To ανολοκλήρωτο γράμμα του μπολσεβίκου Aζέρου Ναριμάν Ναριμάνοφ προς τον εξάχρονο γιο του Νατζάφ (1925)

Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Μπολσεβίκος Αζέρος ηγέτης, Nariman Narimanov (1870-1925) ήταν 55 χρονών, στις 28 Ιανουαρίου του 1925 όταν δηλαδή έγραφε αυτή την ανολοκλήρωτη επιστολή προς τον γιο του Νατζάφ, που εκείνη την στιγμή, ήταν 6 ετών. Κάποιος σαν αυτόν, που είχε ξεκινήσει σχετικά αργά την οικογενειακή του ζωή, ήθελε απεγνωσμένα να εξηγήσει την θέση του και να δώσει στο παιδί του την δυνατότητα να τον γνωρίσει καλύτερα. Πίστευε πως δεν θα ζούσε για πολύ καιρό ακόμη, είτε εξαιτίας της καρδιοπάθειάς του, είτε εξαιτίας του μη ομολογούμενου ακόμη ρητά, αλλά ορατού σκοτεινού πέπλου που εκείνη την στιγμή, σκοτείνιαζε την ατμόσφαιρα πάνω από το Κρεμλίνο ένα μόλις χρόνο μετά τον θάνατο του Λένιν. Το γράμμα αυτό θα το εμπιστεύονταν στην σύζυγο του Γκιουλσούμ Ναριμάνοβα, με σκοπό να το δώσει στον γιό τους Νατζάφ, όταν αυτός θα μεγάλωνε αρκετά και θα μπορούσε να αντιληφθεί περί τίνος επρόκειτο, σε περίπτωση που ο ίδιος ο συγγραφέας δεν θα βρίσκονταν πλέον στην ζωή.
Στο γράμμα αυτό δεν βλέπουμε μόνο την προσωπική και συναισθηματική πλευρά ενός πατέρα που απευθύνεται προς τον γιό του με συμβουλές. Βλέπουμε επίσης την συντριβή μια ολόκληρης γενιάς επαναστατών που βλέπουν το τέλος να έρχεται και μάλιστα μέσα από εκεί που δεν το περίμεναν: μέσα από τον εκφυλισμό τον ίδιων των συντρόφων τους, πράγμα που κάνει το χτύπημα πιο αδυσώπητο και τον πόνο μεγαλύτερο. Ο Ναριμάνοφ θα συμβουλεύσει τον γιό του να αποφύγει την οικογενειοκρατία και την ευνοιοκρατία και να ακολουθήσει το παράδειγμα του ως μπολσεβίκος, στην υπηρεσία του λαού. Αυτό το κάνει ακριβώς την στιγμή που βλέπει τον μπολσεβικισμό να καταστρέφεται από τους «επιγόνους του Λένιν».
O Nαριμάνοφ γεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1870 στην Τιφλίδα της Γεωργίας από μια οικογένεια μικροαστών Αζέρων εμπόρων που είχαν πολλά παιδιά. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία του Γκόρι και σε σχετικά μεγάλη ηλικία μπήκε στην Ιατρική σχολή στην Οδησσό. Από πολύ νεαρή ηλικία διακρίθηκε ως βραβευμένος συγγραφέας γράφοντας νουβέλες και θεατρικά. Έγινε ευρύτερα γνωστός για την νουβέλα «Bahadur and Sona» (1896) και την ιστορική τριλογία «Nadir–shah» (1899), την πρώτη στην ιστορία του Αζερμπαϊτζάν. Επίσης μετέφρασε από τα Ρωσικά στα Αζέρικα, για πρώτη φορά κλασσικά έργα της Ρωσικής Λογοτεχνίας όπως τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Πίστευε στη μόρφωση του λαού ως βασικό στοιχείο της ανύψωσής του και με το συγγραφικό, θεατρικό και πολιτικό του έργο υπηρέτησε αυτό τον σκοπό.
Διδάσκοντας στο σχολείο του Αζερόφωνου χωριού Γκιζελατζίλ της επαρχίας της Τιφλίδας –που στις μέρες μας είναι ένα χωριό φάντασμα ακριβώς πάνω στην μεθόριο Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν κατεστραμμένο ολοσχερώς από τον πόλεμο του Ναγκόρνο Καραμπάχ– ήρθε από νωρίς σε επαφή με την σκληρή ζωή των χωρικών και ευαισθητοποιήθηκε κοινωνικά και πολιτικά. Έτσι, ήδη μέλος του Αζέρικου τμήματος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, στην επανάσταση του 1905 προσχώρησε στους Μπολσεβίκους και πήρε μέρος στο φοιτητικό κίνημα της Οδησσού κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Ιατρική σχολή. Συνελήφθηκε το 1909 αμέσως μετά την αποφοίτησή του και στάλθηκε στην εξορία στο Αστραχάν.
