Νέος γύρος περικοπών στο Ασφαλιστικό
Μόνο την αρχή αποτέλεσαν οι άγριες περικοπές σε ΕΚΑΣ, επικουρικές συντάξεις, μερίσματα Δημοσίου και εφάπαξ οι οποίες πραγματοποιήθηκαν φέτος κατ’ εφαρμογήν του νέου ασφαλιστικού νόμου Κατρούγκαλου.
Το 2017 σηματοδοτεί την είσοδο στον «σκληρό πυρήνα» του νέου Ασφαλιστικού, ο οποίος περιλαμβάνει δύο μεγάλες ανατροπές:
1. Τον υπολογισμό των ασφαλιστικών εισφορών των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών με βάση το εισόδημα το οποίο δηλώνουν στην εφορία από 1/1/2017
2. Τον επανϋπολογισμό των ήδη κταβαλλόμενων κύριων συντάξεων με βάση νέα ποσοστά αναπλήρωσης (των μισθών από τη σύνταξη) και τις μέσες αποδοχές καθόλη τη διάρκεια του ασφαλιστικού βίου των δικαιούχων συντάξεων μέχρι 31/12/2017.
Κοινός παρανομαστής τόσο του νέου τρόπου υπολογισμού των εισφορών, όσο και του επανϋπολογισμού των συντάξεων (δηλαδή των παροχών που προκύπτουν με βάση τις παλιότερες εισφορές) είναι το ύψος των αποδοχών των ασφαλισμένων.
Μ’ άλλα λόγια, η ψευτο- αριστερή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μετά από επτά χρόνια άγριας μνημονιακής μείωσης των αποδοχών όλου του λαού, έρχεται να επιβάλλει ένα τρόπο υπολογισμού εισφορών και παροχών με βάση ακριβώς εκείνο το «μέγεθος» το οποίο συνετρίβη, δηλαδή τις αποδοχές. Το επιχείρημα το οποίο χρησιμοποιεί η κυβέρνηση ότι έτσι αποδίδεται «ασφαλιστική δικαιοσύνη» δεν μπορεί να πείσει κανέναν.
* Κατά πρώτον, καμία «δικαιοσύνη» γενικά δεν δικαιολογεί την παραπέρα μείωση των αποδοχών των χαμηλοσυνταξιούχων μέσω του τσεκουρώματος του ΕΚΑΣ και γενικότερα τη μείωση σε κοντά 1 εκατομμύριο συνταξιοδοτικές παροχές, η οποία έλαβε χώρα το 2016. Η συντριπτική πλειοψηφία των περικοπών έπληξε τους συνταξιούχους οι οποιοι εργάζονταν ως μισθωτοί στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα και που κατά κανόνα είχαν λιγότερες αποδοχές και έχουν φορολογηθεί πολύ πιο άγρια από τους συνταξιούχους πρώην επαγγελματίες.
* Κατά δεύτερον, καμία «δικαιοσύνη» δεν δικαιολογεί να καταβάλλουν τις ίδιες ασφαλιστικές εισφορές (ως ποσοστό των εισοδημάτων τους) οι φτωχοί επαγγελματίες, οι οποίοι εργάζονται εξατομικευμένα, και οι ιδιοκτήτες μεγάλων εταιρειών, όπως προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου. Εξάλλου, οι ιδιοκτήτες των μεγάλων εταιρειών μπορούν να μεταφέρουν τις έδρες των επιχειρήσεων σε άλλες χώρες (π.χ. Βουλγαρία, Κύπρος) και έτσι, αφενός να συνεχίσουν να δραστηροιούνται στην Ελλάδα όπου έχουν την πελατεία τους και αφετέρου να καταβάλλουν χαμηλούς φόρους με βάση το «καθεστώς» που ισχύει στις χώρες όπου βρίσκεται η έδρα της εταιρείας τους.
* Κατά τρίτον, καμία «δικαιοσύνη» δεν δικαιολογεί τη σύνδεση των συνταξιοδοτικών παροχών με τους ρυθμούς ανάπυξης. Στο γ’ τρίμηνο του 2016 σημειώθηκε, σύμφωνα με τη Eurostat, πτώση 3,1 % στο ωριαίο κόστος εργασίας στον επιχειρηματικό τομέα της οκονομίας, ενώ σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ σημειώθηκε ταυτόχρονα… αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,8%. Αυτό σημαίνει πως οι μειωμένες εργατικές αμοιβές και άρα οι μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλουν όχι μόνο δεν επιτρέπουν την «αύξηση» των συντάξεων τις οποίες υπόσχεται μελλοντικά η κυβέρνηση, αλλά ανοίγουν το δρόμο για νέες μειώσεις.
Οι «οικονομίες κλίμακας» οι οποίες δημιουργούνται από τις ενοποιήσεις των ταμείων σε δύο υπερ-φορείς (ΕΦΚΑ για τα ταμεία κύριας ασφάλισης και ΕΤΕΑΕΠ για τα ταμεία επικούρησης -εφάπαξ), οι υπάρχοντες «κουμπαράδες», αλλά και οι καταβολές των εκκρεμουσών συντάξεων δεν αρκούν για να κλείσουν τις «τρύπες» του Ασφαλιστικού.
Καταρχάς όλοι οι σχεδιασμοί της κυβέρνησης μπορούν να «τιναχθούν στον αέρα» αν στραβώσει σε οποιοδήποτε σημείο η «διαπραγμάτευση» με τους δανειστές. Από εκεί και πέραν, ο προϋπολογισμός των ταμείων κύριας ασφάλισης κάθε άλλο παρά ανεξάρτητος είναι από τον κρατικό προϋπολογισμό.
Πάνω από το 50% των δαπανών για κύριες συντάξεις καλύπτονται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Μ’ άλλα λόγια κάθε απόκλιση από τους στόχους του κρατικού προϋπολογισμού (π.χ. η ικανοποίηση των φοροεισπρακτικών προβλέψεων) θα μπορούσε να οδηγήσει σε εμπλοκή της κρατικής επιχορήγησης προς τις κύριες συντάξεις.
Επίσης, το μεγαλύτερο κομμάτι των αποταμιεύσεων των ταμείων είναι τοποθετημένα σε ελληνικούς τίτλους. Μια αναστάτωση στις διεθνείς χρηματαγορές θα μπορούσε να υποτιμήσει τις αποδόσεις των ελληνικών κρατικών ομολόγων και κάνει άχρηστη οποιαδήποτε αξιοποίηση τους.
Δ.Κ.