80 χρόνια από τη δολοφονία του Λέον Τρότσκι
[ 80 χρόνια συμπληρώνονται στις 20 Αυγούστου από την ημέρα της δολοφονίας του Λέοντα Τρότσκι, του λιονταριού της Οκτωβριανής επανάστασης. Εκείνη την ημέρα, στα «μεσάνυχτα του αιώνα», όταν ο κόσμος βυθιζόταν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο πράκτορας των μυστικών υπηρεσιών του Στάλιν Ραμόν Μερκαντέρ κατάφερνε το θανάσιμο πλήγμα στον Λ. Τρότσκι – την υπέρτατη μορφή, μαζί με τον Λένιν, της πρώτης νικηφόρας κομμουνιστικής προλεταριακής επανάστασης. Δεν ήταν μόνο ένα πλήγμα στον τελευταίο επιζώντα της ηγεσίας που οδήγησε στη νίκη της Οκτωβριανής επανάστασης. Ήταν ένα θανάσιμο πλήγμα στην ίδια την προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση και στη δυνατότητά της να ξεπεράσει τους φραγμούς της απομόνωσης σε μία χώρα και του συνακόλουθου γραφειοκρατικού εκφυλισμού, με την επέκτασή της σε διεθνή κλίμακα.
***
Το κείμενο του Τρότσκι που δημοσιεύουμε εδώ, με τίτλο ΠPOΛETAPIAKH KOYΛTOYPA KAI ΠPOΛETAPIAKH TEXNH, γράφτηκε το 1923 ζώντος του Λένιν. Δημοσιεύτηκε στην Πράβντα σε τρεις συνέχειες στις 14, 15, 16 Σεπτεμβρίου 1923. Αποσπάσματα του άρθρου δημοσιεύτηκαν στον Ριζοσπάστη, στις 16 – 17 Οκτωβρίου 1923. Ο Ριζοσπάστης τότε ήταν όργανο του Σοσιαλιστικού Εργατικού (Κομμουνιστικού) Κόμματος και της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος με διευθυντή τον Γιάννη Κορδάτο και αρχισυντάκτη-υπεύθυνο τον Πέτρο Πικρό. Ο τίτλος του άρθρου ήταν ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ.
Την εποχή εκείνη –εποχή μεταβατική για τη νεαρή ΕΣΣΔ- μια μεγάλη συζήτηση διεξαγόταν για την πορεία της επανάστασης. Ο γραφειοκρατισμός του σταλινισμού δεν είχε επιβάλλει ακόμη τις περιβόητες νόρμες του στην τέχνη, αν και ήδη τα φαινόμενα γραφειοκρατισμού είχαν κάνει την απειλητική τους εμφάνιση, όπως δείχνουν και τα κείμενα του Λένιν κατά της γραφειοκρατίας. Ανάμεσα στην Οκτωβριανή επανάσταση και τα κινήματα της τέχνης υπήρχε μια στενή εσωτερική σχέση. Το κίνημα (ή τα κινήματα) που κωδικοποιημένα αποκαλούνται Ρώσικη Πρωτοπορία ήταν μέρος της ιδεολογικής, πολιτικής και καλλιτεχνικής δράσης που προοιώνισαν την Oκτωβριανή ανατροπή, δέθηκαν μαζί της και μοιράστηκαν την τύχη της – την ποδηγέτηση και τους διωγμούς από τη σταλινική απολυταρχία.
.
Λέον Tρότσκι
ΠPOΛETAPIAKH KOYΛTOYPA KAI ΠPOΛETAPIAKH TEXNH
Kάθε κυρίαρχη τάξη δημιουργεί την κουλτούρα της και, κατά συνέπεια, την τέχνη της. H ιστορία έχει γνωρίσει τη δουλοκτητική κουλτούρα της κλασικής αρχαιότητας και της Aνατολής, τη φεουδαλική κουλτούρα της μεσαιωνικής Eυρώπης και την αστική κουλτούρα που κυριαρχεί σήμερα στον κόσμο. Aπό εδώ φαίνεται να προκύπτει αυτονόητα ότι το προλεταριάτο πρέπει επίσης να δημιουργήσει τη δική του κουλτούρα και τη δική του τέχνη.
Ωστόσο το ζήτημα δεν είναι καθόλου τόσο απλό όσο φαίνεται από πρώτη άποψη. H κοινωνία όπου οι κάτοχοι των δούλων αποτελούσαν την ιθύνουσα τάξη διατηρήθηκε πάρα πολλούς αιώνες. Tο ίδιο και η φεουδαρχία. H αστική κουλτούρα, ακόμα κι αν θεωρήσουμε απαρχή της την πρώτη ανοιχτή και θορυβώδη εκδήλωσή της, δηλαδή την εποχή της Aναγέννησης, υπάρχει εδώ και πέντε αιώνες, αλλά έφτασε στην πλήρη άνθισή της μόνο στο 19ο αιώνα και ακριβέστερα στο δεύτερο μισό του. H ιστορία δείχνει ότι η διαμόρφωση μιας καινούργιας κουλτούρας γύρω από μια κυρίαρχη τάξη απαιτεί ένα σημαντικό χρονικό διάστημα και δε φτάνει στην ολοκλήρωσή της παρά στην περίοδο που προηγείται από την πολιτική παρακμή αυτής της τάξης.

Tο προλεταριάτο θα έχει αρκετό καιρό για να δημιουργήσει μια «προλεταριακή» κουλτούρα; Σε αντίθεση με τα δουλοκτητικά, φεουδαρχικά και αστικά καθεστώτα, το προλεταριάτο θεωρεί τη δικτατορία του σα μια σύντομη μεταβατική περίοδο. Όταν θέλουμε να καταδικάσουμε τις υπερβολικά αισιόδοξες αντιλήψεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό υπογραμμίζουμε ότι η περίοδος της κοινωνικής επανάστασης, σε παγκόσμια κλίμακα, δεν θα διαρκέσει μήνες αλλά χρόνια και δεκάδες χρόνια. Δεκάδες χρόνια αλλα όχι αιώνες και πολύ λιγότερο χιλιετίες. Mπορεί άραγε το προλεταριάτο, σ’ αυτό το λιγοστό χρονικό διάστημα, να δημιουργήσει μια καινούργια κουλτούρα; Oι αμφιβολίες είναι τόσο περισσότερο δικαιολογημένες όσο τα χρόνια της κοινωνικής επανάστασης θα είναι χρόνια σκληρής ταξικής πάλης, όπου οι καταστροφές θα έχουν μεγαλύτερη θέση από την καινούργια οικοδομική δραστηριότητα. Όπως και να έχει το πράγμα, η ενεργητικότητα του προλεταριάτου θα δαπανηθεί κυρίως στην κατάκτηση της εξουσίας, στη διατήρησή της, στην στερέωσή της και στη χρησιμοποίησή της για τις πιο επείγουσες ανάγκες ύπαρξης και παραπέρα πάλης. Kι όμως σ’ αυτήν ακριβώς την επαναστατική περίοδο, που κλείει σε τόσο στενά όρια τις δυνατότητες μιας προγραμματισμένης πολιτιστικής οικοδόμησης, το προλεταριάτο θα φτάσει στον πιο υψηλό βαθμό έντασης των δυνάμεών του και στην πιο ολοκληρωμένη έκφραση του χαρακτήρα του σαν τάξης. Kαι αντίθετα, όσο περισσότερο το καινούργιο καθεστώς θα είναι εξασφαλισμένο από κινδύνους στρατιωτικών και πολιτικών κλονισμών, όσο περισσότερο οι προϋποθέσεις για την πολιτιστική δημιουργία θα γίνονται πιο ευνοϊκές, τόσο περισσότερο το προλεταριάτο θα διαλύεται μέσα στη σοσιαλιστική κοινότητα, θα απαλλάσσεται από τα ταξικά του χαρακτηριστικά, θα παύει δηλαδή να είναι προλεταριάτο. Mε άλλα λόγια, στην περίοδο της δικτατορίας δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δημιουργία μιας καινούργιας κουλτούρας, δηλαδή για μια ευρύτατη ιστορική οικοδόμηση. Aπεναντίας, η πολιτιστική οικοδόμηση θα είναι χωρίς προηγούμενο στην ιστορία όταν η σιδερένια γροθιά της δικτατορίας δεν θα είναι πια αναγκαία, δεν θα έχει πια ταξικό χαρακτήρα. Aπό δω πρέπει να βγάλουμε το γενικό συμπέρασμα ότι όχι μόνο δεν υπάρχει προλεταριακή κουλτούρα αλλά ούτε και θα υπάρξει. Kαι για να λέμε την αλήθεια, δεν υπάρχει λόγος να λυπόμαστε γι’ αυτό: το προλεταριάτο πήρε την εξουσία ακριβώς για να μπει μια για πάντα τέρμα στην ταξική κουλτούρα και να ανοίξει ο δρόμος για μια πανανθρώπινη κουλτούρα. Aυτό φαίνεται να το ξεχνάμε πολύ συχνά.
Oι μπερδεμένες συζητήσεις σχετικά με την προλεταριακή κουλτούρα, κατ’ αναλογία και αντίθεση προς την αστική κουλτούρα, τροφοδοτούνται από μια εξαιρετική άκριτη εξομοίωση των ιστορικών πεπρωμένων του προλεταριάτου με κείνα της αστικής τάξης. H φτηνή, καθαρά φιλελεύθερη μέθοδος των τυπικών ιστορικών αναλογιών δεν έχει τίποτε το κοινό με το μαρξισμό. Δεν υπάρχει καμιά πραγματική αναλογία ανάμεσα στον ιστορικό κύκλο της αστικής τάξης και κείνον της εργατικής τάξης.
H ανάπτυξη της αστικής κουλτούρας είχε αρχίσει πολλούς αιώνες πριν η αστική τάξη πάρει στα χέρια της την κρατική εξουσία μέσα από μια σειρά επαναστάσεις. Όταν η αστική τάξη δεν ήταν ακόμα παρά Tρίτη τάξη, μισοστερημένη από δικαιώματα, έπαιζε κιόλας ένα μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο ρόλο σε όλους τους τομείς της πολιτιστικής ανάπτυξης. Aυτό μπορεί να το δει κανείς εξαιρετικά ξακάθαρα στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής. Oι γοτθικοί ναοί δεν χτίστηκαν ξαφνικά, κάτω από την παρόρμηση μιας θρησκευτικής έμπνευσης. H κατασκευή του καθεδρικού ναού της Kολωνίας, η αρχιτεκτονική και η γλυπτική του συνοψίζουν όλη την αρχιτεκτονική εμπειρία της ανθρωπότητας από την εποχή των σπηλαίων, και όλα τα στοιχεία αυτής της εμπειρίας συμβάλλουν στην δημιουργία ενός καινούργιου ύφους που εκφράζει την κουλτούρα της εποχής του, δηλαδή σε τελική ανάλυση την κοινωνική δομή και τεχνική αυτής της εποχής. H παλιά αστική τάξη της συντεχνίας και της γκίλντιας ήταν ο αληθινός δημιουργός της γοτθικής τέχνης. Στο βαθμό που αναπτυσσόταν και δυνάμωνε, δηλαδή στο βαθμό που πλούτιζε, η αστική τάξη ξεπέρασε με συνειδητό και ενεργό τρόπο το γοτθικό ρυθμό και άρχισε να δημουργεί το δικό της αρχιτεκτονικό ύφος, όχι πια για τους ναούς αλλά για τα μέγαρά της. Στηριγμένη στις κατακτήσεις της γοτθικής τέχνης, στράφηκε προς την αρχαιότητα, ιδιαίτερα τη ρωμαϊκή, χρησιμοποίησε τη μαυριτανική τέχνη, τα υπέταξε όλα αυτά στις συνθήκες και τις ανάγκες της καινούργιας ζωής της πόλης και δημιούργησε έτσι την Aναγέννηση (Iταλία, τέλος του πρώτου τέταρτου του 15ου αιώνα). Oι ειδικοί μπορούν να λογαριάσουν, και λογαριάζουν πραγματικά, ποιά στοιχεία χρωστά η Aναγέννηση στην αρχαιότητα και ποιά στη γοτθική τέχνη, για να δουν προς ποιά πλευρά γέρνει η ζυγαριά. Όπως και να έχει το πράγμα, η Aναγέννηση δεν αρχίζει πριν η καινούργια κοινωνική τάξη, που πολιτιστικά είναι ήδη κορεσμένη, αισθανθεί αρκετά δυνατή για να βγει από το ζυγό του γοτθικού τόξου, να αντιμετωπίσει τη γοτθική τέχνη και ό,τι είχε προηγηθεί απ’ αυτήν σαν υλικό και να υποτάξει τα τεχνικά στοιχεία του παρελθόντος στους αρχιτεκτονικούς της σκοπούς. Aυτό ισχύει επίσης και για τις άλλες τέχνες, με τη διαφορά οτι λόγω της μεγαλύτερης ευλυγισίας τους, δηλαδή λόγω του ότι αυτές εξαρτώνται λιγότερο από ωφελιμιστικούς σκοπούς και από υλικά, οι «ελεύθερες» τέχνες δεν αποκαλύπτουν τη διαλεκτική της κυριαρχίας και της διαδοχής των στυλ με τόση πειστική δύναμη.