Κατά την διάρκεια της Οκτωβριανής επανάστασης έπαιξε πρωτοπόρο ρόλο στην εγκαθίδρυση της Σοβιετικής εξουσίας στο Μπακού με την συμμετοχή του στην βραχύβια Κομμούνα του Μπακού το 1918 που όμως θα κατασταλεί από τις κοινές στρατιωτικές δράσεις των Μενσεβίκων και των Αρμένιων εθνικιστών ηγετών. Ο ίδιος διέφυγε και γλύτωσε έτσι την εν ψυχρώ εκτέλεση των 26 ηγετών της Κομμούνας του Μπακού από τους δεξιούς σοσιαλεπαναστάτες της Κασπίας.
Από το 1918 μέχρι το 1920 οι νέες ανεξάρτητες δημοκρατίες της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν, δέσμιες του ιστορικού τους παρελθόντος, ενεπλάκησαν σε μια σειρά σύντομους πολέμους μεταξύ τους, υπό την καθοδήγηση η κάθε μια των μενσεβίκικων και σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων που είχαν. Τους Αρμένιους βοηθούσε αρχικά ο βρετανικός στρατός και τους Αζέρους ο Οθωμανικός. Ειδικά οι επίμαχες περιοχές του Ναγκόρνο Καραμπάχ και του Ναχιτσεβάν, γνώρισαν εκατέρωθεν σφαγές αμάχων και διαδοχικές κατοχές από τους αντιμαχόμενους. Κατά την διάρκεια αυτών των πολέμων οι αντιμαχόμενοι επιτίθεντο και στους μπολσεβίκους και στην μείζονα Σοβιετική επικράτεια βορειότερα τους.
Όταν ο Κόκκινος στρατός αντεπιτέθηκε και κατέλαβε το Μπακού το 1920, ο Ναριμάνοφ πήρε μέρος στο πρώτο Αζέρικο Επαναστατικό Σοβιέτ στο οποίο και έγινε και ο πρώτος πρόεδρός του (Μάϊος 1920 – Μάϊος 1921). Παράλληλα έγινε επικεφαλής του συμβουλίου Λαϊκών Επιτρόπων του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν. Με την ιδιότητα του αυτή, εκπροσωπώντας το Σοβιέτ του Μπακού, θα συμμετέχει μάλιστα στην διεθνή συνδιάσκεψη της Γένοβας το 1922. Εκεί δηλαδή, όπου η Σοβιετική διπλωματική αντιπροσωπεία με επικεφαλής τον Κριστιάν Ρακόφσκι θα πετύχει έναν απρόσμενο διπλωματικό θρίαμβο με την διάσπαση των ιμπεριαλιστών και την αναγνώριση της Σοβιετικής εξουσίας από την Γερμανία με την συνθήκη του Ραπάλο.
Στα τέλη του 1922 ο Ναριμάνοφ εκλέχτηκε ως ένας από τους 4 προέδρους του ανώτατου Σοβιέτ της Υπερκαυκασίας και τον Απρίλιο του 1923 έγινε αναπληρωματικό μέλος στην ΚΕ του Μπολσεβίκικου κόμματος. Ωστόσο σύντομα ήρθε σε σύγκρουση με τον Στάλιν και τον Ορτζονικίτζε σχετικά με τους όρους συγκρότησης της Υπερκαυκασίας. Αυτή ήταν ένα τεχνητό κατασκεύασμα με το οποίο, όλα τα μικρά έθνη της περιοχής υποχρεώθηκαν από τον ανερχόμενο Μεγαλορωσικό γραφειοκρατισμό να συνυπάρξουν σε ένα ενιαίο κρατικό σύνολο που υποτιμούσε τις επί μέρους εθνικές ιδιαιτερότητές τους και άφηνε άλυτα ιστορικά διαμορφωμένα εθνικά πάθη. Με αυτόν τον τρόπο ο γραφειοκρατικός κομματικός Μεγαλορωσικός εθνικισμός υποβάθμιζε τα μικρά έθνη του Καυκάσου σε ένα συνονθύλευμα, στο οποίο μετά θα μπορούσε να παρέμβει για να εφαρμόζει την πολιτική του διαίρει και βασίλευε.
