MAKEΔONIA : Oι Περιπέτειες της Ιστορίας

 

 

 

Το Μακεδονικό που έχει επανέλθει στην επικαιρότητα, έχει γίνει αναμφίβολα αντικείμενο εκμετάλλευσης από την ακροδεξιά, που προσπαθεί να επανέλθει στο προσκήνιο, χρησιμοποιώντας ως όχημα την δήθεν εθνική προδοσία που προέρχεται από μία (τουλάχιστον κατ’ όνομα) Αριστερή και άρα εξ ορισμού αντεθνική κυβέρνηση.  

 

Τα κρούσματα φασιστικής βίας που ξεκίνησαν με την πυρπόληση της κατάληψης Libertatia, στη Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο, αλλά και οι πρόσφατες επιθέσεις στη Ροτόντα και τον κοινωνικό χώρο του Σχολείου, που ακολούθησαν τις αντίστοιχες εθνικιστικές μαζώξεις αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα γραφής της αυξανόμενης φασιστικής εξωστρέφειας που δεν πρέπει να μείνουν αναπάντητα ούτε στο επίπεδο επιχειρημάτων ούτε πολύ περισσότερο στον δρόμο.

Τα βασικά επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η ακροδεξιά προέρχονται ουσιαστικά από τον τομέα της ιστορίας και προσπαθούν να αποδείξουν ότι η Μακεδονία ήταν από αρχαιοτάτων χρόνων αλλά και συνεχίζει να είναι μία και Ελληνική και πως οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτήν την αντίληψη αποτελεί εθνική προδοσία. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;

Στην πραγματικότητα η εθνικιστική ανάγνωση της ιστορίας είναι ξεκάθαρα επιλεκτική και αναχρονιστική, καθώς από την μία παραβλέπει πληθώρα ιστορικών μεταβολών και αλλαγών που συντελέστηκαν στα Βαλκάνια κατά το πέρασμα των αιώνων και από την άλλη μεταθέτει στο παρελθόν δεδομένα και βεβαιότητες του σήμερα. 

Κανένας ιστορικός δεν αμφισβητεί την ελληνικότητα της δυναστείας των Αργεαδών που ίδρυσαν το βασίλειο της Μακεδονίας. Από τον θάνατο του Μεγάλου Αλέξανδρου όμως, το 323π.Χ., ή έστω από την κατάληψη της Μακεδονίας το 146 π.Χ., μεσολάβησαν περισσότερα από 2.000 χρόνια, τρεις πολυεθνικές αυτοκρατορίες (για να μην πούμε τέσσερις μαζί με την Μακεδονία από τα χρόνια του Φιλίππου Β’ κι έπειτα), ακόμη αρκετά παροδικά βασίλεια (π.χ. Σέρβοι, Βούλγαροι, Λατίνοι) αλλά και δεκάδες άλλα φύλα που είτε επέδραμαν είτε εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή, με αποτέλεσμα η χρήση του όρου Μακεδονία ή Μακεδόνας να αλλάξει περιεχόμενο αμέτρητες φορές.

Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους οι αναφορές σε Μακεδόνες είναι μηδαμινές καθώς όπως φαίνεται η έννοια έχει αφομοιωθεί πλήρως από τον όρο Έλληνας-Ρωμαίος πολίτης. Η Μακεδονία είναι μια γεωγραφική περιοχή, ενταγμένη ως διοικητική περιφέρεια (Provincia Macedonia) στο Ρωμαϊκό κράτος, με όρια όμως πολύ ευρύτερα από αυτά της σημερινής Μακεδονίας, καθώς σε αυτή συμπεριλαμβάνονταν κομμάτια της Θράκης, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Ιλλυρία, φτάνοντας έως την Αδριατική. Κατά την διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού η περιοχή της Μακεδονίας υπάγεται στην διοικητική Υπαρχία Ιλλυρικού (praefectura praetorio per Illyricum) και χωρίζεται σε δύο τμήματα, στην Macedonia Prima (που συμπεριλάμβανε ουσιαστικά τα Μακεδονικά εδάφη που ανήκουν σήμερα στο Ελληνικό κράτος) και στην Macedonia Secunda (που συμπεριελάμβανε τα εδάφη της Παιονίας και της Δαρδανίας που ανήκουν σήμερα στην ΠΓΔΜ). Αυτή η διοικητική διαίρεση παρέμεινε και κατά τα πρώτα Βυζαντινά χρόνια.