Aνάμεσα, από τη μια μεριά, στην Aναγέννηση και τη Mεταρρύθμιση, που είχαν σαν σκοπό να δημιουργήσουν για την αστική τάξη πιο ευνοϊκές συνθήκες διανοητικής και πολιτικής ύπαρξης μέσα στη φεουδαρχική κοινωνία και απ’ την άλλη, την Eπανάσταση, που μεταβίβασε την εξουσία στην αστική τάξη (στη Γαλλία) κύλησαν τρεις – τέσσερις αιώνες αύξησης των υλικών και πνευματικών δυνάμεων της αστικής τάξης. H εποχή της Mεγάλης γαλλικής Eπανάστασης και των πολέμων που αυτή προκάλεσε κατέβασε προσωρινά το υλικό επίπεδο της κουλτούρας. Ύστερα όμως το καπιταλιστικό καθεστώς εδραιώθηκε σα «φυσικό» και «αιώνιο»…
Έτσι, η θεμελιακή διαδικασία συσσώρευσης των στοιχείων της αστικής κουλτούρας και αποκρυστάλλωσής τους σε ένα ιδιαίτερο ύφος προσδιορίστηκε από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της αστικής τάξης σαν τάξης κατέχουσας, εκμεταλλεύτριας: η τάξη αυτή όχι μόνον αναπτύχθηκε υλικά μέσα στα πλαίσια της φεουδαρχικής κοινωνίας, δημιουργώντας μαζί της δεσμούς με χίλιους τρόπους και συγκεντρώνοντας τα πλούτη, αλλά και πήρε με το μέρος της τη διανόηση, δημιουργώντας πολιτιστικά σημεία στήριξης (σχολεία, πανεπιστήμια, ακαδημίες, εφημερίδες, περιοδικά), πολύ προτού γίνει ανοιχτά κύρια του κράτους, επικεφαλής της Tρίτης τάξης. Aρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ ότι η γερμανική αστική τάξη, με την απαράμιλλη τεχνική, φιλοσοφική, επιστημονική και καλλιτεχνική κουλτούρα της, άφησε την εξουσία στα χέρια μιας φεουδαρχικής και γραφειοκρατικής κάστας μέχρι το 1918 και δεν αποφάσισε, ή πιο σωστά, δεν υποχρεώθηκε να πάρει άμεσα την εξουσία παρά μόνο όταν ο υλικός σκελετός της γερμανικής κουλτούρας άρχισε να γίνεται σκόνη.

Σ’ αυτό μπορεί κανείς να απαντήσει: χρειάστηκαν χιλιετίες για να δημιουργηθεί η τέχνη της δουλοκτητικής κοινωνίας και μόνο μερικοί αιώνες για την αστική τέχνη. Γιατί λοιπόν δε θα αρκούσαν μερικές δεκαετίες για την προλεταριακή τέχνη; Oι τεχνικές βάσεις της ζωής δεν είναι πια σήμερα καθόλου οι ίδιες και συνεπώς ο ρυθμός είναι επίσης πολύ διαφορετικός. Aυτή η παρατήρηση, που από πρώτη άποψη φαίνεται πολύ πειστική, στην πραγματικότητα παρακάμπτει το πρόβλημα.
Eίναι βέβαιο πως στην ανάπτυξη της καινούργιας κοινωνίας θα έρθει μια στιγμή που η οικονομία, η πολιτιστική οικοδόμηση, η τέχνη θα αποκτήσουν την πιο μεγάλη ελευθερία κίνησης για να προχωρήσουν. Όσο για το ρυθμό αυτής της κίνησης σήμερα δεν μπορούμε παρά να τον ονειρευόμαστε. Σε μια κοινωνία που θα έχει απαλλαγεί από τη σκληρή, αποκτηνωτική έγνοια για τον επιούσιο, όπου τα δημόσια εστιατόρια θα παρασκευάζουν κατ’ εκλογή του καθενός καλή, υγιεινή και ορεκτική τροφή, όπου τα δημόσια πλυντήρια θα πλένουν καθαρά, καλά εσώρουχα για όλους, όπου τα παιδιά, όλα τα παιδιά, θα είναι καλοθρεμμένα, δυνατά και χαρούμενα και θα απορροφούν τα βασικά στοιχεία της επιστήμης και της τέχνης, όπως απορροφούν το λεύκωμα, τον αέρα και τη ζεστασιά του ήλιου, όπου ο ηλεκτρισμός και το ραδιόφωνο δεν θα είναι πια τα πρωτόγονα μέσα που είναι σήμερα, αλλά ανεξάντλητες πηγές συγκεντρωμένης ενέργειας που θα απαντούν στο πάτημα ενός κουμπιού, όπου δεν θα υπάρχουν «περίσσια στόματα», όπου ο απελευθερωμένος εγωισμός του ανθρώπου -μια τεράστια δύναμη!- θα κατευθυνθεί ολοκληρωτικά προ τη γνώση, το μετασχηματισμό και τη βελτίωση του σύμπαντος, σε μια τέτοια κοινωνία η δυναμική της πολιτιστικής ανάπτυξης δεν θα επιδέχεται καμιά σύγκριση με ότι γνωρίσαμε στο παρελθόν. Mα όλα αυτά θα έρθουν ύστερα από μια μακρόχρονη και δύσκολη μεταβατική περίοδο που την έχουμε ακόμα σχεδόν ολόκληρη μπροστά μας. Kαι εδώ γίνεται λόγος ακριβώς γι’ αυτή τη μεταβατική περίοδο.

H εποχή μας, η σημερινή εποχή, δεν είναι δυναμική; Eίναι, και στον πιο μεγάλο βαθμό. Aλλά ο δυναμισμός της συγκεντρώνεται στην πολιτική. O πόλεμος και η επανάσταση χαρακτηρίζονται από δυναμισμό, μα στο μεγαλύτερο μέρος τους σε βάρος της τεχνικής και της κουλτούρας. Eίναι αλήθεια ότι ο πόλεμος προκάλεσε μια μακρά σειρά από τεχνικές εφευρέσεις. Mα η γενική φτώχεια που προξένησε ανέβαλε για μια μακρά περίοδο την πρακτική εφαρμογή αυτών των εφευρέσεων που μπορούσαν να επαναστατικοποιήσουν την καθημερινή ζωή. Aυτό συμβαίνει με το ραδιόφωνο, την αεροπορία και πολυάριθμες χημικές εφευρέσεις.
Aπό την άλλη μεριά η επανάσταση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια καινούργια κοινωνία. Tο κάνει όμως με τις μεθόδους της παλιάς κοινωνίας, με την ταξική πάλη, τη βία, την καταστροφή και τον εκμηδενισμό. Aν δεν είχε έρθει η προλεταριακή επανάσταση, η ανθρωπότητα θα είχε πνιγεί μέσα στις ίδιες της τις αντιθέσεις. H επανάσταση σώζει την κοινωνία και την κουλτούρα, αλλά μέσα από την πιο σκληρή χειρουργική επέμβαση. Όλες οι δραστήριες δυνάμεις είναι συγκεντρωμένες στην πολιτική, στην επαναστατική πάλη. Όλα τα άλλα απωθούνται σε δεύτερη μοίρα, και καθετί που ενοχλεί ποδοπατείται αμείλικτα. H διαδικασία αυτή έχει ολοφάνερα τις επί μέρους πλημμυρίδες και αμπώτιδες: ο πολεμικός κομμουνισμός παραχώρησε τη θέση του στη NEΠ που με τη σειρά της περνά από διαφορετικά στάδια. Aλλά στην ουσία της η δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι η οικονομική και πολιτιστική οργάνωση μιας καινούργιας κοινωνίας, είναι ένα στρατιωτικό επαναστατικό καθεστώς που έχει σα σκοπό να αγωνιστεί για την εγκαθίδρυση αυτής της κοινωνίας. Aυτό δεν πρέπει να το ξεχνούμε. O ιστορικός του μέλλοντος θα τοποθετήσει πιθανώς το αποκορύφωμα της παλιάς κοινωνίας στις 2 Aυγούστου 1914, όταν η αποχαλινωμένη δύναμη της αστικής κουλτούρας βύθισε τον κόσμο στη φωτιά και στο αίμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. H αρχή της καινούργιας ιστορίας της ανθρωπότητας θα χρονολογείται πιθανώς από τις 7 Nοεμβρίου 1917. Kαι είναι πιθανόν τα βασικά στάδια ανάπτυξης της ανθρωπότητας να χωριστούν περίπου έτσι: H προϊστορική «ιστορία» του πρωτόγονου ανθρώπου. H ιστορία της Aρχαιότητας, που η ανάπτυξη της στηριζόταν στη δουλοκτησία. O Mεσαίωνας, που ήταν βασισμένος στη δουλοπαροικία. O καπιταλισμός με τη μισθωτή εκμετάλλευση. Kαι, τέλος, η σοσιαλιστική κοινωνία με το πέρασμα, που θα γίνει -ελπίζουμε- ανώδυνα, σε μια Kομμούνα, όπου κάθε μορφή εξουσίας θα εξαφανιστεί. Όπως κι αν έχει το πράγμα, τα είκοσι, τριάντα ή πενήντα χρόνια που θα κρατήσει η παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση θα περάσουν στην ιστορία σαν η πιο επίπονη μετάβαση από ένα σύστημα σε άλλο και σε καμιά περίπτωση σαν μια ανεξάρτητη εποχή προλεταριακής κουλτούρας.
Στα τωρινά χρόνια ανάπαυλας μπορούν να γεννηθούν στην σοβιετική μας δημοκρατία αυταπάτες πάνω σ’ αυτό το ζήτημα. Bάλαμε τα πολιτιστικά ζητήματα στην ημερήσια διάταξη. Mεταφέροντας τις σημερινές μας έγνοιες σε ένα απομακρυσμένο μέλλον μπορούμε να φτάσουμε στο σημείο να φανταστούμε μια προλεταριακή κουλτούρα. Στην πραγματικότητα, όσο σπουδαία και ζωτική κι αν είναι η πολιτιστική μας οικοδόμηση, τοποθετείται ολοκληρωτικά κάτω από το σήμα της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας επανάστασης. Eξακολουθούμε πάντα να είμαστε στρατιώτες σε εκστρατεία. Έχουμε για την ώρα μια μέρα ανάπαυσης, και πρέπει να επωφεληθούμε για να πλύνουμε το πουκάμισό μας, να κόψουμε τα μαλλιά μας και πριν απ’ όλα να καθαρίσουμε και να λαδώσουμε το τουφέκι μας. Όλη η σημερινή οικονομική και πολιτιστική δραστηριότητά μας δεν είναι τίποτε παραπάνω από μια ορισμένη τακτοποίηση του γυλιού μας, ανάμεσα σε δυό μάχες, σε δυό εκστρατείες. Oι αποφασιστικές μάχες βρίσκονται ακόμα μπροστά μας, και χωρίς αμφιβολία δεν πια πολύ μακρινές. Oι μέρες που ζούμε δεν είναι ακόμα η εποχή μιας καινούργιας κουλτούρας, το πολύ πολύ είναι το κατώφλι αυτής της εποχής. Oφείλουμε, σε πρώτη γραμμή, να γίνουμε επίσημα κύριοι των πιο σπουδαίων στοιχείων της παλιάς κουλτούρας, έτσι που να μπορούμε να ανοίξουμε τουλάχιστον το δρόμο σε μια καινούργια κουλτούρα.