Ήταν άραγε αυτή η σύγκρουση με τον Στάλιν που πιθανότατα, στάθηκε μοιραία στην ζωή του Ναριμάνοφ; Αρχικά με πιέσεις από τον Καλίνιν, ο Ναριμάνοφ και η οικογένεια του μετακόμισαν στο Κρεμλίνο, εκεί που οι επαφές του ελέγχονταν πλήρως, σε μια «τιμητική ομηρία» μακριά από το Μπακού. Ο ίδιος και όλοι οι ηγέτες των κομματικών επιτροπών στον Καύκασο αντιμετωπίστηκαν ως «εθνικιστές» από τον σταλινικό κομματικό μηχανισμό πράγμα που ως γνωστόν, προκάλεσε την αντίδραση του Λένιν, του Τρότσκι και άλλων ηγετών των Μπολσεβίκων. Εφευρέθηκε από τον κομματικό σταλινικό τύπο η κατηγορία του «Ναριμανοφισμού» που απέδιδε σε κάθε Αζέρο διαφωνούντα την ρετσέτα του «εθνικιστή». Ήταν ένα επεισόδιο της ευρύτερης μάχης για το εθνικό ζήτημα, της τελευταίας μάχης του Λένιν κατά του Στάλιν, που όμως ο μπολσεβίκος ηγέτης δεν κατάφερε να την διεξάγει μέχρι τέλους καθώς η ασθένειά του και ο θάνατός του, άφησαν τελικά ανοιχτό το δρόμο στις σταλινικές μηχανορραφίες.
Γράφοντας αυτές τις γραμμές προς τον γιό του, στις αρχές του 1925, ο Ναριμάνοφ φαίνεται πως διαισθανόταν πως η ζωή του βρισκόταν ήδη σε κίνδυνο καθώς είχε τοποθετηθεί πολλές φορές ενάντια στην πολιτική του Στάλιν. Είχε προηγηθεί τον Μάιο του 1923, η σταλινική δίωξη και η πρώτη φυλάκιση του Τάταρου Μπολσεβίκου Σουλτάν Γκαλίεφ, μαζί και οι μαζικές διαγραφές και καθαιρέσεις από τα κομματικά όργανα των μπολσεβίκων στελεχών της μουσουλμανικής ανατολής μεταξύ 1923-24. Τελικά σε διάστημα μικρότερο από 6 εβδομάδες από την συγγραφή αυτού του γράμματος, στις 19 Μαρτίου 1925, ο Ναριμάνοφ πέθανε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Η επίσημη ανακοίνωση, μιλούσε για καρδιακή προσβολή. Είναι γεγονός ότι ο Ναριμάνοφ, γιατρός και ο ίδιος, όντως είχε χρόνιο πρόβλημα καρδιάς, αλλά πολλοί ήταν αυτοί που υποψιάστηκαν τον Στάλιν ως υπεύθυνο για τον αιφνίδιο θάνατο του Ναριμάνοφ.
Όπως σημειώνει η Καμίλα Ναριμάνοβα, δισέγγονη του αδερφού του Ναριμάνοφ, Σαλμάν, που είναι Διευθύντρια του «Μουσείου Ναριμάνοφ», την μέρα που ο διάσημος πρόγονός της πέθανε, είχε μόλις προηγηθεί μια κομματική συνεδρίαση που κατέληξε σε θυελλώδη αντιπαράθεση με τον Στάλιν για ένα ζήτημα σχετικό με το Αζερμπαϊτζάν. Ο Ναριμάνοφ για κάποιον άγνωστο λόγο αποχώρησε στην μέση των συζητήσεων και ξεκίνησε για να πάει προς το διαμέρισμά του. Επέμεινε να περπατήσει με τα πόδια και είπε στον οδηγό του να τον ακολουθήσει με το υπηρεσιακό αυτοκίνητο. Κατά την διάρκεια της διαδρομής κατέρρευσε ξαφνικά.
Η σύζυγός του και τα αδέλφια του Ναριμάνοφ, σύμφωνα με την Καμίλα Ναριμάνοβα, υποψιάστηκαν πως ο αιφνίδιος θάνατος, παρόλο το ιστορικό της καρδιοπάθειάς του, είχε να κάνει με την συγκεκριμένη αντιπαράθεση με τον Στάλιν. Ωστόσο όλη η οικογένεια φοβόταν να πει περισσότερα πράγματα και προτίμησε να κρατήσει το στόμα της κλειστό. Στον Ναριμάνοφ έγινε επίσημη κρατική κηδεία με όλες τις τιμές –μια πρακτική που οι σταλινικοί ακολούθησαν σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις εσωκομματικών αντιπάλων τους εκείνη την εποχή- και ο τάφος του μάλιστα τοποθετήθηκε στο Κρεμλίνο ανάμεσα στους άλλους ηγέτες που κόμματος εκείνης της περιόδου.
