αλλά το… θηρίο δεν λέει να ξαναμπεί στο κλουβί
του Γιάννη Αγγέλη
Τελευταία, χωρίς μεγάλο θόρυβο είναι αλήθεια, έχει αρχίσει να αναθερμαίνεται η συζήτηση και οι «διαπληκτισμοί» τόσο μεταξύ οικονομολόγων της «αριστεράς» όσο και μεταξύ θεσμικών και μη οικονομολόγων του συστήματος για το τι ακριβώς έχει συμβεί με τον πληθωρισμό.
Και κυρίως το πως θα ξαναμπεί –αν μπορεί να ξαναμπεί- το… θηρίο στο κλουβί του.
Οι εξηγήσεις που έχουν κατά βάση χρησιμοποιηθεί σαν επιχειρήματα για την εξέλιξη του πληθωρισμού «θεσμικά» στο αστικό στρατόπεδο αποδίδουν κυρίως την ευθύνη στις διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας, την ανάκαμψη της ζήτησης, ακόμα και στην αύξηση μισθών, σε συνάρτηση, μέχρι πρόσφατα, με την έκρηξη του πολέμου στην Ουκρανία.
Η συζήτηση αυτή, παρ’ ότι όλοι –οι αρμόδιοι θεσμικοί φορείς και κυρίως οι κεντρικές τράπεζες– γνωρίζουν, ότι οι τιμές είχαν αρχίσει να αυξάνονται μήνες πριν τα συγκεκριμένα «επιχειρήματα» και ο πόλεμος στην Ουκρανία «φανεί» στον ορίζοντα, έχει φτάσει σήμερα σε ένα κρίσιμο και κομβικό για την συνέχεια σημείο.
Ο υψηλός ονομαστικός πληθωρισμός, με την σχεδόν οριζόντια δράση των κεντρικών τραπεζών (αύξηση επιτοκίων και ποσοτική σύσφιξη) έχει μεν μειωθεί σχετικά γρήγορα στο 4,5% – 6,5%, αλλά δείχνει εξαιρετικά δύσκολο να υποχωρήσει ακόμα περισσότερο προς τον στόχο του 2%.
Μια σχετικά πρόσφατη μελέτη του Claudio Borio και άλλων οικονομολόγων της BIS (Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών) δείχνει αυτή την οριακή κατάσταση, η οποία έχει «μεταφρασθεί» στην επίσης οριζόντια πλέον «ρητορική» των κεντρικών τραπεζών ότι η πτώση του πληθωρισμού στο 2% θα πάρει χρόνο και οπωσδήποτε δεν είναι υπόθεση του 2023 και 2024, ίσως ούτε και του 2025.
Ακόμα και αν δώσει κανείς «πίστη» στην εκτίμηση αυτή, αυτό σημαίνει ότι η μέχρι σήμερα συρρίκνωση του ρυθμού αύξησης του πληθωρισμού σε μονοψήφια νούμερα ήταν το… εύκολο κομμάτι της ιστορίας.
Εξ ου και η «γραμμή» που διαχέεται πλέον προς κάθε κατεύθυνση από τους Κεντρικούς Τραπεζίτες, ότι παρά τις συνέπειες (ύφεση, τραπεζική κρίση, κ.λπ.), οι Κεντρικές Τράπεζες θα συνεχίσουν να αυξάνουν το κόστος του χρήματος.
Και βέβαια οι κυβερνήσεις θα πρέπει να διαχειριστούν τις συνέπειες…
Τα νέα δεδομένα
Το αξιοπρόσεκτο στο σημείο αυτό της «συζήτησης» είναι ότι από την πλευρά της ΕΚΤ τελευταία έχει -διακριτικά- αλλάξει το «μοντέλο» της απάντησης (μέσω των δηλώσεων του μέλους της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ Ιζαμπέλ Σνάμπελ) καθώς αυτή η κυρία έχει προσθέσει στο γνωστό μοτίβο του κινδύνου της σπείρας «μισθών – τιμών» την λέξη «κέρδη». Παράδοξο αλλά… συμβαίνει.
Συγκεκριμένα σε μία τελευταία τοποθέτησή της δέκα περίπου ημέρες πριν από την συνεδρίαση της ΕΚΤ (την ερχόμενη Πέμπτη) μίλησε για τον κίνδυνο της σπείρας «κερδών – μισθών – τιμών» !
