Ο Καρλ Μαρξ και το Μέλλον

Ο Καρλ Μαρξ και το Μέλλον

Ο Καρλ Μαρξ και το Μέλλον

του Σάββα Μιχαήλ

[ Ομιλία στο Διεθνές Φόρουμ «Μαρξ – XXI, 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρλ Μαρξ», 17-19 Μαΐου 2018, Μόσχα, Κρατικό Πανεπιστήμιο Μόσχας «Λομονόσοφ» ]

                                                          

                                            Στη μνήμη του συντρόφου και φίλου ChristianRath

                                        μεγάλου επαναστάτη του PartidoObreroτης Αργεντινής

                                           Hasta la Victoria Siempre, compañero!

                                                                  

 

Η αξιοσέβαστη αστική αμερικανική εφημερίδα New York Times, στις 30 Απριλίου 2018, δημοσίευσε ένα άρθρο του Jason Barker, αναπληρωτή καθηγητή φιλοσοφίας, με τον ενθουσιώδη τίτλο: Χρόνια Πολλά Καρλ Μαρξ, Είχες Δίκιο!  Λίγο μετά, στις 4 Μαΐου 2018, η φωνή του City του Λονδίνου, η ομοίως αξιοσέβαστη αστική εφημερίδα Financial Times, φιλοξένησε μια κριτική βιβλίου από τον ιστορικό οικονομίας Adam Tooze με τον εντυπωσιακό τίτλο «Γιατί ο Καρλ Μαρξ είναι πιο επίκαιρος από ποτέ».

Ένα ερώτημα είναι αναπόφευκτο: γιατί αυτά τα διεθνούς επιρροής όργανα του Τύπου ισχυρών τμημάτων της αστικής τάξης δημοσιεύουν τέτοια “φιλικά” επετειακά άρθρα για τον μεγαλύτερο επαναστάτη και χειρότερο εχθρό της ίδιας της καπιταλιστικής τάξης;

Γίνεται σαφές σε όλους, προκαλώντας έκπληξη στους δηλωμένους εχθρούς του και τους απογοητευμένους πρώην υποστηρικτές του, ότι η κληρονομιά του Μαρξ είναι ακόμα ολοζώντανη και θεωρείται επίκαιρη ακόμη και στο στρατόπεδο του εχθρού.

Το εξορκιστικό ρεφραίν περί θανάτου του έργου του Μαρξ που επαναλαμβανόταν παντού εδώ και δεκαετίες, μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, δεν μπορεί πλέον να σταθεί. Ο Μαρξ θεωρήθηκε θαμμένος εδώ και πολύ καιρό, μαζί με τον κομμουνισμό, την επανάσταση, ακόμα και την ίδια την Ιστορία. Τώρα ο «Κόκκινος Ιππότης επιστρέφει»· όχι πλέον σαν «φάντασμα» ή σαν «φαντάσματα», όπως στο φημισμένο, και κατά κάποιο τρόπο προφητικό, βιβλίο του Ζακ Ντεριντά το 1993, αλλά επιβεβαιωμένος στην ανάλυσή του  και την πρόγνωση που έκανε («Είχες Δίκιο!»). Θεωρείται μάλιστα ακόμα και «πιο επίκαιρος από ποτέ», όπως μπορεί να διαβάσει κανείς στον Τύπο τον πιο εχθρικό στις επαναστατικές του ιδέες και στην επαναστατική πράξη που  εμπνεύστηκε απ’ αυτές.

Οι New York Times και οι Financial Times, προφανώς δεν έγιναν εφημερίδες μαρξιστικές ή «φιλομαρξιστικές». Ο λόγος για τη δημοσίευση τέτοιων άρθρων μπορεί να βρεθεί σε ένα απόσπασμα στο προαναφερθέν άρθρο των NYT. Αναφέρεται στον Nouriel Roubini, τον αστό οικονομολόγο και κεφαλαιοκράτη, ο οποίος έγινε διάσημος κατόπιν εορτής, επειδή ήταν ένας από τους ελάχιστους μεταξύ των συναδέλφων του που αισθάνθηκε και προειδοποίησε για την επερχόμενη καταστροφή: την έκρηξη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης μετά την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων το 2007, την κατάρρευση της Lehman Brothers το 2008 που ακολουθήθηκε από την παγκόσμια οικονομική κρίση και τη Μεγάλη Ύφεση (ή «Τρίτη Μεγάλη Ύφεση»).

