[ Το κείμενο που ακολουθεί έχει γραφθεί από τους συντρόφους μας στην Ιταλία, της PROSPETTIVA OPERAIA (Εργατική Προοπτική). Δίνει απάντηση στην προσπάθεια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να εξευμενίσει τα πλήθη και να προάγει κοινωνική «ειρήνη» εν καιρώ πανδημίας. Πολλά ζητήματα φαντάζουν αρκετά οικεία και για την ελληνική πραγματικότητα. ]

Οι πρόσφατες συνεντεύξεις που έδωσε ο γραμματέας της CGIL στις 29 Απριλίου στην εφημερίδα «Il Manifesto» και την 1η Μαΐου στην «Repubblica» αξίζουν μια δυνατή απάντηση από την πλευρά της εργατικής τάξης ενάντια σε αυτήν την παρασιτική συνδικαλιστική γραφειοκρατία που ελέγχει την CGIL.

Για δεκαετίες τώρα, η μεγαλύτερη εργατική συνομοσπονδία υποκύπτει αμαχητί στις αντεργατικές πολιτικές των αντίστοιχων κυβερνήσεων κεφαλαίου, από τον Μπερλουσκόνι έως τον Κόντε. Η σοβαρή οικονομική κρίση έπληξε επίσης τις σχέσεις μεταξύ συνδικαλιστικών οργανώσεων και εργοδοτών σε σημαντικό βαθμό, εγκαινιάζοντας έτσι τη σύγκρουσή τους προς όφελος των τελευταίων. Κάθε συνδικαλιστής ηγέτης και κάθε γενικός γραμματέας (Επιφάνι – Καμούσο – Λαντίνι), προκειμένου να σώσει τη δική του οργανωτική αυτοσυντήρηση, προκειμένου να επιβιώσει ως γραφειοκρατική αριστοκρατία έναντι των μελών του, έχει θυσιάσει τον συνδικαλιστικό αγώνα όπως απεργίες, πικετοφορίες, καταλήψεις υπέρ των βολικών διαβουλεύσεων με την κυβέρνηση και τους εργοδότες.

Το «αίσθημα ευθύνης» των «πυροσβεστών» συνδικαλιστών

Εν μέσω της πανδημίας και εν μέσω μιας σκληρής σύγκρουσης με την Confindustria[1], που εκπροσωπείται τέλεια από τον Μπονόμι, ο οποίος ζήτησε και πέτυχε άμεση επαναλειτουργία των βασικών παραγωγικών τομέων, o δειλός Λαντίνι επιδοκιμάζει σήμερα το «γενικό αίσθημα ευθύνης που υπάρχει και μας κάνει υπερήφανους» (Il Manifesto, 29/04), το οποίο επέδειξαν οι εργαζόμενοι. Ασφαλώς, η υποχρεωτική ευθύνη έχει συγκρουστεί με την ανευθυνότητα των συνδικαλιστικών ηγετών των CGIL, CISL και UIL [Σ.τ.Μ. τα αρχικά των τριών συνομοσπονδιών της Ιταλίας], οι οποίοι επέλεξαν το κέρδος των επιχειρηματιών αντί της υγείας των εργατών και των εργατριών. Η πραγματικότητα έχει δείξει πώς η κοινωνική αποστασιοποίηση, η εξυγίανση των περιβαλλόντων χώρων και των συσκευών ασφαλείας αποτελούσαν ένα σενάριο που όχι μόνο συγκρούστηκε με παραγωγικές πραγματικότητες (αναγκαίες και μη) όπου η ανθρώπινη επαφή είναι από μόνη της αναπόφευκτη σε χώρους που έχουν σχεδιαστεί με τα κριτήρια βελτιστοποίησης και μεγιστοποίησης συγκεντρωτικών χώρων (π.χ. γραμμή συναρμολόγησης, θέσεις εργασίας, αποδυτήρια, καντίνες, μπάνια κ.λπ.), αλλά και που καταγγέλθηκε από διάφορους εργαζόμενους, που απασχολούνται στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης μέχρι τον εφοδιασμό. Αλλά ο Λαντίνι χωρίς κανένα ίχνος ντροπής, μπορεί να υπερηφανεύεται για το πώς η Ιταλία είναι η μόνη χώρα όπου όλες οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι ενώσεις των εργοδοτών έχουν υπογράψει ένα πρωτόκολλο για την ασφάλεια της εργασίας και τα κριτήρια για την ανάκαμψη […] Αυτό είναι ένα σημαντικό γεγονός που μου δίνει ελπίδα για τη σημαντική ανάκαμψη στον Ιταλικό κόσμο της εργασίας» (Republica 01/05).

