Στις 5 και 6 Μάρτη, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματοποιεί την 3η Συνδιάσκεψή της. Είναι προφανής η σημασία που τέτοιες διαδικασίες, ιδιαίτερα για τις οργανώσεις της αριστεράς, και δη της αντικαπιταλιστικής, αποκτούν σήμερα, μετά την συνθηκολόγηση του ΣΥΡΙΖΑ, στις συνθήκες της επιδεινούμενης κρίσης και της όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων και αγώνων.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ προσέρχεται στη Συνδιάσκεψή της με καθυστέρηση, επιδιώκοντας να επανεξετάσει τη στρατηγική και την τακτική της, έπειτα από την κατάρρευση του μετώπου με τη ΜΑΡΣ και την αυτοδιάλυση της τελευταίας, όσο και μετά τη διάσπασή της, με την αποχώρηση των ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ, στις παραμονές των εκλογών του Σεπτεμβρίου.
Επαναστατική στρατηγική δεν μπορεί να χαραχθεί χωρίς μια μαρξιστική ανάλυση της κρίσης. Στο κείμενο της εισήγησης, όμως, που κατατέθηκε, οι αδυναμίες εμφανίζονται εξαρχής σε αυτό το αφετηριακό σημείο όπου περισσότερο ανακατεύονται διαφορετικές ή και αλληλοαποκλειόμενες προσεγγίσεις και επιτείνουν την σύγχυση.
Παρόλες τις διαπιστώσεις, η εισήγηση φαίνεται να στέκεται μακριά από τα βασικά στρατηγικά ερωτήματα γύρω από την καπιταλιστική κρίση και παρακμή, την ιδιαίτερη ιστορική φύση της, την δυναμική της. Υπάρχει ιστορικός ορίζοντας ανάκαμψης; Υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στην προ κρίσης κατάσταση; Και αυτή η κρίση, βρίσκει σε θέση ισχύος το κεφάλαιο απέναντι στην εργατική τάξη; Τα ερωτήματα αυτά είναι μερικά από τα πλέον σημαντικά, διότι καθορίζουν το πρόγραμμα, τις συμμαχίες, αλλά και τη φυσιογνωμία των πολιτικών μετώπων που προτείνονται.
Για παράδειγμα, η εισήγηση διαβλέπει παγκόσμια την τάση για καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, τη στιγμή ακριβώς, που μια από τις εμβληματικού τύπου ολοκληρώσεις, όπως η Ε.Ε., διαλύεται έμπρακτα και καθημερινά, με την κρίση του χρέους και των τραπεζών άλυτη, με την κρίση στην ευρωζώνη παρούσα και τώρα με την λεγόμενη “προσφυγική κρίση” να διαλύει τη ζώνη Σένγκεν. τα όργανα της ΕΕ αδυνατούν να καθορίσουν κοινή πολιτική για τα πιο επείγοντα, κορυφαία ζητήματα, ενώ στο τραπέζι βρίσκονται τα διάφορα exit (Brexit, Grexit, Καταλονία κ.τ.λ.).
Η ραγδαία επιδείνωση της καπιταλιστικής κρίσης από το καλοκαίρι του 2015 και προπαντός από τις αρχές του 2016, διαβάζεται από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ απλώς σαν μια (γραμμική) συνέχεια της συνολικής αντεργατικής επίθεσης του κεφαλαίου, που αποτελεί σχέδιο μακράς πνοής για το ίδιο. Υπάρχει ποιοτική στροφή, ποιοτική αλλαγή, κάποιο άλμα στην κατάσταση;
Ενώ ζούμε στην εποχή των επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων, όπως αναφέρει η ίδια η εισήγηση, ο αγώνας της εργατικής τάξης περιορίζεται, στο κείμενό της, στα γνωστά επιμέρους μέτωπα αντίστασης μέσα στο σύστημα : μείωση της εκμετάλλευσης, δημοκρατία, εθνική αυτοδιάθεση, ειρήνη και ελευθερία, σεβασμός ατομικών και κοινωνικών πολιτικών δικαιωμάτων κ.τ.λ. Ενώ καίγεται η περιοχή από πολέμους το βασικό καθήκον της εργατικής τάξης παρουσιάζεται σε μια ταυτολογία : αντιπολεμική πάλη για ειρήνη. Γιατί όχι η μετατροπή των ιμπεριαλιστικών πολέμων σε ταξικό πόλεμο και κοινωνική επανάσταση;
Το καθήκον που απουσιάζει, ως καθήκον του παρόντος, είναι ακριβώς αυτό που βασανίζει την ίδια η εργατική τάξη και τα εκμεταλλευόμενα λαϊκά στρώματα: το ζήτημα της εξουσίας και της κυβέρνησης. Το βασανιστικό ερώτημα “μετά από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τί;”.
