Κατερίνα Μάτσα
Μέρος β’
H Ψυχανάλυση στη χώρα των σοβιέτ
Μέσα, λοιπόν, σε αυτούς τους όρους του επαναστατικού αναβρασμού που επικρατούσαν άνθισαν και οι ιδέες της Ψυχανάλυσης στη χώρα των σοβιέτ. Η Ψυχανάλυση, βέβαια, είχε μπει στη Ρωσία από νέους γιατρούς ήδη από το 1908[1]. Όμως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, πολιτικά στρατευμένοι ψυχαναλυτές διέδωσαν όχι μόνο τη θεωρία, αλλά και την πρακτική της Ψυχανάλυσης. Το 1919 η Tatiana Rosental έδωσε την πρώτη μετεπαναστατική διάλεξη για την Ψυχανάλυση. Το φθινόπωρο του 1920 η ίδια δημιούργησε στην Πετρούπολη ένα σχολείο για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, όπου εφαρμοζόταν η ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Το 1922 ο ψυχαναλυτής – ψυχίατρος Ερμακώφ δημιούργησε στη Μόσχα ένα δεύτερο σχολείο για παιδιά με διαταραγμένη συμπεριφορά, τα λεγόμενα “ορφανά του εμφυλίου πολέμου”. Υπολογίζονταν σε 4,5 εκατομμύρια αυτά τα παιδιά που οι γονείς τους, εργάτες, αγρότες, διανοούμενοι είχαν χαθεί στον εμφύλιο.
Σ’ αυτό, λοιπόν, το ειδικό σχολείο με επικεφαλής την ψυχαναλύτρια Βέρα Σμιθ οι δάσκαλοι είχαν εκπαιδευτεί σ’ ένα καινούργιο τρόπο διαπαιδαγώγησης, με τις αρχές της ψυχανάλυσης. Χωρίς βία, χωρίς τιμωρίες, με αγάπη και συνεχή προσπάθεια να ενισχυθεί η κριτική ικανότητα και η δυνατότητα κατανόησης των παιδιών, η εμπιστοσύνη στους παιδαγωγούς και η αυτοεκτίμησή τους.
Το σχολείο υποστηριζόταν οικονομικά από τον Επίτροπο Κουλτούρας Λουνατσάρσκι, ανήκε στο Ινστιτούτο Νευροψυχολογίας της Μόσχας, άνοιξε με 30 παιδιά ενός έως πέντε ετών και είχε το όνομα “διεθνής αλληλεγγύη”. Η ίδια η Βέρα Σμιθ το αποκαλούσε “σπίτι των παιδιών”. Όμως από την άνοιξη του 1923 άρχισαν να κυκλοφορούν αρνητικές φήμες για το σχολείο και μολονότι το πόρισμα της ειδικής επιτροπής έρευνας που συστάθηκε κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαία η συνέχιση του έργου του, οι πολιτικές πιέσεις που ασκούνταν δυνάμωσαν σιγά σιγά και στο τέλος του χρόνου το πρότυπο αυτό σχολείο, που είχε χαιρετισθεί από τον Φρόυντ και τους άλλους ψυχαναλυτές ως πρωτοποριακό, διέκοψε, με απόφαση της κυβέρνησης, τη λειτουργία του και έκλεισε.
Το 1922 δημιουργήθηκε η Ρωσική Ψυχαναλυτική Ένωση με 3 κλάδους. Ο πρώτος συνέχισε το έργο πάνω στα προβλήματα ψυχοπαθολογίας της δημιουργικότητας στην τέχνη και την λογοτεχνία, ο δεύτερος είχε σαν αντικείμενο την κλινική ανάλυση και ο τρίτος τα παιδαγωγικά ζητήματα.
Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε στη Μόσχα το πρώτο Ινστιτούτο Ψυχανάλυσης της χώρας, που υλοποιούσε προγράμματα ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης και αποτελούσε το τρίτο ευρωπαϊκό κέντρο εκπαίδευσης μαζί με αυτό της Βιέννης και του Βερολίνου. Αυτό το ινστιτούτο άνοιξε και μια κλινική με εξωτερικά ψυχιατρικά ιατρεία, με εξειδίκευση στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Παράλληλα, ανακοίνωσε μια σειρά εκδόσεων με μεταφράσεις έργων του Φρόυντ, του Γιουνγκ, της Μέλανι Κλάιν. Το πρώτο έργο που εκδόθηκε ήταν η “Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση” του Φρόυντ, σε δυο τόμους.