Ο Τρότσκι, όντας ήδη ο ίδιος σε δυσμένεια από την σταλινική κομματική μηχανή, λίγες μέρες αργότερα θα μιλήσει δημόσια αφήνοντας αιχμές για μια σειρά περίεργους και μυστήριους θανάτους μπολσεβίκων ηγετών σε νεαρή ηλικία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες. Βλέπε για παράδειγμα στα ρωσικά το άρθρο του στην Πράβντα στις 23 Μαρτίου 1925 για τον θάνατο των Μιάσνικωβ, Μογκιλέφσκι, Αταρμπένκοβ στο οποίο γίνεται μια σύντομη αναφορά και στον Ναριμάνοφ που μόλις είχε αποβιώσει ως «το δεύτερο μεγαλύτερο πλήγμα των λαών της Ανατολής μετά τον θάνατο του Λένιν». http://www.magister.msk.ru/library/trotsky/trotm213.htm
Παρόλο που ο θάνατος του Ναριμάνοφ θα συμβεί 11 ολόκληρα χρόνια πριν το απόγειο των σταλινικών διώξεων, η μνήμη του θα πέσει σε δυσμένεια από την επίσημη κομματική ιστοριογραφία που το 1937 θα αρχίσει να αναφέρεται σε αυτόν ως «Αζέρο εθνικιστή». Ο υποτιθέμενος «Ναριμανοβισμός» θα επανεφευρεθεί από τους σταλινικούς για την εκκαθάριση του Αζέρικου κόμματος. Μια εκκαθάριση που από μια τραγική ειρωνεία της ιστορίας, ανάμεσα στα θύματά της το 1938 θα έχει και τον αντικαταστάτη του Ναριμάνοφ στην ηγεσία του Σοβιετικού Αζερμπαϊτζάν, τον Μιρζά Χουσεΐνοφ. Αυτός, που εκτελέστηκε ως «Ναριμανοφικός» από τους Σταλινικούς, ήταν ένας πρώην εθνικιστής και αντίπαλος του Ναριμάνοφ κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1917, που μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα το 1919 και έγινε φίλος και συνεργάτης του Στάλιν. Αυτό όμως δεν του χρησίμεψε τελικά….
Η οικογένεια του Ναριμάνοφ θα γλυτώσει τις διώξεις της δεκαετίας του 30, έχοντας επιλέξει την σωτήρια σιωπή. Ο γιός του, Νατζάφ, μετά την αποφοίτησή του από το σχολείο στην Μόσχα, θα ενταχθεί στην στρατιωτική ακαδημία του Κιέβου και θα αποφοιτήσει το 1940. Έγινε μέλος του κόμματος μόλις το 1942, σαν αξιωματικός του Κόκκινου Στρατού κατά την διάρκεια του πολέμου με την ναζιστική Γερμανία. Σκοτώθηκε λίγους μήνες μετά στις μάχες υπεράσπισης της πόλης Βολνόβαφκα της Ουκρανίας, ως διοικητής μιας ίλης τεθωρακισμένων. Η Γκιουλσούμ Ναριμάνοβα, παρέμεινε στο διαμέρισμα της οικογένειας στη Μόσχα μέχρι το 1956 που πέθανε. Επέλεξε να μην μιλήσει ποτέ πια και κράτησε μυστικό και αυτό το άγνωστο και ανολοκλήρωτο γράμμα. Η κυβέρνηση μιας και δεν υπήρχε πλέον άλλο μέλος της οικογένειας εν ζωή ζήτησε από τους άλλους συγγενείς να αδειάσουν το διαμέρισμα από τα οικογενειακά κειμήλια για να το επαναχρησιμοποιήσει. Ένας εκ των αδερφών της Γκιουλσούμ πήγε και συνέλεξε όλα τα προσωπικά αντικείμενα. Εκεί βρήκε και την επιστολή αυτή, χωρίς να γνωρίζει κανείς πλέον με σιγουριά αν έφτασε ποτέ στον παραλήπτη. Τελικά η επιστολή δόθηκε στην δημοσιότητα πολλά χρόνια αργότερα και τοποθετήθηκε στο «Μουσείο Ναριμάνοφ», όταν αυτό άνοιξε το 1977. Στο μεταξύ, λίγα χρόνια πιο πριν, το 1972, είχε μεσολαβήσει η κομματική αποκατάσταση του Ναριμάν Ναριμάνοφ και η απόσυρση των μετά θάνατον κατηγοριών που του είχαν αποδοθεί περί «Αζέρικου εθνικισμού». Στις μέρες μας, η μνήμη του Ναριμάνοφ, χαίρει μεγάλης εκτίμησης στο Αζερμπαϊτζάν και το άγαλμά του σε μια κεντρική τοποθεσία του Μπακού είναι το μόνο ίσως άγαλμα της Σοβιετικής περιόδου που παρέμεινε στην θέση του μετά το 1991.
Το γράμμα αυτό εκδόθηκε στο βιβλίο: “About the History of our Revolution in the Provinces”, από την ακαδημαϊκό Pustakhanim Azizbayova. Baku, 1992, σελ. 64 – 67. Μεταφράστηκε από τα Αζέρικα στα Αγγλικά από την Ulviyya Mammadova. Δημοσιεύθηκε στο ίντερνετ στην σελίδα azer.com από όπου και έγινε η μετάφραση και πάρθηκαν και τα περισσότερα στοιχεία για το παρόν εισαγωγικό σχόλιο από τον Γ. Χλωρό για λογαριασμό της Νέας Προοπτικής.

