Το 1968 δολοφονείται ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Όλοι τον θυμούνται, ή μάλλον, κάποιοι πασχίζουν να μας τον θυμίζουν μόνο για την πάλη του για τη φυλετική ισότητα και τα κοινωνικά δικαιώματα. Ειδικότερα στις Η.Π.Α. τον θυμούνται για τις μη βίαιες ενέργειες που οδήγησαν στον Νόμο περί Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964 και στον Νόμο περί Δικαιωμάτων Ψήφου του 1965. Κανένας σχεδόν δεν θυμάται μάλλον ότι τη στιγμή που έπεφτε νεκρός ήταν στη μέση μιας ριζοσπαστικής εκστρατείας κατά της οικονομικής ανισότητας και της φτώχειας και διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ.

Αυτή ήταν μια εκστρατεία της οποίας οι πνευματικές ρίζες μπορούν να ανιχνευτούν στα νεανικά χρόνια του «Κινγκ» («Βασιλιάς», στα ελληνικά), ο οποίος δυσφορούσε με τις υπερβολές του καπιταλισμού που αντιμετώπιζε γύρω του, ακόμη και όταν αποφάσισε να επικεντρωθεί αποκλειστικά στα θέματα των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Το καλοκαίρι του 1952 λοιπόν, γράφει σε ένα γράμμα του στην μετέπειτα γυναίκα του Κορέτα Σκοτ εκφράζοντας λεπτομερώς αυτές τις ανησυχίες. Σε αυτή την επιστολή, καταλήγει ότι «ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τη χρησιμότητά του» και αναφέρει:

«Φαντάζομαι ότι ήδη γνωρίζετε ότι είμαι πολύ πιο σοσιαλιστής στην οικονομική μου θεωρία παρά καπιταλιστής. Και όμως δεν είμαι τόσο αντίθετος με τον καπιταλισμό που να μην έχω δει τα σχετικά πλεονεκτήματά του. Ξεκίνησε με ένα ευγενές και υψηλό κίνητρο, δηλαδή να μπλοκάρει τα εμπορικά μονοπώλια των ευγενών, αλλά όπως τα περισσότερα ανθρώπινα συστήματα, πέφτει θύμα του ίδιου του πράγματος για το οποίο εξεγείρεται. Έτσι, σήμερα ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει τη χρησιμότητά του. Έχει δημιουργήσει ένα σύστημα που παίρνει τα απαραίτητα από τις μάζες για να προσφέρει πολυτέλειες στις κυρίαρχες τάξεις».

Οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους φυσικά παρατήρησαν τον αυξανόμενο ριζοσπαστισμό του και τρομοκρατήθηκαν Καθώς ο “Βασιλιάς” κλιμάκωνε την εκστρατεία του κατά της βίας στο Νότο, το 1963, ο Κένεντι δήλωνε: «Ο “Βασιλιάς” είναι τόσο επικίνδυνος, αυτές τις μέρες μού φαίνεται ότι ο Μαρξ έρχεται στον Λευκό Οίκο». Μάλιστα ο «δημοκρατικός» Κένεντι εξουσιοδότησε τον αδερφό του Μπόμπ Κένεντι, να θέσει υπό παρακολούθηση το “βασιλιά” και τους συνεργάτες του.

Το 1966, ο Κινγκ είπε στο προσωπικό της Διάσκεψης της Νότιας Χριστιανικής Ηγεσίας ότι «πρέπει να υπάρξει καλύτερη κατανομή του πλούτου και ίσως η Αμερική πρέπει να κινηθεί προς ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό. Πείτε το όπως θέλετε, πείτε το δημοκρατία, ή πείτε το δημοκρατικό σοσιαλισμό, αλλά πρέπει να υπάρξει καλύτερη κατανομή του πλούτου μέσα σε αυτή τη χώρα για όλα τα παιδιά του Θεού».

Ο «Βασιλιάς» ήταν επίσης όλο και περισσότερο ενοχλημένος από τον πόλεμο στο Βιετνάμ, και έθεσε το θέμα σε ιδιωτικές συζητήσεις με τον Πρόεδρο Λίντον Τζόνσον στα τηλεφωνήματα και τις συναντήσεις τους στο Λευκό Οίκο. Τον Απρίλιο του 1967 επίσης έδωσε μια ομιλία στην Εκκλησία του Ρίβερσαϊντ στη Νέα Υόρκη όπου αποκάλεσε την κυβέρνηση των ΗΠΑ «το μεγαλύτερο δημιουργό βίας στον κόσμο» και κατήγγειλε τις βομβιστικές επιθέσεις με ναπάλμ και την υποστήριξη προς την κυβέρνηση ανδρείκελο στο Νότιο Βιετνάμ.

Φυσικά οι καπιταλιστές και το κατεστημένο μαζί με τα Μ.Μ.Ε. και τις εφημερίδες «πικράθηκαν» από τις ομιλίες του ριζοσπάστη «Βασιλιά». Η συντακτική επιτροπή μάλιστα των New York Times τον κατήγγειλε για τη σύνδεση του πολέμου στο Βιετνάμ με τους αγώνες των πολιτικών δικαιωμάτων και την ανακούφιση της φτώχειας στις Ηνωμένες Πολιτείες, λέγοντας ότι ήταν μια «πολύ εύκολη σύνδεση» και ότι έκανε «κακό» και στις δύο υποθέσεις. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «δεν υπάρχουν απλές απαντήσεις στον πόλεμο στο Βιετνάμ ή στη φυλετική αδικία σε αυτή τη χώρα». Η συντακτική επιτροπή της Ουάσινγκτον Ποστ δήλωσε ότι ο «Βασιλιάς» υπονόμευσε τη χρησιμότητά του για τον σκοπό του, τη χώρα του και το λαό του. Συνολικά εκείνη την εποχή 168 εφημερίδες τον κατήγγειλαν για τα σχόλια και τις ιδέες του.