Στο μεταξύ πολλά ηγετικά στελέχη του μπολσεβίκικου κόμματος εκφράζονταν ανοιχτά υπέρ της ψυχανάλυσης. Ανάμεσα τους ο Ράντεκ, ο Γιόφε, ο Μπουχάριν, ο Τρότσκι, ο Ράισνερ, που πρώτος διαμόρφωσε το σοβιετικό σύνταγμα και άλλοι. Το ενδιαφέρον τους για την ψυχανάλυση πήγαζε από τον γενικότερο θεωρητικό προβληματισμό τους για πώς μπορεί να διαμορφωθεί ο νέος, κομμουνιστικός τρόπος ζωής.
Ειδικότερα ο Λέων Τρότσκι θεωρούσε ότι η ψυχανάλυση μπορεί να συμβιβαστεί με τον Μαρξισμό[2]. Πίστευε ότι η λογοτεχνία και η ψυχανάλυση μπορούν να αποκαλύψουν το κρυμμένο πρόσωπο του ανθρώπου. Μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση του νέου, ελεύθερου ανθρώπου στη μετάβαση προς την κομμουνιστική κοινωνία. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει η δημιουργία, που οι ρίζες και η δύναμή της βρίσκονται στο ασυνείδητο.
Στην περίοδο 1921 – 1923, που θεωρείται “η χρυσή περίοδος της Ψυχανάλυσης στη Ρωσία”, ολόκληρη η σοβιετική κοινωνία, δάσκαλοι, γιατροί, νομικοί και άλλοι επιστήμονες, αλλά και η σοβιετική εξουσία, εκδήλωναν μεγάλο ενδιαφέρον για την ψυχανάλυση. Οι κλινικές δραστηριότητες και τα σεμινάρια του ψυχαναλυτικού ινστιτούτου της Μόσχας συνεχίζονταν ενώ εξακολουθούσαν να μεταφράζονται βιβλία του Φρόυντ και να εκδίδονται με έξοδα του Κράτους. Το κόμμα ενδιαφερόταν πολύ για τη συμβολή της Ψυχανάλυσης στην επεξεργασία μιας μαρξιστικής ψυχολογίας. Ενδιαφερόταν επίσης για την ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ως θεμέλιο της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του νέου, σοβιετικού ανθρώπου και όχι απλά μιας αλλαγής της συμπεριφοράς του. Σ’ αυτή τη διαμόρφωση είχε να προσφέρει πολλά η Ψυχανάλυση και μια ψυχολογία σε διάλογο με τις ανακαλύψεις του Μαρξισμού.
Δεν είναι τυχαίο ότι στους σοβαρούς υπέρμαχους της Ψυχανάλυσης ανήκαν στη μετεπαναστατική περίοδο δύο πολύ σπουδαίοι σοβιετικοί ψυχολόγοι ο Louria και ο Vygotsky, που είχαν μεταφράσει στα ρωσικά και προλογίσει οι ίδιοι το έργο του Φρόυντ “Πέραν της αρχής της ηδονής”. Ο Vygotsky μάλιστα επέμενε ότι πρέπει να πάρουν σοβαρά υπόψη τη φροϋδική θεωρία για το ασυνείδητο. Η πίστη του στην Ψυχανάλυση φαίνεται από τη φράση που χρησιμοποιεί στον πρόλογο του παραπάνω βιβλίου του Φρόυντ. “Τα εμπόδια στην επιτυχία της ψυχανάλυσης στη σοβιετική Ρωσία δεν θα αντέξουν στην πρώτη κριτική σκέψη”[3]. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η πολιτισμική – ιστορική Ψυχολογία, όπως τη διαμόρφωσε ο Vygotsky αργότερα ήταν και αυτή προϊόν των κοινωνικό – ιστορικών διαδικασιών που πραγματοποιήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση στη δεκαετία του 1920, και στις οποίες ο ίδιος έπαιρνε μέρος.[4]
Το 1925 κυκλοφόρησε από τις σοβιετικές κρατικές αρχές ο τόμος “Ψυχολογία και μαρξισμός”, με άρθρο του Louria με τίτλο “η ψυχανάλυση ως σύστημα μονιστικής ψυχολογίας”, όπου υποστήριζε τη θεωρία του Φρόυντ. Στη συζήτηση μπήκε και ο Vygotsky, με το άρθρο “η συνείδηση ως πρόβλημα στην ψυχολογία της συμπεριφοράς”, τονίζοντας ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη το έργο του Φρόυντ για το ασυνείδητο.