«Ακόμη και φιλελεύθεροι οικονομολόγοι», γράφει ο Barker στους NYT, «όπως ο Nouriel Roubini συμφωνούν ότι η πεποίθηση του Μαρξ ότι ο καπιταλισμός έχει μια εμμενή τάση να καταστρέψει τον εαυτό του παραμένει πιο προφητική από ποτέ». Μια τέτοια δήλωση συχνά απορρίπτεται ως “καταστροφολογία” από τους σκεπτικιστές που αυτοαποκαλούνται «μαρξιστές» ή πρώην μαρξιστές κι οι οποίοι αποδεικνύονται περισσότερο αισιόδοξοι για το μέλλον του καπιταλισμού από τους ίδιους τους καπιταλιστές, μια κι οι τελευταίοι έχουν πράγματι “κάτι” να χάσουν!

Αυτή η καθυστερημένη, εκ των υστέρων, αναγνώριση του Μαρξ από τους αντιπάλους του έχει να κάνει περισσότερο με την ιστορική αποτυχία της ίδιας της αστικής πολιτικής οικονομίας παρά με μια πραγματική κατανόηση του ίδιου του Μαρξ και των ανακαλύψεών του για τις αντιφάσεις και τα εμμενή όρια του καπιταλισμού ως κοινωνικού τρόπου παραγωγής, που τον οδηγούν σε κρίσεις και στην ιστορική του καταδίκη.

Η αποτυχία παρουσιάστηκε με τον πιο θεαματικό τρόπο, στη συνάντηση των κορυφαίων αστών οικονομολόγων που καλέστηκε από τη βασίλισσα Ελισάβετ στον απόηχο του παγκόσμιου κραχ του 2007-2008, και όπου όλοι παρέμειναν σιωπηλοί, μη μπορώντας να απαντήσουν στο ερώτημα της Αυτής Μεγαλειότητας: γιατί όλοι αυτοί -οικονομολόγοι, thinktanks, τραπεζίτες και τράπεζες, διεθνή ιδρύματα όπως το ΔΝΤ- δεν κατάφεραν να δουν, να προβλέψουν ή να προειδοποιήσουν για την επικείμενη παγκόσμια οικονομική καταστροφή;   

Δέκα χρόνια αργότερα, πάνω από μια δεκαετία μετά από μια συνεχιζόμενη, ακόμη ανεπίλυτη, παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, που τώρα απειλεί τον κόσμο με νέες, καταστροφικές οικονομικές, πολιτικές και γεωπολιτικές εκρήξεις, το βασιλικό ερώτημα παραμένει αναπάντητο. Όχι μόνο οι αστοί οικονομολόγοι δε μπορούν να εξηγήσουν το παρελθόν – την έλλειψη πρόγνωσης της παγκόσμιας κρίσης του 2007 και την έλλειψη κατανόησης των βαθύτερων αιτιών της· επίσης δε μπορούν να κατανοήσουν το παρόν – γιατί η κρίση παραμένει άλυτη, παρά τα έκτακτα, ετερόδοξα μέτρα των γιγαντιαίων πακέτων τόνωσης της οικονομίας, την ποσοτική χαλάρωση, και τα σχεδόν μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια, που πάρθηκαν από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις· και, τελευταίο αλλά όχι έσχατο,  δεν μπορούν να προβλέψουν το μέλλον αν και τα δυσοίωνα σημάδια εμφανίζονται ήδη στον ορίζοντα.     