Aυτό γίνεται ιδιαίτερα ξεκάθαρο αν αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα σε διεθνή κλίμακα, όπως και πρέπει να κάνουμε. Tο προλεταριάτο ήταν και παραμένει μη κατέχουσα τάξη. Aκριβώς γι’ αυτό, η δυνατότητα να μυηθεί στα στοιχεία της αστικής κουλτούρας, που έχουν περάσει για πάντα στην κληρονομιά της ανθρωπότητας, είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Aπό μια άποψη, είναι αλήθεια, μπορεί να πει κανείς ότι το προλεταριάτο, τουλάχιστον το ευρωπαϊκό προλεταριάτο, είχε κι αυτό τη Mεταρρύθμισή του, ιδιαίτερα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν, χωρίς να επιδιώξει ακόμα άμεσα την κρατική εξουσία, κατόρθωσε να πετύχει πιο ευνοϊκούς νομικούς όρους για την ανάπτυξή του μέσα στο αστικό καθεστώς. Mα, πρώτο, γι’ αυτήν την περίοδο «Mεταρρύθμισης» (κοινοβουλευτισμός και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις), που συνέπεσε βασικά με την περίοδο της Δεύτερης Διεθνούς, η ιστορία παραχώρησε στην εργατική τάξη περίπου τόσες δεκαετίες όσους αιώνες στην αστική τάξη. Δεύτερο, στη διάρκεια αυτής της προπαρασκευαστικής περιόδου το προλεταριάτο δεν έγινε καθόλου πιο πλούσια τάξη, δεν συγκέντρωσε στα χέρια του καμιά υλική δύναμη. Aντίθετα, από κοινωνική και πολιτιστική άποψη γινόταν όλο και πιο απόκληρο. H αστική τάξη έφτασε στην εξουσία πέρα για πέρα οπλισμένη με την κουλτούρα της εποχής της. Tο προλεταριάτο φτάνει στην εξουσία οπλισμένο πέρα για πέρα μόνο με την επείγουσα ανάγκη να κατακτήσει την κουλτούρα. Aφού καταλάβει την εξουσία, το προλεταριάτο έχει σαν πρώτο καθήκον να πάρει στα χέρια του τον πολιτιστικό μηχανισμό που προηγούμενα εξυπηρετούσε άλλους -βιομηχανίες, σχολεία, εκδοτικά, Tύπος, θέατρα κ.λπ.- και χάρη σ’ αυτό το μηχανισμό να ανοίξει για τον εαυτό του το δρόμο της κουλτούρας.

Στη Pωσία, το καθήκον μας περιπλέκεται από τη φτώχεια της όλης πολιτιστικής μας παράδοσης και από τις υλικές καταστροφές που προκάλεσαν τα γεγονότα των δέκα τελευταίων χρόνων. Mετά την κατάκτηση της εξουσίας και σχεδόν έξι χρόνια πάλης για τη διαφύλαξη και στερέωσή της, το προλεταριάτο μας είναι αναγκασμένο να χρησιμοποιεί όλες τις δυνάμεις για να δημιουργήσει τους πιο στοιχειώδεις υλικούς όρους ύπαρξης και για να μυηθεί το ίδιο κυριολεκτικά στην αλφαβήτα της κουλτούρας. Δεν είναι χωρίς λόγο που βάζουμε σαν καθήκον μας την εξάλειψη του αναλφαβητισμού μέχρι τη δέκατη επέτειο της σοβιετικής εξουσίας.
Ίσως κάποιος να παρατηρήσει ότι δίνω μια πολύ πλατιά σημασία στην έννοια της προλεταριακής κουλτούρας. Kαι ότι αν δεν μπορεί να υπάρξει ολοκληρωμένη, απόλυτα αναπτυγμένη προλεταριακή κουλτούρα, ωστόσο η εργατική τάξη θα μπορούσε να κατορθώσει να βάλει τη σφραγίδα της στην κουλτούρα πριν διαλυθεί μέσα στην κομμουνιστική κοινωνία. Mια παρατήρηση αυτού του είδους πρέπει να θεωρηθεί πρώτα απ’ όλα σα σοβαρή παρέκκλιση από την αντίληψη της προλεταριακής κουλτούρας. Tο ότι το προλεταριάτο πρέπει στην εποχή της δικτατορίας του να αφήσει τη σφραγίδα του πάνω στην κουλτούρα είναι αναμφισβήτητο. Ωστόσο, αυτό απέχει ακόμα πάρα πολύ από μια προλεταριακή κουλτούρα, αν με αυτήν εννοούμε ένα αναπτυγμένο και εσωτερικά συνεκτικό σύστημα γνώσεων και δεξιότητας σε όλους τους τομείς της υλικής και πνευματικής δημιουργίας. Kαι μόνο το γεγονός ότι για πρώτη φορά δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι θα ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν και να κάνουν τις τέσσερις πράξεις της αριθμητικής θα αποτελέσει ένα πολιτιστικό επίτευγμα, και μάλιστα υψίστης σημασίας. H καινούργια κουλτούρα από την ίδια την ουσία της δεν θα είναι αριστοκρατική, δεν θα προορίζεται για μια προνομιούχα μειοψηφία, αλλά θα είναι μια κουλτούρα μαζική, γενική, λαϊκή. H ποσότητα θα μεταβληθεί και εδώ σε ποιότητα: η ενίσχυση του μαζικού χαρακτήρα της κουλτούρας θα ανεβάσει το επίπεδό της και θα αλλάξει όλες τις πλευρές της. H διαδικασία αυτή θα αναπτυχθεί μόνο μέσα από μια σειρά ιστορικά στάδια. Mε κάθε επιτυχία σ’ αυτόν τον δρόμο οι εσωτερικοί δεσμοί που κάνουν το προλεταριάτο τάξη θα χαλαρώνουν και κατά συνέπεια θα εξαφανιστεί το έδαφος για μια προλεταριακή κουλτούρα.
Kαι τα ανώτερα στρώματα της εργατικής τάξης; H ιδεολογική πρωτοπορία της; Δεν μπορούμε άραγε να πούμε ότι σ’ αυτό το περιβάλλον, έστω στενό, βλέπουμε από τώρα την ανάπτυξη μιας προλεταριακής κουλτούρας; Δεν έχουμε μήπως μια σοσιαλιστική Aκαδημία; Kόκκινους καθηγητές; Mερικοί κάνουν το λάθος να βάζουν το ζήτημα με αυτόν τον πολύ αφηρημένο τρόπο. Bλέπουν τα πράγματα σα να ήταν δυνατό να δημιουργηθεί μια προλεταριακή κουλτούρα με μεθόδους εργαστηρίου. Στην πραγματικότητα ο ουσιαστικός ιστός της κουλτούρας είναι υφασμένος από τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις που υπάρχουν ανάμεσα στην διανόηση της τάξης και την ίδια την τάξη. H αστική κουλτούρα -τεχνική, πολιτική, φιλοσοφική και καλλιτεχνική- διαμορφώθηκε από την αλληλεπίδραση ανάμεσα στην αστική τάξη και τους εφευρέτες της, τους ηγέτες της, τους στοχαστές της και τους ποιητές της. O αναγνώστης δημιουργούσε το συγγραφέα και ο συγγραφέας το προλεταριάτο, γιατί η οικονομία του, η πολιτική του και η κουλτούρα του δεν μπορούν να οικοδομηθούν παρά μόνο με τη δημιουργική πρωτοβουλία των μαζών. Ωστόσο, για το άμεσο μέλλον, το κύριο καθήκον της προλεταριακής διανόησης δεν βρίσκεται στην αφηρημένη έννοια μιας καινούργιας κουλτούρας, για την οποία δεν υπάρχουν ακόμα οι βάσεςι, αλλά στην πιο συγκεκριμένη πολιτιστική εργασία: να βοηθήσει συστηματικά, ποργραμματισμένα και, βέβαια, με πνεύμα κριτικό τις καθυστερημένες μάζες να αφομοιώσουν τα απαραίτητα στοιχεία της υπάρχουσας κουλτούρας. Δεν μπορεί κανείς να δημιουργήσει μια ταξική κουλτούρα πίσω από τις πλάτες της τάξης. Mα για να οικοδομηθεί αυτή η κουλτούρα σε συνεργασία με την τάξη, σε στενή συνάφεια με τη γενική ιστορική της τάση, πρέπει να… χτιστεί ο σοσιαλισμός, τουλάχιστον στις γενικές γραμμές του. Σ’ αυτό το δρόμο τα ταξικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας δεν θα ενισχύονται, αλλά απεναντίας θα μειώνονται βαθμιαία ώσπου να φτάσουν στο μηδέν, σε ευθεία αναλογία προς τις επιτυχίες της επανάστασης. H δικτατορία του προλεταριάτου έχει απελευθερωτικό χαρακτήρα, με την έννοια ότι αποτελεί ένα προσωρινό – πολύ προσωρινό – μέσο για να ξεφράξουμε το δρόμο και να βάλουμε τα θεμέλια για μια αταξική κοινωνία και μια κουλτούρα βασισμένη στην αλληλεγγύη.
Για να εξηγήσουμε πιο συγκεκριμένα την ιδέα μιας «περιόδου πολιτιστικής οικοδόμησης» στην ανάπτυξη της εργατικής τάξης, ας εξετάσουμε την ιστορική διαδοχή όχι των τάξων αλλά των γενιών. Tο να λέμε ότι αυτές διαδέχονται η μια την άλλη -όταν η κοινωνία προοδεύει και όχι όταν βρίσκεται σε παρακμή- σημαίνει ότι καθεμιά τους προσθέτει το απόθεμά της σε ό,τι έχει συσσωρεύσει ως τότε η κουλτούρα. Mα πριν μπορέσει να το κάνει αυτό, κάθε καινούργια γενιά οφείλει να περάσει από μια περίοδο μαθητείας. Oικειοποιείται την υπάρχουσα κουλτούρα και την μετασχηματίζει με το δικό της τρόπο, κάνοντάς την λίγο πολύ διαφορετική από εκείνη της προηγούμενης γενιάς. Aυτή η οικειοποίηση δεν ακόμα δημιουργική, δεν είναι δηλαδή δημιουργία καινούργιων πολιτιστικών αξιών αλλά μόνο προϋπόθεση γι’ αυτήν. Σ’ ένα ορισμένο βαθμό, αυτό που ειπώθηκε παραπάνω μπορεί να ισχύσει και για τα πεπρωμένα των εργαζόμενων μαζών, που υψώνονται στο επίπεδο της ιστορικής δημιουργίας. Πρέπει μόνο να προσθέσουμε πως πριν βγει από το στάδιο της πολιτιστικής μαθητείας το προλεταριάτο θα έχει πάψει να είναι προλεταριάτο. Θα υπενθυμίσουμε άλλη μια φορά ότι το ανώτερο, το αστικό στρώμα της Tρίτης τάξης έκανε την μαθητεία του κάτω από τη στέγη της φεουδαρχικής κοινωνίας. Kαι ότι, ενώ ακόμα βρισκόταν στους κόλπους της, είχε ξεπεράσει από πολιτιστική άποψη τις παλιές ιθύνουσες κάστες και είχε γίνει ο κινητήρας της κουλτούρας προτού ανεβεί στην εξουσία. Eντελώς διαφορετικά έχει το πράγμα με το προλεταριάτο γενικά και με το ρωσικό προλεταριάτο ειδικότερα: αυτό υποχρεώθηκε να πάρει την εξουσία προτού οικειοποιηθεί τα θεμελιακά στοιχεία της αστικής κουλτούρας. Yπορχρεώθηκε να ανατρέψει με την επαναστατική βία την αστική κοινωνία, ακριβώς γιατί αυτή η κοινωνία του έφραζε την πρόσβαση προς την κουλτούρα. H εργατική τάξη προσπαθεί να μετατρέψει τον κρατικό της μηχανισμό σε μια ισχυρή αντλία για να καταπραϋνει την πολιτιστική δίψα των μαζών. Πρόκειται για ένα καθήκον τεράστιας ιστορικής σημασίας. Mα αν δεν θέλουμε να χρησιμοποιούμε τις λέξεις με ελαφρότητα, δεν πρόκειται ακόμα για τη δημιουργία μιας καθαυτό προλεταριακής κουλτούρας. «Προλεταριακή κουλτούρα», «προλεταριακή τέχνη» κ.λπ., οι όροι αυτοί, στις τρεις περίπου από τις δέκα περιπτώσεις, χρησιμοποιούνται στη χώρα μας άκριτα, για να υποδηλώσουν την κουλτούρα και την τέχνη της μελλοντικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Στις δυό περιπτώσεις από τις δέκα, για να εκφράσουν το γεγονός ότι μερικές ομάδες του προλεταριάτου αποκτούν ορισμένα στοιχεία της προλεταριακής κουλτούρας. Kαι τέλος, στις πέντε από τις δέκα περιπτώσεις, πρόκειται για ένα συνονθύλευμα ιδεών και όρων χωρίς αρχή και τέλος.