Το 1927 ο Vygotsky έκανε μια ανακοίνωση με θέμα “η ψυχολογία της τέχνης στο έργο του Φρόυντ”.
Η μεταγενέστερη επίθεση στην ψυχανάλυση από τα επίσημα έντυπα του κόμματος ήταν τόσο μεγάλη, που έκανε πολλούς γνωστούς ψυχολόγους που είχαν εκφραστεί ανοιχτά και με άρθρα τους υπέρ της ψυχανάλυσης, να μεταστραφούν, για να αποφύγουν τις διώξεις. Ακόμα και ο Louria, το 1932 αποδέχτηκε τη γραμμή του κόμματος στο άρθρο του “η κρίση της αστικής Ψυχολογίας”.
Η Κλάρα Τσέτκιν υποστήριζε ότι η ψυχανάλυση δεν έχει θέση στο κόμμα και απέδιδε αυτή τη θέση στον Λένιν. Όμως ο Λένιν στη βιβλιοθήκη του είχε τρεις τόμους έργων του Φρόυντ, που είχε επιμεληθεί ο Ερμακώφ. Στο ένα από αυτά (“Εισαγωγή στην ψυχανάλυση”) υπήρχαν στα περιθώρια των σελίδων σημειώσεις της Κρούπσκαγια. Ο γιατρός που τον παρακολουθούσε είχε δουλέψει με τον Φρόυντ στο Παρίσι και τη Βιέννη του 1880. Η Βέρα Σμιθ μαζί με τον σύζυγό της Otto ήταν φίλοι του Λένιν.
Τον Μάρτη του 1927 ο Vygotsky έγραψε την “ψυχολογία της Τέχνης στο έργο του Φρόυντ”. Την ίδια εποχή όμως κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βολοσίνωφ, που ανήκε στον κύκλο του Μπαχτίν, “Ο φροϋδισμός πολύ εχθρικός στο μαρξισμό”. Έτσι, τον Απρίλη του 1927 η κυβέρνηση αποφάσισε να διακόψει τη χρηματοδότηση του ψυχαναλυτικού Ινστιτούτου. Ο Λούρια παραιτήθηκε από γραμματέας της ρώσικης ψυχαναλυτικής εταιρείας.
Παρολαυτά, οι ψυχαναλυτές συνέχιζαν να αρθρογραφούν και οι “αντιφροϋδιστές” επίσης. Τον Αύγουστο του 1929 ο Βίλχελμ Ράιχ επισκέφθηκε τη Μόσχα και έγινε θερμά δεκτός από τους κομματικούς κύκλους. Ο Ράιχ, βέβαια, είχε δημόσια αποκηρύξει βασικές αρχές του Φρόυντ και διακήρυσσε την ένταξή του στην κομμουνιστική υπόθεση. Μετά την αναχώρησή του το ψυχαναλυτικό κίνημα σώπασε οριστικά. Την ίδια χρονιά, το κόμμα με απόφασή του διαχώρισε επίσημα την πρακτική της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, την οποία δεχόταν, από τη θεωρία του Φρόυντ, την οποία απέρριπτε.
Όμως η επίθεση στην ψυχανάλυση κλιμακώθηκε. Ο Στάλιν συνέτριψε και τις τελευταίες εστίες αντίστασης μέσα στο κόμμα.
Η τελευταία μετάφραση ενός από τα έργα του Φρόυντ στη συλλογή Ερμακώφ κυκλοφόρησε το 1930. Ακολούθησε απόλυτη σιωπή. Το γενικότερο κλίμα της δεκαετίας 1930 ήταν ασφυκτικό, ψηφίζονταν νόμοι ενάντια στους ομοφυλόφιλους, ο Γκόρκι υποστήριζε δημόσια ότι οι ομοφυλόφιλοι πρέπει να τιμωρούνται. Πρέπει να θυμίσουμε, όμως, ότι ένα από τα πρώτα διατάγματα της επαναστατικής κυβέρνησης, το Δεκέμβρη 1917, ήταν να σταματήσουν οι διακρίσεις σε βάρος των ομοφυλοφίλων.
