
του Μιχάλη Μπαρμπαρέσου
Γίνεται κάποιος που ζει μια ζωή μπάρμπι, να κατανοήσει κάποιον που ζει μια ζωή μπάμπουσκα, πολλές ζωές μέσα σε μία; Μεξικό 1986, Αργεντινή εναντίον Αγγλίας, ο προημιτελικός των Φώκλαντ. Ο Ντιεγκίτο σκοράρει με το χέρι κι ενώ φεύγει αυτόματα προς την εξέδρα, ρίχνει ένα βλέμμα στους ψιλοσαστισμένους συμπαίκτες του, του στυλ ”πανηγυρίστε ηλίθιοι, θα μας πάρει χαμπάρι ο διαιτητής”. Τέσσερα λεπτά μετά, παίρνει την μπάλα πίσω απ’ τη σέντρα, ερμηνεύει στο χορτάρι τον Μπλεκ που κάνει τους Άγγλους στρατιώτες να κουτουλάνε μεταξύ τους, την στέλνει στα δίχτυα και η λέξη έκσταση χάνει για πάντα τη δύναμη της. Την επόμενη μέρα και όλες τις μέρες που την ακολούθησαν από τότε, ο πλανήτης έμεινε διχασμένος. Ο απατεώνας ή ο θεός; Σε κανένα μυαλό δε χωρούσε ένας θεός απατεώνας.

Είναι μάλλον αδύνατο να σκεφτεί κανείς πιο ταιριαστές πόλεις για να μεγαλουργήσει και να σταυρωθεί ο θεός απατεώνας, απ’ το Μπουένος Άιρες και τη Νάπολη. Λάσπες, νότες, φτώχεια, μέσες που σπάνε με χάρη, μαφιόζοι, ναρκωτικά, χαμίνια και κυρίες, αμαρτίες, λουλουδάτα φορέματα πάνω σε βέσπες, τραγιάσκες και σκοτεινιές. Και στο κέντρο αυτού του οργίου ο Μαραντόνα, με όλα του τα πρόσωπα, σαν σταυρουδάκι μέσα απ’ το ξεκούμπωτο πουκάμισο των πόλεων. Ο τύπος που φορούσε δύο ρόλεξ κάτω απ το τατουάζ του Τσε και χαστούκιζε τον εγκέφαλο μας, να φτάσει εκεί που δεν μπορεί.

Η μπάλα μας καψουρεύει τόσο, γιατί σπάνια μας κάνει τα κέφια. Χτυπάει στα δοκάρια, μπαίνει γκολ στο τέρμα μας, μας φεύγει λίγο στο κοντρόλ, βρίσκει στη λακκούβα κι αλλάζει πορεία. Δείχνει τόσο απλή και ταπεινή κι όμως μας αρρωσταίνει σα ναπολιτάνα νοικοκυρά που διαλέγει ντομάτες στο δρόμο. Σ’ αυτόν γιατί καθόταν γατούλα, γιατί χαϊδευόταν στα πόδια του όταν τον έβλεπε; Δεν ξέρω, πού να ξέρω εγώ. Αυτό που ξέρω είναι πως για πεντακόσια χρόνια ακόμα, σε κάθε αποτυχημένη ντρίπλα, θ’ ακούγεται το ίδιο σιχτίρισμα σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, “δώσε πάσα ρε παιδάκι μου, ο Μαραντόνα είσαι;”.
Θα γίνουν και θα γραφτούν τα πάντα αυτές τις μέρες, όλοι θα τεντωθούμε ν’ αγγίξουμε το ανέγγιχτο των πόθων μας. Αυτό μας ξυπνούσε ο Ντιεγκο. Από δω μια εικόνα για ένα φινάλε στο θεό απατεώνα μας. Το 2006, στα μεγάλα χάλια του, τον είχε φέρει ο Κόκκαλης στο Καραϊσκάκη. Του έδωσε κάτι φράγκα, έβαλε τη φανέλα και βγήκε στο χόρτο. Κοίταξα γύρω μου και για πρώτη φορά στη ζωή μου είδα αυτή την έκφραση σε εξέδρα γηπέδου: το χαζοχαρούμενο χαμόγελο των μεγάλων ερώτων…