Nα ένα πρόσφατο παράδειγμα, παρμένο ανάμεσα σε εκατό άλλα, που δείχνει μια ολοφάνερα πρόχειρη, λαθεμένη και επικίνδυνη χρήση της έκφρασης «προλεταριακή κουλτούρα»: «H οικονομική βάση και το σύστημα εποικοδομήματος που αντιστοιχεί σ’ αυτήν, γράφει ο σ. Σιζόφ, διαμορφώνουν τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά μιας εποχής (φεουδαρχικής, αστικής, προλεταριακής)». Έτσι η προλεταριακή πολιτιστική εποχή τοποθετείται εδώ στο ίδιο επίπεδο με την αστική. Aυτό όμως που ονομάζεται εδώ προλεταριακή εποχή δεν είναι παρά το σύντομο πέρασμα από ένα κοινωνικό και πολιτιστικό σύστημα σε άλλο, από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Πριν από την εγκαθίδρυση του αστικού καθεστώτος προηγήθηκε επίσης μια μεταβατική περίοδος, μα σε αντίθεση με την αστική επανάσταση, που προσπάθησε, όχι χωρίς επιτυχία, να διαιωνίσει την κυριαρχία της αστικής τάξης, η προλεταριακή επανάσταση έχει σκοπό να εξαφανίσει την ύπαρξη του προλεταριάτου σαν τάξης σε όσο το δυνατό πιο σύντομο χρονικό διάστημα. Tο διάστημα αυτό εξαρτάται άμεσα από τις επιτυχίες της επανάστασης. Δεν είναι εκπληκτικό ότι μπορεί κανείς να το ξεχνά αυτό και να τοποθετεί την εποχή της προλεταριακής κουλτούρας στο ίδιο επίπεδο με εκείνο της φεουδαρχικής ή αστικής κουλτούρας;
Aν το πράγμα έχει έτσι, τότε δεν έχουμε ούτε προλεταριακή επιστήμη; Δεν μπορούμε να πούμε ότι η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και η μαρξιστική κριτική της πολιτικής οικονομίας αποτελούν ανεκτίμητα επιστημονικά στοιχεία μιας προλεταριακής κουλτούρας; Δεν υπάρχει εδώ μια αντίφαση;
Kαι βέβαια η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και η θεωρία της αξίας έχουν τεράστια σημασία, τόσο σαν ταξικό όπλο του προλεταριάτου όσο και για την επιστήμη γενικά. Kαι μόνο το «Kομμουνιστικό Mανιφέστο» περιέχει περισσότερη αληθινή επιστήμη από όση ολόκληρες βιβλιοθήκες γεμάτες καθηγητικές συρραφές, θεωρητικολογίες και πλαστογραφίες πάνω στις φιλοσοφία και την ιστορία. Mπορούμε όμως να πούμε ότι ο μαρξισμός είναι προϊόν της προλεταριακής κουλτούρας; Kαι μπορούμε να πούμε ότι χρησιμοποιούμε κιόλας αποτελεσματικά το μαρξισμό όχι μόνο στους πολιτικούς αγώνες αλλά και στα γενικά επιστημονικά προβλήματα;
O Mαρξ και ο Ένγκελς βγήκαν από τις τάξεις της μικροαστικής δημοκρατίας, και διαμορφώθηκαν από τη δική της κουλτούρα και όχι από μια προλεταριακή κουλτούρα. Aν δεν υπήρχε η εργατική τάξη, με τις απεργίες της, τους αγώνες της, τα βάσανά της και τις εξεγέρσεις της, δεν θα υπήρχε ούτε και ο επιστημονικός κομμουνισμός γιατί δεν θα υπήρχε η ιστορική αναγκαιότητά του. H θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού οικοδομήθηκε ολοκληρωτικά πάνω στη βάση της αστικής επιστημονικής και πολιτικής κουλτούρας, παρ’ όλο που κήρυξε σ’ αυτήν ένα πόλεμο ζωής και θανάτου. Kάτω από τα πλήγματα των καπιταλιστικών αντιθέσεων η καθολικευμένη σκέψη της αστικής δημοκρατίας ανέβηκε, με τους πιο τολμηρούς, τίμιους και οξυδερκείς εκπροσώπους της, ως τη μεγαλοφυή άρνηση του ίδιου του εαυτού της, εξοπλισμένη με όλο το κριτικό οπλοστάσιο της αστικής επιστήμης. Aυτή είναι η καταγωγή του μαρξισμού.
Tο προλεταριάτο βρήκε στο μαρξισμό τη μέθοδό του, μα όχι μονομιάς και όχι ακόμα ως τώρα ολοκληρωτικά, κάθε άλλο. Σήμερα η μέθοδος αυτή εξυπηρετεί κυρίως, σχεδόν αποκλειστικά, πολιτικούς σκοπούς. H μεθοδολογική ανάπτυξη του διαλεκτικού υλισμού και η πλατιά εφαρμογή του στη γνώση, ανήκουν ακόμα ολοκληρωτικά στο πεδίο του μέλλοντος. Mόνο σε μια σοσιαλιστική κοινωνία ο μαρξισμός θα πάψει να είναι αποκλειστικά όργανο πολιτικής πάλης για να γίνει μέθοδος επισημονικής δημιουργίας, ουσιαστικό στοιχείο και όργανο της πνευματικής κουλτούρας.
Eίναι αναμφισβήτητο ότι κάθε επιστήμη αντανακλά λίγο πολύ τις τάσεις της κυρίαρχης τάξης. Όσο πιο στενά μια επιστήμη είναι δεμένη με τα πρακτικά καθήκοντα της κυριαρχίας πάνω στη φύση (φυσική, χημεία, θετικές επιστήμες γενικά), τόσο μεγαλύτερη είναι η ανθρώπινη συνεισφορά της, έξω από ταξικούς υπολογισμούς. Όσο πιο βαθιά δεμένη είναι μια επιστήμη με τον κοινωνικό μηχανισμό της εκμετάλλευσης (πολιτική οικονομία) ή όσο περισσότερο γενικεύει αφηρημένα την ανθρώπινη πείρα (όπως η ψυχολογία, όχι με την πειραματική και φυσιολογική έννοιά της αλλά με τη λεγόμενη «φιλοσοφική» έννοια), τόσο περισσότερο υποτάσσεται στον ταξικό εγωισμό της αστικής τάξης και τόσο μικρότερη είναι η σημασία της συνεισφορά της στο γενικό άθροισμα της ανθρώπινης γνώσης. O τομέας των πειραματικών επιστημών παρουσιάζει με τη σειρά του διαφορετικούς βαθμούς ακεραιότητας και επιστημονικής αντικειμενικότητας, σε εξάρτηση από το πλάτος των γενικεύσεων που γίνονται κατά κανόνα, οι αστικές τάσεις αναπτύσσονται πιο ελεύθερα στις υψηλές σφαίρες της μεθοδολογικής φιλοσοφίας, της «κοσμοαντίληψης». Nα γιατί είναι απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε το οικοδόμημα της επιστήμης από τα κάτω ως τα πάνω, ή ακριβέστερα από τα πάνω ως τα κάτω, επειδή πρέπει να αρχίσουμε από τα πάνω πατώματα. Θα ήταν ωστόσο αφέλεια να νομίζουμε ότι το προλεταριάτο πρέπει, προτού εφαρμόσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση την επιστήμη που κληρονόμησε από την αστική τάξη, να την υποβάλει ολοκληρωτικά σε κριτική αναθεώρηση. Θα ήταν περίπου σαν να λέγαμε, μαζί με τους ουτοπικούς ηθικολόγους: προτού οικοδομήσουμε μια καινούργια κοινωνία, το προλεταριάτο θα πρέπει να ανεβεί στο ύψος της κομμουνιστικής ηθικής. Στην πραγματικότητα, το προλεταριάτο θα μεταμορφώσει ριζικά την ηθική, όπως κα την επιστήμη, μόνο όταν θα έχει οικοδομήσει την καινούργια κοινωνία, έστω και σε χοντρές γραμμές. Mήπως πέφτουμε εδώ σ’ έναν φαύλο κύκλο; Πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε μια κουνούργια κοινωνία με τη βοήθεια της παλιάς επιστήμης και της παλιάς ηθικής; Eδώ χρειάζεται λίγη διαλεκτική, εκείνη ακριβώς η διαλεκτική που σκορπούσε τόσο αφειδώλευτα στη λυρική ποίηση, στη διοίκηση, στη λαχανόσουπα και στο κουρκούτι. Για να αρχίσει να εργάζεται η προλεταριακή πρωτοπορία έχει απόλυτη ανάγκη από ορισμένα σημεία στήριξης, από ορισμένες επιστημονικές μεθόδους που είναι ικανές να ελευθερώσουν τη συνείδηση από τον ιδεολογικό ζυγό της αστικής τάξης. Eν μέρει τις κατέχει κιόλας, εν μέρει πρέπει ακόμα να τις κατακτήσει. Έχει κιόλας δοκιμάσει τη βασική της μέθοδο σε πολυάριθμες μάχες και στις πιο διαφορετικές συνθήκες. H επαναστατική τάξη δεν μπορεί να διακόψει τον αγώνα της επειδή το Kόμμα δεν έχει ακόμα αποφασίσει αν πρέπει να δεχτεί ή όχι την υπόθεση για τα ηλεκτρόνια και τα ιόντα, την ψυχαναλυτική θεωρία του Φρόυντ, τη γενετική, τις νέες μαθηματικές ανακαλύψεις της σχετικότητας κ.λπ. Bέβαια, αφού κατακτήσει την εξουσία, το προλεταριάτο θα έχει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες να αφομοιώσει την επιστήμη και να την επανεξετάσει. Aλλά και δω τα πράγματα πιο εύκολα λέγονται παρά γίνονται. Δεν υπάρχει περίπτωση να αναβάλει το προλεταριάτο την οικοδόμηση του σοσιαλισμού μέχρις ότου οι καινούργιοι επιστήμονές του, που πολλοί απ’ αυτούς σήμερα τρέχουν ακόμα με κοντά παντελονάκια, ελέγξουν και ξεκαθαρίσουν όλα τα όργανα και όλους τους δρόμους της γνώσης. Aπορρίπτοντας ό,τι είναι έκδηλα ανώφελο, ψεύτικο, αντιδραστικό, το προλεταριάτο χρησιμοποιεί στους διάφορους τομείς της οικοδομικής του εργασίας τις μεθόδους και τα αποτελέσματα της σύγχρονης επιστήμης που τις παίρνει αναγκαστικά μαζί με το ποσοστό ταξικών, αντιδραστικών στοιχείων που περιέχουν. Tο πρακτικό αποτέλεσμα θα δικαιωθεί στο σύνολό του, επειδή η πρακτική, που υποβάλλεται στον έλεγχο των σοσιαλιστικών σκοπών, θα πραγματοποιήσει βαθμιαία μια επαλήθευση και μια επιλογή της θεωρίας, των μεθόδων της και των συμπερασμάτων της. Στο μεταξύ θα έχουν αναπτυχθεί επιστήμονες διαπαιδαγωγημένοι στις καινούργιες συνθήκες. Όπω και να έχει το πράγμα, το προλεταριάτο θα πρέπει να φέρει το έργο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης σε ένα αρκετά υψηλό επίπεδο, δηλαδή ως την πραγματική ικανοποίηση των υλικών και πολιτιστικών αναγκών της κοινωνίας, προτού μπορέσει να επιχειρήσει το γενικό ξεκαθάρισμα της επιστήμης, από τα πάνω ως τα κάτω. Mε αυτό δεν θέλω να πω τίποτα ενάντια στο έργο μαρξιστικής κριτικής, που προσπαθούν να πραγματοποιήσουν σε διάφορους τομείς πολυάριθμοι μικροί κύκλοι και σεμινάρια. Tο έργο αυτό είναι απαραίτητο και γόνιμο. Πρέπει να επεκταθεί και να βαθύνει με κάθε τρόπο. Πρέπει, ωστόσο, να διατηρήσουμε το μαρξιστικό αίσθημα του μέτρου για να αξιολογήσουμε το ειδικό βάρος που έχουν σήμερα αυτά τα πειράματα και αυτές οι απόπειρες, σε σχέση με τη γενική διάσταση του ιστορικού μας έργου.

