
Χρήτου Μιάμη, Michel Foucault & Max Weber – Μορφές πολιτικού μεσσιανισμού, εκδόσεις Γράφημα, Θεσσαλονίκη 2024
Η οκνηρία του συστημικού φιλοσοφικού και πολιτικού στοχασμού επιτάσσει πλείστες των περιπτώσεων, η συζήτηση για την πολιτική θεωρία και για τις εκάστοτε φιλοσοφικές θέσεις να λαμβάνει τον χαρακτήρα μιας εγχειριδιακής γνωσιοθεωρίας η οποία αδυνατεί να αποδράσει από την αριθμητική λογική της αγοραία σκέψης. Ως εκ τούτου, ο Weber είθισται να αντιμετωπίζεται ως ο φορέας μιας ορθολογικής νεωτερικής σκέψης που αναλύει με γεωμετρικό λόγο τις καπιταλιστικές σχέσεις ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος ο διανοητής συσσωματώνει την ανορθολογικότητα ως οντολογικό γνώρισμα της μετάβασης προς το νεωτερικό υπόδειγμα κυριαρχίας, ενώ στον αντίποδα ο θεωρητικός λόγος του Foucault αναδύεται από τις επικρατούσες ερμηνείες ως εγγενώς ριζοσπαστικός με κριτήριο την μεταβολή της θέασης από την οικουμενικότητα του μαρξικού λόγου προς την μοναδιαία σύλληψη του πραγματικού.
«O πολιτικός μεσσιανισμός έχει μια διττή μορφή. Εμφανίζεται είτε ως επιβεβαίωση μιας κατάστασης που δεν μπορεί να μεταβληθεί παρά μόνο να ανασυσταθεί εξωτερικά, με τη σκουριά των πρότερων στιγμών της παρούσα, είτε εγγράφεται στην επικράτεια μιας μάταιης αντίστασης, με τη μορφή ενός ριζοσπαστικού εξωραϊσμού μιας διάχυτης απόγνωσης που υποκύπτει με λαγνεία στην αισθητικοποίηση της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Αυτή η διττή υπονόμευση κάθε δυνατότητας αποκαθήλωσης της καπιταλιστικής ορθολογικότητας συνιστά την πλέον απεχθή εκφορά τού κυρίαρχου λόγου, ακριβώς γιατί εγκλωβίζει τα υποκείμενα και την ιστορία σε μια κατάσταση αφόρητης ακινησίας. Σε μια συνθήκη πολιτικής θεολογίας και οκνηρής απόσυρσης στη λιμνάζουσα θαλπωρή τού συστημικού αναστοχασμού.»
Ο εγκλωβισμός στην επικράτεια του εφικτού και η διάρρηξη με την δυνητικότητα του αστάθμητου συνιστά ωστόσο σε κάθε περίπτωση, την κοινή συνισταμένη των δύο διανοητών δεδομένου πως σε καμία στιγμή της θεωρητικής διαδρομής τους δεν απαγκιστρώνονται από τα κανονιστικά όρια του καπιταλιστικού ορίζοντα, επιλέγοντας στην περίπτωση του Weber είτε την λελογισμένη κριτική στις ακραίες εκφορές της καπιταλιστικής πραγματοποίησης, είτε την εναγώνια αναζήτηση φεγγίτη θετικής απόδρασης από την καπιταλιστική σχέση, στην περίπτωση του Foucault. Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως η καπιταλιστική νεωτερικότητα από τις πρώτες στιγμές της εμπεριείχε εντός της την εμμενή δυνατότητα και ενίοτε την αδήριτη αναγκαιότητα της υπέρβασής της. Μια δυνατότητα και μια αναγκαιότητα που με μεγάλη δυσχέρεια συναντώνται, ακριβώς γιατί το εγχείρημα μιας υπέρβασης η οποία αναμετράται στα πλαίσια της καπιταλιστικής συνθήκης με εξαιρετικά ισχυρές ορθολογικές και ανορθολογικές συσσωματώσεις, μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο, ως ολοκληρωτική διάρρηξη και ως μια αδιανόητη σύγκρουση με το υφιστάμενο καθεστώς στην πολιτική, στην ιδεολογία, στον πολιτισμό και στην οικονομία υπερφαλαγγίζοντας τον ορίζοντα του πραγματοποιήσιμου. Μια τέτοια υπέρβαση όπως είναι έλλογο δεν δύναται να αναδυθεί ούτε ως μια σταδιακή και προσεκτική βελτίωση των όρων της αθλιότητας, ούτε ως μια επιστροφή στο πεπερασμένο μέγεθος της ατομικής απόγνωσης που κραυγάζει μάταια, για ελευθερία.
