του Osvaldo Coggiola

Στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο πόλεμος μεταξύ Αγγλίας και Μπόερς, ο Ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος και η ρωσική επανάσταση του 1905, ήταν το σημάδι ότι η εποχή της ειρηνικής ανάπτυξης του καπιταλισμού έφτασε στο τέλος και ότι ήταν απαραίτητο να προετοιμαστεί το μαχητικό προλεταριάτο για μια νέα εποχή – που απαιτούσε μια νέα πολιτική.

Οι περισσότεροι σοσιαλιστές δεν μπόρεσαν να το καταλάβουν. Τότε άρχισε να δημιουργείται μια αριστερή πτέρυγα της Σοσιαλιστικής Διεθνούς (ή Δεύτερης Διεθνούς), της οποίας θα ηγούνταν οι Μπολσεβίκοι και η αριστερά της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, με επικεφαλής τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Καρλ Λίμπκνεχτ.

Η επικείμενη ένοπλη σύγκρουση καταγγέλθηκε ακόμη και από ρεύματα της μπουρζουαζίας, αλλά εναπόκειτο στις εργατικές οργανώσεις να επιμείνουν για τον κίνδυνο που δημιουργούσε η Ευρωπαϊκή στρατιωτική αστάθεια. Από τις αρχές του 20ου αιώνα πολλαπλασιάστηκαν οι περιφερειακές συγκρούσεις, που αντανακλούσαν τα συμφέροντα των μεγάλων καπιταλιστικών εθνών: το ζήτημα της Ταγγέρης (Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η γεωγραφική θέση της Ταγγέρης κοντά στα στενά του Γιβραλτάρ τη μετέτρεψε σε κέντρο ευρωπαϊκού διπλωματικού και εμπορικού ανταγωνισμού στο Μαρόκο. Ο πληθυσμός της έφτασε τους 40.000 κατοίκους, εκ των οποίων οι μισοί ήταν Μουσουλμάνοι και οι υπόλοιποι Εβραίοι και Ευρωπαίοι, κυρίως Ισπανοί. Η πόλη βρισκόταν υπό την επιρροή της Γαλλίας και το 1905 ο Κάιζερ Γουλιέλμος Β’ προκάλεσε διεθνή κρίση, που παραλίγο να οδηγήσει σε πόλεμο τη Γερμανία με τη Γαλλία, υποστηρίζοντας ανοιχτά την ανεξαρτησία του Μαρόκου. Πηγή wikipedia), το Βαλκανικό ζήτημα, το αποικιακό ζήτημα στην Αφρική και την Ασία. Τα διεθνή σοσιαλιστικά συνέδρια καταδίκασαν την ιμπεριαλιστική επέκταση. Για παράδειγμα, για την Ρόζα Λούξεμπουργκ, «οι πόλεμοι μεταξύ των καπιταλιστικών κρατών είναι συνήθως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού τους στην παγκόσμια αγορά, καθώς κάθε κράτος όχι μόνο τείνει να εξασφαλίζει αγορές, αλλά και να αποκτά νέες, κυρίως μέσω της υποδούλωσης ξένων λαών και την κατάκτηση των εδαφών τους. Οι πόλεμοι ευνοούνται από τις εθνικιστικές προκαταλήψεις που συστηματικά καλλιεργούνται προς το συμφέρον των αρχουσών τάξεων για να αποξενώσουν την προλεταριακή μάζα από τα καθήκοντα της διεθνούς αλληλεγγύης. Επομένως, αποτελούν την ουσία του καπιταλισμού και θα σταματήσουν μόνο με την εξαφάνιση του καπιταλιστικού συστήματος».

Τον Αύγουστο του 1907 πραγματοποιήθηκε το Συνέδριο των Σοσιαλιστών στην Στουτγάρδη, στο οποίο άρχισε να καταρρέει η εύθραυστη αντιρεφορμιστική πλειοψηφία της Διεθνούς. Το πρόβλημα του επικείμενου πολέμου άρχισε να αποτελεί το επίκεντρο της διεθνούς ατζέντας. Την ίδια χρονιά, η Διάσκεψη Ειρήνης της Χάγης των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων είχε αποτύχει εντελώς. Η γερμανική αυτοκρατορική κυβέρνηση είχε απορρίψει τις «δημοκρατικές» προτάσεις της Αγγλίας για περιορισμό των εξοπλισμών. Ο Αγγλικός ιμπεριαλισμός, που κυριαρχούσε στον κόσμο, υπερασπίστηκε το status quo ante: ο αστικός πασιφισμός ήταν το όπλο των παγκόσμιων εξερευνητών να διατηρήσουν την κυριαρχία τους. Η αποτυχία της Χάγης προκάλεσε μια μανιώδη καμπάνια στην Αγγλία για κατασκευή πολεμικών πλοίων, η οποία ξεκίνησε άμεσα. Η Ρωσία, μετά την ήττα της στην Ιαπωνία το 1905, ήταν εκτός μάχης, αλλά η Γαλλία και η Αγγλία υποστήριξαν τη Ρωσία με οικονομικά μέσα για να διευκολύνουν το πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων του Υπουργού Στολύπιν. Αυτό φάνηκε να προβλέπει τα μελλοντικά μπλοκ της Τριπλής Συμμαχίας και της Αντάντ.