Το γράμμα
Αγαπημένε μου γιε, Νατζάφ
Στις 15 Ιανουαρίου 1895, το θεατρικό δράμα που είχα γράψει και είχε τίτλο «Άγνοια» (Nadanlig στα Αζέρικα)1, έκανε πρεμιέρα στο Θέατρο Taghiyev στο Μπακού2. Θεωρώ αυτή την ημερομηνία ως την έναρξη της λογοτεχνικής μου διαδρομής. Σήμερα –28 Ιανουαρίου 1925– έχουμε ήδη κλείσει τα 30 χρόνια από εκείνη την μέρα. Μερικοί φίλοι μου επιθυμούν να γιορτάσουμε αυτή την επέτειο. Έχω λάβει πολλά τηλεγραφήματα από αυτούς για αυτόν τον σκοπό.
Ωστόσο, για να μιλήσω στα σοβαρά, δεν πιστεύω πως έχω κάνει τίποτα λογοτεχνικά! Τριάντα χρόνια! Κάτι περισσότερο θα μπορούσα να έχω κάνει κατά την διάρκεια όλων αυτών των ετών. Όταν αναλογίζομαι την διάρκεια αυτή και την συσχετίζω με αυτά που τελικά έχω καταφέρει να γράψω, νιώθω ντροπιασμένος…
Από την άλλη μεριά, όταν σκέφτομαι σχετικά με αυτήν την περίοδο και αναλογίζομαι τις συνθήκες της ζωής μου –τις σκληρές καταστάσεις που έχω περάσει– παίρνω κάποια ικανοποίηση πως τουλάχιστον, έχω πετύχει κάποια πράγματα. Οι καταστάσεις που μας περιτριγυρίζουν, η οπισθοδρόμηση, η παράλυση μπροστά στις εξελίξεις, οι διαφοροποιήσεις με τις οποίες αντιμετωπίζουμε τα γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας, οι άσκοπες διαμάχες ανάμεσα στα έθνη και οι επιπτώσεις που προκαλούν αυτές οι μάχες, το αίμα, τα δάκρυα, η φτώχεια, τα ψέματα. Αυτά και άλλα τόσα ακόμη ήταν τα πράγματα που πάντα με προβλημάτιζαν.
Ό,τι έγραψα μέχρι αυτή την μέρα, μαρτυρά αυτή μου την ευαισθητοποίηση για αυτά. Πιθανόν να μην έχω καταφέρει να περιγράψω την κατάσταση με ακρίβεια. Πιθανόν να μην ήμουν αρκετά επιδέξιος λογοτεχνικά. Αλλά ό,τι έγραψα, το έγραψα, βάζοντας το μέγιστο των ικανοτήτων μου. Η προσπάθεια αυτή αποδεικνύει αν μη τι άλλο ότι δεν έμεινα αδιάφορος για τις καταστάσεις τριγύρω μας όπως έκαναν τόσοι και τόσοι άλλοι. Η καρδιά μου δεν θα μπορούσε να ησυχάσει. Προσπάθησα όσο μπορούσα περισσότερο να κάνω κάποια συνεισφορά στην ανθρωπότητα.
Κατά την διάρκεια αυτών των τελευταίων 30 ετών δούλεψα μέσα στην κοινωνία και αυτό, μόνον αυτό, μου δίνει μια κάποια παρηγοριά. Αν κατάφερα να επηρεάσω έστω και δέκα ανθρώπους και να τους μεταδώσω την «ασθένεια» μου, τότε η συνείδησή μου μπορεί να ησυχάσει πως τουλάχιστον δεν έζησα επί ματαίω. Και έτσι πήρα το κομμάτι μου σε μια γωνιά αυτού του τεράστιου αλλά ταυτόχρονα και πολύ μικρού κόσμου.
Αγαπημένε γιέ μου, Νατζάφ!
Αν σταθώ τυχερός αρκετά για να ζήσω περισσότερο, θα προσπαθήσω να σε ενθαρρύνω να κάνεις ακόμη περισσότερα για την ανθρωπότητα από όσα έχω κάνει εγώ. Αλλά αν η μοίρα μου μού επιφυλάξει να αφήσω αυτό τον κόσμο νωρίτερα, σε παρακαλώ να κάνεις λίγο περισσότερα πράγματα για τον λαό σε σχέση με αυτά που προσπάθησε να κάνει ο πατέρας σου, που πάντα υπέφερε για λογαριασμό των άλλων.
