ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ : ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

ΛΕΟΝ ΤΡΟΤΣΚΙ

ΤΟ ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΤΟΥ ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ

 

Mετάφραση Σάββας Στρούμπος

 

Mέρος δεύτερο

Ωστόσο, δεν αποφασίσαμε από την αρχή να προσφύγουμε στην υποχρεωτική κατάταξη: δεν υπήρχαν ούτε οι πολιτικές, ούτε οι οργανωτικές προϋποθέσεις για κινητοποίηση των αγροτών, που μόλις είχαν αποστρατευθεί. Ο Στρατός χτιζόταν σε εθελοντική βάση. Όπως είναι φυσικό, επανδρωνόταν όχι μόνο με νέους εργάτες έτοιμους να θυσιαστούν, αλλά και με ασταθή και περιθωριακά στοιχεία, τα οποία δεν ήταν και λίγα εκείνη την περίοδο, και βέβαια, δεν ήταν και της καλύτερης ποιότητας. Τα νέα μας συντάγματα, που δημιουργούνταν την περίοδο της αυθόρμητης διάλυσης του παλιού στρατεύματος, είχαν έλλειψη σταθερότητας και δεν ήταν πολύ αξιόπιστα. Αυτό έγινε απόλυτα εμφανές σε φίλους και εχθρούς όταν ξέσπασε η εξέγερση των Τσεχοσλοβάκων στον Βόλγα, εμπνευσμένη από Σοσιαλεπαναστάτες και άλλους Λευκούς3. Η δυνατότητα των συνταγμάτων μας για αντίσταση ήταν απειροελάχιστη: κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1918, η μία πόλη μετά την άλλη έπεφταν στα χέρια των Τσεχοσλοβάκων και των Ρώσων αντεπαναστατών, που τους υποστήριζαν. Το κέντρο τους ήταν η Σαμάρα. Κατέλαβαν το Σιμπίρσκ και το Καζάν. Το Νίζνι-Νόβγκοροντ απειλήθηκε. Πέρα από τον Βόλγα, προετοιμάζονταν να χτυπήσουν τη Μόσχα. Εκείνη τη στιγμή (Αύγουστος 1918), η Σοβιετική Δημοκρατία, κατέβαλε υπεράνθρωπες προσπάθειες να αναπτύξει και να ενισχύσει τον Στρατό της. Από την πρώτη στιγμή εφαρμόστηκε η μέθοδος της μαζικής κινητοποίησης των Κομμουνιστών. Δημιουργήθηκε ένας συγκεντρωτικός μηχανισμός πολιτικής ηγεσίας και εκπαίδευσης για τα στρατεύματα στο μέτωπο του Βόλγα. Ταυτόχρονα, στην περιοχή της Μόσχας και του Βόλγα έγινε προσπάθεια κινητοποίησης συγκεκριμένων ηλικιακών ομάδων από εργάτες και αγρότες. Μικρές μονάδες Κομμουνιστών ανέλαβαν την κινητοποίηση. Στις επαρχίες της περιοχής του Βόλγα καθιερώθηκε ένα αυστηρό καθεστώς, ανάλογο με το μέγεθος και την οξύτητα του κινδύνου. Παράλληλα, εξελισσόταν μια έντονη προπαγάνδα, τόσο με τον γραπτό όσο και με τον προφορικό λόγο, με ομάδες Κομμουνιστών να πηγαίνουν από το ένα χωριό στο άλλο. Μετά από τον αρχικό δισταγμό, η κινητοποίηση αναπτύχθηκε σε μεγάλη κλίμακα. Υποβοηθήθηκε από τη μεγάλη μάχη ενάντια στη λιποταξία και ενάντια σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες που υποστήριζαν και ενέπνεαν τη λιποταξία – κουλάκοι, μέρος του κλήρου και τα απομεινάρια της παλιάς γραφειοκρατίας. Οι νέες μονάδες ενώνονταν με εργάτες – Κομμουνιστές από την Πετρούπολη, τη Μόσχα, το Ιβάνοβο κ.λπ. Για πρώτη φορά, οι κομισάριοι στις μονάδες είχαν τον ρόλο του επαναστάτη ηγέτη και ήταν οι άμεσοι εκπρόσωποι της Σοβιετικής Εξουσίας. Μέσα από λίγες παραδειγματικές προτάσεις, τα επαναστατικά δικαστήρια προειδοποιούσαν τους πάντες ότι η σοσιαλιστική πατρίδα, η οποία βρισκόταν σε θανάσιμο κίνδυνο, απαιτούσε την άνευ όρων υπακοή όλων. Αυτός ο συνδυασμός μέτρων προπαγάνδας, οργάνωσης και πίεσης, μέσα σε λίγες μόλις εβδομάδες, έφερε τη στροφή που χρειαζόταν. Μέσα από μια κλονιζόμενη, ασταθή και αποσυντιθέμενη μάζα, ένας πραγματικός στρατός δημιουργήθηκε. Πήραμε το Καζάν στις 10 Σεπτεμβρίου 1918 και την επόμενη μέσα ανακαταλάβαμε το Σιμπίρσκ. Αυτή η μέρα ήταν μέρα-σταθμός στην ιστορία του Κόκκινου Στρατού. Αμέσως νιώσαμε να πατάμε σε σταθερό έδαφος. Αυτές δεν ήταν πλέον οι πρώτες απέλπιδες προσπάθειες. Πλέον μπορούσαμε να πολεμήσουμε και να νικήσουμε.  