Στο ίδιο το Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Στουτγάρδης η συζήτηση για το αποικιακό ζήτημα ήταν αποκαλυπτική. Ένα τμήμα της Γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας (Vollmar και David) δεν δίστασε να αυτοχαρακτηριστεί ως «σοσιαλιμπεριαλιστικό»: ο Ολλανδός ηγέτης των σοσιαλιστών Van Kol επίσης δήλωσε ότι η αντιαποικιακή στάση των προηγούμενων σοσιαλιστικών συνεδρίων δεν εξυπηρετούσε κανένα σκοπό και ότι οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να αναγνωρίσουν την αδιαμφισβήτητη ύπαρξη αποικιακών αυτοκρατοριών και να υποβάλουν συγκεκριμένες προτάσεις για τη βελτίωση της μεταχείρισης των αυτοχθόνων πληθυσμών, την χρήση των φυσικών πόρων και την εκμετάλλευσή τους προς όφελος του λαού και ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής.

Η επιτροπή του Συνεδρίου που ήταν επιφορτισμένη με το «αποικιακό ζήτημα» δήλωσε: «Το Συνέδριο δεν απορρίπτει θεωρητικά καμία αποικιοκρατική πολιτική η οποία, υπό ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, μπορεί να προσφέρει μια πολιτιστική επιρροή». Ο Λένιν αποκάλεσε τη θέση αυτή “τερατώδη” και, με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, παρουσίασε μια αντι-αποικιοκρατική πρόταση. Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αποτέλεσε ένα δείγμα της διαίρεσης μεταξύ των σοσιαλιστών: η αποικιοκρατική θέση απορρίφθηκε με 128 ψήφους έναντι 108. Ας εξετάσουμε τώρα τον μετέπειτα προβληματισμό του Λένιν αναφορικά με το Συνέδριο: «Στην περίπτωση αυτή υπήρξε η εμφάνιση ενός αρνητικού χαρακτηριστικού τού ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος, ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημιά στην υπόθεση του προλεταριάτου. Η τεράστια αποικιακή πολιτική οδήγησε, εν μέρει, το ευρωπαϊκό προλεταριάτο σε μια κατάσταση όπου δεν είναι η εργασία τους που συντηρεί ολόκληρη την κοινωνία, αλλά η εργασία των σχεδόν παντελώς υποταγμένων γηγενών πληθυσμών των αποικιών. Η Αγγλική αστική τάξη, π.χ., αποκομίζει περισσότερα έσοδα από εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στην Ινδία και τις άλλες αποικίες της παρά από τους Άγγλους εργάτες. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν σε ορισμένες χώρες μια ουσιαστική βάση, μια οικονομική βάση, για να μολυνθεί με αποικιακό σοβινισμό το προλεταριάτο αυτών των χωρών».

Οι διαφωνίες ήταν μέρος των κινήτρων που θα οδηγούσαν τελικά σχεδόν όλα τα κόμματα της Δεύτερης Διεθνούς να υιοθετήσουν μια σοσιαλιμπεριαλιστική (φιλοϊμπεριαλιστική) θέση το 1914. Στην πραγματικότητα, οι διαφωνίες σχετικά με το αποικιακό ζήτημα ήταν μια πτυχή της γενικότερης διαφωνίας σχετικά με τη στάση που πρέπει να υιοθετηθεί ενόψει ενός πολέμου μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων. Σύμφωνα με τον Άγγλο ιστορικό του εργατικού κινήματος, Γ. Δ. Χ. Κολ: «Ο πόλεμος, όταν ξέσπασε, έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως ευκαιρία για την πλήρη καταστροφή του καπιταλισμού μέσω της παγκόσμιας επανάστασης. Η επιμονή αυτή αντιστοιχούσε σε αυτό που είχε καθιερωθεί στη γνωστή τελική παράγραφο του ψηφίσματος της Στουτγάρδης, που εγκρίθηκε το 1907 από τη Δεύτερη Διεθνή, υπό την επιμονή του Λένιν και της Ρόζας Λούξεμπουργκ και κατά της αρχικής αντιπολίτευσης των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, που την αποδέχτηκαν μόνο υπό πίεση. Αλλά η πολιτική που έγινε δεκτή επιφανειακά δεν ήταν ποτέ η πολιτική των κομμάτων της Διεθνούς και η ρήξη της διεθνούς το 1914 την τερμάτισε, αναφορικά τουλάχιστον με τις πλειοψηφίες των κύριων κομμάτων των εμπόλεμων χωρών».

Με τον παγκόσμιο πόλεμο, ήρθε η ώρα της αλήθειας και για το μοναδικό Λατινοαμερικανικό Σοσιαλιστικό κόμμα που ήταν “παρών” στο συνέδριο της Στουτγάρδης, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Αργεντινής (PSA). Ο εκπρόσωπος του PSA Μανουέλ Ουγκάρτε ψήφισε την αντι-αποικιοκρατική κίνηση του Λένιν, αλλά λίγα χρόνια αργότερα εκδιώχθηκε από το Κόμμα με την κατηγορία του εθνικισμού. Το σχόλιο που διατυπώθηκε από τον επικεφαλής ηγέτη του PSA Juan B. Justo για την αντι-αποικιοκρατική απόφαση της Στουτγάρδης ήταν: «Οι διεθνείς σοσιαλιστικές δηλώσεις σχετικά με τις αποικίες, εκτός από μερικές φράσεις για τη μοίρα των ντόπιων, περιορίστηκαν σε αναίτιες και στείρες αρνήσεις. Δεν αναφέρονται ούτε στην ελευθερία του εμπορίου, η οποία θα ήταν η καλύτερη εγγύηση για τους ντόπιους, και θα εξαφάνιζε το αποικιακό ζήτημα». Για το PSA, το κεντρικό αίτημα ήταν το ελεύθερο εμπόριο εναντίον κάθε προστατευτικού φραγμού (με το πρόσχημα ότι ένα τέτοιο μέτρο θα καθιστούσε τα αγαθά φθηνότερα, προς όφελος των εργαζομένων). Το PSA θα κατέληγε ως άμεσος σύμμαχος του ιμπεριαλισμού στην Αργεντινή.

