αυτής της όμορφης μνήμης.