Η ζωή μου πάντα ήταν γεμάτη δυσκολίες. Έπρεπε να φροντίσω τις οικογένειες των αδελφών μου απ’ όταν ήμουν μόλις 20 ετών. Κατά την διάρκεια αυτών των 30 ετών μου έλαχε να υποστηρίξω 11 ανθρώπους. Με τον δικό μου μισθό, πάντρεψα τα 8 κορίτσια και στήριξα τους 3 γιούς του αδερφού μου. Όταν τα κατάφερα όλα αυτά, άρχισα να ασχολούμαι με την δική μου εκπαίδευση. Ήμουν 30 ετών όταν κατάφερα να μπω στο πανεπιστήμιο. Με την αποφοίτησή μου, καταπιάστηκα να φροντίζω τα παιδιά του αδελφού μου Σαλμάν, που πέθανε το 1907 και του οποίου η σύζυγος πέθανε έναν χρόνο μετά.
Κατάφερα να ξαλαφρώσω από όλες αυτές τις ευθύνες μόλις τώρα, στα 1924 που πάντρεψα και την Χανίμ, την νεότερη κόρη του αδελφού μου. Γράφω αυτές τις γραμμές το 1925, μόλις έναν χρόνο αργότερα. Ο λόγος που σου τα γράφω αυτά είναι διότι δεν θέλω να με κριτικάρεις που έκανα τόσο λίγα πράγματα για την ανθρωπότητα. Θέλω να πιστεύω πως θα ακολουθήσεις το παράδειγμα μου στην δική σου την ζωή.
Αγαπημένε μου γιε!
Αν εξετάσεις την ζωή μου, θα δεις ότι πάντα ζούσα για τους άλλους. Τι θα συμβεί λοιπόν τώρα; Θα συνεχίσω κατά τον ίδιο τρόπο. Βρίσκω παρηγοριά μόνο σε αυτού του είδους την κοινωνική συμμετοχή, ιδιαίτερα τώρα που η παρούσα κατάσταση στην Ρωσία, συμπίπτει με αυτήν που είχα φανταστεί στα ιδανικά μου. Είμαι ενάντια στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Είμαι απόλυτα αντίθετος στην σκλαβιά. Πάντα προσπαθούσα να βρω τρόπους για να απελευθερωθεί η ανθρωπότητα και να αποτινάξει την σκλαβιά το συντομότερο δυνατό.
Ξεκίνησα ως Σοσιαλδημοκράτης αλλά ήδη από εκείνες τις πρώτες μέρες έβλεπα πως εγκατέλειπαν τις θέσεις τους. Έτσι άρχισα να έχω εμπιστοσύνη στην Μπολσεβίκικη πολιτική και έβλεπα τα δικά μου οράματα να μπορούν να εκπληρωθούν μέσα από αυτούς. Σκεφτόμουν λοιπόν πως η σκλαβιά θα εξαφανίζονταν από προσώπου γης με αυτήν την μέθοδο.
Είναι πολύ πιθανόν, ο Μπολσεβικισμός να μην υφίσταται την στιγμή που θα διαβάζεις αυτές τις γραμμές. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση, αυτό δεν σημαίνει πως δεν χρειαζόμαστε τον Μπολσεβικισμό. Θα σημαίνει αντίθετα, πως δεν καταφέραμε να τον σώσουμε, πως τον υποβαθμίσαμε και πως η προσήλωσή μας προς τις αρχές του δεν ήταν διαρκής.
Πρέπει να το παραδεχτούμε ανοιχτά: γίναμε τόσο αλαζονικοί με την εξουσία που καταπιαστήκαμε αρκετά με ζητήματα και επιχειρήματα άνευ σημασίας και λησμονήσαμε την πραγματική δουλειά που έπρεπε να κάνουμε.

Η εξουσία καταστρέφει τους περισσότερους ανθρώπους. Και έτσι συνεπώς έγινε και με εμάς: η εξουσία χάλασε τους περισσότερους από τους εξέχοντες ηγέτες μας. Αποφάσισαν να πάρουν τον έλεγχο της τύχης του σπουδαίου κράτους μας και έγιναν δικτάτορες…
Ήταν ίσως αναγκαίο στην αρχή. Αλλά να συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο τώρα θα προκαλέσει την κατάρρευση του Μπολσεβικισμού. Τώρα, την στιγμή που σου γράφω αυτές τις γραμμές, η κατάσταση είναι τέτοια που οι Κομμουνιστές δεν μπορούμε καν να μιλήσουμε μεταξύ μας, για τα μεγάλα μας λάθη. Αυτά που έχουν προκληθεί από την απρόσεκτη διακυβέρνηση αυτών που έχουν ανακηρύξει τους εαυτούς τους ως τους «επίγονους του Λένιν» μετά τον θάνατό του.
Θα καταλάβεις πιο ολοκληρωμένα αυτά τα ζητήματα με τον εκτεταμένο λόγο που έχω γράψει προς την Κεντρική Επιτροπή3. Θα σου ξεκαθαριστούν πολλά πράγματα μέσα από αυτόν τον λόγο.