Το Συνέδριο της Στουτγάρδης έδωσε προτεραιότητα στα πρακτικά ζητήματα της σοσιαλιστικής δράσης για την αποτροπή του πολέμου παρά στη θεωρητική διαμάχη (σχετικά με τον «ρεβιζιονισμό») που ήγειραν οι Bernstein και Kautsky. Το συνέδριο γιορτάστηκε στη γερμανική επικράτεια, δημιουργώντας όμως φόβους ανάμεσα στους σοσιαλιστές, για τον κατασταλτικό χαρακτήρα της αυτοκρατορικής κυβέρνησης της Γερμανίας. Φάνηκε ότι σε περίπτωση πολέμου οι εργατικές τάξεις της Γαλλίας και της Ρωσίας θα προκαλούσαν πολύ περισσότερα προβλήματα στις κυβερνήσεις τους από ό,τι θα προκαλούσε το γερμανικό προλεταριάτο στην «αυτοκρατορική» κυβέρνησή “του”. Τέσσερις πολιτικές θέσεις για τον πόλεμο εκφράστηκαν στο συνέδριο. Οι Vaillant και Jaures, αντιπροσώπευαν την πλειοψηφία του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Jules Guesde τη μειοψηφία του ίδιου κόμματος, ο Bebel εκπροσωπούσε το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα και ο Γκουστάβ Χέρβ την άκρα αριστερά του γαλλικού σοσιαλισμού.

Οι VaiIlant και Jaurès υπερασπίστηκαν τη χρήση της γενικής απεργίας, συμπεριλαμβανομένης της ένοπλης αντίστασης σε περίπτωση πολέμου, αλλά εξέφρασαν επίσης τη νομιμότητα της υπεράσπισης μιας χώρας σε περίπτωση επιθετικότητας μιας άλλης. Ο Guesde ήταν αντίθετος σε κάθε αντιμιλιταριστική εκστρατεία που απομάκρυνε την εργατική τάξη από τον θεμελιώδη στόχο της: να καταλάβει την πολιτική εξουσία για να απαλλοτριώσει τους καπιταλιστές και να κοινωνικοποιήσει την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Ο Guesde είχε ήδη ανακηρυχθεί ουδέτερος στην  πρόσφατη [τότε] Υπόθεση Ντρέϋφους.

Ο Μπέμπελ, μετά από μια θεωρητική δήλωση σχετικά με τις ρίζες του πολέμου, θεώρησε ότι ήταν καθήκον των εργαζομένων και των κοινοβουλευτικών εκπροσώπων τους να πολεμήσουν εναντίον των πολεμικών εξοπλισμών και να αρνηθούν οποιαδήποτε οικονομική υποστήριξη. Ωστόσο, τάχθηκε επίσης υπέρ μιας δημοκρατικής οργάνωσης του συστήματος εθνικής άμυνας. Εν όψει της απειλής του πολέμου, πρέπει να καταβληθεί κάθε δυνατή προσπάθεια για την αποφυγή του, χρησιμοποιώντας τα πιο αποτελεσματικά μέσα και, σε περίπτωση συνεχιζόμενων συγκρούσεων, να αγωνιστούμε για το ταχύτερο τερματισμό του. Αλλά δεν είπε πώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μπέμπελ δήλωσε πως η γερμανική κυβέρνηση δεν θέλει πόλεμο και ότι κάθε πρόσκληση για λιποταξία θα προκαλέσει καταστολή εκ μέρους της κυβέρνησης που θα φέρει το τέλος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Ως εκ τούτου, η ασάφεια δέσποζε στις κύριες θέσεις των σοσιαλιστών. Το ψήφισμα για τον πόλεμο βασίστηκε στην πρόταση του Αυγούστου Μπέμπελ, που δήλωσε ότι «οι πόλεμοι αποτελούσαν την ουσία του καπιταλισμού και θα σταματούσαν μόνο με το τέλος του» και ότι «οι εργαζόμενοι ήταν τα κύρια θύματα της σύγκρουσης, επομένως οι φυσικοί εχθροί του».