Στα ίδια τα καθήκοντα της τάξης θα μπορούσαμε να πούμε πως έχουμε έναν προγραμματικό λόγο λείανσης, ρύθμισης όλων των αντιφάσεων του καπιταλισμού. Ακόμα και εκεί που επιχειρείται να αναφερθεί ή να προσεγγιστεί το ζήτημα της εξουσίας, αποτυπώνονται σοβαρότατα θεωρητικά λάθη, με σημαντικές πολιτικές συνέπειες. Για την εισήγηση, η εξουσία των εργαζομένων (εργατική δημοκρατία, και όχι δικτατορία του προλεταριάτου), εμφανίζεται σαν μακρινό αποτέλεσμα κι όχι σαν όπλο στα χέρια της κοινωνικής πλειοψηφίας των καταπιεσμένων για να πραγματώσει τα ιστορικά καθήκοντά της. Έτσι η ίδια η εργατική εξουσία εξοβελίζεται σε κάποιο μακρινό χρόνο.
Μαζί με τις γενικές διαπιστώσεις για την εποχή των επαναστάσεων και αντεπαναστάσεων, τρυπώνει η ανομολόγητη δυνατότητα ανάκαμψης του καπιταλισμού. Αυτό αποτυπώνεται και στο ζήτημα της εκτίμησης της παραμονής του ελληνικού καπιταλισμού εντός της Ε.Ε., γιατί έτσι, όπως γράφεται στην εισήγηση, η αστική τάξη στερεώνει την εξουσία της στο εσωτερικό, εντάσσεται και διεκδικεί ρόλο στο εξωτερικό. Για μια αστική τάξη που την εκπροσωπεί το πλέον παρακμασμένο πολιτικό προσωπικό, με αδυναμία εφεδρειών.
Η θηριωδία που επιβλήθηκε στην Ελλάδα, ταξική στην ουσία της, με το τρίτο μνημόνιο, το οποίο όπως ομολογούν οι ίδιοι οι εμπνευστές του, είναι κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά μη βιώσιμο, αντανακλά με αντιφατικό τρόπο το αδιέξοδο των κυρίαρχων αστικών ελίτ της Ευρώπης. Ο σπασμένος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που λέγεται Ελλάδα, αποτυπώνει ανάγλυφα το σπάσιμο της ίδιας της αλυσίδας κατά τη λενινιστική ρήση, αποσταθεροποιεί την Ε.Ε., ενώ προβληματίζει ακόμα και τον Ομπάμα, ήδη από την κρίση του Ιουνίου 2012 και ξανά από αυτήν του περασμένου καλοκαιριού. Οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, αδυναμία ρύθμισης των διεθνών σχέσεων του ιμπεριαλισμού, πολιτικά συστήματα που ξεβράζουν από τους υπόνομους του συστήματος και φασιστική και ρατσιστική φρίκη. Ένα σύστημα σε ιστορική παρακμή, που αν δεν ανατραπεί, θα συνθλίψει κάθε ανθρώπινο μέσα στην ανθρωπότητα..
Με βάση την θολή και τελικά λαθεμένη εκτίμηση, που περιγράφεται στο πρώτο κεφάλαιο της εισήγησης, καθορίζεται και το ονομαζόμενο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα. Μέσα σε 7(!) σελίδες, καταγράφονται αιτήματα για διάφορες πλευρές της πάλης. Ένα πρόγραμμα, που στη γενική φυσιογνωμία του καθορίζεται από το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης της κυβέρνησης και του κεφαλαίου, της ισχυροποίησης μιας αριστερής εργατικής αντιπολίτευσης.
Σε αυτή την ενότητα, αποτυπώνονται ακόμα πιο καθαρά, οι ισορροπίες ανάμεσα σε γενικά αιτήματα και διατυπώσεις συνολικών πολιτικών λύσεων, με αιτήματα και διεκδικήσεις που επιχειρούν να περιγράψουν την ανάγκη επιστροφής σε μια κατάσταση προ κρίσης. Κατάργηση των μνημονίων και διαγραφή του χρέους, με ήττα της κυβέρνησης, για να ανοίξει ένας άλλο δρόμος για τους εργαζόμενους, δρόμος που δεν περιγράφει την εξουσία. Διεθνιστικός αγώνας ενάντια στις καπιταλιστικές ολοκληρώσεις και τους πολέμους, χωρίς άμεση πάλη για σοσιαλισμό. Εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, με πάλη για κεϋνσιανή “αναδιανομή (!) του πλούτου”. Το καυτό θέμα της αντιφασιστικής πάλης χάνει την οξύτητά του όταν μετατρέπεται απλώς σε ένα υποκεφάλαιο, χωρίς να συνδέεται άμεσα με την συνολική πάλη για την επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που γεννάει, μέσα στην ιμπεριαλιστική του σήψη, τον φασισμό, τον ρατσισμό, την ξενοφοβία, τον πολεμικό όλεθρο, τον εφιάλτη που ζουν σήμερα εκατομμύρια πρόσφυγες.
Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στη μέθοδο κατάρτισης ενός Μεταβατικού Προγράμματος. Μετάβαση από τι σε τί;
Η εποχή της ιμπεριαλιστικής παρακμής, είναι η εποχή της επαναστατικής μετάβασης στον παγκόσμιο σοσιαλισμό, και σαν τέτοια απαιτεί ένα μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικήσεων για την επαναστατική κινητοποίηση των μαζών, στο δρόμο της κατάληψης της κρατικής εξουσίας. Δεν ξεκινάει ούτε περιορίζεται στη συγκυρία, στη μια ή την άλλη στροφή μιας ιστορικής εποχής, από τα αιτήματα της στιγμής, ή την αυθόρμητη συνείδηση της εργατικής τάξης. Από αυτήν την άποψη το αναγκαίο μεταβατικό πρόγραμμα, δεν έχει να κάνει με κάποιες μίνιμουμ διεκδικήσεις, ή με αιτήματα για την ανατροπή κάποιας φάσης της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία. Άλλωστε, όπως προειδοποιούσε ο Λέον Τρότσκι, ακόμα και αιτήματα που φαίνεται να είναι επανάληψη τμημάτων του Μεταβατικού Προγράμματος της 4ης Διεθνούς, όπως αυτό του εργατικού ελέγχου, που γράφεται στην εισήγηση, έξω από την προοπτική και το στόχο για την κατάληψη της εξουσίας, χάνουν τη σημασία τους, και μπορούν να γίνουν ακόμα και αντιδραστικά.
Έτσι είναι φυσικό να διαμορφώνονται και οι προτάσεις για τα αναγκαία μέτωπα της πάλης. Το Ε.Ε.Κ., κατέβηκε στις τελευταίες εκλογές με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, συνδιαμορφώνοντας μια εκλογική συνεργασία με ένα πολιτικό πρόγραμμα που εκτιμούσε ότι μπορεί να δοθεί η πάλη από καλύτερες θέσεις για την εργατική τάξη, και διατηρώντας το αυτονόητο δημοκρατικό δικαίωμα να εκφράζει δημόσια τις στρατηγικές διαφωνίες του, με την συνεχή έκκληση για κοινή συζήτηση, και κυρίως για τη διαμόρφωση του Ενιαίου Μετώπου, στη δράση, στην πάλη για την εξουσία της εργατικής τάξης.
Στην εισήγηση βλέπουμε να επαναλαμβάνεται η πολιτική πρόταση για τη διαμόρφωση ενός μετώπου όλων των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, αντιιμπεριαλιστικής, αντιΕ.Ε. αριστεράς και των δυνάμεων που στέφονται ενάντια στο ρεφορμισμό. Αυτή η πρόταση οδήγησε στην εκλογική συνεργασία και αποτυχία με τη ΜΑΡΣ, αφήνοντας εθνικοπατριωτικά αποτυπώματα που φάνηκαν με την αποχώρηση ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ και τη σύμπραξη με τον αριστερό πατριωτισμό και τον οικονομικό εθνικισμό της ΛΑΕ. Η συνεργασία δε με τη ΜΑΡΣ κρίνεται ως θετική(!). Σε αντίθετη κατεύθυνση, δεν αναγράφεται πουθενά η εκλογική συνεργασία με το Ε.Ε.Κ. και ανένταχτους αριστερούς αγωνιστές, που και από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκτιμήθηκε τότε θετικά, χωρίς προφανώς να συνιστά η ίδια η εκλογική καταγραφή τομή σε ό,τι αφορά τα εκλογικά αποτελέσματα.
Αξίζει να ειπωθεί, πως και τα κείμενα τροπολογιών του ΣΕΚ όσο και της Πρωτοβουλίας για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντικαπιταλιστική και επαναστατική, δεν διατυπώνουν καμιά ένσταση ή τροπολογία στην κριτική εκτίμηση του πρώτου κεφαλαίου σε σχέση με την καπιταλιστική κρίση. Πράγμα που αφήνει ανέπαφο το βάθρο της διαμόρφωσης των προγραμματικών διεκδικήσεων, όσο και των μετωπικών πολιτικών προτάσεων.
Αποτυπώνοντας κάποιες πρώτες σκέψεις, το Ε.Ε.Κ. θα συμβάλει στη συζήτηση για την αναγκαία στρατηγική των επαναστατών περαιτέρω, με αφορμή και τη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις επείγουσες απαιτήσεις των καιρών. Με την απαίτηση για την εμβάθυνση της ενιαιομετωπικής δράσης, αλλά και του αναγκαίου θεωρητικού και πολιτικού διαλόγου. Άλλωστε τα ζητήματα που συζητούμε, δεν αφορούν μια συζήτηση πολιτικών επιτελείων μακριά από την ταξική πάλη, αλλά ζητήματα που θέτει η ίδια η εργατική τάξη, οι εργαζόμενοι και τα εκμεταλλευόμενα λαϊκά στρώματα.
Νίκος Πελεκούδας