Τον 7ο – 8ο μ.Χ. αιώνα μια νέα διοικητική μεταρρύθμιση τροποποιεί τις διοικητικές περιφέρειες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας εισάγοντας τον θεσμό των Θεμάτων. Τα εδάφη της σύγχρονης δυτικής και κεντρικής Μακεδονίας εντάσσονται στο Θέμα Θεσσαλονίκης, ενώ αυτά της ανατολικής Μακεδονίας εντάσσονται στο Θέμα Στρυμόνα. Παράλληλα όμως ιδρύεται και Θέμα Μακεδονίας με πρωτεύουσα την Ανδριανούπολη που περιλαμβάνει την σημερινή Δυτική Θράκη.

Την ίδια περίοδο εμφανίζονται στην περιοχή και τα Σλαβικά φύλα που εγκαθίστανται στα Βαλκάνια (άλλοτε με την βία και άλλοτε με την συγκατάθεση των Βυζαντινών), ιδρύοντας Σκλαβηνίες, δηλαδή νησίδες αμιγώς σλαβικών πληθυσμών μέσα στα όρια του Βυζαντινού κράτους. Από τις βορειότερες και πιο απομακρυσμένες από την Κωνσταντινούπολη γεννήθηκαν στη συνέχεια τα βασίλεια της Σερβίας και της Κροατίας, τα νοτιότερα όμως τμήματα ουδέποτε αυτονομήθηκαν και εντάχθηκαν πλήρως στην Βυζαντινή ζωή. 

Ούτε όμως και η πρόθεση των αυτοκρατόρων ήταν να εκδιώξει αυτούς τους πληθυσμούς από την αυτοκρατορία, αλλά να τους θέσουν κάτω από τον έλεγχο του στέμματος, είτε παρέχοντας στους ηγέτες τους προνόμια, είτε μεταφέροντάς τους σε περιοχές της υπαίθρου που υπήρχε δημογραφικό πρόβλημα (π.χ. Βυθηνία Μικράς Ασίας, Πελοπόννησο κ.τ.λ.), αποκόπτοντάς τους παράλληλα από τον Σλαβικό πυρήνα και καθιστώντας τους έτσι ευκολότερα ελεγχόμενους. Ακόμη, η απόφαση των Βυζαντινών να δημιουργήσουν το Σλαβικό αλφάβητο, να τους εκχριστιανίσουν (οι αδερφοί Κύριλλος και Μεθόδιος αναφέρεται ότι επιλέχθηκαν επειδή ως Θεσσαλονικείς γνώριζαν καλά την σλαβική γλώσσα κάτι που καταδεικνύει ότι η Σλαβική παρουσία ήταν ήδη ευρεία στην περιοχή) και να τους επιτρέψουν να ιδρύσουν εθνικές εκκλησίες, κάτω όμως από την σκέπη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ήταν ουσιαστικά μια κίνηση για να τους θέσει και υποτελείς κάτω από το στέμμα.

Καθ’ όλη αυτήν την περίοδο ο όρος Μακεδόνας εμφανίζεται ελάχιστες φορές και τις περισσότερες αναμφίβολα χρησιμοποιείται ως γεωγραφικός προσδιορισμός προέλευσης βυζαντινών μεν κατοίκων, όχι όμως απαραίτητα Ελληνικής καταγωγής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού ο Βασιλιάς Βασίλειος Α΄, ο οποίος ήταν Αρμένιος, ταπεινής καταγωγής και επονομάστηκε ο Μακεδών, επειδή προερχόταν απο την περιοχή της Ανδριανούπολης, που άνηκε όπως προαναφέραμε στο Θέμα Μακεδονίας και από τον οποίο ιδρύθηκε η αντίστοιχη Μακεδονική δυναστεία. 

Η ομαλή συμβίωση των εθνοτήτων στα μακεδονικά εδάφη δεν διαταράχθηκε ούτε και απο την συνεχή αλλαγή των συνόρων που παρουσιάστηκε στην περιοχή κατά τους τελευταίους αιώνες της αυτοκρατορίας, με τους σλαβικούς πληθυσμούς να επιβιώνουν κυρίως στην ύπαιθρο με την κτηνοτροφία και τις καλλιέργειες και τους Έλληνες να συγκεντρώνονται περισσότερο στα αστικά κέντρα και να απασχολούνται κυρίως με το εμπόριο και τις κρατικές υπηρεσίες. Με την εμφάνιση των Οθωμανών ξεκινάει ουσιαστικά μια ειρηνική περίοδος που θα δώσει ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στη δημιουργία ενός πολυφυλετικού ψηφιδωτού στην περιοχή, καθώς η απουσία συνόρων επέτρεπε την απρόσκοπτη μετακίνηση πληθυσμών εντός της Αυτοκρατορίας. 