«Ενώ μόλις χρησιμοποιήσαμε όλα τα καταπραϋντικά για να επιβιώσουμε από την προηγούμενη ύφεση, τώρα δεν έχουμε την παραμικρή εμπιστοσύνη ότι έχουμε αρκετά εφόδια φυλαγμένα για να αντιμετωπίσουμε την επόμενη φορά», λέει ο Tom Clark απαντώντας ΝΑΙ στο ερώτημα των Financial Times (24 Απριλίου 2018) αν Έχει αποτύχει η οικονομολογία;

Απαντώντας ΟΧΙ στην ίδια ερώτηση, ο αισιόδοξος οικονομολόγος Chris Giles, σχολιάζει ωστόσο:  «Το μέλλον είναι αβέβαιο. Το παρόν είναι αβέβαιο. Το παρελθόν είναι αβέβαιο» (ό.π.)

Μίνσκυ ή Μαρξ;

Αξίζει να κοιτάξουμε πίσω στο παρελθόν, μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση της Janet Yellen, πρώην προέδρου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, στις 16 Απριλίου 2009, στη 18η Ετήσια Συνδιάσκεψη Hyman P. Minsky για την κατάσταση στις ΗΠΑ και τις Παγκόσμιες Οικονομίες με τον τίτλο Κατάρρευση Minsky: Διδάγματα για τους Κεντρικούς Τραπεζίτες.

Τονίζει ότι το κραχ αντιπροσωπεύει μια σοβαρότατη «συστημική κατάρρευση». Αμφισβητεί τις επιφανειακές προσεγγίσεις κατακρίνοντας τον «εφησυχασμό των επενδυτών». Απορρίπτει επίσης ως περιορισμένη, βασιζόμενη κυρίως σε εθνική βάση, την υπόθεση που πρότεινε ο προκάτοχός της Πρόεδρος της Fed Ben Bernake ότι η κύρια αιτία ήταν «ένα πλεόνασμα ξένων αποταμιεύσεων συσσωρευόμενων κυρίως σε αναπτυσσόμενες χώρες, όπως η Κίνα και η Ινδία, αυτό που τροφοδότησε τη ζήτηση για επενδύσεις σε δολάρια» […] σε συνδυασμό με ένα χαμηλό ποσοστό προσωπικής αποταμίευσης των ΗΠΑ, με τα μεγάλα κυβερνητικά ελλείμματα των ΗΠΑ και τα υψηλά κέρδη παραγωγικότητας που δημιούργησαν ένα τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών».

Η Yellen βασίζει την προσέγγισή της στην «υπόθεση της χρηματοοικονομικής αστάθειας» του Hyman Minsky  – αρκετά δημοφιλή [ερμηνεία] μετά το 2008. Τονίζει ότι το 2008 «η κατάρρευση Minsky έχει παγκόσμιο χαρακτήρα κι αντικατοπτρίζει την ολοένα αυξανόμενη διασύνδεση των χρηματοπιστωτικών αγορών και ιδρυμάτων σε όλο τον κόσμο. Η ύφεση είναι η πρώτη κατά τη μεταπολεμική περίοδο που παρατηρούνται ταυτόχρονες συστολές της παραγωγής στην Ευρώπη, την Ιαπωνία και τη Βόρεια Αμερική » 

Πάντα βασιζόμενη στη Μινσκυανή προσέγγιση, η Yellen, από την πρώτη στιγμή, μαζί και στην ομιλία της του 2009, υποστήριξε όλα τα ετερόδοξα μέτρα που ελήφθησαν μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers από τη Fed (και πολύ αργότερα από την ΕΚΤ) για να συγκρατήσουν την ολίσθηση στην άβυσσο με την εισαγωγή τεράστιων «πακέτων στήριξης», σχεδόν μηδενικά επιτόκια και συστήματα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) τα οποία παρείχαν τρισεκατομμύρια δολάρια ρευστότητας. Για τη Yellen όλα αυτά ήταν «συνταγές της πολιτικής Minsky». Αναφέρεται επιδοκιμαστικά στον Paul Mc Culley ο οποίος τόνισε τη σημασία της ποσοτικής χαλάρωσης αναφερόμενος σ’ αυτήν σαν μια “αντίστροφη διαδρομή Minsky” που αναστρέφει την δημιουργία χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας υψηλού ρίσκου και “πυραμίδων” Ponzi (Paul Mc Culley, Σώζοντας τις Καπιταλιστικές Τράπεζες από τον Εαυτό τους, Global Central Bank Focus, PIMCO Φεβρουάριος 2009).