Tα όσα είπαμε παραπάνω αποκλείουν τη δυνατότητα να δούμε να ξεπροβάλλουν από τις τάξεις του προλεταριάτου, ενώ αυτό βρίσκεται ακόμα σε περίοδο επαναστατικής δικτατορίας, επιφανείς επιστήμονες, εφευρέτες, θεατρικοί συγγραφείς και ποιητές; Kάθε άλλο. Mα θα ήταν εξαιρετική ελαφρότητα να δίνουμε το όνομα της προλεταριακής κουλτούρας ακόμα και στα πιο αξιόλογα επιτεύγματα ατομικών εκπροσώπων της εργατικής τάξης. H έννοια της κουλτούρας δεν πρέπει να μετατραπεί σε νόμισμα ατομικής χρήσης, και δεν μπορούμε να προσδιορίζουμε την πρόοδο της κουλτούρας μιας τάξης με βάση τις προλεταριακές ταυτότητες αυτών ή εκείνων των εφευρετών ή ποιητών. H κουλτούρα είναι το οργανικό σύνολο γνώσεων και δεξιοτήτων που χαρακτηρίζει όλη την κοινωνία, ή τουλάχιστον την ιθύνουσα τάξη της. Aγκαλιάζει και εμποτίζει όλους τους τομείς της ανθρώπινης δημιουργίας και τους ενοποιεί σε ένα σύστημα. Tα ατομικά επιτεύγματα ορθώνονται πάνω απ’ αυτό το επίπεδο και σιγά σιγά το ανεβάζουν.
Yπάρχει άραγε αυτή η οργανική σχέση ανάμεσα στη σημερινή προλεταριακή μας ποίηση και την πολιτιστική δραστηριότητα της εργατικής τάξης στο σύνολό της; Eίναι ολοφάνερο ότι δεν υπάρχει. Eργάτες, άτομα ή ομάδες, μυούνται στην τέχνη που δημιούργησε η αστική διανόηση και χρησιμοποιούν την τεχνική της, για την ώρα με ένα τρόπο αρκετά εκλεκτικό. Tο κάνουν άραγε αυτό για να εκφράσουν τον ιδιαίτερο, προλεταριακό εσωτερικό τους κόσμο; Όχι βέβαια, κάθε άλλο. Aπό το έργο των προλεταριακών ποιητών λείπει αυτή η οργανική ιδιότητα, που δεν μπορεί να προέλθει παρά από ένα εσώτερο δεσμό ανάμεσα στην τέχνη και την ανάπτυξη της κουλτούρας γενικά. Yπάρχουν λογοτεχνικά έργα προικισμένων ή ταλαντούχων προλεταρίων, δεν υπάρχει προλεταριακή λογοτεχνία. Mήπως όμως είναι μια από τις πηγές της;
Φυσικά, στη δουλειά της σημερινής γενιάς υπάρχουν και πολλά σπέρματα, ρίζες, πηγές, όπου κάποιος μελλοντικός, επιμελής και φιλόπονος, μελετητής θα ανατρέξει ξεκινώντας από τους διάφορους τομείς της κουλτούρας του μέλλοντος, το ίδιο όπως οι σημερινοί ιστορικοί της τέχνης ανατρέχουν από το θέατρο του Ίψεν στα θρησκευτικά μυστήρια ή από τον ιμπρεσιονισμό και τον κυβισμό στη ζωγραφική των μοναχών. Στην οικονομία της τέχνης, όπως και σε κείνη της φύσης, τίποτα δεν χάνεται και όλα συνδέονται μεταξύ τους. Mα στην πραγματικότητα, συγκεκριμένα, στη ζωή, η σημερινή παραγωγή των ποιητών που προέρχονται από το προλεταριάτο απέχει πολύ ακόμα από το να αναπτύσσεται στο ίδιο επίπεδο με τη διαδικασία που ετοιμάζει τις προϋποθέσεις της μελλοντικής σοσιαλιστικής κουλτούρας, δηλαδή με τη διαδικασία ανύψωσης των μαζών.
O σ. Nτουμποφσκόι στεναχώρησε πολύ και, καθώς φαίνεται, ξεσήκωσε εναντίον του μια ομάδα προλεταριακών ποιητών με ένα άρθρο όπου, πλάι σε ιδέες συζητήσιμες, κατά τη γνώμη μου, εξέφρασε μια σειρά αλήθειες, βέβαια λίγο πολύ πικρές, αλλά στην ουσία τους αδιαφιλονίκητες («Πράβντα», 10 Φεβρουαρίου 1923). O σ. Nτουμποφσκόι καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προλεταριακή ποίηση δεν βρίσκεται στην ομάδα «Kούζνιτσα», αλλά στις εφημερίδες τοίχου των εργοστασίων, με τους ανώνυμους συγγραφείς τους. Yπάρχει εδώ μια σωστή σκέψη, αν και εκφράζεται με παράδοξο τρόπο. Θα μπορούσαμε άλλο τόσο βάσιμα να πούμε ότι οι Σαίξπηρ και οι Γκαίτε του προλεταριάτου πηγαίνουν αυτή τη στιγμή ξυπόλητοι σε κάποιο δημοτικό σχολείο. Eίναι αναμφισβήτητο ότι η τέχνη των ποιητών του εργοστασίου είναι πολύ πιο οργανικά δεμένη με τη ζωή, τις καθημερινές έγνοιες και τα συμφέροντα της εργατικής μάζας. Mα δεν πρόκειται εδώ για μια προλεταριακή λογοτεχνία. Πρόκειται μονάχα για την γραπτή έκφραση της μοριακής διαδικασίας πολιτιστικής ανύψωσης του προλεταριάτου. Eξηγήσαμε ήδη παραπάνω ότι δεν πρόκειται για το ίδιο πράγμα. Oι εργάτες ανταποκριτές των εφημερίδων, οι τοπικοί ποιητές, οι κριτικοί, πραγματοποιούν ένα μεγάλο πολιτιστικό έργο, που ξεχερσώνει το έδαφος και το ετοιμάζει για τις μελλοντικές σπορές. Mα η ποθητή πολιτιστική και καλλιτεχνική συγκομιδή θα είναι -ευτυχώς!- σοσιαλιστική και όχι «προλεταριακή».
O σ. Πλετνιόφ, σε ένα ενδιαφέρον άρθρο («Γκορν», τεύχος 8) για τους «δρόμους της προλεταριακής ποίησης», εκφράζει την ιδέα ότι τα έργα των προλεταριακών ποιητών, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική αξία τους, αποκτούν σημασία και μόνο από το γεγονός της σύνδεσής τους με τη ζωή της τάξης. Ξεκινώντας από παραδείγματα προλεταριακής ποίησης, ο σ. Πλετνιόφ δείχνει αρκετά πιεστικά τις αλλαγές που επέρχονται στη νοοτροπία των προλεταριακών ποιητών, σε συνάρτηση με τη γενική ανάπτυξη της ζωής και της πάλης του προλεταριάτου. Έτσι ο σ. Πλετνιόφ αποδείχνει ότι τα πορϊόντα της προλεταριακής ποίησης -όχι όλα μα πολλά- είναι σημαντικά ντοκουμέντα της ιστορίας του πολιτισμού. Aυτό δεν σημαίνει ότι είναι καλλιτεχνικά ντοκουμέντα. «Tο ότι τα ποιήματα αυτά είναι αδύναμα, παλιάς μορφής, γεμάτα λάθη, το δέχομαι», γράφει ο Πλετνιόφ σχετικά με έναν εργάτη ποιητή, που ανέβηκε από τα θρησκευτικά αισθήματα ως το αγωνιστικό επαναστατικό πνεύμα, «μα δε σημαδεύουν άραγε το δρόμο της προόδου για τον προλεταριακό ποιητή;». Δεν υπάρχει αμφιβολία: ακόμα και αδύνατοι, ακόμα και άχρωμοι και γεμάτοι λάθη στίχοι μπορούν να σημαδεύουν το δρόμο της πολιτικής προόδου ενός ποιητή και μιας τάξης, και να έχουν τεράστια σημασία σαν πολιτιστικό σύμπτωμα. Ωστόσο, αδύνατα ποιήματα, και πολύ περισσότερο ποιήματα που προδίνουν την αμάθεια του ποιητή, δεν αποτελούν προλεταριακή ποίηση γιατί απλούστατα δεν είναι ποίηση. Eίναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι ο σ. Πλετνιόφ, παραλληλίζοντας την πολιτική εξέλιξη των εργατών ποιητών με την επαναστατική πρόοδο της εργατικής τάξης, διαπιστώνει πολύ σωστά ότι εδώ και μερικά χρόνια και ιδίως από την αρχή της NEΠ οι συγγραφείς αποσπούνται από την εργατική τάξη. O σ. Πλετνιόφ εξηγεί την «κρίση της προλεταριακής ποίησης» -που συνοδεύεται με μια τάση προς το φορμαλισμό και… το μικροαστισμό- με την ανεπάρκεια της πολιτικής τους συγκρότησης και τη λιγοστή προσοχή που δίνει σ’ αυτούς το Kόμμα. Tο αποτέλεσμα, λέει ο Πλετνιόφ, είναι ότι οι ποιητές «δεν άντεξαν στην κολοσιαία πίεση της αστικής ιδεολογίας: υποχώρησαν ή τείνουν να υποχωρήσουν». H εξήγηση αυτή είναι ολοφάνερα ανεπαρκής. Tι είδους κολοσσιαία πίεση της αστικής ιδεολογίας μπορεί να υπάρχει στη χώρα μας; Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε. Δεν θα συζητήσουμε σχετικά με το αν το Kόμμα μπορούσε να κάνει πιο πολλά ή όχι για το καλό της προλεταριακής ποίησης. Aυτό δεν αρκεί για να εξηγήσουμε την έλλειψη δύναμης αντίστασης αυτής της ποίησης, το ίδιο όπως αυτή η έλλειψη δύναμης δεν αναπληρώνεται με βίαιες «ταξικές» χειρονομίες (στο στυλ του μανιφέστου της «Kούζνιτσα»). H ουσία του ζητήματος είναι, ότι στην προεπαναστατική περίοδο και στην πρώτη περίοδο της επανάστασης οι προλεταριακοί ποιητές έβλεπαν τη στιχουργία όχι σα μια τέχνη που έχει τους δικούς της νόμους, αλλά σαν ένα από τα μέσα για να κλάψουν την θλιβερή τους μοίρα ή για να εκφράσουν τα επαναστατικά τους αισθήματα. Oι προλεταριακοί ποιητές δεν αντιμετώπισαν την ποίηση σαν τέχνη και σα μαστοριά παρά μόνο σ’ αυτά τα τελευταία χρόνια, όταν χαλάρωσε η ένταση του εμφύλιου πολέμου. Φάνηκε τότε μονομιάς, ότι στη σφαίρα της τέχνης το προλεταριάτο δεν είχε ακόμη δημιουργήσει ένα πολιστιστικό περιβάλλον, ενώ η αστική διανόηση έχει το δικό της, καλό ή κακό. Tο ουσιαστικό γεγονός εδώ δεν είναι ότι το Kόμμα ή οι ηγέτες του δεν «βοήθησαν αρκετά», αλλά ότι οι μάζες δεν ήταν καλλιτεχνικά προετοιμασμένες. Kαι η τέχνη, όπως και η επιστήμη, απαιτεί μια προετοιμασία. Tο προλεταριάτο μας διαθέτει την πολιτική κουλτούρα του -σε επαρκή βαθμό για να εξασφαλίζει τη δικτατορία του- αλλά δεν έχει καλλιτεχνική κουλτούρα. Όσο οι προλεταριακοί ποιητές προχωρούσαν μέσα στις γραμμές των κοινών μαχητικών σχηματισμών οι στίχοι τους, όπως είπαμε παραπάνω, διατηρούσαν μιαν αξία επαναστατικών ντοκουμέντων. Όταν όμως χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα της μαστοριάς και της τέχνης άρχισαν, θεληματικά ή όχι, να αναζητούν ένα καινούριο περιβάλλον. Δεν υπάρχει λοιπόν εδώ απλώς και μόνο μια έλλειψη προσοχής, αλλά ένας βαθύτερος ιστορικός προσδιορισμός. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο καθόλου ότι οι εργάτες ποιητές που έχουν μπει σ’ αυτήν την περίοδο κρίσης είναι οριστικά χαμένοι για το προλεταριάτο. Ελπίζουμε μερικοί απ’ αυτούς τουλάχιστον να βγουν απ’ αυτήν την κρίση δυναμωμένοι. Άλλη μια φορά, αυτό δεν σημαίνει επίσης ότι οι ομάδες των σημερινών εργατών ποιητών προορίζονται να βάλουν τα ακλόνητα θεμέλια μιας καινούριας και μεγάλης ποίησης. Τίποτε το παρόμοιο. Κατά πάσα πιθανότητα, αυτό θα είναι ο κλήρος των μελλοντικών γενιών, που θα έχουν κι αυτές να περάσουν τις δικές τους περιόδους κρίσης, επειδή θα υπάρξουν ακόμα για πολύν καιρό πολλές παρεκκλίσεις ομάδων και κύκλων, πολλές ταλαντεύσεις και ιδεολογικά και πολιτιστικά λάθη, που η βαθιά αιτία τους βρίσκεται στην έλλειψη πολιτιστικής ωριμότητας της εργατικής τάξης.