Αυτό το καθήκον της «ευθύνης» στα μάτια της αστικής τάξης έχει πλέον μετατραπεί σε κοινοτυπία που κάθε πολιτικός και συνδικαλιστικός εκπρόσωπος επαναλαμβάνει εναλλάξ σε κάθε οξεία φάση της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος προκειμένου να δικαιολογήσει ακριβώς εκείνους τους ελιγμούς που αντιβαίνουν στα συμφέροντα της εκμεταλλευομένων του συστήματος. Η «εποχή ευθύνης» του Λαντίνι (Republica 01/05) μεταφράζεται σε μια εποχή νέων προδοσιών και εκβιαστικών συμφωνιών!

Στην ίδια συνέντευξη με τον Μάσιμο Φράντσι, ο Λαντίνι αναφέρει: «Εντυπωσιάστηκα από την αστάθεια του κοινωνικού μας συστήματος και ιδιαίτερα από την αλληλεγγύη των απλών ανθρώπων». (Il Manifesto 29/04). Μας φαίνεται, ωστόσο, ότι ο Λαντίνι μένει έκπληκτος από το γεγονός ότι η κατάρρευση του συστήματος υγείας και η παράδοσή του στον ιδιωτικό τομέα έγιναν αποδεκτές από τα συνδικάτα με μια άνευ προηγουμένου ηττοπάθεια. Πώς μπορεί κανείς να εκπλαγεί, αγαπητέ Λαντίνι, με την ευθραυστότητα του κοινωνικού συστήματος, όταν η CGIL έχει επιτρέψει μέσω της ακύρωσης του άρθρου 18 και του εκβιασμού των εργοδοτών με το όπλο της απόλυσης, την αύξηση της επισφάλειας με τον νόμο για την απασχόληση και την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης με τον νόμο Φορνέρο; Αυτές οι «τελευταίες θέσεις στην πυραμίδα των μισθών» (Il Manifesto 29/04) που είναι γεμάτες από «ανθρώπους που αμείβονται ανεπαρκώς ή ακόμη και επισφαλώς» (Il Manifesto 29/04) θα παραμείνουν τελευταίες δια βίου με αυτήν την επιζήμια και εγκληματική συνδικαλιστική πολιτική. Σε αυτό το σενάριο παράλυσης δεν είναι, αγαπητέ Λαντίνι, η «στιγμή επανεξέτασης», αλλά η στιγμή να δράσουμε και να επιτεθούμε άμεσα στον κόσμο των αφεντικών που ήδη σχεδιάζουν κλείσιμο εργοστασίων, απολύσεις αψηφώντας τα ίδια κυβερνητικά διατάγματα. Αλλά η γραφειοκρατία δεν θα εκπληρώσει ποτέ αυτό το καθήκον αν δεν εξαναγκαστεί από τη συνειδητή βάση των εργατών που αναπόφευκτα θα πληρώσουν το κόστος της οικονομικής κρίσης στο πετσί τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λαντίνι υποστήριξε ότι «η αντιπαράθεση με το επιχειρηματικό σύστημα ήταν περίπλοκη αλλά εποικοδομητική» (Il Manifesto 29/04) και τέλος εξήρε την «ευθύνη» της πλειοψηφίας των επιχειρηματιών στην υπογραφή του πρωτοκόλλου, περιορίζοντας την πίεση για επαναλειτουργία πάση θυσία μόνο σε «σε ορισμένες επιχειρήσεις» (Repubblica 01/05). Το κοινωνικό φρένο έχει τραβηχτεί.