Η οικουμενικότητα είναι εδώ ο μηχανισμός που θέτει σε λειτουργία τους ιμάντες της ιστορίας, καθώς είναι άτοπο, αδύνατον και ανεδαφικό να θεωρείται αφενός ο καπιταλισμός ως ο τερματικός σταθμός της ιστορίας και αφετέρου να εκτιμάται, πως είναι εφικτή μια οποιαδήποτε υπέρβαση η οποία δεν θα φέρει το πρόσημο ενός οικουμενικού καθολικού προτάγματος ως την ανάδυση μια ατομικότητας που δεν μπορεί πλέον να υπάρξει, γιατί όντως δεν μπορεί να υπάρξει, σε αντίστιξη προς τον οικουμενικό εαυτό της. Η οικουμενικότητα η οποία ψευδώς και ανερμάτιστα συγχέεται με την εξαΰλωση της ατομικότητας αποτελεί ουσιαστικά αμετάκλητη προϋπόθεση για την χειραφέτηση των ατόμων όχι μόνο από την καπιταλιστική συνθήκη εκμετάλλευσης, αλλά από κάθε εκμεταλλευτική συνθήκη, ακριβώς γιατί τα άλματα στην ιστορία αποτελούν το απόσταγμα μιας ανεπανάληπτη σύνθεσης ατομικού και οικουμενικού, τέτοιας έντασης και ενέργειας που το υφιστάμενο αναχωρεί, υποκύπτοντας.
Εξάλλου, η μετάβαση στην καπιταλιστική νεωτερικότητα διενεργήθηκε διαμέσου της ατελεύτητης οδύνης των υποκειμένων. Οι φυλακές, τα στρατόπεδα, τα εργοστάσια, οι κρατικοί θεσμοί, η οικογένεια, η εκκλησία ακόμη και τα μητροπολιτικά βουλεβάρτα, αποτελούν τεκμήριο μιας απεχθούς συνθήκης υπακοής, ενός ανελαστικού κανόνα εντός του οποίου οι κυριαρχούμενοι αποτέλεσαν το σώμα και το πνεύμα μιας μετάβασης που μένει να ολοκληρωθεί. Ακριβώς γιατί, τίποτε το γοητευτικό, τίποτε το εξαιρετικό, τίποτε το μεγαλειώδες δεν προσφέρει στους κυριαρχούμενους ούτε μια σταδιακή βελτίωση των όρων του εγκλεισμού τους, ούτε φυσικά η φενάκη μιας ατομικής απαγκίστρωσης που δεν πρόκειται ευοδωθεί.
Ο οικουμενικός πόνος, η δυστυχία και η αθλιότητα, δεν μπορούν να λησμονηθούν, όπως και το βλέμμα της ατομικής διαπόμπευσης και υποταγής δεν μπορεί να κρυφτεί πίσω από την ψευδή φαντασμαγορία της αγοραίας διαμεσολάβησης. Η λήθη δεν μπορεί να επικρατήσει και η διαπόμπευση δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Η θεωρία που συμβουλεύει σύνεση και υπομονή όπως και η θεωρία που φτιασιδώνει το περιτύλιγμα για να διασωθεί το περιεχόμενο, τίποτε δεν μπορούν πλέον να προσφέρουν στην προοπτική μιας ιστορικής διάρρηξης που είναι πιο ανέφικτη και ταυτόχρονα πιο εφικτή από ποτέ άλλοτε.
Αρκεί, η επικούρεια δυνητικότητα, η μαρξική διαλεκτική του αστάθμητου και ο διηνεκής πόνος των ανθρώπων, επιτέλους να συναντηθούν, σε μια ώσμωση απελευθερωτική και ταυτόχρονα υβριστική, για τους θεολόγους της ατέρμονης υποταγής.