Το αντιπολεμικό ψήφισμα που πρότειναν ο Λένιν, η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο αριστερός Μενσεβίκος Μάρτοφ δήλωνε: «Αν ξεσπάσει ο πόλεμος, οι σοσιαλιστές έχουν καθήκον να παρέμβουν για να τον σταματήσουν άμεσα και να αξιοποιήσουν την οικονομική κρίση με όλη τους τη δύναμη, καθώς και την πολιτική που γεννά ο πόλεμος, για να κινητοποιήσουν τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα και να προκαλέσουν την πτώση του καπιταλισμού». Σε εκείνο το συνέδριο, το κείμενο αυτό πέρασε ως συμβιβασμός μεταξύ των αδιάλλακτων θέσεων των Γάλλων αντιπροσώπων, οι οποίοι πρότειναν τη γενική απεργία ως συγκεκριμένο μέσο για την καταπολέμηση του πολέμου και των Γερμανών αντιπροσώπων οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην πρόταση αυτή. Αλλά, σύμφωνα με τον Λένιν, που ήταν παρών στο συνέδριο, τα ψηφίσματα “δεν περιείχαν συγκεκριμένες ενδείξεις ως προς το ποια θα πρέπει να είναι τα καθήκοντα του προλεταριακού αγώνα”. Κάποιος θα μπορούσε ήδη να αισθανθεί ότι λίγοι ήταν πραγματικά πρόθυμοι να πάρουν στα σοβαρά τις συνέπειες του ψηφίσματος.

Σύμφωνα με τον Άρθουρ Ρόζενμπεργκ, «τα σοσιαλιστικά κόμματα μιλούσαν μόνο για την ειρήνη και την αδελφότητα μεταξύ των λαών κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ευθυγραμμίστηκαν με κάθε πολιτική εθνικής εξουσίας, η οποία τους απομόνωσε σαφώς από τα υπόλοιπα λαϊκά στρώματα. Η ατυχής αντίθεση ανάμεσα στη σοσιαλιστική μειονότητα και τη λεγόμενη “αστική” πλειοψηφία του έθνους πήρε ιδιαίτερη σημασία από το γεγονός ότι οι σοσιαλιστές ήταν “αντι-εθνικιστές” ενώ οι αστοί ήταν “εθνικιστές”. Και στο βαθμό που το εθνικό συναίσθημα είναι, την κατάλληλη στιγμή, ένα απίστευτα ισχυρό όπλο στον πολιτικό αγώνα, οι σοσιαλιστές βρέθηκαν να χάνουν το έδαφος κάτω από τα πόδια τους και θα γνώριζαν πολύ σοβαρές ήττες. Στην πραγματικότητα, το εθνικό κίνημα σέρνει μαζί του, την κρίσιμη στιγμή, όχι μόνο τις μεσαίες τάξεις, αλλά και την πλειοψηφία των εργαζομένων. Ο αφηρημένος πασιφισμός δεν έχει δύναμη ανθεκτικότητας όταν διακυβεύεται πραγματικά η ζωή του έθνους. Η επαναστατική δημοκρατία της περιόδου 1848 θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το εθνικό αίσθημα. Αντίθετα, η Δεύτερη Διεθνής βρέθηκε σχεδόν σε κάθε χώρα σε μια απομόνωση στην οποία η επαγγελματική ιδεολογία και ο πασιφισμός των εργαζομένων αποτελούσαν θέσεις που προορίζονταν να νικηθούν. Το ξέσπασμα του παγκοσμίου πολέμου και, στη συνέχεια, η νίκη του φασισμού στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες κατέδειξαν σύντομα αυτή την κατάσταση. Το Διεθνές Συνέδριο, που διεξήχθη στην Κοπεγχάγη το 1910, τάχθηκε εναντίον των Τσέχων σοσιαλιστών, οι οποίοι στη συνέχεια ευθυγραμμίστηκαν υπέρ της αμυντικής πολιτικής τής εθνικότητάς τους. Η ιστορία όμως έδωσε το λόγο στους Τσέχους αυτονομιστές».

Η Σοσιαλιστική Διεθνής φαινόταν να συμφωνεί με την αστική φιλελεύθερη δημοκρατία στα μεγάλα διεθνή προβλήματα. Και οι δύο ήταν υπέρ της ευρωπαϊκής ειρήνης, του ελεύθερου εμπορίου, της καθολικής ψηφοφορίας, των κοινοβουλευτικών θεσμών, της κοινωνικής πολιτικής και της προστασίας των εργαζομένων και σε αντίθεση με το μονοπώλιο του κεφαλαίου και των τραστ. Υπάρχει κάτι πιο εύκολο από μια συμμαχία μεταξύ των φιλελεύθερων δημοκρατών και των σοσιαλιστών ενάντια στον ιμπεριαλισμό; Ακόμη και στο σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα σχηματίστηκε μια ομάδα που ισχυρίστηκε ότι συμφωνούσε με μια τέτοια πρωτοβουλία: αυτή των ρεβιζιονιστών. Ζήτησαν από τη Σοσιαλιστική Διεθνή να εγκαταλείψει τα κενά επαναστατικά συνθήματα και να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα, να αναζητήσει πρακτικά αποτελέσματα πάνω στη βάση της αστικής δημοκρατία και της κοινωνικής πολιτικής και να δεχθεί με χαρά τη συνεργασία με οποιοδήποτε πρόθυμο σύμμαχο κ.ο.κ.

