Μιλώντας για τις ΜΚΟ
Οι κακές εργασιακές συνθήκες, οι απολύσεις εγκύων, οι καθυστερήσεις στην καταβολή των δεδουλευμένων είναι μερικά από τα ζητήματα που απασχολούν τους εργαζόμενους στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, οι οποίες απασχολούν την επικαιρότητα ολοένα και συχνότερα, όχι με το δηλωθέν ανθρωπιστικό τους έργο, αλλά με τις συνήθεις κακές εργοδοτικές πρακτικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της καθιερωμένης, πλέον πρακτικής υπήρξε η απόλυση μιας νέας μητέρας, εργαζόμενης σε μεγάλη ανθρωπιστική οργάνωση. Η εκδίκαση της αγωγής της απολυμένης, νέας μητέρας εναντίον της ΜΚΟ κατέληξε στο να αναγνωρίζεται από τη δικαστική έδρα το εξαρτημένο της εργασίας της, να κρίνει ως άκυρη την απόλυση και να υποχρεώνει την οργάνωση να τηρεί εφεξής τις εργοδοτικές της υποχρεώσεις απέναντι στους εργαζόμενους της.
Η συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι η μοναδική. Είναι γνωστή η τακτική των ΜΚΟ, ως προς το εργασιακό καθεστώς. Ο εργαζόμενος αποκτά τον τίτλο «συνεργάτης» και αυτό εξασφαλίζεται πρωτίστως, με τη σύναψη σύμβασης έργου με την οποία θεωρητικά ο εργαζόμενος δεν υποχρεούται να ακολουθεί συγκεκριμένο ωράριο. Στις ΜΚΟ όμως, αντί για το (αυτονόητο για τον ελεύθερο επαγγελματία) ελεύθερο ωράριο, χωρίς άλλη συμβατική υποχρέωση προς τον εργοδότη πέραν αυτής του παραδοτέου έργου, υπάρχει πλήρες ωράριο, εικοσιτετράωρες βάρδιες, αναφορές προς τους «συντονιστές» (νέος όρος για τον προϊστάμενο), εργασία σε Σαββατοκύριακα και αργίες. Κι αυτό συνδέεται άμεσα με το αντικείμενο εργασίας. Σε κάθε δομή (ξενώνας ασυνόδευτων ανηλίκων, προστατευμένα διαμερίσματα διαβίωσης προσφυγικών οικογενειών, κλπ) αναρτάται εβδομαδιαίο πρόγραμμα βαρδιών, ώστε ανά πάσα στιγμή να υπάρχει εκεί προσωπικό. Πως γίνεται άλλωστε, αν δεν υπάρχει ωράριο και, επομένως να μην παραβρίσκεται απαραίτητα εργαζόμενος σε έναν ξενώνα, να πραγματοποιηθούν π.χ. συνοδείες ανηλίκων ή ενηλίκων σε υπηρεσίες για διεκπεραίωση των όποιων ζητημάτων τους; Πως γίνεται να λειτουργήσει ένα Ιατρείο, ένα Κέντρο Ημέρας και άλλες υπηρεσίες οι οποίες λειτουργούν με συγκεκριμένο ωράριο, γνωστό στο κοινό και στους πληθυσμούς που εξυπηρετούν, καθώς και σε κάθε επαγγελματία του χώρου;
Αυτή η κατάσταση δεν είναι ανεξάρτητη από τους όρους της διεθνούς αγοράς, βάση των οποίων υπάρχει η επιδίωξη να προσαρμοστεί διεθνώς το εργατικό δυναμικό στις ευέλικτες μορφές εργασίας, ιδιαίτερα στον τριτογενή τομέα της οικονομίας στον οποίον συμπεριλαμβάνεται η παροχή υπηρεσιών. Διαφαίνεται και στους κόλπους των ΜΚΟ ο σκοπός της μαζικής παραγωγής υποκειμένων-εργαζομένων με διαρκώς αναβαθμισμένες γνώσεις, για να επιτευχθεί η προσαρμογή τους στις ολοένα μεταβαλλόμενες συνθήκες, με τη συνεχή μετακίνηση μεταξύ επαγγελματικών χώρων και γεωγραφικών προσδιορισμών. Η ζητούμενη αυτή ευελιξία επιθυμεί να μεταθέσει την ευθύνη της εργασιακής μονιμότητας στα ίδια τα άτομα-εργαζόμενους και να απαλλάξει με αυτόν τον τρόπο την εκάστοτε εργοδοσία από την ευθύνη για κοινωνικού τύπου αποζημιώσεις, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να λειτουργούν ελεύθερα, έως και ασύδοτα σε ορισμένες περιπτώσεις.
Οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, με τον «ανθρωπιστικό» χαρακτήρα τους, την «αλληλεγγύη» και τη «φιλανθρωπική» διάθεση απέναντι σε εκείνους που πλήττονται από εξαθλίωση, πείνα, ακραία φτώχεια, αστεγία, κακοποίηση, κ.λπ. προσφέρουν σε αυτούς προσωρινές «λύσεις» στα προβλήματά τους, βασιζόμενες στη ροή των χρηματοδοτήσεων. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι στη δεκαετία του 1970 το ποσοστό των δημοσίων πόρων που δινόταν στις ΜΚΟ κυμαίνονταν στο 1,5%, ενώ στα μέσα της δεκαετίας του 1990 το ποσοστό έφτασε να αγγίζει το 40% με προφανείς συνέπειες για την ανεξαρτησία των τελευταίων. Τα ίδια τα κράτη, παραδίδουν την ανθρωπιστική σκυτάλη στις ΜΚΟ, αξιολογώντας αρχικά την κατάσταση και τις ανάγκες των πληθυσμών που πλήττονται με δικούς τους, ειδικούς απεσταλμένους – παρατηρητές στο πεδίο και στη συνέχεια ζητούν από τις οργανώσεις να κάνουν τις προτάσεις τους για την υλοποίηση προγραμμάτων ανακούφισης των πληθυσμών αυτών.
Φυσικά, αυτές οι χρηματοδοτήσεις προέρχονται, κυρίως από την Ευρωπαϊκή Ένωση και «ευαγή» ιδρύματα, όπως το ίδρυμα Σόρος. Η πηγή των χρημάτων δεν απασχόλησε ποτέ τις οργανώσεις (ματωμένα χρήματα, εξασφαλισμένα από εγκλήματα σε βάρος ανθρώπων), ούτε οι λόγοι που ώθησαν τους ιδρυτές αυτών των ιδρυμάτων να χρηματοδοτούν κοινωφελείς και ανθρωπιστικούς σκοπούς, με στόχο την εξασφάλιση της προσωπικής τους υστεροφημίας. Ξέπλυμα χρημάτων και εκμετάλλευση ανθρώπων στο βωμό του ξεπλύματος ατομικών αμαρτιών. Η εξασφάλιση της χρηματοδότησης είναι αυτοσκοπός. Τα προγράμματα προσαρμόζονται στις νόρμες των χρηματοδοτών (από την εποχή των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης ακόμα), δεν σχεδιάζονται ούτε υλοποιούνται στηριζόμενα στις ανάγκες των πληθυσμών. Η κατεύθυνση είναι προσανατολισμένη στις ανάγκες των αγορών, επομένως και η παροχή υπηρεσιών προσαρμόζεται στην επιταγή τους, ενώ παράλληλα απομακρύνει την παροχή των υπηρεσιών από το δημόσιο χαρακτήρα της και της προσδίδει τη μορφή ιδιωτικοποίησης με τη σταδιακή μεταβίβαση της λεγόμενης κοινωνικής πρόνοιας από τις δημόσιες υπηρεσίες στις ΜΚΟ.
Κι ενώ τυπικά, δεν πρέπει να έχουν καμία εμπλοκή με τις κυβερνήσεις και τις εξουσίες, επί της ουσίας αποδεικνύεται ότι οι επιταγές του κεφαλαίου και της διαπλοκής καθορίζουν το σχεδιασμό και τη δράση τους. Είναι πλέον ολοφάνερο ότι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, ασκούν δημόσιες εξουσίες. Οι ΜΚΟ από αποκλειστικά ανθρωπιστικές οργανώσεις έχουν πολιτικοποιήσει την ατζέντα τους, ακολουθώντας τις επιταγές των διεθνοπολιτικών συγκυριών. Η κρίση και η παρακμή του καπιταλιστικού συστήματος επιφέρει πρωτίστως ανθρωπιστικές συνέπειες.
