Η στρατιωτική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Ουκρανία υπό την ηγεσία του Προέδρου Τζο Μπάιντεν αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στον συνεχιζόμενο πόλεμο μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας, αλλά επίσης φωτίζει τα βαθύτερα γεωπολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα που διέπουν αυτήν τη σύγκρουση. Η απόφαση του Μπάιντεν, λίγο πριν αποχωρήσει από την προεδρία, να παραδώσει και να επιτρέψει στην Ουκρανία τη χρήση τακτικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς στο ρωσικό έδαφος, καταδεικνύει αλλαγή στην αμερικανική εξωτερική πολιτική με μακροχρόνιες επιπτώσεις. Η δικαιολογία της συμμετοχής βορειοκορεατικών στρατευμάτων στη ρωσική περιοχή του Κουρσκ είναι εντελώς έωλη. Οι ίδιες οι δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ως γνωστόν, έχουν στείλει δυνάμεις μισθοφόρων πολλών εθνικοτήτων, η δε χρήση των πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς, απαιτεί τη χρήση διαστημικής τεχνολογίας και εξειδικευμένου προσωπικού, στοιχεία τα οποία δεν διαθέτει η Ουκρανία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες, στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την ηγεμονία τους και να εμποδίσουν την προώθηση της γεωστρατηγικής συμμαχίας μεταξύ Ρωσίας και Βόρειας Κορέας, καταφύγουν σε παραδοσιακές ιμπεριαλιστικές μεθόδους. Αυτή η προσέγγιση έχει στόχο να ενισχύσει τις αμυντικές δυνατότητες της Ουκρανίας και να αποτρέψει την Πιονγκγιάνγκ να αναπτύξει περαιτέρω τις σχέσεις με την Μόσχα.
Η πολιτική των ΗΠΑ δεν μπορεί να εξεταστεί έξω από το ευρύτερο πλαίσιο του ουκρανικού εθνικισμού και τον ρόλο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) στην περιοχή. Τόσο η Ουκρανία όσο και οι δυτικοί σύμμαχοί της έχουν επενδύσει στον στρατιωτικό και οικονομικό αγώνα κατά της Ρωσίας, αγνοώντας τις καταστροφικές συνέπειες για τον πληθυσμό της περιοχής.
Ο ουκρανικός εθνικισμός, ενισχυμένος από τις φιλοευρωπαϊκές τάσεις και το ΝΑΤΟ, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στην όξυνση της σύγκρουσης. Οι εθνικιστικές και φασιστικές πολιτικές δυνάμεις στην Ουκρανία έχουν εκμεταλλευθεί την πατριωτική αίσθηση του λαού για τη δικαιολόγηση των πολεμικών πράξεων και την προώθηση ενός επιθετικού εθνικιστικού προγράμματος. Αυτός ο εθνικισμός, συνδυασμένος με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, δημιουργεί ένα εκρηκτικό μείγμα που απειλεί να εξαπλωθεί πέραν των συνόρων της Ουκρανίας και να προκαλέσει μεγαλύτερες γεωπολιτικές αναταραχές.
Η απόφαση της κυβέρνησης Μπάιντεν να εξουσιοδοτήσει τη χρήση των Τακτικών Πυραυλικών Συστημάτων του Στρατού των ΗΠΑ (ATACMS) για την καταπολέμηση της ρωσικής «απειλής» δημιουργεί δικαιολογημένη ανησυχία. Το Κρεμλίνο έχει προειδοποιήσει ότι οποιαδήποτε επίθεση με βαλλιστικούς πυραύλους στο έδαφός του θα μπορούσε να έχει σοβαρές αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και πυρηνικών αντιποίνων. Αυτή η απειλή υπογραμμίζει το πόσο κρίσιμη γίνεται η κατάσταση και πώς η δράση μιας πλευράς μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη κλιμάκωση.
Πέραν της άμεσης στρατιωτικής σύγκρουσης, η απόφαση αυτή φέρνει στο προσκήνιο τις αντιπαραθέσεις στον χώρο των διεθνών σχέσεων και τις επιπτώσεις της αμερικανικής πολιτικής. Η αντιμετώπιση της ιδιαίτερης “απειλής” της Βόρειας Κορέας χρησιμοποιείται ως πρόφαση για τη λήψη πιο επιθετικών μέτρων από την κυβέρνηση Μπάιντεν, αλλά αυτή η πολιτική ενέχει κινδύνους που υπερβαίνουν τις τοπικές διαστάσεις της σύγκρουσης στην Ουκρανία.
Η στρατηγική απάντηση της Ρωσίας απέναντι σε ενδεχόμενα πλήγματα με πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς υπογράφει το υψηλό ρίσκο που συνοδεύει αυτές τις αποφάσεις. Η Ρωσία έχει ήδη εφαρμόσει διάφορες αναλύσεις και σχεδιάσει στρατηγικές για την αντιμετώπιση τέτοιων επιθέσεων, ασκώντας την πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν να αναθεωρήσει την προσέγγισή της.
Η ένταση των ουκρανο-ρωσικών σχέσεων και η εμπλοκή άλλων κρατών όπως η Βόρεια Κορέα καταδεικνύουν πόσο εύθραυστη είναι η ισορροπία στην περιοχή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με τη σειρά της, έχοντας ενεργό ρόλο στον εξοπλισμό και την οικονομική στήριξη της Ουκρανίας, συμβάλλει περαιτέρω στην όξυνση των συγκρούσεων. Η στάση της ΕΕ, που συχνά συνδυάζεται με φιλοαμερικανικά συμφέροντα, ενισχύει την αίσθηση τού προκλητικά επιθετικού ιμπεριαλισμού, προκαλώντας βαθιές ρήξεις στις διεθνείς σχέσεις. Στη ρίζα της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας βρίσκεται η άλυτη παγκόσμια κρίση που ωθεί σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Σε αυτό το τεταμένο γεωπολιτικό πλαίσιο, η εργατική τάξη καλείται να παίξει έναν καθοριστικό ρόλο για την επίτευξη ειρήνης και τη διακοπή των πολεμικών επιχειρήσεων. Η παρέμβαση της εργατικής τάξης, μέσω των μαζικών κινημάτων και των συνδικαλιστικών δράσεων, μπορεί να αποτελέσει έναν ουσιώδη παράγοντα για την άμεση παύση των εχθροπραξιών και την προώθηση μιας πολιτικής λύσης.
Η εργατική τάξη, με την οργάνωση και την αλληλεγγύη της, μπορεί να δράσει ενωτικά για να απαιτήσει την απόσυρση όλων των ξένων δυνάμεων από την ουκρανική επικράτεια, την παύση της στρατιωτικής βοήθειας και την έναρξη ειρηνευτικών διαπραγματεύσεων. Επιπλέον, η οργάνωση εργατικών διεθνών κινημάτων μπορεί να υποστηρίξει την αποστρατιωτικοποίηση της περιοχής και να ενισχύσει την οικοδόμηση ενός διεθνούς μετώπου κατά του ιμπεριαλισμού και του εθνικισμού.
Όμως, η ουσιαστική αντιμετώπιση της σύγκρουσης, ο φραγμός στην κλιμάκωση των πολέμων που από την Ουκρανία αγκαλιάζουν την Παλαιστίνη και τη Μέση Ανατολή, οδηγώντας σε τρίτο καταστροφικό παγκόσμιο πόλεμο απαιτεί την ήττα του ιμπεριαλιστικού ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, με τις μεθόδους της παγκόσμιας επανάστασης και την ίδρυση μιας επαναστατικής Διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης – της Τέταρτης Διεθνούς.
Αρ. Μα.