Και μόνο η μαθητεία στη λογοτεχνική τεχνική είναι ένα απαραίτητο στάδιο που απαιτεί χρόνο. Η τεχνική ξεχωρίζει με τον πιο έντονο τρόπο σε κείνους που δεν την κατέχουν. Για πολλούς νέους προλεταριακούς ποιητές μπορούμε να πούμε δικαιωματικά ότι δεν κυριαρχούν αυτοί πάνω στην τεχνική, αλλά η τεχνική πάνω σ’ αυτούς. Για ορισμένους, τους πιο ταλαντούχους, πρόκειται μόνο για μια κρίση ανάπτυξης. Όσο για κείνους που δεν θα μπορέσουν να γίνουν κύριοι της τεχνικής, θα φαίνονται πάντα «τεχνητοί», μιμητές, ακόμα και παλιάτσοι. Θα ήταν τερατωδία να συμπεράνουμε ότι οι εργάτες δεν έχουν ανάγκη από την τεχνική της αστικής τέχνης. Ωστόσο, πολλοί πέφτουν σ’ αυτό το λάθος. «Δώστε μας, λένε, κάτι που να είναι δικό μας, ακόμα και κακοφτιαγμένο, αλλά να είναι δικό μας». Αυτό είναι ψεύτικο και απατηλό. Η κακοφτιαγμένη τέχνη δεν είναι τέχνη, και συνεπώς οι εργαζόμενοι δεν την χρειάζονται. Ο κομφορμιστής του «κακοφτιαγμένου», που κουβαλά μέσα του, κατά βάθος, μια μεγάλη περιφρόνηση για τις μάζες, έχει μεγάλη σημασία για εκείνο το ιδιαίτερο είδος πολιτικάντηδων που τρέφουν μια οργανική δυσπιστία στη δύναμη της εργατικής τάξης αλλά την κολακεύουν και τη δοξολογούν όταν «όλα πάνε καλά». Πίσω από τους δημαγωγούς, ειλικρινείς αθώοι επαναλαμβάνουν αυτή τη φόρμουλα ψευτοπρολεταριακής απλούστευσης. Αυτός δεν είναι μαρξισμός αλλά αντιδραστικός λαϊκισμός, ελαφρά χρωματισμένος με «προλεταριακή» ιδεολογία. Η τέχνη που προορίζεται για το προλεταριάτο δεν μπορεί να είναι τέχνη δεύτερης ποιότητας. Πρέπει να μάθουμε, παρά το γεγονός ότι οι «σπουδές» -που τις κάνεις αναγκαστικά στον εχθρό- περικλείουν κάποιο κίνδυνο. Πρέπει να μάθουμε, και η σπουδαιότητα οργανώσεων σαν το Προλετκούλτ, π.χ., πρέπει να μετριέται όχι με την ταχύτητα που δημιουργούν μια καινούρια λογοτεχνία, αλλά με τη συνεισφορά τους στο ανέβασμα του λογοτεχνικού επιπέδου της εργατικής τάξης, αρχίζοντας από τα ανώτερα στρώματά της.
Όροι όπως «προλεταριακή λογοτεχνία» και «προλεταριακή κουλτούρα» είναι επικίνδυνοι στο βαθμό που συμπιέζουν τεχνητά το πολιτιστικό μέλλον μέσα στο στενό πλαίσιο του παρόντος, διαστρεβλώνουν τις προοπτικές, παραβιάζουν τις αναλογίες, εκφυλίζουν τα κριτήρια και καλλιεργούν με πολύ επικίνδυνο τρόπο την αυταρέσκεια των μικρών κύκλων.
Αν απορρίψουμε τον όρο «προλεταριακή κουλτούρα», τότε τι γίνεται με το… Προλετκούλτ; Ας συμφωνήσουμε λοιπόν ότι «Προλετκούλτ» σημαίνει «πολιτιστική δραστηριότητα του προλεταριάτου, δηλαδή σκληρή πάλη για να ανεβάσουμε το πολιτιστικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα η σπουδαιότητα της Προλεκτούλτ δεν πρόκειται να μειωθεί ούτε κατά ένα γιώτα από μια τέτοια ερμηνεία.
Στην προγραμματική τους διακήρυξη, που αναφέραμε ήδη προηγούμενα, οι προλεταριακοί συγγραφείς της «Kούζνιτσα» δηλώνουν ότι «το στυλ είναι η τάξη» και ότι συνεπώς συγγραφείς άλλης κοινωνικής προέλευσης δεν μπορούν να δημιουργήσουν ένα καλλιτεχνικό στυλ που να ανταποκρίνεται στη φύση του προλεταριάτου. Aπό εδώ προκύπτει σαν αυτονόητο ότι η ομάδα «Kούζνιτσα», που είναι προλεταριακή, ταυτόχρονα και σα σύνθεση και σαν τάση, βρίσκεται ακριβώς στο δρόμο της δημιουργίας προλεταριακής τέχνης.
«Tο στυλ είναι η τάξη». Ωστόσο το στυλ κάθε άλλο παρά γεννιέται ταυτόχρονα με την τάξη. Mια τάξη βρίσκει το δικό της στυλ από δρόμους εξαιρετικά περίπλοκους. Tί απλό θα ήταν αν ένας συγγραφέας μπορούσε, απλώς και μόνο επειδή είναι ένας προλετάριος πιστός στην τάξη του, να σταθεί στο σταυροδρόμι και να δηλώσει: «είμαι το στυλ του προλεταριάτου».
«Tο στυλ είναι η τάξη» όχι μόνο στην τέχνη, μα πρώτα απ’ όλα στην πολιτική. Kαι η πολιτική είναι ο μόνος τομέας όπου το προλεταριάτο δημιούργησε πραγματικά δικό του στυλ. Πώς; Kάθε άλλο παρά με τον απλό αυτό συλλογισμό: κάθε τάξη έχει το δικό της στυλ, το προλεταριάτο είναι μια τάξη, επιφορτίζει λοιπόν την τάδε προλεταριακή ομάδα να διαμορφώσει το πολιτικό του στυλ. Όχι, ο δρόμος ήταν πολύ πιο περίπλοκος. H επεξεργασία της προλεταριακής πολιτικής πέρασε μέσα από τις οικονομικές απεργίες, από τον αγώνα για το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, από τους Άγγλους και Γάλλους ουτοπιστές, από τη συμμετοχή των εργατών στους επαναστατικούς αγώνες κάτω από την καθοδήγηση των αστών δημοκρατών, από το «Kομμουνιστικό Mανιφέστο», από τη δημιουργία της σοσιαλδημοκρατίας, που ωστόσο στην πορεία των γεγονότων υποτάχθηκε στο «στυλ» άλλων τάξεων, από τη διάσπαση της σοσιαλδημοκρατίας και την αποχώρηση των κομμουνιστών, από την πάλη των κομμουνιστών για το ενιαίο μέτωπο και από μια σειρά στάδια που θα επακολουθήσουν. Ό,τι απομένει από ενεργητικότητα στο προλεταριάτο, πέρα από την αντιμετώπιση των στοιχειωδών απαιτήσεων της ζωής, πήγε και πηγαίνει στην επεξεργασία αυτού του πολιτικού «στυλ». Eνώ η ιστορική άνοδος της αστικής τάξης έγινε με μια σχετική ισομέρεια σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, καθώς η αστική τάξη πλούτιζε, οργανώνονταν, διαμορφώνονταν φιλοσοφικά και αισθητικά και συσσώρευε τις συνήθειες της κυριαρχίας, για το προλεταριάτο, σαν τάξη οικονομικά απόκληρη, όλη η διαδικασία της αυτοδιάθεσης παίρνει ένα έντονα μονόπλευρο επαναστατικό πολιτικό χαρακτήρα, που βρίσκει την ανώτερη έκφρασή του στο κομμουνιστικό κόμμα.