Θα καταλάβεις πως ο πατέρας σου δεν φοβήθηκε να πει πράγματα που οι περισσότεροι άλλοι δεν είχαν το κουράγιο να πουν, ή δεν ήθελαν να πάρουν το ρίσκο να τα πουν, από τον φόβο μήπως χάσουν την θέση τους και την εξουσία.
Αγαπημένε μου Νατζάφ!
Μην αποζητήσεις την εξουσία. Καταστρέφει τον άνθρωπο. Αν θέλεις να γνωρίσεις καλά έναν άνθρωπο και να μάθεις τον εσωτερικό του κόσμο, τοποθέτησέ τον σε μια ψηλή θέση για κάποια χρονική περίοδο. Όλες οι ικανότητες του ανθρώπου αυτού καθώς επίσης και οι ελλείψεις του, θα αποκαλυφθούν με μιας. Είναι για αυτόν τον λόγο που αν δεν είσαι έτοιμος να υποστηρίξεις τον λαό χωρίς να του κρύψεις κάτι, τότε να αρνηθείς μια τέτοια υπεύθυνη θέση.
Αν οι μάζες, οι εργάτες και οι χωρικοί, σε εκτιμούν, αν σε θεωρούν πως είσαι η κατάλληλη επιλογή για την εξουσία, αν έχουν πίστη σε εσένα και αν είσαι και εσύ σε θέση, να τους παρέχεις κάποια υπηρεσία για το κοινό καλό, τότε να μην αρνηθείς.
Αλλά αν αντιληφθείς πως κάποιος πιέζει τον λαό να σε υποστηρίξει, τότε να αρνηθείς. Αν δεν το κάνεις τότε θα χάσεις την αξιοπρέπειά σου, όχι μόνο ανάμεσα στις μάζες, αλλά και προς τον εαυτό σου. Αν ποτέ αντιληφθείς ότι ήρθες στην εξουσία επειδή κάποιος σε επέβαλε και όχι επειδή κατάφερες κάτι από μόνος σου, τότε θα αισθάνεσαι ένοχος για πάντα και θα χάσεις την αξιοπρέπειά σου. H σύγχυση στο όραμά σου για τον κόσμο θα ξεκινούσε από αυτό το σημείο.
Αυτή είναι η πιο κρίσιμη στιγμή στην ζωή μιας πολιτικής προσωπικότητας. Μπορείς να ανταπεξέλθεις σε αυτούς τους κινδύνους μόνο αν είσαι έτοιμος να διάγεις μια πολιτική ζωή χωρίς εξαρτήσεις. Τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό; Για να στο εξηγήσω θα μου επιτρέψεις να σου δώσω ένα παράδειγμα από την δική μου ζωή.

Όπως ήδη γνωρίζεις είχα γίνει δεκτός στο πανεπιστήμιο. Αλλά τότε ταλανιζόμουν από ένα ερώτημα. «Ποιο τμήμα θα έπρεπε να ακολουθήσω»; Oι περιστάσεις της ζωής μου, σε συνδυασμό με την σχετικά προχωρημένη ηλικία μου, με οδηγούσαν να ολοκληρώσω τις σπουδές μου το συντομότερο δυνατόν. Γι’ αυτόν τον λόγο κανονικά έπρεπε να επιλέξω μια κατεύθυνση σπουδών που δεν θα είχε πάρα πολλές απαιτήσεις σχετικά με τον περιορισμένο χρόνο μου. Μήπως θα έπρεπε λοιπόν να επιλέξω την Νομική σχολή που εκείνη την εποχή θεωρούνταν μια εύκολη σχολή; Ή μήπως την Φυσική που είχε διάρκεια 4 ετών;
Αφού όμως θα τελείωνα κάποια από αυτές τις δύο σχολές θα έπρεπε ακόμη να εξαρτώμαι από διάφορους ανθρώπους ή ιδρύματα. Για αυτόν τον λόγο αρνήθηκα να ακολουθήσω είτε την μία είτε την άλλη και επέλεξα να σπουδάσω Ιατρική με σκοπό να είμαι λιγότερο εξαρτημένος από τους άλλους. Αυτός ήταν ο ένας λόγος.
Ο άλλος λόγος ήταν πως η γιαγιά σου, η μητέρα μου δηλαδή, ήταν ένας καλόκαρδος και ευγενικός άνθρωπος. Συνήθιζε να βοηθάει όσους ήταν σε ανάγκη. Φρόντιζε τους γείτονές της που ήταν άρρωστοι και μοιράζονταν μαζί τους το ψωμί της.