Το «Καταστατικό των Δικαιωμάτων» του Λαντίνι έναντι του «Καταστατικού των Εργατών»

Συνεχίζοντας τη χαλαρή συνέντευξή του, ο Λαντίνι προβλέπει ένα φανταστικό «Καταστατικό δικαιωμάτων». Λέει: «Όπως και να’ χει ήρθε η στιγμή για ένα νέο καθεστώς δικαιωμάτων για τους ανθρώπους που εργάζονται και που δεν θα συνδέεται απλώς με το είδος της ενεργοποιούμενης σχέσης […] εργατικό δίκαιο, το δικαίωμα στη διά βίου μάθηση και την ευημερία πρέπει να αναδιαμορφωθεί προκειμένου να προστατευθούν και να προωθηθούν οι νέες συνθήκες που έχουν φέρει η παγκοσμιοποίηση και η τεχνολογική καινοτομία. Πιστεύω ότι αυτός είναι ο τρόπος αντιμετώπισης της μετατόπισης της κακής εργασίας και της φτώχειας εν γένει» (Μανιφέστο 29/04). Πρέπει να εξηγηθεί στον κ. Λαντίνι ότι οι προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης ανακύπτουν από αυτούς που διοικούν ή από εκείνους που έχουν την πολιτική και οικονομική δύναμη. Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και η αποθησαύριση νέων αγορών μέσω αχαλίνωτων νεοφιλελεύθερων πολιτικών (ακόμη και λόγω των λεγόμενων “πράσινων και τεχνολογιών”) αντικατοπτρίζονται στη μεγαλύτερη κρίση καπιταλιστικής υπερπαραγωγής, η οποία ανάγκασε και αναγκάζει την καταστροφή αγαθών και εργασίας ενόψει της προοπτικής της μείωσης του ποσοστού κέρδους.

Ως εκ τούτου, ο Λαντίνι υποστηρίζει την ανάγκη για ένα σχέδιο επενδύσεων και δικαιωμάτων με το οποίο η ίδια η αγορά θα εγγυηθεί την ευημερία για τους ίδιους τους εργάτες, ίσως δουλεύοντας μαζί ως εκτελεστές και θύματα. Είναι ενδεικτικό του πώς ένα τέτοιο κενό σχέδιο δεν αναφέρει καθόλου το κατώτατο όριο μισθού, τις ώρες εργασίας και όρους συμβάσεων. Ένα είναι σίγουρο: αν ο Λαντίνι περιμένει από την αστική τάξη να μετανοήσει και να αναγνωρίσει, παραδόξως ενάντια στα δικά της συμφέροντα, στοιχειώδη δικαιώματα που έχει βοηθήσει να εξαλειφθούν τα τελευταία χρόνια, γνωρίζουμε ότι με αυτούς τους όρους η ήττα είναι εξασφαλισμένη. Στην πραγματικότητα, η ιστορία της κοινωνικής σύγκρουσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας διδάσκει ότι χωρίς μια φάση έντονου αγώνα δεν υπάρχει βελτίωση στις αντικειμενικές συνθήκες και αυτό αποδείχθηκε από τα διδάγματα των αγώνων της δεκαετίας του 1960 και του 1970, που συνέβαλαν στη χορήγηση του Εργατικού Καταστατικού[2], το οποίο στη συνέχεια διαλύθηκε. 