Ο μηχανισμός στρατιωτικής διοίκησης χτιζόταν εκείνη τη στιγμή κατά μήκος όλης της χώρας, σε άμεση σύνδεση με τα τοπικά Σοβιέτ κάθε επαρχίας, κάθε πόλης και κάθε χωριού. Το έδαφος της Δημοκρατίας, αν και τεμαχισμένο από τους εχθρούς, εξακολουθούσε να είναι τεράστιο: χωρίστηκε σε περιφέρειες, και η κάθε περιφέρεια αποτελούνταν από έναν αριθμό επαρχιών. Με τον τρόπο αυτό επιτεύχθηκε η αναγκαία συγκεντροποίηση της διοίκησης.

Οι πολιτικές και οργανωτικές δυσκολίες ήταν αδιανόητα τεράστιες. Η ψυχολογική αλλαγή από την καταστροφή του παλιού στρατού στη δημιουργία του νέου, επιτεύχθηκε μονάχα με το κόστος εσωτερικών τριβών και συγκρούσεων. Στον παλιό στρατό, ως μορφή αντίστασης, είχαν δημιουργηθεί επιτροπές εκλεγμένες από τους στρατιώτες, με εκλεγμένους διοικητές, οι οποίοι, στην πραγματικότητα, ήταν υπόλογοι στις επιτροπές. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν στρατιωτικό, αλλά επαναστατικό – πολιτικό μέτρο. Ωστόσο, από την άποψη του ελέγχου των στρατευμάτων στη μάχη και της προετοιμασίας τους για τη μάχη, αυτό το μέτρο ήταν απαράδεκτο, τερατώδες και μοιραίο. Δεν υπήρχε -και δεν μπορούσε να υπάρξει- καμία  δυνατότητα ελέγχου των στρατευμάτων μέσα από εκλεγμένες επιτροπές και διοικητές υπόλογους σε αυτές, που να μπορούσαν να αντικατασταθούν ανά πάσα στιγμή. Αλλά ο στρατός δεν ήθελε να πολεμήσει. Είχε φέρει σε πέρας μια κοινωνική επανάσταση εντός του ίδιου του τού εαυτού, βάζοντας στην άκρη τους διοικητές από τις τάξεις των γαιοκτημόνων και των αστών, εγκαθιδρύοντας όργανα επαναστατικής αυτο-κυβέρνησης, υπό τη μορφή των Σοβιέτ των Στρατιωτών Αντιπροσώπων. Αυτά τα οργανωτικά και πολιτικά μέτρα ήταν σωστά και αναγκαία από την άποψη της διάλυσης του παλιού στρατού. Αλλά, ένας νέος στρατός ικανός να πολεμήσει, σίγουρα δεν μπορούσε να γεννηθεί απευθείας μέσα από τέτοια μέτρα.  Τα Τσαρικά συντάγματα, μετά την εμπειρία της περιόδου του Κερένσκυ και μετά τον Οκτώβρη, διαλύθηκαν και μειώθηκαν στο ελάχιστο. Η προσπάθεια να εφαρμόσουμε τις παλιές οργανωτικές μας μεθόδους στο χτίσιμο του Κόκκινου Στρατού, απειλούσε να υπονομεύσει το όλο εγχείρημα από την πρώτη στιγμή. Η εκλεξιμότητα των διοικητών στον Τσαρικό στρατό, ήταν ένας τρόπος να τον καθαρίσουμε από πιθανούς πράκτορες που θα δουλεύαν