Γραφειοκρατία
Η σταλινική γραφειοκρατία επιβλήθηκε έχοντας αναχαιτίσει τη διαδικασία της κοινωνικής δημιουργίας και του ενθουσιασμού των μαζών. Ο κίνδυνος από τη γραφειοκρατία ως τροχοπέδη των επαναστατικών διαδικασιών είχε αρχίσει να διαφαίνεται από πολύ νωρίς. Είναι χαρακτηριστικό ένα σύνθημα που υπήρχε στην “Κόκκινη Εφημερίδα” στο τέλος του 1918: “Στήστε στον τοίχο τους γραφειοκράτες”. Και βέβαια σιγά – σιγά αυτός ο κίνδυνος έγινε τρομακτική απειλή.
Το 1923 ο Τρότσκι έγραφε: “Το καθεστώς που επικρατεί σιγά – σιγά μέσα στο κόμμα είναι ανυπόφορο. Σκοτώνει κάθε πρωτοβουλία μέσα στο Κόμμα, το υποβιβάζει σε ένα όργανο διορισμένων δημοσίων υπαλλήλων”[5].
Είναι αλήθεια ότι ο εμφύλιος πόλεμος, που κράτησε τέσσερα χρόνια, στέρησε από τις μάζες την πρωτοπορία τους. Τα καλύτερα στοιχεία του προλεταριάτου στρατεύτηκαν στον Κόκκινο Στρατό, στη μάχη κατά των λευκών και της Αντίδρασης και χάθηκαν.
“Το εργατικό κράτος, λέει ο Β. Σερζ[6], υποχρεώθηκε να φτιάξει βιαστικά ένα σώμα λειτουργών, διευθυντών και διοικητών, που δεν μπορούσε να προέρχεται αποκλειστικά από την εργατική τάξη”.
Όσο η σταλινική γραφειοκρατία, πατώντας στην απομόνωση της σοβιετικής δημοκρατίας από τον ιμπεριαλισμό, αποκτούσε μεγαλύτερη δύναμη τόσο ανακοπτόταν η διαδικασία ανάπτυξης ενός νέου σοβιετικού πολιτισμού. Έτσι σιγά – σιγά τα πολιτιστικά κινήματα έχασαν την αυτονομία τους και μετατράπηκαν σε θεσμούς. Δόθηκε απόλυτη προτεραιότητα στη σφαίρα της υλικής παραγωγής. Τέθηκε ο γραφειοκρατικός σχεδιασμός, αναπτύχθηκε ο σταχανοβισμός. Η κοινωνική δημιουργία άρχισε να αποξενώνεται από τις μάζες. Οι αποφάσεις πλέον λαμβάνονταν από τη διοικητική ηγεσία (συνδικαλιστική, διευθυντική, κομματική) ενώ οι εργαζόμενοι καλούνταν να υλοποιήσουν αυτές τις αποφάσεις. Δεν μπορούσαν να συμμετέχουν μαζί με όλους σ’ αυτή τη διαδικασία από την αρχή μέχρι το τέλος.
Μ’ αυτόν τον τρόπο υπονομεύτηκε εσωτερικά η ίδια η λογική της κοινωνικής δημιουργίας. Η εμπλοκή της σταλινικής γραφειοκρατίας και μάλιστα με το ρόλο του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο της καλλιτεχνικής και γενικότερα της κοινωνικής δημιουργίας ακύρωνε αυτήν την διαδικασία, ακυρώνοντας έτσι και τη σχέση της με την ίδια τη σοσιαλιστική ιδεολογία, στην οποία έδινε σιγά – σιγά το χαρακτήρα θρησκείας.
Στην πρώτη επαναστατική περίοδο ο πολιτισμός έδινε νόημα σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις και ταυτιζόταν με τη Ζωή, στην καθολικότητά της και σε όλες τις εκφάνσεις της. Όταν επικράτησε η σταλινική γραφειοκρατία το άτομο μετατρεπόταν απλά σε καταναλωτή των προϊόντων του πολιτισμού.