Η συμφωνία μεταξύ της Fiat Chrysler Automobiles (FCA) και της FIOM-CGIL

Σε αυτή την πρώτη φάση, οι αυθόρμητες απεργίες στα εργοστάσια της Fiat στην Ιταλία, ειδικά στο Pomigliano d’Arco και στο Melfi, και στην Chrysler στις ΗΠΑ, ήταν αναμφίβολα ένας σημαντικός δείκτης της κατάστασης ανησυχίας των εργαζομένων όσον αφορά τον κίνδυνο να αρρωστήσουν και να προσβληθούν από τον ιό. Απεργίες που φαίνεται να έχουν παρακάμψει τις ίδιες τις υποδείξεις των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών, ανίκανων να προστατεύσουν την υγεία των εργαζομένων σε αυτό το στάδιο, αναγκάζοντάς τους να απεργήσουν σε ένα από τα εργοστάσια που υπόκειτο σε συνδικαλιστικά αντίποινα, όπως αυτό του Pomigliano d’Arco, όπου το περίφημο σχέδιο Μαρτσιόνε σηματοδότησε την έναρξη μιας μεγάλης κλίμακας επίθεση στα δικαιώματα των εργατών και τις ίδιες τις θέσεις εργασίας. Ας μην ξεχνάμε ότι η CGIL, με επικεφαλής τον τότε γραμματέα της Γκουλιέλμο Επιφάνι, τάχθηκε υπέρ της συμφωνίας, σύμφωνα με τη γραμμή της FIM-CISL και της UILM-UIL, καλώντας τους εργάτες να ψηφίσουν υπέρ του ΝΑΙ στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Μαρτσιόνε. Έτσι με αυτές τις περίφημες τελευταίες εξελίξεις, που είχαμε τη μείωση στο 50% του αριθμού των απασχολούμενων εργαζομένων, καταστροφή βαρδιών, παραβίαση συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, μείωση τμημάτων κ.λπ., ο Λαντίνι δηλώνει ειλικρινά: «στην FCA, η FIOM-CGIL υπέγραψε συμφωνία για τη διαχείριση έκτακτης ανάγκης και την ασφαλή επανεκκίνηση. Μια θετική συμφωνία όσον αφορά την ουσία και τη μέθοδο που έθεσε τέλος, ελπίζω οριστικά, στην εποχή των ξεχωριστών συμφωνιών».

Η απουσία της λέξης «αγώνας» από το λεξιλόγιο του Λαντίνι

Και στις δύο συνεντεύξεις ο Μαουρίτσιο Λαντίνι ήταν πολύ προσεκτικός να μην αναφέρει το σύνθημα του «αγώνα», όχι μόνο κατά της κυβέρνησης Κόντε (της οποίας το Δημοκρατικό Κόμμα, το πολιτικό σκέλος της CGIL, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος) ούτε κατά της Confindustria, αλλά ακόμη και για την υλοποίηση των αόριστων δημοκρατικών ισχυρισμών της, οι οποίες είναι ομαδοποιημένες και συσκευασμένες με τέτοιο τρόπο προκειμένου να εξαπατήσουν για μια ακόμα φορά χιλιάδες εργάτες.  Προς υποστήριξη αυτών, ο φιλισταίος Λαντίνι επικαλείται έντονα «νέες μορφές δημοκρατίας, αλληλεγγύης και συμμετοχής». “Μαζί, με τη δικαιοσύνη.”» (Il Manifesto 29/04), ή να «επενδύσουν στο δημόσιο σύστημα, την υγεία, το σχολείο και την κατάρτιση […] για τις βιομηχανικές προτεραιότητες και τη σχέση με το περιβάλλον […] να υπογράψουν ένα πρωτόκολλο με τις αρχές αυτές που υπογράφονται από τους κοινωνικούς εταίρους και την κυβέρνηση, η οποία θα δώσει μια νέα κατεύθυνση προς την Ιταλική οικονομία». Εδώ βλέπουμε το πολυπόθητο και αγαπημένο τραπέζι των διαβουλεύσεων με τους συμμάχους και την κυβέρνηση, τόσο αγαπητό σε αυτήν την  συνδικαλιστική γραφειοκρατία που φιλοδοξεί μια νέα θέση στον ήλιο.

Αυτή η συνδικαλιστική πολιτική έχει καταστεί επιζήμια για την εργατική τάξη. Είναιαπαραίτητο να οικοδομήσουμε μια νέα συνδικαλιστική ηγεσία που θα καταπολεμά τον ιό της γραφειοκρατίας και θα αγωνίζεται πραγματικά για τα αληθινά συμφέροντα των εργατών και των εργατριών, οι οποίοι υφίστανται καθημερινούς εκβιασμούς, παρενοχλήσεις και συνθήκες κτηνώδους εκμετάλλευσης.


[1] Ένωση Βιομηχάνων

[2] Νόμος υπέρ της υπεράσπισης των εργατικών δικαιωμάτων.