Μία ανθρώπινη ιστορία αξιοπρέπειας στη σύγχρονη εποχή του αμερικανικού εφιάλτη
της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου
Nomadland: Surviving America in the 21st Century (H Χώρα των Νομάδων: Επιβιώνοντας στην Αμερική του 21ου Αιώνα) είναι ο τίτλος του βιβλίου της συγγραφέως Τζέσικα Μπρούντερ που ενέπνευσε το σενάριο της Αμερικανοκινέζας σκηνοθέτριας Κλόι Ζάο για την ταινία της Nomadland, η οποία κέρδισε το Χρυσό Λέοντα της Βενετίας τον περασμένο Σεπτέμβριο και το Βραβείο Κοινού στο Τορόντο.
Η ταινία πραγματεύεται τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων στις ΗΠΑ, εκεί που το αμερικάνικο όνειρο εδώ και πολλά χρόνια έχει μετατραπεί σε εφιάλτη, οι οποίοι έχουν χάσει τα πάντα και επιβιώνουν περιφερόμενοι στην αχανή χώρα με αυτοκίνητα και φορτηγάκια που έχουν μετατρέψει σε αυτοσχέδια τροχόσπιτα, βρίσκοντας περιστασιακές δουλειές εδώ κι εκεί και ζώντας στην ουσία μέσα στην έρημο, δημιουργώντας κοινότητες αλληλεγγύης μεταξύ τους. Η ηρωΐδα της ταινίας Φερν, την οποία υποδύεται αξεπέραστα, η ιδανική για το ρόλο, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ («Οι τρεις πινακίδες»), γύρω στα 60 και έχοντας χάσει τον άντρα της, τη δουλειά της, το σπίτι της, αλλά καθόλου την αξιοπρέπειά της, τη στωικότητα και ένα μοναδικό εσωτερικό μεγαλείο, αναζητά σε ολόκληρη τη χώρα, μετακινούμενη διαρκώς από το Βορρά στο Νότο και από την Ανατολή στη Δύση μεροκάματα για να μπορέσει να επιβιώσει. Σε αυτή την πορεία συναντιέται με ολόκληρες μετακινούμενες κοινότητες ανθρώπων που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση. Γνωρίζονται μεταξύ τους, αναπτύσσοντας δίκτυα αλληλεγγύης, ζώντας σε διάφορες αυτοοργανωμένες κατασκηνώσεις και εφαρμόζοντας κάθε είδους τεχνική επιβίωσης, κυρίως μέσα στην αχανή έρημο, σε συνθήκες συχνά εξαιρετικά αντίξοες, μέσα στο χιόνι και το κρύο. Κυρίως άνθρωποι της τρίτης ηλικίας ή λίγο πριν, κυνηγώντας απελπισμένοι και το παραμικρό μεροκάματο, καθώς έχουν χάσει τη δουλειά τους εδώ και χρόνια και καμία πρόνοια δεν υπάρχει γι αυτούς. Η ταινία εκτυλίσσεται χωρίς δραματικές κορώνες και κορυφώσεις που επιδιώκουν να πυροδοτήσουν το θυμικό του θεατή, παρόλα αυτά το στομάχι σφίγγεται συχνά από ένα ήπιο ρεαλισμό που αρκεί χωρίς εξεζητημένα σκηνοθετικά ευρήματα να συγκινήσει και να προβληματίσει αυτόν που παρακολουθεί το ατέλειωτο ταξίδι της ηρωΐδας και των ανθρώπινων ιστοριών που μοιράζεται μαζί της.
Η σκηνοθέτρια Κλόι Ζόι με τη βοήθεια της πρωταγωνίστριας Φράνσις ΜακΝτόρμαντ ενσωματώνει με δεξιοτεχνικό τρόπο αληθινές ιστορίες, πραγματικών προσώπων, οι οποίοι με αξιοθαύμαστη φυσικότητα και αξιοπρέπεια ξετυλίγουν τις προσωπικές τους ιστορίες. Η ταινία κατ’ αυτόν τον τρόπο αποκτά χαρακτηριστικά ντοκυμαντέρ με τη μυθοπλασία να δένει εξαιρετικά αρμονικά με τις αληθινές ιστορίες και πρόσωπα.
Σε αυτή τη δυνατή αφήγηση δεν θα μπορούσε να πρωταγωνιστήσει καμία ηθοποιός ιδανικότερα από τη Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, η οποία διαθέτει εκφραστικά μέσα και εσωτερικότητα τόσο ισχυρά, ώστε η εικόνα της διαπερνά την οθόνη και γίνεται τόσο οικεία και συμπαθής στο θεατή, ώστε να σκέφτεται πώς είναι δυνατόν να μένει μόνος του ένας τέτοιος άνθρωπος. Μοναξιά που το σενάριο δείχνει να γίνεται από ένα σημείο και έπειτα «επιλογή» της περιπλανώμενης γυναίκας, με την έννοια ότι ο μόνος τρόπος να επιβιώσει είναι να προσαρμοστεί στην κατάσταση αυτή.
Η ταινία πέρα από τις αδιαμφισβήτητες τεχνικές αρετές της, καταπιάνεται με ένα θέμα που είναι αδύνατον να αφήσει ασυγκίνητο το θεατή, ο οποίος συνειδητοποιεί με το πιο γλαφυρό τρόπο την κατάρρευση της πάλαι ποτέ κραταιάς μητρόπολης του καπιταλισμού. Ο λαός ζει στην απόλυτη ένδεια και ανασφάλεια, ενώ η εργασία έχει απογυμνωθεί από κάθε έννοια ρύθμισης. Οι άνθρωποι ζουν μία βασανιστική, ατελείωτη προσωρινότητα, η οποία δεν τους επιτρέπει να δημιουργήσουν κανένα σταθερό δεσμό με κανένα, αφού καθένας πρέπει να κινείται διαρκώς για να επιβιώσει, μη ξέροντας με ποιες συνθήκες θα βρεθεί αντιμέτωπος όταν ανοίξει τα μάτια του το επόμενο πρωινό.
Για όποιον έχει διαβάσει το βιβλίο του Τζων Στάινμπεκ «Τα σταφύλια της οργής» ή έχει δει την ομώνυμη ταινία, οι συνειρμοί παρακολουθώντας τη χώρα των Νομάδων είναι αναμενόμενοι.
Η Φερν και οι υπόλοιποι ήρωες των Νομάδων είναι η σύγχρονη εκδοχή του Τομ Τζόουντ και της οικογένειάς του, οι οποίοι χτυπημένοι από την οικονομική κρίση του 1929 βρίσκονται ξεριζωμένοι από τη γη τους, πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα, περιπλανωμένοι και απόλυτοι πένητες, αναζητώντας το μεροκάματο που θα τους γλιτώσει για μια ημέρα από το λιμό και το θάνατο. Θα τολμούσα να στοιχηματίσω δε, ότι το κλείσιμο της ταινίας με τη Φερν να επιστρέφει κάποια στιγμή στον ερημωμένο τόπο που έζησε τη ζωή της και να περπατά στο άδειο σπίτι που της έφαγε η Τράπεζα, δεν είναι παρά μία αναφορά τιμής ένεκεν στην αντίστοιχη εικόνα με την οποία ξεκινά ο Στάινμπεκ το εμβληματικό μυθιστόρημά του, όταν ο Τομ Τζόουντ επιστρέφει στο πατρικό του για να το βρει ερειπωμένο και την οικογένεια του έτοιμη να ξεριζωθεί, αφού ολάκερος ο τόπος έχει περάσει στα χέρια της Τράπεζας.