Κατά το συνέδριο που πραγματοποιήθηκε μετά την Στουτγάρδη, στην Κοπεγχάγη (1910), ενισχύθηκαν περαιτέρω οι ρεφορμιστικές θέσεις και το πρόβλημα της διατήρησης της ειρήνης μετατράπηκε σε ζήτημα κοινοβουλευτικής πίεσης, σε βάρος της μαζικής κινητοποίησης και της προετοιμασίας του επαναστατικού αγώνα. Η διεθνής κατάσταση επιδεινώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1910, τροφοδοτούμενη από ενδοϊμπεριαλιστικές αντιφάσεις μέσω της μαροκινής κρίσης (1911), η οποία οδήγησε σχεδόν σε έναν πόλεμο μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, τον Ιταλο-Τουρκικό πόλεμο (1911), τον Βαλκανικό πόλεμο (1912). Αυτά ήταν οι προάγγελοι του επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου που θα σάρωνε τελικά την Ευρώπη τα επόμενα χρόνια.

Στο συνέδριο, το θέμα της γενικής απεργίας ξαναμπήκε στην ημερήσια διάταξη, με πρόταση του Γάλλου Vaillant, που συνεργαζόταν με τον Άγγλο Keir-Hardie: «Μεταξύ των μέσων πρόληψης και αποτροπής του πολέμου, το Συνέδριο θεωρεί τη γενική απεργία των εργατών ιδιαίτερα αποτελεσματική». Αποφασίστηκε όμως να αναβληθεί η απόφαση και να συνεχιστεί η συζήτηση στο επόμενο συνέδριο στη Βιέννη, το οποίο είχε προγραμματιστεί για το 1913. Ο Jean Jaurès εισήγαγε μια τροπολογία ζητώντας “την οργάνωση της γενικής απεργίας ταυτόχρονα και διεθνώς”.

Το 1912, εν μέσω του επικείμενου πολεμικού κλίματος, πραγματοποιήθηκε στην Βασιλεία ένα έκτακτο σοσιαλιστικό συνέδριο, το οποίο έλαβε το χαρακτήρα αντιπολεμικής διαδήλωσης. Οι ομιλίες εναντίον των πολεμικών προετοιμασιών ήταν μεν εύγλωττες, αλλά χωρίς ουσιαστικές προτάσεις. Συζητήθηκε η χρήση “όλων των κατάλληλων μέσων” σε περίπτωση ξεσπάσματος πολεμικής σύγκρουσης αλλά και ο φερόμενος “φόβος των κυρίαρχων τάξεων για την προλεταριακή επανάσταση, ότι οποιοσδήποτε πόλεμος θα μπορούσε να είναι επικίνδυνος γι’ αυτούς. Ας θυμηθούμε ότι ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος πυροδότησε την επαναστατική έκρηξη της Κομμούνας”.

Ο ισχυρός άνδρας του Ευρωπαϊκού σοσιαλιστικού κινήματος μετά το θάνατο του Αυγούστου Μπέμπελ το 1913 ήταν ο Ζαν Ζωρές. Η διατήρηση της ειρήνης, η οποία όπως γνώριζε ο Jaurès  απειλείτο από τις ενδοκαπιταλιστικές αντιπαλότητες, ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία του εδώ και χρόνια. Στη γαλλική Βουλή των Αντιπροσώπων, ο Jaurès σε μια πασίγνωστη ομιλία του  διατύπωσε μια φράση που έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο: “Ο καπιταλισμός φέρνει μέσα του τον πόλεμο, όπως τα σιωπηλά σύννεφα φέρνουν την καταιγίδα”. Ο Jaurès ήταν πεπεισμένος ότι η ένωση του διεθνούς προλεταριάτου θα ήταν ικανή να εξαλείψει “αυτόν τον φρικτό εφιάλτη”. Δύο ημέρες πριν από τη δολοφονία του, στις 29 Ιουλίου 1914, την ημέρα διεθνούς δράσης κατά του πολέμου, στο Royal Cirque de Brussels, είχε δηλώσει: “Ξέρετε τι είναι το προλεταριάτο; Είναι μάζες ανθρώπων που συλλογικά αγαπούν την ειρήνη και όχι τη φρίκη του πολέμου”.

Στις 28 Ιουνίου 1914 δολοφονήθηκε στο Σεράγεβο ο Αρχιδούκας Φρανκίσκος Φερδινάνδος, διάδοχος του αυστρο-ουγγρικού θρόνου. Οι δολοφόνοι του ήταν Σέρβοι εθνικιστές. Η Αυστρία κήρυξε πόλεμο κατά της Σερβίας στις 28 Ιουλίου. Την ίδια ημέρα η Ρωσία παρενέβη στη σύγκρουση υπερασπιζόμενη την απειλούμενη Σερβία. Τότε ήρθε η σειρά της Γαλλίας να ταχθεί υπέρ της Ρωσίας και της Γερμανίας υπέρ της Αυστρο-Ουγγαρίας. Στις 4 Αυγούστου, η Αγγλία εισήλθε στη σύγκρουση κηρύσσοντας πόλεμο στη Γερμανία και την Αυστρο-Ουγγαρία. Ήταν η αρχή του μεγαλύτερου πολέμου που είχε δει η ανθρωπότητα μέχρι τότε. Στις 29 Ιουλίου συνεδρίασε εκτάκτως η Εκτελεστική Επιτροπή της Διεθνούς Επιτροπής (της Δεύτερης Διεθνούς). Σε αυτή τη συνεδρίαση, ο Γερμανός εκπρόσωπος επικύρωσε τις προηγούμενες θέσεις της Διεθνούς, οι οποίες ήταν αντίθετες στη γερμανική παρέμβαση, και ότι το κόμμα δεν θα ψήφιζε τις πιστώσεις πολέμου. Ακόμα την 1η Αυγούστου, στο συνέδριο του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Γερμανός εκπρόσωπος επανέλαβε τις αντιπολεμικές του θέσεις. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Οι μάζες των εργαζομένων και το Σοσιαλιστικό Κόμμα κυριαρχούνταν σταδιακά από το σοβινιστικό πνεύμα.