Το πρόβλημα είναι ότι, δέκα χρόνια μετά, όλες αυτές οι συνταγές πολιτικής του Minsky, που εξυμνούσαν η Yellen και άλλοι οπαδοί τού Μίνσκυ, φιλελεύθεροι ή αριστεροί, απέτυχαν. Ακόμη χειρότερα: παρήγαγαν περισσότερες γιγαντιαίες χρηματιστηριακές κερδοσκοπικές φούσκες από εκείνες που έσκασαν το 2007-2008 κι οι οποίες τώρα απειλούν με νέες καταστροφικές εκρήξεις.

Οι τρέχουσες συζητήσεις για μια πιο «ενεργητική» ή μια πιο «συνετή» νομισματική πολιτική και πολιτική αύξησης των επιτοκίων για τη διαχείριση των «φουσκών» είναι ένα απελπιστικό déjà vu. Τα ίδια επιχειρήματα ανταλλάχθηκαν μάταια, επίσης, πριν από δέκα χρόνια, καθώς αναφέρονταν στην ομιλία της Janet Yellen του 2009.

Δεν είναι μόνο ένας ταλαντούχος και διορατικός νεοκεϋνσιανός – θεσμικός (institutionalist), όπως ο Minsky ή οι θαυμαστές του σαν την Yellen που διαψεύδονται από την πραγματικότητα. Κατά την τελευταία δεκαετία, και οι δυο αντιτιθέμενες πολιτικές, οι νεοφιλελεύθεροι μονεταριστές -που επικεντρώνονται στην κυκλοφορία του χρήματος χωρίς δημοσιονομικά μέτρα- ενάντια στους νεοκεϋνσιανούς -που υποστηρίζουν τον συνδυασμό δημοσιονομικών και νομισματικών κεντρικών παρεμβάσεων- απέτυχαν. Και οι δύο οικονομικές στρατηγικές που εκπονήθηκαν από ανταγωνιστικές σχολές της αστικής πολιτικής οικονομίας μετά το Κραχ του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, τον κεϋνσιανισμό και τον νεοφιλελευθερισμό, σε όλες τους τις αποχρώσεις και τους συνδυασμούς τους, αποδείχθηκαν κατά τη διάρκεια της εν εξελίξει παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης εντελώς ανίκανες να αντιμετωπίσουν την κρίση και τις παγκόσμιες αντιφάσεις που την κινούν. Όπως έχουμε τονίσει σε άλλη περίπτωση, η αποτυχία της αστικής οικονομίας αντιπροσωπεύει ένα στρατηγικό αδιέξοδο για τον καπιταλισμό, αυτό που είχαμε περιγράψει ως θανάσιμη αγωνία του homo economicus, του μεθοδολογικού ατομικισμού της αστικής πολιτικής οικονομίας. Να το πούμε απλά: Οι οικονομικές στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης έχουν εξαντληθεί και της απομένουν μόνο βραχυπρόθεσμες εμπειρικές τακτικές. Έτσι εξηγείται και η στροφή προς την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα και τον πόλεμο.

Ένα νέο στάδιο της κρίσης

Τα αποτελέσματα αυτού του αδιεξόδου είναι φανερά σε όλους. Η αντιστροφή τώρα των ακραίων μέτρων που λήφθηκαν μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers αποδεικνύονται να είναι ένα φάρμακο χειρότερο από την ασθένεια. Ξεκινώντας από την αμερικανική Fed και στην συνέχεια, μετά από καθυστέρηση, να την ακολουθεί και η ΕΚΤ, η αντιστροφή της «αντίστροφης διαδρομής Minsky» λαμβάνει χώρα σήμερα, με τον τερματισμό των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης και την αύξηση των επιτοκίων. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο του αυξανόμενου προστατευτισμού και των εμπορικών πολέμων του Τραμπ, που οξύνουν τους διεθνείς ανταγωνισμούς, αυξάνουν δραματικά τους γεωπολιτικούς κινδύνους, επεκτείνουν διεθνώς τους πολέμους, ακόμη και ένα γενικευμένο χάος όπως στη Μέση Ανατολή, αυτή η φαινομενικά συνετή «αντιστροφή της αντιστροφής της διαδρομής Minsky» ήδη δημιουργεί χάος. Η νέα δραματική κατάσταση στην Αργεντινή και την Τουρκία είναι τα συμπτώματα της επιδείνωσης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, με την κατάρρευση των νομισμάτων, την υπερχρέωση, τα ελλείμματά τους ή την απελπιστική στροφή, όπως του νεοφιλελεύθερου Προέδρου Macri στο δρακόντειο ζουρλομανδύα του ΔΝΤ, που δικαίως τον καταριούνται τα θύματά του, όπως ο λαός της Αργεντινής. Στην ημερήσια διάταξη δεν βρίσκονται μόνο κοινωνικές οικονομικές καταστροφές και βάρβαροι πόλεμοι, αλλά και λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις.