για την παλινόρθωσή του. Αλλά το σύστημα της εκλογής, δεν θα μπορούσε με κανέναν τρόπο να εξασφαλίσει κατάλληλους και ικανούς διοικητές για τον επαναστατικό στρατό. Ο Κόκκινος Στρατός χτίστηκε από τα πάνω, σε συμφωνία με τις αρχές της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι διοικητές επιλέγονταν και ελέγχονταν από τα όργανα της Σοβιετικής εξουσίας και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η εκλογή των διοικητών από τις ίδιες τις μονάδες -οι οποίες ήταν πολιτικά ανεκπαίδευτες και η σύνθεσή τους αποτελούνταν κυρίως από νεαρούς αγρότες, που μόλις είχαν κινητοποιηθεί- χωρίς αμφιβολία, θα οδηγούσε την όλη διαδικασία σε ένα παιχνίδι της τύχης και, επί της ουσίας, θα δημιουργούσε ιδανικές συνθήκες για κάθε είδους μηχανορραφίες από διάφορους ραδιούργους και τυχοδιώκτες. Παρομοίως, ο επαναστατικός στρατός, ως στρατός με σκοπό τη δράση και όχι ως ένα πεδίο προπαγάνδας, ήταν ασύμβατος με ένα καθεστώς εκλεγμένων επιτροπών, οι οποίες, στην πραγματικότητα, θα πετύχαιναν απλώς να καταστρέψουν κάθε μορφή κεντρικού ελέγχου, επιτρέποντας σε κάθε μονάδα να αποφασίζει για τον εαυτό της το αν θα δεχόταν να προχωρήσει στην επίθεση ή να παραμείνει στην άμυνα. Οι αριστεροί Σοσιαλ-επαναστάτες οδήγησαν αυτή τη χαοτική ψευδο-δημοκρατία ως το σημείο του παραλογισμού όταν κάλεσαν μεμονωμένα συντάγματα να αποφασίσουν αν θα εκπλήρωναν τους όρους της ανακωχής με τους Γερμανούς ή αν θα πέρναγαν στην επίθεση. Κάνοντας κάτι τέτοιο, οι αριστεροί Εσέροι, στην ουσία προσπαθούσαν να τοποθετήσουν τον Στρατό απέναντι στη Σοβιετική εξουσία που τον είχε δημιουργήσει.

Η αγροτιά, από μόνη της, είναι ανίκανη να δημιουργήσει έναν συγκεντρωτικό στρατό. Δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από τις κατά τόπους αντάρτικες μονάδες, την πρωτόγονη μορφή δημοκρατίας, η οποία συχνά γίνεται ο ιδανικός τόπος για την προσωπική δικτατορία του κάθε αταμάνου[1]. Αυτές οι αντάρτικες τάσεις, αντανακλώντας το στοιχείο του αυθορμητισμού των αγροτών στην επανάσταση, βρήκαν την πιο ολοκληρωμένη τους έκφραση  ανάμεσα στους  αριστερούς Εσέρους και τους Αναρχικούς, αλλά επηρέασαν και ένα σημαντικό μέρος των Κομμουνιστών, ιδιαίτερα αυτούς που προέρχονταν από αγροτικά στρώματα ή ήταν προηγουμένως στρατιώτες.