Η γραφειοκρατία επικράτησε πατώντας στις πληγές της νεαρής σοβιετικής κοινωνίας, την πείνα, τις αρρώστιες (που μόνο στα χρόνια 1921-1922 θέρισαν γύρω στα 3 εκατομμύρια ανθρώπους) τα εκατομμύρια θύματα του εμφυλίου, τις ήττες της προλεταριακής επανάστασης στη Δύση. Μέσα σε αυτούς τους όρους, “ο Στάλιν ανέβηκε στην εξουσία στηριζόμενος στη γραφειοκρατία ενάντια στο λαό, στους θερμιδωριανούς ενάντια στους επαναστάτες”[7].
Ο Λένιν ήταν άρρωστος, η υγεία του είχε επιδεινωθεί από το 1921, ενώ το 1922 υπέστη το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο.
Ο Στάλιν, ως γενικός γραμματέας, άρχισε από το 1921 να παραχωρεί τα πρώτα, σοβαρά προνόμια στην κάστα των γραφειοκρατών (αύξηση μισθών, παροχή τροφίμων κ.ά.) ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία.
Στο μεταξύ άρχισαν να αποκτούν δύναμη τα νέα μικροαστικά στρώματα που γέννησε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ), την οποία υποχρεώθηκε να υιοθετήσει το 1921 το μπολσεβίκικο κόμμα για να σώσει τη χώρα από την καταστροφή. Αυτά τα στρώματα των κουλάκων άρχισαν να δωροδοκούν και να εξαγοράζουν τους πεινασμένους κρατικούς υπαλλήλους.
Ήδη από το 1922 ο Λένιν έγραφε “ο χειρότερος εχθρός μας είναι ο γραφειοκράτης, ο κομμουνιστής που κάθεται σε υπεύθυνο (και μετά σε ανεύθυνο) σοβιετικό πόστο. Από αυτόν τον εχθρό πρέπει να καθαρίσουμε τις γραμμές μας”[8].
Η γραφειοκρατικοποίηση του μηχανισμού του κόμματος, που αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, έκανε τον Τρότσκι να δημιουργήσει μια ομάδα εργασίας από 25 εργάτες και εργάτριες, μέλη του μπολσεβίκικου κόμματος της Μόσχας, για να εμβαθύνουν στα προβλήματα της καθημερινής ζωής στη μετεπαναστατική Ρωσία.
Οι συζητήσεις που έγιναν και δημοσιεύονται στο βιβλίο του Τρότσκι Τα προβλήματα της καθημερινής ζωής, αφορούσαν τις σχέσεις των δύο φύλων, τη βίαιη συμπεριφορά του άνδρα προς τη γυναίκα, τους τρόπους ψυχαγωγίας των εργατών στις αργίες, τον αλκοολισμό, τις αυτοκτονίες, τον αναλφαβητισμό, τις προκαταλήψεις και τις δεισιδαιμονίες, που κουβαλούσαν από το παρελθόν και γενικά τα προβλήματα που βίωναν στην καθημερινή ζωή.
Το συμπέρασμα που έβγαζε ο Τρότσκι ήταν ότι “μονάχα η συλλογική δημιουργία των μεγάλων μαζών, βοηθούμενη από την επινοητικότητα, τη δημιουργική φαντασία και την πρωτοβουλία των καλλιτεχνών μπορούν να μας οδηγήσουν προοδευτικά στα χρόνια που θα ‘ρθουν, στο δρόμο των νέων μορφών ζωής – μορφών πνευματικά ανώτερων, εξευγενισμένων, διαποτισμένων με θεατρικότητα συλλογική. Ωστόσο, χωρίς να κωδικοποιήσουμε αυτό το δημιουργικό προτσές, οφείλουμε από τώρα να το βοηθήσουμε με όλα τα μέσα να αναπτυχθεί. Και γι’ αυτό, είναι αναγκαίο πρώτα απ’ όλα να ανοίξουμε τα μάτια μας σ’ αυτό που λέγεται τρόπος ζωής“.[9]
Στις κοοπερατίβες, τις λέσχες, τα τοπικά συμβούλια και κάθε μορφή συλλογικής δράσης, με τη συμμετοχή ανδρών και γυναικών, πρέπει να αναδειχθεί η σημασία του επαναστατικού συμβολισμού, εγκαινιάζοντας νέα, συμβολικά θεάματα, νέα τελετουργικά, νέες γιορτές, νέες συνήθειες και συμπεριφορές. Η Επανάσταση δεν είναι επανάσταση εάν δεν απελευθερώσει στην πράξη τις γυναίκες και δεν στρέψει όλο της το ενδιαφέρον και στα παιδιά, έλεγε. Όλοι οι σοβιετικοί πολίτες, άνδρες και γυναίκες, πρέπει να στρατευθούν προς αυτήν την κατεύθυνση, αναπτύσσοντας έναν “πολιτιστικό μιλιταντισμό”. Οι συγγραφείς, οι ποιητές, οι καλλιτέχνες, που συμμετέχουν στο Αριστερό Μέτωπο Τέχνης (LEF) ορίζουν τον τρόπο ζωής ως το νέο μέτωπό τους.