Παρακμή και Μετάβαση

Αυτή η τελευταία προοπτική είναι που φοβίζει τις κυρίαρχες τάξεις και κάνει τους φιλελεύθερους οικονομολόγους, που βλέπουν επίσης τον κίνδυνο, να αναγνωρίζουν διστακτικά σε όλη τη διάρκεια της παγκόσμιας κρίσης, την υπεροχή της ανάλυσης του καπιταλισμού από τον Καρλ Μαρξ. Τρομοκρατούνται από το γεγονός ότι η πρόγνωσή του για την τάση του καπιταλισμού προς την αυτοκαταστροφή επιβεβαιώνεται εμπειρικά. Δεν σημαίνει ότι κατανοούν τη μέθοδο της ιστορικής υλιστικής διαλεκτικής ή, προφανώς, ότι συμμερίζονται τα επαναστατικά του συμπεράσματα.

Πολλοί φιλελεύθεροι, ακόμη και συντηρητικοί, συμπεριλαμβανομένων κάποιων αναλυτών της αριστεράς μπορεί να βλέπουν σήμερα, σε συνθήκες άλυτης παγκόσμιας κρίσης, ότι είναι μάλλον δυνατόν ένα τέλος στο ίδιο το μαστιζόμενο από την κρίση παρακμάζον καπιταλιστικό σύστημα. Αυτό που τους είναι αδιανόητο, ακόμη και αδύνατο να δουν, ιδιαίτερα μετά το 1989-91, δεν είναι το τέλος ενός παλιού παγκόσμιου συστήματος, αλλά την αρχή ενός νέου. 

Ο Χέγκελ, αν και με ιδεαλιστικούς όρους, μπορούσε να συλλάβει και να θεωρητικοποιήσει την αντίφαση, στο έργο του Αρχές της Φιλοσοφίας του Δικαίου(#347): η ιστορική παρακμή, η κατάπτωση του παλαιού είναι η αρνητική μορφή εμφάνισης της ανάδυσης του νέου, μια μετάβαση μέσα από την όξυνση των αντιφάσεων, που ενυπάρχουν στον παλιό σχηματισμό.Αν δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις επίλυσης των αντιφάσεων, αν ένα διαλεκτικό Aufhebungείναι αδύνατο, τότε το αποτέλεσμα είναι η αμοιβαία καταστροφή των δύο αντίθετων πόλων.

Ένα πραγματικό, διαλεκτικό Aufhebung, σύμφωνα με το Μαρξ, δεν είναι μια συμφιλίωση των αντιθέτων, μια Χεγκελιανή ψευτοάρνηση της άρνησης (K. Μαρξ, Χειρόγραφα του 1844)  αλλά μια ρήξη της συνέχειας -ένα Cäsur για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Hölderlin- ένα ποιοτικό άλμα, ένας επαναστατικός μετασχηματισμός αμφότερων των πόλων της αντίφασης.

Όλη αυτή η διαλεκτική πορεία της γνώσης θεωρείται μεταφυσική από τον κυρίαρχο θετικισμό, ιδίως μεταξύ των οικονομολόγων και των κοινωνιολόγων. Στην κριτική του για την αστική πολιτική οικονομία, ο Μαρξ έδειξε ότι κύριο μεθοδολογικό ελάττωμά της ήταν η ανικανότητά της να εισχωρεί βαθύτερα από το φαινόμενο για να διακρίνει την ουσία, τις εσωτερικές κινητήριες αντιφάσεις. 