Μεγάλωσα με αυτές τις παραστάσεις ως παιδί και αυτές έπαιξαν έναν θεμελιώδη ρόλο πάνω μου. Γι’ αυτό και αποφάσισα να μπω στην Ιατρική Σχολή ακόμη και αν ήταν ένα πιο δύσκολο γνωστικό πεδίο και απαιτούσε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια για να την τελειώσω. Την επέλεξα με σκοπό να μην έχω μεγάλη εξάρτηση ούτε από ανθρώπους ούτε από οργανισμούς και για να αποκτήσω μεγαλύτερη πνευματική ικανοποίηση από την εργασία μου…
[στο σημείο αυτό το γράμμα διακόπτεται και δεν θα ολοκληρωθεί ποτέ]
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το πρώτο θεατρικό έργο του Ναριμάνοφ, με τίτλο «Άγνοια» ήταν μια πολιτική σάτιρα με αντιφεουδαρχικό και αντικληρικαλικό χαρακτήρα που ήθελε να δείξει την εκμετάλλευση της άγνοιας των χωρικών που έκανε η εκκλησία και οι γαιοκτήμονες. Γράφτηκε το 1894 και ανέβηκε στις αρχές του 1895.
2. Το «Θέατρο Ταγκίγιεφ» του Μπακού ιδρύθηκε από τον πλούσιο Αζέρο επιχειρηματία Ζεϊναλαμπντίν Ταγκίγιεφ μαζί με μια σειρά άλλα έργα φιλανθρωπικού χαρακτήρα, όπως την μουσική σχολή του Μπακού και το πρώτο σχολείο θηλέων. Ο Ταγκίγιεφ ξεκίνησε ως φτωχός τεχνίτης αλλά κατάφερε να ανακαλύψει μια σειρά από καινοτόμες μηχανές που έδωσαν ώθηση στην πρωτόγονη ακόμη βιομηχανία εξόρυξης πετρελαίου που μόλις είχε αρχίσει να εκμεταλλεύεται τα πρώτα κοιτάσματα στο Μπακού. Σύντομα έγινε πάμπλουτος και διακρίθηκε από μια σειρά «φιλανθρωπίες» πατερναλιστικού χαρακτήρα. Είναι γεγονός ότι μόλις είδε το έργο του Ναριμάνοφ τον πολέμησε δημόσια μη επιτρέποντάς του να ξανανεβάσει έργο στο θέατρο που έφερε το όνομά του. Είπε χαρακτηριστικά σε μια γνωστή και διάσημη δημόσια αντιπαράθεση μαζί του κατά την διάρκεια της πρώτης επανάστασης του 1905 πως «Ο Ναριμάνοφ που δεν έχει μια δεκάρα στην τσέπη παίζει τα έργα του στο θέατρο μου για να περιγελάσει την τάξη μου». Ο Ναριμάνοφ αποκάλεσε τον Ταγκίγιεφ ως τον άνθρωπο που εξαγοράζει την σιωπή των φτωχών με τις φιλανθρωπίες του. Παρόλα αυτά και μετά την επανάσταση του 1917, ο Ναριμάνοφ προστάτευσε τον Ταγκίγιεφ που απειλούνταν με εκτέλεση από τους εξεγερμένους. Του επέτρεψε να αποτραβηχτεί και να διατηρήσει ένα μόνο από τα πολλά σπίτια του και όταν πέθανε το 1924 έγραψε και μια δημόσια νεκρολογία για αυτόν.
3. O Ναριμάνοφ έγραψε την επιστολή αυτή ευθύς αμέσως μετά την 4ημερη συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος στην οποία ήταν αναπληρωματικό μέλος και η οποία έλαβε χώρα στις 17-20 Ιανουαρίου 1925. Είναι αδιευκρίνιστο αν ήταν σε αυτήν την σύνοδο που κατέθεσε κάποιο κείμενο με τις συνολικές θέσεις του, στο οποία παραπέμπει η επιστολή προς τον γιό του ή αν επρόκειτο να το καταθέσει στην επόμενη σύνοδο που είχε προγραμματιστεί για τις 23 Απριλίου. Όπως και να χει ο θάνατος τον βρήκε πριν από αυτήν την σύνοδο. Βλ. Communist Party of the Soviet Union (1984). “Chapter 3: Statute of the Communist Party of the Soviet Union”. In Simons, Williams; White, Stephens (eds.). The Party Statutes of the Communist World. Law in Eastern Europe. Brill Publishers. pp. 423–425. ISBN 9024729750
Photos:
- Nariman Narimanov with M. Yefremov in 1920: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Nariman_Narimanov_with_M._Yefremov_in_1920.png
- Nariman Narimanov with his wife Gulsum and son Najaf in Kislovodsk (1923):
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Nariman_Narimanov_with_his_wife_Gulsum_and_son_Najaf_in_Kislovodsk_(1923)_2.png - Nariman_Narimanov_during_his_speech_in_Sheki_mosque_(1920):
https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Nariman_Narimanov_during_his_speech_in_Sheki_mosque_(1920).png