Η διάκριση των υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν γινόταν βάσει της εθνικότητας αλλά βάσει του θρησκεύματος. Όλοι οι Μουσουλμάνοι απολάμβαναν τα προνόμια και τις υποχρεώσεις του Τούρκου πολίτη, ενώ αντίστοιχα οι Χριστιανοί και οι Εβραίοι ήταν διαχωρισμένοι σε αντίστοιχες κοινωνικές ομάδες με συγκεκριμένα δικαιώματα (π.χ. η πλειονότητα των Τούρκων που διδασκόμαστε στα εγχειρίδια ιστορίας όπως ο Αλή Πασάς, ο Κιουταχής, ο Δράμαλης κ.ά, ήταν στην πραγματικότητα Αλβανοί, ομόγλωσσοι και με ομοεθνείς με τους ορθόδοξους Αρβανίτες, με τους μεν όμως να έχουν, ως Μουσουλμάνοι, τα πλήρη δικαιώματα του Τούρκου πολίτη και τους δε να κατατάσσονται, ως Χριστιανοί, ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας). Θρησκευτικός αλλά και πολιτικός ηγέτης των Ορθόδοξων Χριστιανών (του επονομαζόμενου Ρουμ Μιλλέτ) οριζόταν, με την έγκριση του Σουλτάνου, ο εκάστοτε Οικουμενικός Πατριάρχης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα να εξαλειφθούν σταδιακά οι επιμέρους τοπικές εθνικές εκκλησίες, που είχαν ιδρυθεί από τους Βυζαντινούς και όλοι οι Χριστιανικοί πληθυσμοί να υπαχθούν στην ελληνορθόδοξη εκκλησία και να θεωρούνται Ρουμ, δηλαδή Ρωμιοί.

Η εμφάνιση των Εθνικών ρευμάτων στα τέλη του 18ου αιώνα ήρθε να διαταράξει τις ισορροπίες μεταξύ των Χριστιανικών πληθυσμών. Η πρόθεση πρώτα της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης να ανατρέψει τον Σουλτάνο και να ηγηθεί των Χριστιανικών πληθυσμών ουσιαστικά προκάλεσε και την ανάφλεξη των υπολοίπων εθνικών ομάδων που δεν έβλεπαν και με το καλύτερο μάτι τους Έλληνες εξαιτίας και της εξουσιαστικής σχέσης που υπήρχε από το Πατριαρχείο. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι η πρώτη ουσιαστικά οργανωμένη εκδήλωση του Βουλγάρικου εθνικισμού ήταν η αποκοπή των σχέσεων με το Πατριαρχείο και η δημιουργία μιας ανεξάρτητης εκκλησίας, της επονομαζόμενης Εξαρχίας το 1870.  

Από αυτό το σημείο και έπειτα εθνικιστικός ανταγωνισμός μέσα στα όρια της καταρρέουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας κορυφώθηκε. ‘Ελληνες, Βούλγαροι αλλά και Σέρβοι διεκδικούσαν τα Μακεδονικά εδάφη και επιχειρούσαν να προσεταιριστούν τους ντόπιους σλαβικούς πληθυσμούς. Η ελληνική πλευρά με όχημα το πατριαρχείο έριζε ότι η πλευρά τους ήταν με την Ελλάδα, ενώ η αντίστοιχη βουλγάρικη χρησιμοποιούσε το γλωσσικό επιχείρημα και τους καλούσε να απαρνηθούν την ελληνική εκκλησία και να ταχθούν με την βουλγαρική. Η δράση παραστρατιωτικών δυνάμεων που προχωρούσε σε πράξεις τρομοκρατίας ή ακόμη και σε εκτελέσεις ιερέων, δασκάλων ή υποστηρικτών της μίας ή της άλλης πλευράς αποτελούσε συχνό φαινόμενο. Τότε λοιπόν (και όχι επί Τίτο όπως υποστηρίζει η ελληνική προπαγάνδα) και σε αυτό το πλαίσιο, ως αντίδραση από την πίεση του Ελληνικού και του Βουλγάρικου εθνικισμού γεννήθηκε ουσιαστικά και η σύγχρονη Μακεδονική ταυτότητα που εκφράστηκε με την φράση: “Δεν είμαι ούτε Έλληνας, ούτε Βούλγαρος, μόνο Μακεδόνας ορθόδοξος”.  (Όπως έγραφε και ο Στρατής Mυριβήλης στη «Zωή εν Tάφω», «Ως τόσο δε θέλουν νάναι μήτε ‘Mπουλγκάρ’, μήτε ‘Σρρπ’ μήτε ‘Γκρρτς’. Mοναχά ‘Mακεντόν ορτοντόξ’»).