Στην μετά το 2007 παγκόσμια κρίση, νεοφιλελεύθεροι ή νεοκεϋνσιανοί οικονομολόγοι (συμπεριλαμβανομένου του Minsky ή  των θεωρητικών της «χρηματιστικοποίησης», φιλελεύθερων ή αριστερών)  βλέπουν κυρίως ή μόνο μια κρίση του δεσπόζοντα, απορρυθμισμένου, υπερβολικά διευρυμένου χρηματιστικού τομέα της καπιταλιστικής οικονομίας, διαχωρίζοντάς τον από τη σφαίρα της παραγωγής, από την παραγωγή υπεραξίας και την αξιοποίηση του κεφαλαίου ή συγκαλύπτοντας τη διαμεσολαβημένη εξάρτησή του από τη διαδικασία συσσώρευσης κεφαλαίου που έρχεται σε σύγκρουση με τα ενυπάρχοντα όριά της· σε τελευταία ανάλυση, από την αξιακή σχέση με βάση τη διττή φύση, αφηρημένη και συγκεκριμένη, της κοινωνικής εργασίας.

Παρακμή της αξιακής μορφής και Ζωή

Χωρίς μια κριτική της εργασιακής θεωρίας της αξίας της κλασικής πολιτικής οικονομίας, όπως ο Μαρξ έχει επιτύχει στο magnum opus του, Το Κεφάλαιο, είναι αδύνατο να υπάρξει μια επιστημονική αντίληψη για τις διαμεσολαβήσεις μεταξύ αξίας, χρήματος, χρηματικού κεφαλαίου, πίστωσης και χρηματοοικονομικού κεφαλαίου. Γι’ αυτόν τον λόγο, ο Μαρξ είναι πιο επίκαιρος από ποτέ ως θεωρητική πυξίδα και απαραίτητος μεθοδολογικός οδηγός στη σημερινή παγκόσμια, ιστορική, δομική και συστημική κρίση του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. 

Η κύρια αιτία της τρέχουσας κρίσης δεν είναι μια «ανεύθυνη απορρύθμιση της παγκόσμιας υπερεξαπλωμένης χρηματοπιστωτικής σφαίρας» με όλα τα εξωτικά παράγωγά της για να μπορεί να λυθεί με μια κάποιου είδους  à la Minsky επαναρρύθμιση. “DiewahreSchranke  derkapitalistischenProductionistdasKapitalselbst“(DasKapital, III, ME Werke vol. 25 p.260) – «Ο πραγματικός φραγμός της καπιταλιστικής παραγωγής είναι το κεφάλαιο το ίδιο» τονίζειο Μαρξ. «Είναι αυτό το κεφάλαιο και η αυτοεπέκτασή του που εμφανίζονται ως το σημείο εκκίνησης, το κίνητρο και ο σκοπός της παραγωγής· αυτή η παραγωγή είναι μόνο παραγωγή για το κεφάλαιο και όχι το αντίστροφο, τα μέσα παραγωγής δεν είναι απλά μέσα για μια συνεχή  ανάπτυξη της διαδικασίας της ζωής [Lebenprozesses] της κοινωνίας των παραγωγών[…] Τα μέσα -η άνευ όρων ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας- έρχονται συνεχώς σε σύγκρουση με τον περιορισμένο σκοπό, την αυτοεπέκταση του υφιστάμενου κεφαλαίου» (Κεφάλαιο, τομ. 3, Progress στα αγγλικά, σελ. 250)

Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση των τελευταίων τριών δεκαετιών, καταλήγοντας στην κατάρρευση του 2007, οδήγησε ως τα άκρα αυτή την διαρκή σύγκρουση μέσων και σκοπού, μέσα στην ανεστραμμένη σχέση τους. Η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, παροξυνόμενη από την απελευθέρωση και την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, έφθασε σε ένα κρίσιμο σημείο ασυμβίβαστης ασυμφωνίας με τις πιεστικές, απεριόριστες απαιτήσεις αυτού που ο Μαρξ αποκαλεί διαδικασία της ζωής –Lebensprozess– της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένης της ζωής της Φύσης. Ενάντια σε όλες τις μορφές οικονομιστικών στρεβλώσεων που κληρονομήθηκαν από τον μηχανιστικό ψευδο-μαρξισμό της σοσιαλδημοκρατικής Δεύτερης Διεθνούς και των σταλινικών εγχειριδίων, πρέπει να κατανοήσουμε ξανά ότι η Ζωή είναι η κεντρική κατηγορία της επαναστατικής θεωρίας του Μαρξ.  