Ο Πρόεδρος Τζόνσον διέκοψε αμέσως τη σχέση του με το «Βασιλιά»: «Τι μου κάνει αυτός ο καταραμένος νέγρος ιεροκήρυκας»; αναρωτήθηκε. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Τζόνσον σχολίασε μετά την ομιλία: «Του δώσαμε τον Νόμο περί Πολιτικών Δικαιωμάτων του 1964, του δώσαμε τον Νόμο περί Δικαιωμάτων Ψήφου του 1965, του δώσαμε τον Πόλεμο κατά της Φτώχειας. Τι άλλο θέλει;»

Χάρη στα αστικά μέσα παραπληροφόρησης εκείνη την εποχή, μια δημοσκόπηση που διεξήχθη μετά την ομιλία του «Βασιλιά» για το Βιετνάμ διαπίστωσε ότι μόνο το 25% ακόμη και των Αφροαμερικανών τον υποστήριξαν στον αντιπολεμικό του αγώνα και «μόνο το 9% του κοινού γενικά συμφωνούσε με την αντίθεσή του στον πόλεμο».

Παρά την έντονη αντίδραση της αστικής τάξης και του «κοινού», ο «Βασιλιάς» συνέχισε να πολεμάει. Το 1967, έκανε ένα κήρυγμα την παραμονή των Χριστουγέννων στο εκκλησίασμά του στην εκκλησία των Βαπτιστών Εμπενίζερ στην Ατλάντα, στο οποίο επιτέθηκε όχι μόνο στον αμερικανικό καπιταλισμό αλλά και στο σύστημα των παγκόσμιων αγορών που αποτύγχανε να παράσχει τα απαραίτητα στους φτωχούς του κόσμου:

«Άρχισα να σκέφτομαι το γεγονός ότι ακριβώς εδώ στη χώρα μας ξοδεύουμε εκατομμύρια δολάρια κάθε μέρα για να αποθηκεύσουμε τα πλεονάζοντα τρόφιμα», είπε. «Και είπα στον εαυτό μου: ‘Ξέρω πού μπορούμε να αποθηκεύσουμε αυτό το φαγητό δωρεάν — στα ζαρωμένα στομάχια των εκατομμυρίων παιδιών του Θεού στην Ασία, την Αφρική, τη Λατινική Αμερική, ακόμα και στο δικό μας έθνος, που πηγαίνουν για ύπνο πεινασμένα τη νύχτα».

Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του για τα πολιτικά δικαιώματα, ο «Βασιλιάς» είχε επίσης οργανώσει και εργάτες. Για παράδειγμα, έκανε εκστρατεία κατά του δημοψηφίσματος για το δικαίωμα στην εργασία στην Οκλαχόμα και προειδοποίησε ότι ο αυξημένος οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ λευκών και μαύρων θα υπονόμευε τα πολιτικά δικαιώματα – ζητώντας αντ’ αυτού μια «Μεγάλη Συμμαχία» μεταξύ λευκών και μαύρων εργατών.

Με την Εκστρατεία των Φτωχών, που ξεκίνησε το 1968, ο «Βασιλιάς» κλιμάκωσε αυτόν τον αγώνα, με στόχο την παροχή καλών θέσεων εργασίας, στέγασης και αξιοπρεπούς βιοτικού επιπέδου σε όλους τους Αμερικανούς. Δεκαετίες πριν οι Αμερικανοί διαδηλωτές βγουν στους δρόμους της Νέας Υόρκης και άλλων περιοχών για να διαμαρτυρηθούν μαζικά για την ανισότητα, ο «Βασιλιάς» πρότεινε έναν τεράστιο καταυλισμό σκηνών στην Ουάσιγκτον, για να απαιτήσει δράση κατά της φτώχειας.

Δεν είδε ποτέ να αποδίδει καρπούς όμως. Δολοφονήθηκε εκείνη τη χρονιά ενώ οργάνωνε μια εργατική απεργία στο Μέμφις. Ο πρόεδρος της Διάσκεψης Νότιας Χριστιανικής Ηγεσίας, Ραλφ Αμπερνάθι και η Κορέτα Σκοτ Κινγκ ακολούθησαν το σχέδιο, στήνοντας σκηνές και καλύβες στο εμπορικό κέντρο στην Ουάσιγκτον, που θεωρούνταν «Πόλη της Ανάστασης». Τελικά αυτός ο καταυλισμός διήρκεσε ένα μήνα πριν το Υπουργείο Εσωτερικών τους αναγκάσει να τον διαλύσουν.

Τα ποσοστά αποδοχής του Κινγκ είναι πολύ υψηλότερα δεκαετίες μετά το θάνατό του από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια της ζωής του. Μέχρι το 1987, το 76% των Αμερικανών είχαν ευνοϊκή άποψη για τον ακτιβιστή ηγέτη. Αλλά πολλοί διδάσκονται μια απλοποιημένη και παραποιημένη εκδοχή της ζωής του, εστιάζοντας μόνο σε μία από τις τρεις διαστάσεις που τον προσδιόρισαν. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του για το Βιετνάμ που έστρεψε το κατεστημένο εναντίον του, ο Βασιλιάς επιτέθηκε στα «γιγαντιαία τρίδυμα του ρατσισμού, του ακραίου υλισμού και του μιλιταρισμού».

Αρ. Μα.