 

Η συνέχεια της ιστορίας είναι γνωστή. Με τους Βαλκανικούς Πολέμους τα εδάφη των Βιλλαετίων Μοναστηρίου και Θεσσαλονίκης που περιελάμβαναν την σύγχρονη γεωγραφική Μακεδονία μοιράστηκαν στους νικητές. Το 51% προσαρτήθηκε στην Ελλάδα, το 10% στη Βουλγαρία και το 38% στη Σερβία μέσα από την οποία γεννήθηκε μετά από δεκαετίες και η ΠΓΔΜ. Παράλληλα, με την ολοκλήρωση των δύο παγκοσμίων πολέμων και τις ανταλλαγές πληθυσμών διαφοροποιήθηκε και η σύσταση του πληθυσμού της περιοχής και το μωσαϊκό Τούρκων, Ελλήνων, Βουλγάρων, Σλάβων, Εβραίων, Αλβανών, Βλάχων, Αρμενίων και Τσιγγάνων, το διαδέχθηκαν με ζυμώσεις και εσωτερικές εθνοκαθαρτικές διεργασίες, τα ομοιογενή σε μεγάλο βαθμό σημερινά εθνικά Βαλκανικά κράτη.  

 

Η Μακεδονία λοιπόν του σήμερα είναι κάτι πολύ διαφορετικό σε σχέση με ό,τι ήταν πριν από λιγότερο από 100 χρόνια και την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης, πόσο μάλλον με τη Μακεδονία του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου, που όπως είδαμε την διαδέχθηκαν πολλές άλλες και διαφορετικές “Μακεδονίες” στο διάβα των αιώνων. Η αναγωγή της επίλυσης του συγκεκριμένου ζητήματος μέσα από το πλαίσιο της ιστορίας της αρχαίας Μακεδονίας, είναι ουσιαστικά σαν να προσπαθεί κάποιος να λύσει το μεσανατολικό με βάση τα δεδομένα που ίσχυαν εκεί κατά την εποχή των Ασσυρίων ή των Βαβυλωνίων. Αν λοιπόν υπάρχει κάτι για να μας διδάξει η ιστορία, αυτό είναι ότι οι Σλαβομακεδόνες όχι μόνο δεν είναι κάποιοι προαιώνιοι εχθροί των Ελλήνων αλλά είναι ένας λαός με τον οποίο συμβιώναμε ειρηνικά για περισσότερους από 14 αιώνες και με τους οποίους δεν είχαμε τίποτα να χωρίσουμε, τουλάχιστον μέχρι να χυθεί το εθνικιστικό δηλητήριο στην περιοχή. Προφανώς λοιπόν και έχουν κάθε δικαίωμα να νιώθουν και να αυτοπροσδιορίζονται Μακεδόνες, τουλάχιστον  όσο έχει και ένας Πόντιος, ένας Μικρασιάτης ή ένας ντόπιος Έλληνας Μακεδόνας. 

Το Μακεδονικό δεν είναι ιστορικό ζήτημα. Είναι ξεκάθαρα πολιτικό ζήτημα. Η επαναφορά του στο προσκήνιο αλλά και ο τρόπος της επίλυσης που προωθείται είναι άλλη μια προσπάθεια των ιμπεριαλιστών, αλλά και των ντόπιων και των ξένων αστών, να εδραιώσουν και να επεκτείνουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή, εις βάρος της εργατικής τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν απάντηση δε μπορεί να είναι ο εθνικισμός που διαιρεί τους λαούς και ποτίζει με αίμα τα πολεμικά τους γρανάζια. Μόνο μια εργατική απάντηση από τους λαούς ενωμένους μπορεί να δώσει την λύση. 

 

 Bάγιος Tζαχρ.

[Tο κείμενο αποτέλεσε την ομιλία του σ. Bάγιου Tζαχρ. στο πρόσφατο 21ο αντιρατσιστικό φεστιβάλ Θεσσαλονίκης]