Το Κόμμα όφειλε να διαπαιδαγωγηθεί σ’ αυτό το πνεύμα για να μπορέσει να διαπαιδαγωγήσει το προλεταριάτο στη βάση της προλεταριακής υπερηφάνειας, της επαναστατικής πρωτοβουλίας, της επαναστατικής ηθικής. Η αναδιοργάνωση της καθημερινής ζωής σε νέες βάσεις ήταν αυτό που απασχολούσε και την σπουδαία μαρξίστρια Αλεξάνδρα Κολοντάι που έτρεχε σ’ όλη τη χώρα σε όλη τη μετεπαναστατική περίοδο δίνοντας διαλέξεις, για τις νέες σχέσεις ανάμεσα στα δύο φύλα, στη βάση της “νέας ηθικής”, της απόλυτης δηλαδή ελευθερίας, του αμοιβαίου σεβασμού, της ισοτιμίας, της συντροφικότητας. Οι γυναίκες και οι άνδρες πρέπει να εκφράζουν τα αμοιβαία τους αισθήματα όχι μόνο με φιλιά και έρωτα, αλλά μέσα σε μια κοινή δημιουργική δραστηριότητα. «Η σεξουαλική κρίση είναι άλυτη χωρίς θεμελιώδη μεταρρύθμιση της ανθρώπινης ψυχολογίας, χωρίς την αύξηση του “ερωτικού δυναμικού”. Αυτή όμως η ψυχική μεταρρύθμιση εξαρτάται ολοκληρωτικά από τη βασική αναδιοργάνωση των κοινωνικό – οικονομικών σχέσεων μας πάνω σε κομμουνιστικές βάσεις»[10]. Όμως η αναδιοργάνωση απαιτούσε μια διαρκή σύγκρουση με τη σταλινική γραφειοκρατία, που μπλοκάριζε συνεχώς αυτή τη διαδικασία. Αυτό το μπλοκάρισμα των αλλαγών που έπρεπε να γίνουν στον τρόπο ζωής των μαζών είχε καταστροφικά αποτελέσματα.
Eπίσης, ο σπουδαίος μπολσεβίκος ηγέτης Κριστιάν Ρακόφσκι το 1928, σε μια εποχή που το προλεταριάτο είχε ήδη στα χέρια του την εξουσία, παρατηρούσε πτώση του ζήλου του, παθητικότητα, αδιαφορία, πεσιμισμό, έλλειψη πνεύματος επαναστατικής δράσης και κατέληγε και αυτός ότι “απαιτούνταν αλλαγές στη σύνθεση και την ψυχολογία του Κόμματος και του προλεταριάτου”[11].
Ενάντια στον συντηρητισμό και το αστυνομικό πνεύμα της γραφειοκρατίας ο Τρότσκι, εκφράζοντας το πνεύμα της Οκτωβριανής Επανάστασης, οραματιζόταν τον νέο, κομμουνιστικό τρόπο ζωής, όπου ο άνθρωπος θα διαπαιδαγωγείται μέσα σε συνθήκες ελευθερίας, με ανοιχτό τον ορίζοντα στο μέλλον. “Αφέντης της οικονομίας του ο άνθρωπος θα αναταράξει τη λιμνάζουσα καθημερινή ζωή. Η φορτική υποχρέωση να ταΐζεις και να ανατρέφεις τα παιδιά θα φύγει από την οικογένεια για να περάσει στην κοινωνική πρωτοβουλία. Η γυναίκα θα αναδυθεί τέλος από τη μισοδουλεία της. Παράπλευρα με την τεχνική, η παιδαγωγική θα διαμορφώσει ψυχολογικά καινούργιες γενιές και θα καθοδηγεί την κοινή γνώμη. Πειράματα κοινωνικής αγωγής θα αναπτυχθούν με ορμή αδιανόητη σήμερα. Ο κομμουνιστικός τρόπος ζωής δεν θα αναπτύσσεται τυφλά, σαν τις κοραλλιογενείς υφάλους στη θάλασσα. Θα οικοδομείται συνειδητά. Θα ελέγχεται από την κριτική σκέψη. Όχι, η ζωή του μέλλοντος δεν θα είναι μονότονη”[12].