Την πρώτη περίοδο, ο ανταρτοπόλεμος ήταν ένα αναγκαίο και επαρκές όπλο. Ο αγώνας ενάντια στην αντεπανάσταση, που δεν είχε ακόμα συγκροτηθεί σε σώμα, ενώνοντας και εξοπλίζοντας τις δυνάμεις της, διεξάγονταν από μικρές, ανεξάρτητες ομάδες στρατιωτών. Αυτό το είδος πολέμου απαιτούσε αυτοθυσία, πρωτοβουλία και ανεξαρτησία. Αλλά, όσο η έκταση του πολέμου μεγάλωνε, μεγάλωναν και οι απαιτήσεις για οργάνωση και πειθαρχία. Οι συνήθειες του ανταρτοπόλεμου άρχισαν να δείχνουν την αρνητική τους όψη προς την επανάσταση. Η μετατροπή των μονάδων σε συντάγματα, η τοποθέτηση των συνταγμάτων σε μεραρχίες και η προαγωγή υφιστάμενων διοικητών μεραρχιών σε διοικητές στρατευμάτων και μετώπων, ήταν ένα πολύ δύσκολο έργο και δεν εκπληρώνονταν πάντα χωρίς απώλειες. 

Η αγανάκτηση απέναντι στον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό της Τσαρικής Ρωσίας, δημιούργησε ένα πολύ σημαντικό συστατικό στοιχείο της επανάστασης. Περιοχές, επαρχίες και πόλεις, συναγωνίζονταν μεταξύ τους προσπαθώντας να τονίσουν την ανεξαρτησία τους. Η ιδέα της «εξουσίας σε κατά τόπους περιοχές», προσέλαβε έναν εξαιρετικά χαοτικό χαρακτήρα στην αρχική περίοδο. Από την πλευρά των αριστερών Εσέρων και των Αναρχικών συνδέθηκε με τον αντιδραστικό ομοσπονδιακό δογματισμό, αλλά για τις ίδιες τις μάζες ήταν μια αδιαμφισβήτητη και υγιής αντίδραση απέναντι στο παλιό καθεστώς, το οποίο είχε καταπνίξει την πρωτοβουλία. Ωστόσο, από μια συγκεκριμένη στιγμή και μετά, όσο πιο σφικτή γινόταν η ενοποίηση των αντεπαναστατικών δυνάμεων και όσο μεγάλωναν οι εξωτερικές απειλές, αυτές οι πρωτόγονες τάσεις για αυτονομία, γίνονταν όλο και πιο επικίνδυνες, από την πολιτική, αλλά ιδιαίτερα από τη στρατιωτική, οπτική. Αυτό το πρόβλημα, αναμφίβολα θα παίξει σημαντικό ρόλο στη Δυτική Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου οι προκαταλήψεις υπέρ της αυτονομίας και του φεντεραλισμού, είναι δυνατότερες από παντού. Βασική προϋπόθεση για μια μελλοντική νίκη απέναντι στην αστική τάξη, είναι το ταχύτερο δυνατό ξεπέρασμα αυτών των προκαταλήψεων, υπό τη σημαία του επαναστατικού προλεταριακού συγκεντρωτισμού.

Το έτος 1918 και ένα μέρος του 1919 δαπανήθηκαν σε μια διαρκή και επίμονη πάλη για τη δημιουργία ενός συγκεντρωτικού και πειθαρχημένου στρατού, εφοδιαζόμενου και ελεγχόμενου από ένα και μόνο κέντρο. Στη στρατιωτική σφαίρα, αυτός ο στρατός αντανακλούσε, αν και σε πιο αιχμηρές μορφές, τη διαδικασία που λάμβανε χώρα σε όλες τις σφαίρες της οικοδόμησης της Σοβιετικής Δημοκρατίας.

Η δημιουργία διοικητικού προσωπικού και η επιλογή των κατάλληλων προσώπων, εμπεριείχαν έναν αριθμό πολύ μεγάλων δυσκολιών. Είχαμε στη διάθεσή μας ό,τι είχε απομείνει από τα παλιά σώματα μόνιμων αξιωματικών, ένα ευρύ στρώμα αξιωματικών που ανέλαβε καθήκοντα κατά τη διάρκεια του πολέμου και, τελικά, διοικητές που η ίδια η επανάσταση γέννησε κατά τη διάρκεια της πρώτης, αντάρτικης περιόδου.