Κρίση Χρέους και Μετάβαση

Ο Μαρξ έχει αναλύσει βαθιά και έχει προβλέψει τον τεράστιο ρόλο της πίστωσης τόσο στην «τερατώδη»[Ungeheure, στα γερμανικά, Κεφάλαιο, τόμ. 3ος, σελ. 452], επέκταση της κλίμακας της [καπιταλιστικής] παραγωγής και των επιχειρήσεων» (σελ. 436 στην αγγλική έκδοση Progress), καθώς και στο ξέσπασμα κρίσεων: «η πίστωση επιταχύνει τις βίαιες εκρήξεις αυτής της αντίφασης -κρίσεις- και συνεπώς τα στοιχεία της αποσύνθεσης του παλιού τρόπου παραγωγής» (ό.π., σελ. 441)

Εδώ η βαθύτερη φύση της τρέχουσας παγκόσμιας κρίσης μπορεί να φανεί καθαρά. Δεν πρόκειται μόνο για μια κρίση υπερπαραγωγής κεφαλαίων που αναζητούν κερδοφόρα διέξοδο, αλλά για εκρηκτική έκφραση των «στοιχείων αποσύνθεσης του παλιού τρόπου παραγωγής». Κι ακόμα πιο σημαντικό, με την κρίση ξεδιπλώνονται στιγμές μετάβασης πέρα από το αποσυντιθέμενο παλιό παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα προς ένα νέο τρόπο παραγωγής: «Τα δύο χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν στο πιστωτικό σύστημα είναι, από τη μια μεριά, η ανάπτυξη του κινήτρου της καπιταλιστικής παραγωγής, ο εμπλουτισμός μέσω της εκμετάλλευσης της εργασίας των άλλων, στην πιο αγνή και πιο κολοσσιαία μορφή τζόγου και αισχροκέρδειας και η ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του αριθμού των λίγων που εκμεταλλεύονται τον κοινωνικό πλούτο· από την άλλη πλευρά, συγκροτεί τη μορφή μετάβασης σε έναν νέο τρόπο παραγωγής» (ό.π.).

Όλοι, κι όχι μόνο οι επαγγελματίες οικονομολόγοι, μπορούν να δουν ότι ο σημερινός κόσμος παίρνει τη μορφή τού πιο κολοσσιαίου καζίνου οικονομικού τζόγου και αισχροκέρδειας· ο καθένας μπορεί να δει επίσης και την τερατώδη αυξανόμενη ανισότητα, όταν το 2017, σύμφωνα με την Oxfam, το 82% του παγκόσμιου πλούτου που δημιουργήθηκε πέρυσι πήγε σε μια παρασιτική ολιγαρχία του πλουσιότερου 1% του κόσμου. Αυτό που δεν μπορεί να δει κανείς, μένοντας στον εμπειρισμό, είναι η μετάβαση πέρα από αυτή την κόλαση, σε έναν νέο, πραγματικά ανθρώπινο κόσμο, δηλαδή τον παγκόσμιο κομμουνισμό, μια νέα κοινότητα χωρίς εκμετάλλευση, καταπίεση, ταπείνωση ανθρώπου από άνθρωπο.Ο παραπλανητικός μύθος της μακαρίτισσας Thatcher, το TINA (Δεν Υπάρχει Εναλλακτική Λύση), δυστυχώς εξακολουθεί να κυριαρχεί, παρά την χρεοκοπία του Θατσερικού νεοφιλελευθερισμού το 2007.