Αυτές τις αλλαγές εμπόδισε οριστικά η σταλινική γραφειοκρατία επιβάλλοντας ένα καθεστώς τρομοκρατίας και διώξεων κάθε ανεξάρτητης πρωτοβουλίας, κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Γιατί γνώριζε καλά ότι “η αναμόρφωση του τρόπου ζωής εάν δεν είχε μπλοκαριστεί σχεδόν από την αρχή του ξεκινήματός της, θα μπορούσε να αποτελέσει αποφασιστικό όπλο στον αγώνα ενάντια στη σταλινική γραφειοκρατία”.[13]
Η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση έδειξε σε όλη την ανθρωπότητα ότι ο άνθρωπος μπορεί να μεταμορφωθεί και να κατακτήσει τις πιο ψηλές κορφές όταν αγωνίζεται για να σβήσουν οι σχέσεις εξουσίας ανθρώπου από άνθρωπο, όταν εμπνέεται από την Επανάσταση και όταν δημιουργεί συλλογικά ανοίγοντας νέους ορίζοντες στη ζωή του, κοιτάζοντας ψηλά, όλο και πιο ψηλά. Όπως έλεγε ο μεγάλος φουτουριστής ποιητής Βελιμίρ Χλέμπνικωφ “Όλη η εξουσία στον έναστρο ουρανό”[14].
5/10/2017
[1]
[1] Martin Miller, Freud au pays des Soviets, ed. Les empêcheurs de penser en rond” Le Seuil Oct. 2001.
[2]
[2] Λ. Τρότσκι, Λογοτεχνία και Επανάσταση, μτφ. Μ. Λίλλη, εκδ. Αλλαγή 1984, σ. 176.
[3]
[3] Jacquy Chemouni, Ο Τρότσκι και η ψυχανάλυση, μτφ Ν. Παπαχριστοπούλου – Κυρ. Σαμαρτζή, εκδ. Opportuna, 2004.
[4]
[4] Μανώλης Δαφέρμος “Πολιτισμική – ιστορική Ψυχολογία και δραματική τέχνη”, Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 112, 2010.
[5]
[5] Λ. Τρότσκι, Προβλήματα της καθημερινής ζωής, μτφ. Λ. Θεοδωρακόπουλος, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 15
[6]
[6] Βλ. 1, σ. 561
[7]
[7] Λ. Τρότσκι, Τα εγκλήματα του Στάλιν, μτφ Λ. Μιχαήλ, εκδ. Αλλαγή, 1984, σ. 311.
[8]
[8] Λένιν, Άπαντα, τόμος 45, σελ. 15.
[9]
[9] Λ. Τρότσκι, Προβλήματα της καθημερινής ζωής, μτφ Λ. Θεοδωρακόπουλος, εκδ. Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σ. 95
[10]
[10] Αλεξ. Κολοντάι, Οι σχέσεις των δύο φύλων και ο μαρξισμός, εκδ. Γκοβόστη – Σύγχρονη Εποχή, σ. 28.
[11]
[11] Κρ. Ρακόφσκι, Οι επαγγελματικοί κίνδυνοι της εξουσίας, σελ. 14
[12]
[12] Λ. Τρότσκι, Λογοτεχνία και Επανάσταση, σελ. 201.
[13]
[13] Ανατόλ Κοπ, Εισαγωγή στη γαλλική έκδοση του βιβλίου του Λ. Τρότσκι Προβλήματα της καθημερινής ζωής, σελ. 20.
[14]
[14] Σάββας Μιχαήλ “Musica ex nihilo” εκδ. Άγρα, 2013.