Αυτή είναι μία μεγάλη «αλλαγή» στη ρητορική της ΕΚΤ η οποία δεν έχει ακόμα ξεδιπλωθεί, όσον αφορά το τι ακριβώς σημαίνει σε σχέση με την δική της δράση μέσω της παρέμβασής της στο τραπεζικό σύστημα. Γιατί βέβαια η δυνατότητα των επιχειρήσεων να αυξάνουν τις τιμές τους και να σημειώνουν υψηλά επιχειρηματικά κέρδη στις παρούσες συνθήκες περνάει και «διασταυρώνεται» με την διαδρομή που ακολουθούν οι σχέσεις της ΕΚΤ με το τραπεζικό σύστημα.
Ένα δεύτερο αξιοπρόσεκτο σημείο, που επιβεβαιώνει την διακοπή της διαδρομής του πληθωρισμού από τα διψήφια νούμερα προς… το 2%, είναι ότι όλα τα ενεργειακά προϊόντα που συνέβαλαν στην εκτόξευση των τιμών μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, σήμερα κινούνται σε επίπεδα χαμηλότερα ή περίπου ίδια με τα «προπολεμικά». Έχουν εξαντλήσει την πληθωριστική τους πίεση και ορισμένα εξ αυτών μάλιστα λειτουργούν και αποπληθωριστικά !
Και όχι μόνο τα ενεργειακά προϊόντα, αλλά και βασικά τρόφιμα όπως το σιτάρι, κ.λπ. Ειδικά το σιτάρι έχει μειωθεί κατά 30% μέσα σε ένα χρόνο πριν από τις 4 Ιουνίου 2023.
Ο δείκτης τιμών τροφίμων του FAO έχει επίσης διορθωθεί σε χαμηλό δύο ετών τον Μάιο. Δεν μιλάμε βέβαια για τις τιμές που φτάνει το σιτάρι με την μορφή του ψωμιού στο τραπέζι, αλλά για τις τιμές του σταριού όπως φεύγει από το χωράφι του αγρότη…
Τι είναι λοιπόν αυτό που τροφοδοτεί την «σκληρή» αντίσταση του πληθωρισμού και ειδικά του αποκαλούμενου –κατά την κα Λαγκάρντ- «υποκείμενου πληθωρισμού», δηλαδή του πληθωρισμού που δεν εξαρτάται από την ενέργεια και τα τρόφιμα;
Η απάντηση βρίσκεται «κρυμμένη» στη δράση των Κεντρικών Τραπεζών και εκεί κάπου βρίσκεται και το… βρώμικο μυστικό της.
Οι κεντρικές τράπεζες με τρόπο ιστορικά πρωτοφανή όσον αφορά την έκταση και την ταχύτητά της, απάντησαν στον πληθωρισμό με δρακόντια «ποσοτική σύσφιξη», ήτοι αύξηση του κόστους του χρήματος και ταυτόχρονα μείωση της διαθέσιμης ρευστότητας.
Συρρίκνωση δηλαδή της διαθεσιμότητας «χρήματος» στο σύστημα, όπως φαίνεται στον ακόλουθο πίνακα.
Στο διάγραμμα αυτό γίνεται εμφανής τόσο η δραματική «ποσοτική χαλάρωση» που προηγήθηκε από την Fed όσο και η δρακόντεια «ποσοτική σύσφιξη» που ακολούθησε την πληθωριστική έκρηξη. (Η σύγκριση με την αντίστοιχη κίνηση του δείκτη Μ2 (δείκτης προσφοράς χρήματος) την ίδια περίοδο στην Κίνα δίνει πολλές εξηγήσεις για ενδιάμεσες καταστάσεις).
Γιατί η δρακόντεια «σύσφιξη»; Γιατί για μια παρατεταμένη περίοδο με την κρίση του 2007 – 2008 οι κεντρικές τράπεζες δεν είχαν άλλο εργαλείο να ανακόψουν την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος και μαζί του κάθε «συναλλαγής» στο σύστημα, από το να… πλημυρίσουν το τραπεζικό σύστημα με πλεονασματική ρευστότητα τρισεκατομμυρίων δολαρίων και ευρώ.
Τόση, που «έσπασε» οποιαδήποτε «πραγματική» σχέση ανάμεσα στην προσφορά χρήματος και την πραγματική οικονομική παραγωγική διαδικασία.
Τόση, που η «δραστηριότητα» στο επίπεδο της χρηματιστηριακής αγοράς να κυριαρχεί πλέον κατά κράτος εκείνης στο επίπεδο της πραγματικής παραγωγής, όσο ποτέ πριν.
Αυτό χρονικά έχει συμβαδίσει με την διαπιστωμένη δραστική συρρίκνωση του ρυθμού αύξησης της παραγωγικότητας ειδικά στις αναπτυγμένες οικονομίες. Γεγονός που διεύρυνε ακόμα περισσότερο την απόκλιση αυτή ανάμεσα στην αποδοτικότητα των κεφαλαίων στις χρηματαγορές από εκείνη στην οικονομική παραγωγική διαδικασία.