Η μαζική εισροή των προσφύγων στις αρχές του 2016 στη χώρα ανέδειξε ακριβώς αυτή τη σχέση εξάρτησης μεταξύ κυβερνήσεων και ΜΚΟ. Η ελληνική, αστική, «αριστερή» κυβέρνηση δεν θέλησε να διαχειριστεί το ζήτημα και να αναγκαστεί να έρθει σε ρήξη με τους δανειστές της και το κεφάλαιο και μετέθεσε τις ευθύνες για τη διαχείριση του προσφυγικού στις ΜΚΟ. Εκείνες, εκμεταλλευόμενες την ανάγκη της εξουσίας να απεγκλωβιστεί από τη μέγγενη του προσφυγικού, πρόταξαν την εμπειρία που είχαν με ειδικούς πληθυσμούς, έλαβαν ως οικονομική και διαχειριστική ανακούφιση για τις ίδιες και τη λειτουργία τους τη χρηματοδότηση που τους δόθηκε και υπό την εποπτεία της Ύπατης Αρμοστείας και άλλων διεθνών οργανισμών, βγήκαν μπροστά αναλαμβάνοντας την υποδοχή, εγκατάσταση και διαχείριση των προσφύγων. Την οργάνωση των καταυλισμών και των στρατοπέδων, μέσα στα οποία στοιβάξανε, με τις ευλογίες κυβέρνησης και ΕΕ, ανθρώπινες ψυχές. Όμως, η αποστολή φαρμάκων, τροφίμων ή σκηνών αποτελούν «ανακουφιστικά» μέτρα για τις πληγείσες ομάδες σε κάθε μέρος της γης, αλλά δεν επιλύουν ριζικά κανένα πρόβλημα. Η συνέχεια είναι λίγο – πολύ γνωστή τοις πάσι.
Η έκτακτη ανάγκη του προσφυγικού ζητήματος έπρεπε να καλυφθεί άμεσα από τις ΜΚΟ και από έκτακτο προσωπικό. Η λέξη έκτακτο αναδεικνύει, εκτός όλων των άλλων και τον τρόπο αντιμετώπισης της εργοδοσίας προς τους εργαζόμενους: δηλαδή, ξεκάθαρη παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας με την επικράτηση ευέλικτων και άρα αναλώσιμων εργαζομένων, τους οποίους μπορούν να απασχολούν χωρίς άδειες και επιδόματα και έπειτα να απολύουν, χωρίς αποζημίωση απόλυσης ή άλλες εργοδοτικές υποχρεώσεις, επιδιώκοντας μάλιστα, να εξαιρεθούν και από την απαγόρευση ομαδικών απολύσεων, στο όνομα του σημαντικού ανθρωπιστικού τους έργου.
Οι εργαζόμενοι στις ΜΚΟ δεν διαφέρουμε από κάθε άλλο εργαζόμενο. Γι’ αυτό και διεκδικούμε τα εργασιακά μας δικαιώματα και εναντιωνόμαστε σε κάθε προσπάθεια καταστρατήγησής τους από ανθρωπιστικές και μη Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Δεν συνθηκολογούμε με κανέναν εργοδότη, δεν συναινούμε στην διεύρυνση τρόπων εκμετάλλευσης του κάθε εργαζόμενου. Μπορεί η δική μας εργοδοσία να αποκαλείται διοίκηση και να αποτελείται στις πλείστες των περιπτώσεων από εθελοντές, αλλά εμείς δεν είμαστε εθελοντές, είμαστε εργαζόμενοι και εκείνοι είναι οι εργοδότες μας. Εάν θέλουν να αλλάξουν τον χάρτη των εργασιακών κεκτημένων θα μας βρίσκουν διαρκώς απέναντί τους.
Σ. Ι.