Την επομένη της επίθεσης στο Σεράγεβο, το Γερμανικό SPD συναντήθηκε για να εξετάσει τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για το Διεθνές Συνέδριο που θα διεξαγόταν στις 23 Αυγούστου 1914. Αποφάσισε να ζητήσει να συνεδριάσει το Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο (BSI). Οι Αυστριακοί Σοσιαλδημοκράτες απάντησαν ότι δεν ήταν απαραίτητο, ότι η κατάσταση δεν ήταν ανησυχητική και ότι οι ανησυχίες των Γερμανών Σοσιαλιστών ήταν αβάσιμες…

Το συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς αναβλήθηκε έως τις 28-29 Αυγούστου 1914 και δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ: στις 31 Ιουλίου, ο Jaures δολοφονήθηκε. Στις 3 Αυγούστου ξέσπασε ο πόλεμος. Στις 4 Αυγούστου, προς έκπληξη πολλών επαναστατών, συμπεριλαμβανομένου του Λένιν, οι Γερμανοί σοσιαλιστές βουλευτές του Ράιχσταγκ ψήφισαν (με εξαίρεση τον Karl Liebknecht και τον Otto Rühle) υπέρ των πολεμικών πιστώσεων. Οι περισσότεροι Γερμανοί σοσιαλιστές έβαλαν ταφόπετρα στο επαναστατικό και διεθνιστικό παρελθόν τους. Το 1914, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία ήταν ισχυρή. Με προϋπολογισμό δύο εκατομμυρίων μάρκων, είχε πάνω από ένα εκατομμύριο μέλη, παρόλο που είχε γνωρίσει ισχυρή καταστολή από το γερμανικό αυτοκρατορικό καθεστώς. Ήταν η νίκη του δεξιού ρεαλισμού, του οπορτουνισμού: «Από τις 4 Αυγούστου», έγραψε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, «η Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία ήταν ένα πτώμα που ζέχνει».

Οι Γάλλοι σοσιαλιστές, από τη μεριά τους, συμπαρατάχθηκαν με τη γαλλική αστική τάξη “προς υπεράσπιση της απειλούμενης πατρίδας”. Το ίδιο έκαναν και οι Αυστρο-Ούγγροι, οι Βέλγοι και οι Άγγλοι. Ακόμη και ο Πλεχάνοφ, ο πατέρας του Ρωσικού Μαρξισμού, προσχώρησε σε σοσιαλ-πατριωτικές θέσεις. Σε αρκετές χώρες, οι Σοσιαλιστές σχημάτισαν πολιτικές συμμαχίες και η κυβέρνηση σχημάτισε ομάδες και κυβερνητικά μπλοκ με την αντίστοιχη ιμπεριαλιστική μπουρζουαζία “τους”. Ο πόλεμος αποκάλυψε τα όρια των παλαιών κατευθύνσεων: “Η Δεύτερη Διεθνής είναι νεκρή, ηττήθηκε από τους οπορτουνιστές”, δήλωσε ο Λένιν, ηγέτης του επαναστατικού τμήματος του Ρωσικού και διεθνούς σοσιαλισμού.

Όχι μόνο δεν προκλήθηκε η γενική απεργία, αλλά η εργατική τάξη, σαστισμένη και απροστάτευτη, έβλεπε τους ηγέτες της να ευθυγραμμίζονται με την πολεμική πολιτική της αστικής τάξης και να υποστηρίζουν την «ιερή ένωση». Στη Γαλλία, ο κύριος ιδρυτής του μαρξιστικού σοσιαλισμού, Jules Guesde, έγινε μέλος της κυβέρνησης, και ο Leon Jouhaux, αρχηγός του συνδικαλιστικού κινήματος, της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργαζομένων (CGT), ανακοίνωσε την προσχώρησή του στην υπόθεση του πολέμου, αποποιούμενος τις προηγούμενες θέσεις του, στην ομιλία του στην κηδεία του Jaurès, μπροστά στον ακόμα ανοικτό τάφο του μεγάλου εχθρού του πολέμου… Ακριβώς την ίδια γραμμή ακολούθησαν και οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες βουλευτές που ψήφισαν στο Κοινοβούλιο τις πολεμικές πιστώσεις, ευθυγραμμιζόμενοι με την φιλοπόλεμη πολιτική του Γουλιέλμου του II.