Ακόμα και η επίσπευση της εισαγωγής της τεχνολογίας της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ) για να συντηρηθεί η ανοδική τάση στις χρηματιστηριακές αγορές, πολλαπλασίασε την απόκλιση αυτή, εντείνοντας της πιέσεις για μείωση της συμμετοχής της μίσθωσης εργασίας στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, ήτοι της παραγωγής «αξίας» από την οποία αντλεί και το χρηματιστικό κεφάλαιο τις προσδοκίες κερδοφορίας του.
Βέβαια η πρώτη ανάλογη «πράξη» είχε γίνει μετά τον Αύγουστο του 1971 και την κατάρρευση της Συμφωνίας του Μπρέτον Γουντς με αποτέλεσμα τα γεγονότα της δεκαετίας του 70 και την μεγάλη ανατροπή του Πωλ Βόλκερ το 1981.
Όμως αυτό που συνέβη μετά το 2008 ήταν ποιοτικά και ποσοτικά μη συγκρίσιμο σαν μέγεθος με εκείνο των αρχών της δεκαετίας του ‘70 για πολλούς λόγους, που έχουν να κάνουν με όσα έχουν μεσολαβήσει από το 1981 μέχρι το 2007.
Ο νομισματικός πληθωρισμός
Σήμερα παρά την δραματική συρρίκνωση της «πλεονασματικής ρευστότητας» τους τελευταίους μήνες όπως φαίνεται στο διάγραμμα του Μ2, τόσο από την Fed όσο και από την ΕΚΤ, αυτή εξακολουθεί να παραμένει εξαιρετικά υψηλή και ασύμβατη σε οριζόντιο επίπεδο, με την παραγωγική διαδικασία διεθνώς.
Και βέβαια η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται με τον πλέον σαφή τρόπο στα νομίσματα και ειδικά στα ισχυρά, όπως το δολάριο και το ευρώ και «καθρεφτίζεται» στους όγκους χρέους που έχει εκδοθεί σ’ αυτά τα νομίσματα…
Η πρόσφατη κρίση ορίου χρέους στις ΗΠΑ δεν ήταν παρά ένα «σπυρί» που έσπασε εξ αιτίας του συνδυασμού της οικονομικής και της πολιτικής κρίσης, στην επιδερμίδα αυτής της βαθύτερης αναταραχής.
Ο «νομισματικός» πληθωρισμός στο δολάριο, το ευρώ και τα άλλα ισχυρά νομίσματα έχει αφήσει πλέον το ανεξίτηλο σημάδι του μέσω του τεράστιου χρέους που έχει εκδοθεί σ’ αυτά.
Αρκεί να σημειωθεί εδώ ότι μέσα σε λιγότερο 24 μήνες το ευρώ έχει απωλέσει κάτι μεταξύ του 18% και 20% της πραγματικής του αξίας, ενώ η δολαριακή τιμή του χρυσού έχει εκτιναχθεί εδώ και δύο περίπου χρόνια.
Και το μοναδικό «εργαλείο» που διαθέτουν οι κεντρικοί τραπεζίτες για να το αντιμετωπίσουν προκαλώντας πραγματικό «πόνο» και ανεργία στις οικονομίες και στις καπιταλιστικές κοινωνίες είναι η αύξηση του «κόστους» του χρήματος και η συρρίκνωση της διαθέσιμης -πλεονάζουσας– ρευστότητας.
Από κάθε οικονομική περιοχή όμως από την οποία αποσύρεται αυτή η «πλεονάζουσα» ρευστότητα, καθώς «μαζεύεται» ο ισολογισμός των κεντρικών τραπεζών, για να κατέβει ο υποκείμενος πληθωρισμός κάτω από το 4% – 5% μέσω της ύφεσης, αυτό που μένει θα μοιάζει περισσότερο με τα ερείπια των βομβαρδισμένων πόλεων και χωριών της Ουκρανίας παρά με καπιταλιστικές οικονομίες σε λειτουργία.
Όχι βέβαια παντού και στον ίδιο βαθμό, αλλά στα γνωστά μας… μέρη θα μοιάζει αρκετά.
Αυτή είναι η «διαδρομή» που μένει να διασχίσουμε από το 4% – 5% στο 2% του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή.
Και το ερώτημα είναι: μπορούν οι καπιταλιστικές κυβερνήσεις να διαχειριστούν μια τέτοια κατάσταση;
Γιατί πρόκειται για την «πραγματικότητα» των επόμενων ετών, ή για την ακρίβεια για την «κανονικότητα» από το δεύτερο εξάμηνο του 2023. Αυτό που ακολουθεί τις εκλογές της 25 Ιουνίου…
12/6/2023