Νίκος Λέκκας

Επηρεασμένος από την κινηματογραφική ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη, «Συνοικία το όνειρο» και άλλα πολλά.

Στον Ποιητή – Μπασίστα, Αθάν Ανδροβιτσανέα.

Από παλιόφιλους, αγάπησα τα μακαρόνια «Ήλιος». Και τι πιο ταιριαστό για την συγκεκριμένη μάρκα, το κοκκινιστό αρνάκι ή και καμιά φορά μοσχαράκι, πάντα με χοντρά μακαρόνια «Ήλιος». Αλλά κοκκινιστό χωρίς υπερδόση μπελτέ δεν έχει νοστιμάδα. Μια φορά αξιώθηκα να τα γευτώ στην «Συνοικία το όνειρο» κατά την κινηματογραφική εκδοχή, στον προσφυγικό καταυλισμό των Μικρασιατών, του πάλαι ποτέ Ασύρματου, μια περιοχή, ένα μικρό κομμάτι, της τότε ευρύτερης συνοικίας των Πετραλώνων. Γειτονιά ακόμα και σήμερα – έως και σήμερα ακόμα ονειρικής – μιάς κοινωνικής – πολιτισμικής κοιτίδας, της δικής μας Αριστεράς, από την καθαρότητα της ψυχής βγαλμένη, ένα φρέαρ αρτεσιανό, που για τους παλιούς κατοίκους της, για το βήμα της ζωής, (γιατί η ζωή είναι αιώνια μόνο η ζωή του καθενός έχει ημερομηνία λήξης), για την σκυταλοδρομία των αξιών, καθαρές αξίες παραδίδουν οι φέροντες (που από τη μια ο καθένας ξεχωριστά εκπροσωπεί το σύνολο και το σύνολο θεωρεί ένα στοιχείο τον φέροντα προς την οντότητα του συνόλου), και καθαρές αξίες παραδίδουν οι επίγονοι. Και όπως έλεγε και ο Νικόλας Άσιμος, οι μολυσματικές παρεισφρήσεις που δεν έχουν ιδέα από αυτό που αποκαλείται Σέβας, πετιούνται στην θάλασσα, σαν σαβούρα, (και αυτό ισχύει για κάθε συνομοταξία που νομίζουν ότι το επάγγελμα π.χ. εκπροσωπεί τον φέροντα, με τον απαιτούμενο απάνθρωπο ελιτισμό). Γιατί κάποιοι επιβάλλεται να πηγαίνουν ανάποδα από αυτό που ψευδώς αποκαλείται εξελικτικό βήμα της κοινωνίας. Πάντα οι λίγοι έσωσαν τους πολλούς. «Εμείς οι λίγοι» κατά το ποίημα – οδηγό του Γιώργου Μακρή.

Αλλά δεν είναι μόνο η Αθήνα το σύνολο της Ελλάδας, ειδικά όταν αφορά κάποιες ξεκομμένες συνοικίες, δεν είναι μόνο η Ελλάδα το σύνολο ούτε της Ευρώπης, ούτε του Κόσμου, και όπου κόσμος η υδρόγειος. (Μια κόκκινη Αθήνα, σε μια κόκκινη Αττική, σε μια κόκκινη Ελλάδα, σε μια κόκκινη Ευρώπη, σε μια κόκκινη Υφήλιο, σε ένα κόκκινο ΚΟΣΜΟ, είχε πει η σ. Κατερίνα Μάτσα, σε συνέντευξή της στο ρ/σ Κόκκινο, πριν χρόνια). O μπελτές πριν βιομηχανοποιηθεί κυρίως από την εταιρία «Κύκνος» κάποτε κυκλοφορούσε και χύμα, τυλιγμένος σε λαδόκολλα.

Και, εμείς των χωριών, οι προκάτοχοί μας στη ζωή, και μιλάω για τις κοπέλες/ τώρα γριές (ως προς τις αντοχές αλλά στο μυαλό πάντα ήταν), χωρίς να έχουν γευτεί, από κανέναν γκόμενο “της μιας δραχμής τα γιασεμιά» σε κανένα εξοχικό καφενεδάκι, (όσο και αν συμβολίζει την αγνότητα) λόγω περιορισμένων εγκεφαλικών δυνατοτήτων, υπό την σκέπη αυτού που εκφράζεται ως «Συντηρητική κοινωνία του χωριού», γιατί η χειραφέτηση είναι για τις «παρδαλές» γεύτηκαν στις γωνιές του δρόμου, λίγο μπελτέ, από αυτόν τον χύμα, ανοίγοντας διακριτικά ή άκομψα τις τυλιγμένες γωνίες. Ήταν το μόνο κόκκινο που μπορούσαν να γευτούν υποσυνείδητα, ως κανονικές κοπέλες από σπίτι, φυσικά χωρίς γονείς στο Βουνό. Και τα κόκκινα γαρύφαλλα μόνο κοσμούσαν τα παρτέρια, χωρίς ιδέα για Μπελογιάννη, χωρίς καν ιδέα για κόκκινα γαρύφαλλα σε ιστορικές συναυλίες. Ούτε οι παπάδες δεν μιλούσαν για ροκ, ούτε μπορούσαν να φανταστούν το νέο ρεύμα του ηλεκτρικού ήχου, και καθότι εγγράμματοι, το φάντασμα της Ευρώπης που λέγεται Κομμουνισμός, το ήξεραν αλλά αυτό ήταν για τους αντίχριστους. Γιατί ντε και καλά η ζωή κρίνεται με πληβειακούς όρους. Όσο για ερωτικές νύχτες, με κόκκινα εσώρουχα, αυτό ήταν για τις κοινές, αλλά τι μένει εκτός από τα απωθημένα; Μόνο ο κόκκινος Μπελτές που συνοδεύει πάντα, το κοκκινιστό αρνάκι ή μοσχαράκι, αλλά σπάνια αυτό συνοδεύεται με χοντρά μακαρόνια «Ήλιος».

«Θέλει Αρετή και Τόλμη η Ελευθερία». Και δεν θα παραμείνει πάντα ένας στίχος ενός Ποιήματος, σίγουρα.

Κορωπί 27/5/21 αρκετά πρωί