Μόνο μια μικρή μειοψηφία δεν υποτάχθηκε και κράτησε, παρά την καταστολή, ψηλά τη σημαία του διεθνισμού: στη Γαλλία, μια χούφτα μαχητών γύρω από τον Alfred Rosmer, φίλο του Λεόν  Τρότσκι, μερικοί στη Γερμανία, με τον βουλευτή Καρλ Λίμπκνεχτ να υπερασπίζεται το σύνθημα: “ο εχθρός είναι μέσα στη δική μας χώρα”. Η υποταγή κάθε κόμματος στην κυβέρνηση της δικής του αστικής εξουσίας οδήγησε στην εξαφάνιση της Διεθνούς. Ο Λένιν προσπάθησε να κατανοήσει τους λόγους της πτώχευσής της και βάσει αυτής της ανάλυσης να αποσαφηνίσει τις θέσεις των Μαρξιστών στον πόλεμο: Ο καπιταλισμός εισήλθε, στα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, σε μια μακρά ιστορική περίοδο. Η εξέλιξή του προς τον ιμπεριαλισμό είχε ανοίξει “την εποχή των πολέμων και των επαναστάσεων”. Επιστρέφοντας στο συμπέρασμα του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος, «Οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα», ο Λένιν σημείωσε ότι ο πόλεμος δεν αφορούσε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και η τελευταία δεν είχε κανένα κοινό συμφέρον με την αστική τάξη. Προειδοποίησε για τις αυταπάτες που θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, ότι οι συγκρούσεις θα μπορούσαν να αποφευχθούν μέσω της διεθνούς διαιτησίας. Μόνο η εξάλειψη των αιτίων του πολέμου θα μπορούσε να οδηγήσει στην ειρήνη και αυτά τα αίτια ήταν γνωστά: η ίδια η ύπαρξη του καπιταλισμού. Τη στιγμή αυτή, όπου ένας από τους όρους της εναλλακτικής προοπτικής της βαρβαρότητας ή του σοσιαλισμού ήδη έχει εμφανιστεί, μόνο η επανάσταση θα μπορούσε να αντιπαρατεθεί στον πόλεμο.

Το 1915, στη βασιλική φυλακή της Πρωσίας, όπου φυλακίστηκε για τις αντιμιλιταριστικές δραστηριότητές της, η Ρόζα Λούξεμπουργκ στιγμάτισε επίσης τη συνθηκολόγηση του γερμανικού σοσιαλισμού που ψήφισε για τις πολεμικές πιστώσεις και υπερασπίστηκε μια θέση παρόμοια με εκείνη του Λένιν, στο φυλλάδιο της Η Κρίση της Σοσιαλδημοκρατίας: “Τα εθνικά συμφέροντα δεν είναι τίποτα άλλο από ένα μυστήριο που αποσκοπεί στο να θέσει τις εργατικές μάζες στην υπηρεσία του θανάσιμου εχθρού τους: του ιμπεριαλισμού”.

Η παγκόσμια ειρήνη δεν μπορεί να διατηρηθεί με ουτοπικά ή καθαρά αντιδραστικά σχέδια, όπως τα διεθνή δικαστήρια των καπιταλιστών διπλωματών, οι διπλωματικές συμβάσεις για τον “αφοπλισμό”, η “ελευθερία των θαλασσών”, η κατάργηση του δικαιώματος κατάκτησης, “ευρωπαϊκές πολιτικές συμμαχίες”, “τελωνειακές ενώσεις στην Κεντρική Ευρώπη”, “εθνικά στρατόπεδα” κ.λπ. Το σοσιαλιστικό προλεταριάτο δεν μπορεί να παραιτηθεί από τον ταξικό αγώνα και τη διεθνή αλληλεγγύη, ούτε οποιαδήποτε στιγμή από την ειρήνη και τον πόλεμο: Αυτό θα ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. (…) Ο απώτερος στόχος του σοσιαλισμού θα επιτευχθεί από το διεθνές προλεταριάτο μόνο εάν αντιμετωπίσει τον ιμπεριαλισμό σε όλες τις πτυχές του και καταστήσει το σύνθημα “πόλεμος κατά του πολέμου” τον κανόνα της συμπεριφοράς του όσον αφορά την πολιτική του πρακτική, αφιερώνοντας έτσι όλη του την ενέργεια και όλο του το θάρρος.

Ωστόσο, το εργατικό κίνημα ενδέχεται να μην καταφέρει να “τηρήσει” τις ιστορικές προθεσμίες και να μην μπορέσει να αποτρέψει το ξέσπασμα πολέμου. Σε αυτό δηλαδή που ακριβώς συνέβη, ο Λένιν, επιστρέφοντας στην κραυγή του Karl Liebknecht -“ο εχθρός είναι μέσα στη χώρα μας”- μίλησε για την ήττα της ίδιας της κυβέρνησης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εξηγώντας ότι η αδυναμία της ηττημένης εθνικής αστικής εξουσίας προσέφερε, για το προλεταριάτο, καλύτερες δυνατότητες ανάληψης της εξουσίας. Υπό αυτές τις συνθήκες, το σύνθημα της ειρήνης θα μπορούσε να γίνει επαναστατικό. Αυτή η στρατηγική ονομάζεται “επαναστατικός ντεφετισμός”. Η θέση της Rosa Luxembourg, “πόλεμος κατά του πολέμου”, πήρε την πιο ακριβή και οξεία μορφή με τον Λένιν και μετατράπηκε στο σύνθημα: “η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο πόλεμο ενάντια στη δική μας αστική τάξη”.