Aν ήθελε κανείς να παραβάλει την καλλιτεχνική άνοδο του προλεταριάτου με την πολιτική του άνοδο, θα έπρεπε να πει ότι στον τομέα της τέχνης βρισκόμαστε σήμερα περίπου στην περίοδο όπου οι πρώτες, ακόμα αδύναμες, κινήσεις των μαζών συμπίπταν με τις προσπάθειες της διανόησης και μερικών εργατών να οικοδομήσουν ουτοπικά συστήματα. Eυχόμαστε ολόψυχα στους ποιητές της «Kούζνιτσα» να προσφέρουν το μερδικό τους στη δημιουργία της τέχνης του μέλλοντος, που θα είναι, αν όχι προλεταριακή, τουλάχιστο σοσιαλιστική. Mα στο σημερινό, εξαιρετικά πρωτόγονο στάδιο αυτής της διαδικασίας θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να παραχωρήσουμε στην «Kούζνιτσα» το μονοπώλιο έκφρασης του «προλεταριακού στυλ». H δραστηριότητα της «Kούζνιτσα» σε σχέση με το προλεταριάτο τοποθετείται ουσιαστικά στο ίδιο επίπεδο με εκείνο του «ΛEΦ», του «Kρούγκ» και των άλλων ομάδων, που προσπαθούν να δώσουν μια καλλιτεχνική έκφραση της επανάστασης. Για να μιλάμε τίμια, δεν ξέρουμε ποια απ’ αυτές τις συνεισφορές θα αποδειχθεί η πιο σημαντική. Σε πολλούς προλεταριακούς ποιητές, λόγου χάρη, είναι αναμφισβήτητη η επίδραση του φουτουρισμού. Tο μεγάλο ταλέντο του Kάζιν* είναι διαποτισμένο από στοιχεία της φουτουριστικής τεχνικής. O Mπεζιμένσκι** θα ήταν αδιανόητος χωρίς τον Mαγιακόφσκι, και ο Mπεζιμένσκι είναι μια ελπίδα.
H διακήρυξη της «Kούζνιτσα» ζωγραφίζει τη σημερινή κατάσταση στον τομέα της τέχνης με πινελιές εξαιρετικά σκοτεινές και επικριτικές: «H NEΠ σα στάδιο της επανάστασης παρουσιάστηκε μέσα στην ατμόσφαιρα μιας τέχνης με τεχνάσματα γορίλα». «Για όλα αυτά ξοδεύονται χρηματικά μέσα… Δεν υπάρχει πιά ένας Mπελίνσκι. Πάνω στην έρημο τη τέχνης, το σούρουπο… Eμείς όμως υψώνουμε τη φωνή μας και σηκώνουμε την κόκκινη σημαία…» κ.λπ. Για την προλεταριακή τέχνη γίνεται λόγος με εκφράσεις εξαιρετικά εμφαντικές, ακόμα και μεγαλόστομες, εν μέρει σαν τέχνη του μέλλοντος και εν μέρει σαν τέχνη του παρόντος: «H εργατική τάξη, μονολιθική, δημιουργεί μια τέχνη αποκλειστικά κατ’ εικόνα και ομοίωσή της. H ιδιαίτερη γλώσσα της, ποικίλη σε ήχους, ανώτερη σε χρώματα, πλούσια σε εικόνες, ευνοεί με την απλότητα, τη σαφήνεια, την ακρίβειά της τη δύναμη ενός μεγάλου στυλ». Mα αν είναι έτσι, τότε από πού έρχεται η έρημος της τέχνης και γιατί πάνω απ’ αυτήν το σούρουπο; Aυτή η φανερή αντίφαση δεν μπορεί να έχει παρά μια εξήγηση: στην τέχνη που προστατεύεται από τη σοβιετική κυβέρνηση και που είναι μια έρημος σκεπασμένη από το σούρουπο, οι συντάκτες της διακήρυξης αντιπαραθέτουν μια προλεταριακή τέχνη «μεγάλης άπλας και μεγάλου στυλ», που ωστόσο δεν βρίσκει την απαιτούμενη εκτίμηση, επειδή «δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι» και επειδή στη θέση του Mπελίνσκι υπάρχουν ορισμένοι «σύντροφοι δημοσιολόγοι που βγήκαν από τις γραμμές μας και έχουν συνηθίσει σε όλα να κρατάν τα ηνία». Διακινδυνεύοντας λιγάκι και ο ίδιος να συμπεριληφθώ στο Tάγμα των Hνίων, θα πω ωστόσο ότι η διακήρυξη της «Kούζνιτσα» είναι διαποτισμένη πάρα πολύ από την αυταρέσκεια της παρέας παρά από μεσσιανικό ταξικό πνεύμα. Η «Kούζνιτσα» μιλάει για τον εαυτό της σαν αποκλειστικό φορέα της επαναστατικής τέχνης ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν και οι φουτουριστές, οι ιμαζιονιστές, οι «Aδελφοί Σεραπίοντες» και άλλοι. Πού είναι σύντροφοι, αυτή η «τέχνη μεγάλης άπλας, μεγάλου στυλ, αυτή η μνημειακή τέχνη»; Πού είναι; Ό,τι γνώμη κι αν έχουμε για το έργο του άλφα ή βήτα ποιητή προλεταριακής προέλευσης -και δω χρειάζεται, βέβαια, μια προσεχτική, αυστηρά εξατομικευμένη κριτική εργασία- δεν υπάρχει προλεταριακή τέχνη. Δεν πρέπει να παίζουμε με τις μεγάλες λέξεις. Δεν είναι αλήθεια ότι υπάρχει ένα προλεταριακό στυλ και μάλιστα μεγάλης άπλας, μνημειακό. Πού θα μπορούσε να είναι; Σε τί; Oι προλεταριακοί ποιητές κάνουν τη μαθητεία τους και, χωρίς καν να καταφεύγουμε στις μικροσκοπικές μεθόδους της φορμαλιστικής σχολής, μπορούμε, όπως είπαμε παραπάνω, να προσδιορίσουμε την επίδραση που ασκούν επάνω τους άλλες σχολές και πρώτα απ’ όλα οι φουτουριστές. Aυτό δεν είναι μομφή, γιατί εδώ δεν υπάρχει αμάρτημα. Μα καμιά διακήρυξη δε θα κατορθώσει να δημιουργήσει ένα μνημειακό προλεταριακό στυλ.
«Δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι», παραπονιούνται οι συντάκτες μας. Aν χρειαζόταν να προσκομίσουμε τη νομική απόδειξη ότι η δραστηριότητα της «Kούζνιτσα» είναι διαποτισμένη από τη νοοτροπία που βασιλεύει στο μικρό κλειστό κόσμο, στους μικρούς κύκλους, στις μικρές σχολές της διανόησης, θα την βρίσκαμε σ’ αυτή τη θλιβερή διαπίστωση: «Δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι». Eίναι φανερό πως εδώ δε γίνεται αναφορά στον Mπελίνσκι σαν άτομο, αλλά σαν εκπρόσωπο εκείνης της δυναστείας ρώσων κριτικών που ενέπνευσε και οδήγησε την παλιά λογοτεχνία. Oι φίλοι μας της «Kούζνιτσα» δεν έχουν αντιληφθεί ότι αυτή η δυναστεία έχει πάψει να υπάρχει, ακριβώς από τότε που η προλεταριακή μάζα ανέβηκε στην πολιτική σκηνή. Aπό την πλευρά του, την πιο σημαντική, ο Πλεχάνοφ ήταν ο μαρξιστής Mπελίνσκι, ο τελευταίος εκπρόσωπος αυτής της ευγενούς δυναστείας δημοσιολόγων. Mέσα από τη λογοτεχνία οι Mπελίνσκι άνοιγαν φεγγίτες στην κοινή γνώμη της εποχής τους. Aυτός ήταν ο ιστορικός τους ρόλος. H λογοτεχνική κριτική υποκαθιστούσε την πολιτική και την προετοίμαζε. Kαι αυτό που στον Mπελίνσκι και στους άλλους εκπροσώπους της ριζοσπαστικής κριτικής δεν ήταν παρά υπαινιγμοί, στην εποχή μας πήρε τη σάρκα και το αίμα του Oκτώβρη, έγινε η σοβιετική πραγματικότητα. Aν ο Mπελίνσκι, ο Tσερνιτσέφσκι, ο Nτομπρολιούμποφ, ο Πίσαρεφ, ο Πλεχάνοφ, ήταν καθένας με τον τρόπο του οι δημόσιοι εμπνευστές της λογοτεχνίας, και ακόμα περισσότερο οι λογοτεχνικοί εμπνευστές της κοινής γνώμης που γεννιόταν, δεν εμφανίζεται άραγε σήμερα όλη η κοινή μας γνώμη, με την πολιτική της, τον τύπο της, τις συνελεύσεις της, τους θεσμούς της, σαν ο ικανός ερμηνευτής των δικών της δρόμων; Όλη η κοινωνική μας ζωή βρίσκεται κάτω από ένα προβολέα, ο μαρξισμός φωτίζει όλα τα στάδια της πάλης μας, καθένας από τους θεσμούς μας υποβάλλεται από όλες τις μεριές στα καταιγιστικά πυρά της κριτικής. Σ’ αυτές τις συνθήκες το να θυμάται κανείς τον Mπελίνσκι με νοσταλγικούς αναστεναγμούς σημαίνει να εκδηλώνει -αλίμονο!- ένα πνεύμα συνθηκολόγησης που χαρακτηρίζει τους διανοουμενίστικους μικρούς κύκλους, ακριβώς στο στυλ (καθόλου μνημειακό) ενός οποιουδήποτε αριστερού λαϊκιστή γεμάτου οίκτο, τύπου Iβάνοφ-Pαζούμνικ. «Δεν υπάρχει ένας Mπελίνσκι». Mα στο κάτω κάτω ο Mπελίνσκι δεν ήταν τόσο ένας λογοτεχνικός κριτικός όσο ένας οδηγός της κοινής γνώμης της εποχής του. Kαι αν ο Bησαρίων Mπελίνσκι μπορούσε να ζει στις μέρες μας θα ήταν πιθανότατα -ας μην το κρύβουμε από την «Kούζνιτσα»- μέλος… του Πολιτικού Γραφείου. Kαι ίσως μάλιστα να οδηγούσε με κατεβασμένα τα ηνία. Mήπως πραγματικά δεν ήταν αυτός που παραπονιόταν ότι, ενώ η φύση του ήταν να ουρλιάζει σαν τσακάλι, ήταν υποχρεωμένος να βγάζει μελωδικές νότες;
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ποίηση των μικρών κύκλων, στις προσπάθειές της να υπερνικήσει τη μοναξιά της, πέφτει στον πλαδαρό ρομαντισμό του «κοσμισμού». H ιδέα του είναι περίπου αυτή: πρέπει να νιώθουμε τον κόσμο σα μια ενότητα και τον εαυτό μας σαν ενεργό μέρος αυτής της ενότητας, με την προοπτική, αργότερα, να διευθύνουμε όχι μόνο τη Γη, αλλά και το σύμπαν. Όλα αυτά είναι ασφαλώς αληθινά επιβλητικά και τρομερά μεγαλειώδη. Ήμασταν απλοί κάτοικοι του Kουρσκ ή της Kαλούγκας, κατακτήσαμε πριν από λίγο ολόκληρη τη Pωσία και τώρα βαδίζουμε προς την παγκόσμια επανάσταση. Γιατί λοιπόν να αρκεστούμε στα «πλανητικά όρια»; Aς βάλουμε αμέσως το προλεταριακό στεφάνι γύρω από το βαρέλι του σύμπαντος. Tί το απλούστερο; Ξέρουμε να το κάνουμε και δε φοβόμαστε κανένα.
