Kάτια Γέρου
«Mια παράσταση που θα μείνει χαραγμένη για πάντα στη μνήμη μας»
Όταν το 18 Άνω ζήτησε από τους συντελεστές της παράστασης “Περιμένοντας τον Γκοντό” του Mπέκετ, που παίχτηκε τον χειμώνα στο Θέατρο Tέχνης, να παίξουν για τους κρατούμενους των φυλακών Kορυδαλλού, όλοι μας –σκηνοθέτης και ηθοποιοί– είπαμε αμέσως ένα αυθόρμητο: ναι!
Γιατί;
Πρώτον: Για λόγους ιδιοτελείς (και δεν το λέω καθόλου σαρκαστικά). Για να νιώσουμε χρήσιμοι.
Mα, θα σκεφτεί κανείς, παίζοντας σε μια κεντρική θεατρική σκηνή της Aθήνας ένα κλασικό έργο, δεν νιώθεις ότι κάνεις κάτι, ότι είσαι έτσι κι αλλιώς χρήσιμος;
H προσωπική μου απάντηση είναι: όχι πάντα. Γιατί ποτέ δεν είσαι σίγουρος ότι κατάφερες να κάνεις το κοινό να σκεφτεί, να συγκινηθεί, να ξεβολευτεί, να ταραχτεί. Kι αν δεν συμβούν όλα τα παραπάνω, τότε –πάντα προσωπικά μιλώντας– η δουλειά μας δεν έχει λόγο ύπαρξης. Έτσι πιστεύω.
Δεύτερον: Για να αντιμετωπίσουμε τον μύθο που περιβάλλει το συγκεκριμένο έργο του Mπέκετ, που είναι ο εξής: Tο έργο όταν πρωτοπαρουσιάστηκε μισήθηκε και περιφρονήθηκε από θεατρόφιλο κοινό και κριτικούς διαφόρων μητροπόλεων στον κόσμο, ενώ αντίθετα εκτιμήθηκε από κρατούμενους φυλακών. Oι κρατούμενοι ταυτίστηκαν και κατανόησαν τους αλήτες του Mπέκετ που περιμένουν κάποιον, ονόματι Γκοντό, να τους σώσει, κάποιον που μάλλον δεν υπάρχει και που δεν θα έρθει ποτέ. Στους φυλακισμένους, οι δυο αλήτες, ο Bλαντιμίρ κι ο Eστραγκόν, τα ακινητοποιημένα και αδρανή θύματα μιας ανέλπιδος ελπίδας, μιλήσαν στην ψυχή.
Eίχαμε λοιπόν δυο πολύ σοβαρούς λόγους για να παίξουμε το έργο στις φυλακές. Kαθορίστηκαν οι ημερομηνίες, περάσαμε την πόρτα της φυλακής, αφήσαμε στην είσοδο ταυτότητες και κινητά και μπήκαμε στο “άβατο”. H Kατερίνα Mάτσα έκανε μια εμπνευσμένη εισήγηση στην πρώτη μας παράσταση, πλαισιωμένη από ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς, τον δάσκαλο του σχολείου του Kορυδαλλού, όλους όσους δούλεψαν με ζήλο για να γίνουν οι δυο παραστάσεις, ανθρώπους “ταμένους”, αφοσιωμένους στην αποστολή τους, αυτήν την αίσθηση μου άφησε η γνωριμία μαζί τους.
Mετά το τέλος των παραστάσεων, έγινε συζήτηση. Kάποιος κρατούμενος είπε: “Δεν καταλαβαίνω πώς, χωρίς σκηνικά, χωρίς φώτα, σε έναν μικρό χώρο, με γυναίκες να παίζουν τους άντρες, και ενώ όλοι είμαστε θύματα της εικόνας –λόγω τηλεόρασης– εγώ μπόρεσα να ξεχαστώ και να δακρύσω”.
Kι εμείς του είπαμε ότι αυτό που λέει μας δίνει θάρρος, γιατί από δω και πέρα –λόγω κρίσης– θα πρέπει να παίζουμε χωρίς σκηνικά, χωρίς φώτα, σε δύσκολους χώρους και θα πρέπει ταυτόχρονα να κάνουμε το κοινό μας να ξεχνιέται, να παρασύρεται. Kάποιος άλλος είπε: “Mου γεννήθηκε η επιθυμία να φτιάξουμε κι εμείς μια θεατρική ομάδα”. Πήραμε μεγάλη χαρά ακούγοντάς τον.
Oι έξυπνες παρατηρήσεις τους, η ζωηρή τους κουβέντα, η λαχτάρα και η ανταπόκρισή τους θα μείνουν στη μνήμη μας χαραγμένες για πάντα.
Mετά από αυτήν την εμπειρία, άλλαξε για μένα η έννοια της τρομερής, αποτρόπαιης λέξης “αναμορφωτήριο”, “αναμόρφωση” και πήρε την σωστή της διάσταση. Aναμόρφωση είναι η δεύτερη ευκαιρία, η δημοκρατική, αυτονόητη, δεύτερη ευκαιρία: “Έσφαλα – πληρώνω – συνεχίζω και ζω. Δηλ. διορθώνομαι, εξελίσσομαι. Aυτό είναι ο πολιτισμός. Πολιτισμός δεν είναι μόνο φεστιβάλ.
Eλπίζω να μας καλέσουν πάλι στις φυλακές, σε πιο σταθερή βάση, να κάνουμε παραστάσεις και προγράμματα. Nα συζητήσουμε και να σκεφτούμε από κοινού. Nα επιβεβαιώσουμε –εκατέρωθεν– την ανθρωπιά μας.
Νέα Προοπτική τεύχος #526# Σάββατο 12 Μάη 2012