Ο προσανατολισμός των ηγετών της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, στα Συνέδρια που διεξήχθησαν μετά το 1907, ήταν οι εργάτες να προσπαθήσουν να αποφύγουν την εκδήλωση της σύγκρουσης στις χώρες τους. Αν αυτό δεν ήταν δυνατό, θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τον χρόνο για να επιταχύνουν την πτώση του καπιταλισμού. Ωστόσο, όταν ξεκίνησε ο Παγκόσμιος Πόλεμος το 1914, τα κύρια κόμματα που ανήκαν στη Δεύτερη Διεθνή υποστήριξαν τις αντίστοιχες κυβερνήσεις τους και, στο όνομα του εθνικισμού, υποστήριξαν την πολεμική επίθεση κάθε χώρας, προκαλώντας την κατάρρευση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Μόνο τα Ρώσικα, Σερβικά και Ουγγρικά κόμματα, πέρα από το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα -μαζί με μικρές ομάδες εντός άλλων κομμάτων- παρέμειναν πιστά στις αρχές που προηγουμένως διακήρυσσε η Διεθνής. Ο Λένιν αποκάλεσε τους σοσιαλδημοκράτες, «ρεφορμιστές» και «ρεβιζιονιστές», κήρυξε την «πτώχευση της Διεθνούς» και παρότρυνε τους επαναστάτες να ιδρύσουν μια νέα Διεθνή.

Οι λαοί, που μέχρι τότε υποτίθεται ότι ήταν ενωμένοι με το ίδιο ιδεώδες, αλληλοσφάζονταν στα πεδία των μαχών. Η μέχρι τώρα καθιερωμένη διαχωριστική γραμμή, βασισμένη στην ταξική πάλη, μετατοπίστηκε και βρέθηκε εκεί που αρχίζουν τα συμφέροντα των εμπόλεμων ιμπεριαλισμών. Η Δεύτερη Διεθνής κατέρρευσε, μετά από ένα τέτοιο σοκ. Στην πραγματικότητα, δεν προσπάθησε καν να πολεμήσει. Ο εθνικισμός και ο ρεβιζιονισμός την έδεσαν στενά με το υπάρχον καθεστώς, την έδεσαν στο άρμα του καπιταλισμού με το οποίο οδηγήθηκε στον πόλεμο.

 
Η συνθηκολόγηση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς πραγματοποιήθηκε κάτω από συνθήκες στις οποίες ο υποτιθέμενος «ρεαλισμός» των ηγετών της έκρυβε μια σχεδόν εθελοντική τύφλωση στην πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης. Πρόκειται για μια από τις χειρότερες φαντασιώσεις. Σύμφωνα με τον Georges Haupt, η συνεδρίαση του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου στις 29 – 30 Ιουλίου 1914 (παραμονές του πολέμου) αποκάλυψε ότι οι ηγέτες ήταν πεπεισμένοι πως ο πόλεμος ήταν αδύνατος και η κρίση θα είχε ειρηνικό αποτέλεσμα. Τις επόμενες εβδομάδες, μετά την κήρυξη του πολέμου, οι ηγέτες των Σοσιαλδημοκρατών εξέδωσαν μια δήλωση λέγοντας ότι είχαν καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για αποφύγουν τον πόλεμο χωρίς επιτυχία και έτσι έκλεισαν επ’ άπειρον το «σοσιαλιστικό» παράθυρο. Μιλάμε για την κατάρρευση τεσσάρων δεκαετιών πολιτικής δράσης και ενός τετάρτου του αιώνα ύπαρξης της Σοσιαλιστικής Διεθνούς. Η πόρτα για την ιμπεριαλιστική σφαγή είχε ανοίξει, μερικές φορές υπό “σοσιαλιστική” ευλογία. Μιλάμε για ιστορική απογοήτευση, όχι μιας, αλλά πολλών γενεών εργατών, διανοούμενων, μαχητών. Στα επόμενα χρόνια, μια ολόκληρη γενιά σοσιαλιστών, μαρξιστών και μη, αναλώθηκε στην προσπάθεια να ξεδιαλύνει τις κοινωνικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, ακόμα και πολιτιστικές αιτίες του όλου φαινομένου, μια προσπάθεια υπό την οποία διαμορφώθηκε η σύγχρονη σοσιαλιστική σκέψη και ο μαρξισμός. Και επίσης έχουμε προσπάθεια να ξεπεραστεί ουσιαστικά αυτή η “καταστροφή” ή η “προδοσία” σε όλα τα προαναφερθέντα σχέδια.

Ενάντια στην πρόγνωση του πιο μαχητικού μεταρρυθμιστή ηγέτη, του Jean Jaurès, “Ο πόλεμος θα είναι η αφετηρία για τη διεθνή επανάσταση”, επιβεβαιώθηκε η περιγραφή του Ότο Μπάουερ: “Η προλεταριακή επανάσταση δεν είναι ποτέ δυνατή στην έναρξη ενός πολέμου, όταν η συγκεντρωμένη δύναμη της κρατικής εξουσίας και όλη η δύναμη των απελευθερωμένων εθνικών παθών αντιτίθενται σε αυτή” . Ή, όπως είπε ο Τρότσκι στην αρχή του πολέμου: “Λίγο μετά την ανακοίνωση της στρατιωτικής κινητοποίησης, η σοσιαλδημοκρατία βρέθηκε ενώπιον της δύναμης μιας συγκεντροποιημένης εξουσίας, βασισμένης σε έναν ισχυρό στρατιωτικό μηχανισμό έτοιμο να γκρεμίσει, με τη βοήθεια όλων των αστικών κομμάτων και θεσμών, όλα τα εμπόδια που θα εμφανίζονταν στο δρόμο της”.

Μετάφραση Αρ. Μα.