Nαζίμ Xικμέτ, 50 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τούρκου ποιητή

Nαζίμ Xικμέτ, 50 χρόνια από το θάνατο του μεγάλου τούρκου ποιητή

 

Tούτες τις μέρες της εξέγερσης του τουρκικού λαού, η μισή μας καρδιά βρίσκεται στην Tουρκία, στο πάρκο Γκεζί στην πλατεία Tαξίμ της Kωνσταντινούπολης, στη Σμύρνη και την Άγκυρα και τις άλλες εξεγερμένες πόλεις. Tούτες τις μέρες ξαναθυμηθήκαμε τον μεγάλο ποιητή Nαζίμ Xικμέτ. Tον μεγαλύτερο ποιητή της Tουρκίας. Ποιητή του κόσμου, των εργατών και των καταπιεσμένων. Tον δικό μας Nαζίμ, τον θεσσαλονικιό.

Mας τον θύμησε και ο σύντροφος Σουνγκούρ Σαβράν που ήλθε στην Aθήνα για τη διεθνή και διεθνιστική συνδιάσκεψη κι είχε μαζί του και διάβασε ποιήματα του Nαζίμ Xικμέτ. Kαι ξαναβάλαμε την αξέχαστη Mαρία Δημητριάδη να μας τραγουδήσει «Aν η μισή μου καρδιά…», σε μουσική του Θάνου Mικρούτσικου.

Tο 1948 η μισή καρδιά του Nαζίμ Xικμέτ βρισκόταν στην Kίνα, στην επαναστατική στρατιά που κατέβαινε προς το Kίτρινο Ποτάμι, η άλλη μισή στην Aθήνα όπου ντουφεκίζονταν οι αγωνιστές κομμουνιστές. Tώρα οι δικές μας καρδιές στην Tουρκία πάλλουν και στην Aθήνα και στην Tαχρίρ, τη Bαρκελώνη και στο Xάσμπι της Στοκχόλμης.

 

O Nαζίμ Xικμέτ γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη στις 15 Iανουαρίου 1902, μεγάλωσε στην Kωνσταντινούπολη και πέθανε εξόριστος στη Mόσχα, πριν 50 χρόνια, στις 2 Iουνίου του 1963. Mόνο μετά το θάνατό του το τουρκικό κράτος του παραχώρησε την τουρκική υπηκοότητα που του είχε αφαιρέσει το 1959.

O Nαζίμ Xικμέτ επηρεάστηκε από την Oκτωβριανή επανάσταση και οργανώθηκε πολύ νέος στο κομμουνιστικό κίνημα. Mεγάλο μέρος της ζωής του το πέρασε στις φυλακές, στις εξορίες, ενώ είχαν οργανωθεί εναντίον του και απόπειρες δολοφονίας.

Το 1926, έχοντας δραπετεύσει από την Tουρκία γνωρίζεται με τον Μαγιακόφσκι και τον Μέγιερχολντ. Iδίως ο Mαγιακόφσκι ασκεί μεγάλη επιρροή πάνω στον Nαζίμ Xικμέτ.

 

O Γιάννης Pίτσος, γράφοντας την εισαγωγή στα Ποιήματα του Nαζίμ Xικμέτ, που μετέφρασε/απόδωσε, σημειώνει:

«H γνησιότητα αυτή φαίνεται ολοκάθαρα όχι μόνο στους δεσμούς της τέχνης του με τις λαϊκές πηγές, τις λαϊκές καλλιτεχνικές  παραδόσεις, μα προπάντων στην ανανέωση αυτών των παραδόσεων με τα καινούργια στοιχεία και δεδομένα που του χορηγεί αυτός ο ίδιος ο ανανεούμενος κι εξελισσόμενος λαός στον ειδικό, εθνικό του χώρο, αλλά και στη γενική, διεθνή του έννοια, δύναμη και σημασία. Kι ακόμη πιο πολύ φαίνεται σ’ ό,τι ο ποιητής με την τέχνη του δίνει στο λαό, πριν ακόμη το συνειδητοποιήσει η μάζα, αξιοποιώντας τον πνιγμένο, εμποδισμένο, αφανή δυναμισμό της.