Η πραγματική σπουδαιότητα, η σημαντικότερη επίκαιρη συμβολή του Μαρξ είναι ακριβώς ότι μας δίνει μια κατευθυντήρια μέθοδο για να συλλάβουμε τις κινητήριες δυνάμεις της μεταβατικής εποχής μας, στην παρούσα ιστορική στιγμή των μεγαλύτερων κινδύνων για την ανθρωπότητα.

Παρόν, Παρελθόν, Μέλλον

Οι εκπρόσωποι του παλιού κόσμου που πεθαίνει επαναλαμβάνουν μέχρι αηδίας τη δήλωση του οικονομολόγου που προαναφέρθηκε : «Το μέλλον είναι αβέβαιο. Το παρόν είναι αβέβαιο. Το παρελθόν είναι αβέβαιο». Στέρεα βασισμένοι στην κληρονομιά του Μαρξ, όσοι αγωνίζονται για έναν νέο απελευθερωμένο κόσμο μπορούν να διακηρύξουν το αντίθετο:

Το παρόν της κρίσης είναι το παρόν που πρέπει να το συλλάβουμε θεωρητικά και να παλέψουμε με επαναστατική πράξη ως ένα ζωντανό, όχι προκαθορισμένο Παρόν ως Ιστορία κοινωνικής πάλης για την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση. «Η Ιστορία» προειδοποίησε ο Μαρξ στην Αγία Οικογένεια «δεν είναι, σαν κάποιο άτομο που υπάρχει ξέχωρα και χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως μέσο για την επίτευξη των στόχων του· η ιστορία δεν είναι τίποτε άλλο από τη δράση του ανθρώπου που επιδιώκει τους στόχους του».

Το παρελθόν δεν είναι ένα φορτίο εξαπατήσεων και ηττών που πρέπει να ξεχαστούν. Ο Μαρξ έχει καίρια σημασία για να κατανοηθούν όχι μόνο οι παραμορφώσεις της θεωρίας του από τους Επιγόνους και τους γραφειοκράτες, που τη χρησιμοποιούν είτε για ταξική συνεργασία και μεταρρυθμιστική προσαρμογή στον καπιταλισμό είτε ως κρατική ιδεολογία της σταλινικής γραφειοκρατικής αυτοδικαίωσης· χωρίς τον Μαρξ, δεν μπορούμε να ανακαλύψουμε τα πολύτιμα μαθήματα του επαναστατικού παρελθόντος με όλες τις ανεκπλήρωτες απαιτήσεις τους που είναι ακόμα ζωντανές, δε μπορούμε να σώσουμε την «Παράδοση των Καταπιεσμένων», όπως την χαρακτήριζε ο Walter Benjamin, την κληρονομιά όλων των επικών νικών και τραγικών ηττών της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης μετά την έναρξή της τον Οκτώβριο του 1917 στη Ρωσία.   

Πάνω απ’ όλα, ο Μαρξ με την ιστορική υλιστική θεωρία της μετάβασης και την ανάπτυξη της διαλεκτικής ως άλγεβρας της Επανάστασης ανοίγει ένα ορίζοντα του μέλλοντος, το μέλλον μιας εν τέλει απελευθερωμένης ανθρωπότητας. Ο Μαρξ δεν ήταν μάντης ή αστρολόγος· μισεί, όπως είπε, να προετοιμάζει συνταγές για τις κουζίνες του μέλλοντος. Αλλά αυτό ήταν μια πολεμική επίθεση εναντίον του αφηρημένου Ουτοπισμού, όπως εξήγησε ο Ernst Bloch, όχι μια απόρριψη μιας συγκεκριμένης Ουτοπίας, που πραγματώνει πάνω στη Γη και μέσα στο Σύμπαν τις βαθύτερες απαιτήσεις, προσδοκίες και όνειρα για απελευθέρωση όλων των διαδικασιών της Ζωής.  

Ο Λένιν, ο πιο ρεαλιστής επαναστάτης, παράθετε το ποίημα του Nεκράσοφ και επέμενε: Πρέπει να ονειρευόμαστε. Να ονειρευόμαστε το μέλλον. Και ο Καρλ Μαρξ, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ανήκει στο μέλλον. 

15 Μαΐου 2018

Mετάφραση Γιαν. Σιμ.