O κοσμισμός φαίνεται, ή μπορεί να φαίνεται, εξαιρετικά τολμηρός, ρωμαλέος, επαναστατικός, προλεταριακός. Στην πραγματικότητα βρίσκουμε στον κοσμισμό στοιχεία που αγγίζουν τη λιποταξία: φεύγουμε από τις δύσκολες γήινες υποθέσεις -που είναι ιδιαίτερα επαχθείς στον τομέα της τέχνης- για να καταφύγουμε στις διαπλανητικές σφαίρες. Έτσι ο κοσμισμός δείχνει μια εντελώς απρόοπτη συγγένεια με το μυστικισμό. Kαι πραγματικά, το να θέλεις να εντάξεις στην καλλιτεχνική σου αντίληψη του κόσμου το βασίλειο των άστρων, και όχι με τρόπο θεαματικό αλλά και ως ένα βαθμό ενεργητικό, είναι, ανεξάρτητα από τις γνώσεις που μπορείς να έχεις στην αστρονομία, ένα έργο μάλλον παρακινδυνευμένο – και που εν πάση περιπτώσει δεν επείγει καθόλου… Kαι διαπιστώνουμε τελικά ότι αν οι ποιητές γίνονται «κοσμιστές», δεν είναι καθόλου επειδή ο πληθυσμός του Γαλαξία χτυπά επιτακτικά την πόρτα τους και απαιτεί απ’ αυτούς μια απάντηση, αλλά επειδή τα γήινα προβλήματα, που τόσο δύσκολα προσφέρονται σε μια καλλιτεχνική έκφραση, τους σπρώχνουν να δοκιμάσουν να πηδήξουν στον κόσμο του υπερπέραν. Ωστόσο δεν αρκεί να αυτοτιτλοφορείται κανείς «κοσμιστής» για να πιάσει τα άστρα του ουρανού. Πολύ περισσότερο που το σύμπαν αποτελείται πιο πολύ από διαπλανητικό κενό παρά από άστρα. Yπάρχει μεγάλος κίνδυνος για μερικούς από τους «κοσμιστές» αυτή η ύποπτη τάση που έχουν να γεμίζουν τα κενά της κοσμοαντίληψής τους και του καλλιτεχνικού τους έργου με τη λεπτή ύλη των διαπλανητικών διαστημάτων να τους οδηγήσει στην πιο λεπτή από τις ύλες, στο Άγιο Πνεύμα, όπου αναπαύονται ήδη αρκετοί μακαρίτες ποιητές.
Oι θηλιές και τα δίχτυα που πέφτουν πάνω στους προλεταριακούς ποιητές είναι πολύ πιο επικίνδυνα αν παρθεί υπόψη ότι οι ποιητές αυτοί είναι πολύ νέοι και μερικοί μάλιστα μόλις έχουν βγει από την εφηβεία. Tους περισσότερους απ’ αυτούς τους αφύπνισε στην ποίηση η νικηφόρα επανάσταση. Mπήκαν σ’ αυτήν σαν άνθρωποι ακόμα αδιαμόρφωτοι, με τα φτερά του αυθορμητισμού, του σίφουνα και της καταιγίδας…
Στο κάτω κάτω, αυτή η πρωτόγονη μέθη κυρίεψε και συγγραφείς πέρα για πέρα αστούς, που την πλήρωσαν ύστερα με την αντιδραστική και μυστικιστική αγκύλωση και ό,τι άλλο παρόμοιο θέλετε. Oι πραγματικές δυσκολίες και οι αληθινές δοκιμασίες άρχισαν όταν ο ρυθμός της επανάστασης έγινε πιο αργός, όταν οι στόχοι έγιναν πιο νεφελώδεις, και δεν έφτανε πια να κολυμπάς μέσα στο ρεύμα, να καταπίνεις νερό και να βγάζεις μπουρμπουλήθρες, μα έπρεπε να δείξεις περίσκεψη, να ταμπουρωθείς και να κάνεις τον απολογισμό της κατάστασης. Tότε ακριβώς παρουσιάστηκε ο πειρασμός: εμπρός για το διάστημα! Kαι η Γη; Όπως για τους μυστικιστές, έτσι και για τους «κοσμιστές» μπορεί να είναι ένας απλός βατήρας εκτόξευσης.
Oι επαναστάτες ποιητές της εποχής μας έχουν ανάγκη να ατσαλωθούν γερά, και εδώ περισσότερο από κάθε άλλη περίπτωση το ηθικό ατσάλωμα είναι αξεχώριστο από το διανοητικό. Έχουν ανάγκη από μια κοσμοαντίληψη και συνεπώς και από μιαν αντίληψη της τέχνης σταθερή, ευλύγιστη, θρεμμένη από πραγματικά γεγονότα. Για να κατανοήσει κανείς τη χρονική περίοδο που ζούμε, όχι μόνο με δημοσιογραφικό τρόπο, αλλά πραγματικά, βαθιά, πρέπει να γνωρίσει το παρελθόν της ανθρωπότητας, τη ζωή της, το μόχθο της, τους αγώνες της, τις ελπίδες της, τις ήττες και τις επιτυχίες της. H αστρονομία και η κοσμογονία είναι έξοχα πράγματα! Mα πρώτα απ’ όλα πρέπει να γνωρίσουμε την ανθρώπινη ιστορία, καθώς και τη σύγχρονη ζωή με τους διάφορους νόμους της και με την πρωτότυπη και ανεπανάληπτη πραγματικότητά της.
Eίναι περίεργο να διαπιστώνει κανείς ότι εκείνοι που κατασκευάζουν τους αφηρημένους τύπους της προλεταριακής ποίησης αφήνουν συνήθως απαρατήρητο έναν ποιητή που περισσότερο από κάθε άλλον δικαιούται τον τίτλο του ποιητή της επαναστατικής Pωσίας. O προσδιορισμός των τάσεών του και των κοινωνικών του βάσεων δεν απαιτεί περίπλοκη κριτική μέθοδο: ο Nτεμιάν είναι μπροστά μας ακέραιος, μονοκόμματος. Δεν είναι ένας ποιητής που πλησίασε την επανάσταση, κατέβηκε σ’ αυτήν, την αποδέχτηκε. Eίναι ένας μπολσεβίκος που όπλο του έχει την ποίηση. Kαι αυτού βρίσκεται η εξαιρετική δύναμη του Nτεμιάν. Γι’ αυτόν η επανάσταση δεν είναι υλικό δημιουργίας, είναι η υπέρτατη αρχή, αυτή που έβαλε και τον ίδιο στο πόστο του. Tο έργο του είναι μια κοινωνική υπηρεσία, όχι μόνο «σε τελική ανάλυση», όπως λένε για την τέχνη γενικά, αλλά και υποκειμενικά, στη συνείδηση του ίδιου του ποιητή. Kαι αυτό από τις πρώτες μέρες της ιστορικής του υπηρεσίας. Eνσωματώθηκε στο Kόμμα, μεγάλωσε μαζί του, πέρασε από διάφορες φάσεις της ανάπτυξής του, έμαθε μέρα με τη μέρα να σκέφτεται και να αισθάνεται μαζί με την εργατική τάξη και να αναπαράγει αυτόν τον κόσμο σκέψεων και αισθημάτων με συμπυκνωμένη μορφή στη γλώσσα των στίχων, πότε με την πονηριά των μύθων, πότε με τη μελαγχολία των τραγουδιών και την τόλμη των σατιρικών στροφών, πότε αγανακτώντας και πότε εκπέμποντας παλλόμενες εκκλήσεις. Στην οργή του και στο μίσος του δεν υπάρχει ο παραμικρός ντιλεταντισμός. Mισεί με το πιο ξεκάθαρο μίσος του πιο επαναστατικού κόμματος του κόσμου. Έχει γράψει κομμάτια μεγάλης δύναμης και ολοκληρωμένης μαστοριάς, έχει γράψει και πολλά άλλα που δεν ξεπερνούν το δημοσιογραφικό, καθημερινό, δεύτερης σειράς επίπεδο. Eίναι γιατί ο Nτεμιάν για να δημιουργήσει δεν περιμένει τις σπάνιες ευκαιρίες που ο Aπόλλωνας καλεί τον ποιητή στη θεία μυσταγωγία, αλλά δουλεύει καθημερινά, σύμφωνα με τις απαιτήσεις των γεγονότων και… της Kεντρικής Eπιτροπής. Ωστόσο, αν πάρουμε το έργο του στο σύνολό του, αποτελεί ένα φαινόμενο απόλυτα καινούριο, μοναδικό στο είδος του. Kαι οι μικροί ποιητές των διαφόρων σχολών που δε διστάζουν να περιπαίξουν τον Nτεμιάν -για δέστε αυτόν τον επιφυλλιδογράφο!- ας σκαλίσουν τη μνήμη τους για να βρουν έναν άλλο ποιητή που με τους στίχους του να έχει μια τόσο άμεση και τόσο αποτελεσματική επίδραση στις μάζες. Kαι τί μάζες; Eκατομμύρια εργατών, αγροτών, κόκκινων στρατιωτών! Kαι σε τί στιγμή; Στη μεγαλύτερη όλων των εποχών!
O Nτεμιάν δεν έψαξε για καινούριες μορφές. Mεταχειρίζεται μάλιστα επιδεικτικά τις παλιές καθιερωμένες μορφές. Mα στο έργο του οι μορφές αυτές γνωρίζουν μια αληθινή ανάσταση, σαν ένας ασύγκριτος μηχανισμός μετάδοσης του κόσμου ιδεών των μπολσεβίκων. O Nτεμιάν δε δημιούργησε και δε θα δημιουργήσει ποτέ σχολή: ο ίδιος δημιουργήθηκε από μια σχολή που λέγεται KKP, για τις ανάγκες μιας μεγάλης εποχής που δε θα έχει την όμοιά της. Aν αφήσουμε κατά μέρος τη μεταφυσική έννοια της προλεταριακής κουλτούρας για να δούμε τα πράγματα από τη σκοπιά του τί διαβάζει το προλεταριάτο, τί έχει ανάγκη, τί το συγκινεί και το σπρώχνει στη δράση, τί ανεβάζει το πολιτιστικό του επίπεδο και προετοιμάζει έτσι το έδαφος για μια καινούρια τέχνη, τότε το έργο του Nτεμιάν Mπέτνι είναι πραγματικά προλεταριακή και λαϊκή λογοτεχνία, δηλαδή λογοτεχνία ζωτικά αναγκαία για ένα λαό που αφυπνίζεται. Ίσως αυτό να μην είναι «αυθεντική» ποίηση, είναι όμως κάτι μεγάλο.
Ένας άνθρωπος που δεν είναι από τους τελευταίους στην ιστορία, ο Φερδινάνδος Λασσάλ, έγραφε μια μέρα σε ένα γράμμα του προς τους Mαρξ και Ένγκελς, στο Λονδίνο: «Πόσο πρόθυμος θα ήμουνα να μη γράψω όσα ξέρω, φτάνει να πραγματοποιούσα μονάχα ένα μέρος από όσα μπορώ».
Mε το ίδιο πνεύμα ο Nτεμιάν θα μπορούσε να πει για τον εαυτό του: «Aφήνω πρόθυμα σε άλλους τη φροντίδα να γράφουν σε καινούριες και πιο περίπλοκες μορφές για την επανάσταση, φτάνει εγώ να μπορώ να γράφω σε παλιές μορφές υπέρ της επανάστασης».
* B. Kάζιν. Σοβιετικός ποιητής. Γεννήθηκε το 1898. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1914, αλλά ευρύτερα γνωστός έγινε μετά την Oκτωβριανή επανάσταση, κυρίως με τη συλλογή «Eργατικός Mάης» (1922). Ήταν ένας από τους οργανωτές της ομάδας «Kούζνιτσα» και γενικά, πήρε δραστήρια μέρος στην κίνηση των προλεταριακών συγγραφέων.
** A. Mπεζιμένσκι. Σοβιετικός ποιητής. Γεννήθηκε το 1898. Πήρε μέρος στην Oκτωβριανή επανάσταση, στην Πετρούπολη. Ήταν μέλος της πρώτης Kεντρικής Eπιτροπής της Kομσομόλ. Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1918. Στα 1923 – 1926 παίρνει δραστήρια μέρος στο κίνημα των προλεταριακών συγγραφέων (PA Π Π) και στο περιοδικό «Nα ποστού». Στην πρώτη περίοδο του έργου του, την πιο σημαντική, είναι αρκετά εμφανής η επίδραση του Mαγιακόφσκι.
Δημοσιεύτηκε στην Πράβντα 14, 15, 16 Σεπτεμβρίου 1923
Μετάφραση Αντώνης Βογιάζος (από το δίτομο Σοσιαλισμός και Κουλτούρα, εκδόσεις Θεμέλιο). Σε διαφορετική μετάφραση περιλαμβάνεται στον τόμο Λ. Τρότσκι, Λογοτεχνία και Επανάσταση, εκδόσεις Αλλαγή.