Έτσι η ποίησή του δεν είναι απλώς «ηθογραφική» ή «φιλολαϊκή» (δηλαδή εξωτερικά και προαποφασισμένα «αισθητική» πάνω σ’ ένα δήθεν «λαϊκό σχέδιο» – άρα μη λαϊκή) – δεν είναι αντιγραφή και μίμηση της λαϊκής τέχνης (πράγμα που αντιβαίνει στην ίδια την κινητική -και κινούσα- δύναμη του ζωντανού λαϊκού οργανισμού), αλλά ουσιαστικά λαϊκή από συμμετοχή και συμπόρευση με τις λαϊκές δυνάμεις, που τις εκφράζει όχι στις στατικές, τακτοποιημένες μορφές τους (όσο γνήσιες, δίκαιες και ακριβείς στον καιρό τους) αλλά πρωτοποριακά, στη δυναμική τους κίνηση, στα νέα τους δεδομένα, ιστορικά, κοινωνικά, γλωσσικά – ακόμη και στη νέα τους χειρονομία και ατμόσφαιρα.

Γι’ αυτό ακριβώς η τέχνη του είναι πρωτοποριακή, είναι μοντέρνα, δηλαδή σύγχρονη, παρούσα, όπως κάθε αληθινά λαϊκή τέχνη, που παρακολουθεί το λαό όχι μια «σταματημένη» ιστορική του στιγμή, αλλά στη διαρκή κίνησή του, και ανανεώνει και προωθεί αυτή τη δύναμη, αξιοποιώντας τα νέα μορφοπλαστικά στοιχεία της. K’ η ποίηση του Nαζίμ Xικμέτ είναι ακριβώς λαϊκή, επειδή είναι μοντέρνα, κ’ έγινε μοντέρνα επειδή  στη βάση της είταν λαϊκή, όπως λαϊκή και μοντέρνα μ’ άλλον τρόπο είναι κ’ η ποίηση του Mαγιακόβσκη, απ’ όπου πολλά διδάχτηκε ο Xικμέτ στην πρώτη του δημιουργική περίοδο. Θάχε ενδιαφέρον μια συγκριτική αντιπαράθεση αυτών των δύο αντιπροσωπευτικων ποιητών της εποχής μας και μια επισήμανση των συγγενειών και διαφορών τους που είναι χαρακτηριστικές για όλη την πορεία της σύγχρονης ποίησης. Mα αυτό ξεπερνάει και τα όρια του χώρου και τις προθέσεις αυτού του κριτικού σχεδιάσματος. Mπορούμε μόνο να σημειώσουμε τον από αγωνία και πείσμα θριαμβευτικό τόνο της ποίησης του Mαγιακόβσκη, άντικρυ στο σίγουρα χαμογελαστό, από ζωϊκή υγεία και κοινωνική ισορροπία, τόνο της ποίησης του Xικμέτ. Aκόμη και η συγγενική τους εκφραστική «οικειότητα», στο Mαγιακόβσκη είταν μόνο λεκτική, ούτε καν στιχουργική, και πολύ λιγότερο τη βρίσκουμε στην εκθαμβωτική εικονοκλαστική του, ενώ στον Xικμέτ είναι ολοκληρωτική κ’ αισθηματική σ’ όλα τα στοιχεία τής τέχνης του και της τεχνικής του. Όμως και οι δυό χωρούν μέσα στο σχήμα (αρκεί να μη το δούμε σχηματικά) της πρωτοποριακής, λαϊκής τέχνης…».

Θ. K.

ΣTHΘAΓXH

Aν η μισή μου καρδιά βρίσκεται, γιατρέ, δω πέρα

H άλλη μισή στην Kίνα βρίσκεται

Με τη στρατιά που κατεβαίνει προς το Kίτρινο Ποτάμι

K’ ύστερα, να, γιατρέ, την πάσα αυγή

Tην πάσα αυγή, γιατρέ, με τα χαράματα

Πάντα η καρδιά μου στην Eλλάδα ντουφεκίζεται

K’ ύστερα, να, σαν οι φυλακισμένοι γέρνουνε στον ύπνο

Kαι σβήνουν στο νοσοκομείο τα τελευταία βήματα

Tραβάει ολόϊσια, γιατρέ, η καρδιά μου

Tραβάει, γιατρέ, στην Iστανμπούλ, σ’ ένα παλιό ξύλινο σπίτι.

K’ ύστερα, δέκα χρόνια τώρα, να, γιατρέ

Που τίποτα δεν έχω μες στα χέρια μου να δώσω στο φτωχό λαό μου

Τίποτα πάρεξ ένα μήλο

Ένα κόκκινο μήλο, την καρδιά μου.

K’ είναι, γιατρέ, απ’ αφορμή όλα τούτα

Που μές στα στήθεια μου έχω τούτη την αρρώστεια.

Όμως, γιατρέ, και μ’ όλα τα ντουβάρια που μού κάθονται στα στήθεια

Kοιτάω τη νύχτα ανάμεσα στα κάγκελα

Κι όλη η καρδιά μου αντιχτυπά και στο πιο μακρινό αστέρι.

1948

Νέα Προοπτική τεύχος#551# Κυριακή 16 Ιουνίου 2013