Από τα παλιά σώματα των αξιωματικών έμειναν μαζί μας είτε οι πιο ιδεαλιστές, που καταλάβαιναν ή τουλάχιστον, ένιωθαν το νόημα της νέας εποχής (αυτοί, βέβαια, ήταν μια πολύ μικρή μειοψηφία), είτε οι χαρτογιακάδες, παθητικοί και χωρίς πρωτοβουλία, άντρες στους οποίους έλειπε η ενέργεια να επιτεθούν στους Λευκούς: τελικά, δεν ήταν λίγοι οι ενεργοί αντεπαναστάτες, τους οποίους τα γεγονότα είχαν πιάσει στον ύπνο. 

Όταν κάναμε τα πρώτα μας βήματα προς τη δημιουργία του στρατού, το ζήτημα των αξιωματικών του τσαρικού στρατού προέκυψε με συγκεκριμένο τρόπο. Τους χρειαζόμασταν σαν εκπροσώπους της τέχνης τους, ως ανθρώπους που ήταν εξοικειωμένοι με τη στρατιωτική ρουτίνα και χωρίς τους οποίους, θα έπρεπε να ξεκινήσουμε από το μηδέν. Σε αυτή την περίπτωση, οι εχθροί μας δεν θα μας άφηναν ούτε να καταπιαστούμε με την αυτο-εκπαίδευση, αν δεν είχαμε φτάσει το απαιτούμενο επίπεδο. Δεν θα μπορούσαμε να χτίσουμε έναν συγκεντρωποιημένο στρατιωτικό μηχανισμό και έναν αντίστοιχο στρατό, χωρίς να τραβήξουμε στη δουλειά πολλούς εκπροσώπους από τα παλιά σώματα των αξιωματικών. Αυτοί, τώρα μπήκαν στον στρατό όχι σαν εκπρόσωποι των παλιών κυρίαρχων τάξεων, αλλά σαν ακόλουθοι της νέας επαναστατικής τάξης. Πολλοί από αυτούς, ας είμαστε ξεκάθαροι, μας πρόδωσαν, προσχωρώντας στις τάξεις του εχθρού ή λαμβάνοντας μέρος σε εξεγέρσεις, το βασικό όμως είναι ότι το πνεύμα της ταξικής αντίστασης έσπασε. Ωστόσο, το μίσος που ένιωθαν για τις μάζες ήταν ακόμα έντονο και αποτελούσε μια από τις βασικές πηγές της αντάρτικης αντίληψης: εντός του πλαισίου μιας μικρής τοπικής μονάδας, δεν υπήρχε ανάγκη για στρατιωτικά εκπαιδευμένους εργάτες. Ήταν αναγκαίο, συντρίβοντας την αντίσταση των αντεπαναστατικών στοιχείων ανάμεσα στους παλιούς αξιωματικούς, βήμα-βήμα, να εξασφαλίσουμε για τα πιστά στοιχεία μεταξύ αυτών, τη δυνατότητα να δουλέψουν ως μέρος του Κόκκινου Στρατού.

Μόσχα,

21 Μαΐου 1922

συνεχίζεται       

   



3 [1]Τα σώματα των Τσεχοσλοβάκων δημιουργήθηκαν στην Τσαρική Ρωσία από κρατούμενους του πολέμου. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση οι στρατιώτες ήθελαν να «γυρίσουν σπίτι» και η διαδρομή που επιλέχθηκε για την επιστροφή τους ήταν κατά μήκος του Υπερ-Σιβηρικού Σιδηρόδρομου και μέσα από το Βλαδιβοστόκ.

[1]
                        Αταμάνος ή Χατμάνος ήταν ο αρχηγός κάθε οικισμού των Κοζάκων ή της περιοχής που έλεγχαν αυτοί. Ο Αταμάνος εκλέγονταν από τους ομοεθνείς του και ήταν αιρετός. Από το 1715 οι Αταμάνοι των κοζάκων ορίζονταν απευθείας από τον Τσάρο αλλά η εξουσία τους και η μακροημέρευσή τους σ’ αυτή τη θέση ήταν εξασφαλισμένη μόνο αν είχαν την αποδοχή των συμπατριωτών τους.