Μέρος 2ο (τελευταίο)
του Ντιμίτρι Τούκοβιτς
Σελίδες επαναστατικής ιστορίας: Σερβία και Αλβανία
Το πρώτο μέρος έχει δημοσιευτεί εδώ: https://neaprooptiki.gr/kritiki-stin-kataktitiki-politiki-tis/

Αποτελέσματα της πολιτικής των κατακτήσεων
Ποια είναι η κατάσταση και ποιες είναι οι προοπτικές της;
Η Βαλκανική χερσόνησος είναι ένα μίγμα εθνών με συνυφασμένες ιστορικές μνήμες. Σε μερικά σημεία της χερσονήσου, που σε αυτές τις ιστορικές μνήμες αντιπροσωπεύουν μια αυτάρκη περιοχή, έχουν εμπλακεί μαζί με αυτά ή τα άλλα ψέματα και μύθοι των εθνών δρόμοι που αποτελούν τους πολιτιστικούς και εμπορικούς δεσμούς με τον υπόλοιπο κόσμο για αυτά τα έθνη. Αυτό είναι που συμβαίνει ιδιαίτερα στις κεντρικές περιοχές της Χερσονήσου, την «Παλιά Σερβία» (το Κόσσοβο δηλαδή) και την Μακεδονία, τις περιοχές δηλαδή που αντιπροσωπεύουν το κυριότερο μέρος τη κληρονομιάς των Βαλκανικών κρατιδίων από την Τουρκία. Συνεπώς όταν με την μαζική κινητοποίηση ο Τουρκικός ζυγός αποτινάχθηκε από αυτές τις περιοχές, οι άρχουσες τάξεις των Βαλκανικών κρατιδίων, προχώρησαν με τα χέρια τους γεμάτα με σχέδια διαμελισμού των νέο-κατεκτημένων περιοχών στη βάση ιστορικών και εθνικών δικαίων αλλά και οικονομικών και πολιτικών σκοπιμοτήτων. Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα: ο διαμελισμός δεν ήταν δυνατός χωρίς να ποδοπατηθεί η αρχή της εθνικής αυτοδιάθεσης των λαών και χωρίς να ταυτόχρονα να ριψοκινδυνεύσει ακόμη η ύπαρξη των κρατών από την καταστροφή των οικονομικών τους συμφερόντων και των φαντασιακών και εξωπραγματικών εθνικών ιστορικών τους διεκδικήσεων.
Για παράδειγμα, η φυσική πύλη εισόδου στα Βαλκάνια, η Θεσσαλονίκη, είναι κοινή για όλους, αλλά η Θεσσαλονίκη είναι μία και αδιαίρετη. Ο εμπορικός και μεταφορικός άξονας των Βαλκανίων, χωρίς τον οποίο η Θεσσαλονίκη δεν θα ήταν αυτό που είναι, αναμφίβολα είναι η κοιλάδα του Βαρδάρη αλλά και αυτή είναι μια και αδιαίρετη. Κατά αυτόν τον τρόπο, τα σύνορα των Μεσαιωνικών βασιλείων συχνά μετακινούνταν και ανατρέπονταν και σαν αποτέλεσμα, οι ιστορικές αξιώσεις των Βαλκανικών κρατιδίων, βρίσκονται σε έναν ασυμβίβαστο ανταγωνισμό. Ποιος μπορεί να σημειώσει πού ξεκινάν και πού τελειώνουν τα σύνορα ανάμεσα στο Σερβικό και στο Βουλγάρικο έθνος; Ποιος θα μπορούσε να ενοποιήσει τους Μακεδόνες Σλάβους σε μια εθνική κοινότητα χωρίς να καταπιέσει τους Έλληνες ή τα άλλα έθνη; Πως είναι δυνατόν να ενοποιηθούν οι Έλληνες της Θράκης σε ένα εθνικό κράτος χωρίς να καταπιέσουν τους Τούρκους και χωρίς να σπάσουν τους δεσμούς της Βουλγαρίας με τους Βούλγαρους γύρω από την Θεσσαλονίκη που φτάνουν μέχρι την Καστοριά;
Αυτά είναι μόνο μερικά από έναν τεράστιο αριθμό από υπαρκτά ή φανταστικά ερωτήματα και από αληθινά ή ψευδή συμφέροντα, που με την καταστροφή της Τουρκικής εξουσίας, ξεχύθηκαν όπως το νερό από ένα σπασμένο βάζο και τα οποία θα μπορούσαν να επιλυθούν ικανοποιητικά μόνο από την δημιουργία μιας νέας ενότητας.
Βγαλμένα από την καταστροφή ενός ενιαίου όλου, αυτά τα ζητήματα θα μπορούσαν να είχαν επιλυθεί ειρηνικά και ικανοποιητικά μόνο μέσα στα πλαίσια ενός νέου όλου ανώτερου στη μορφή.
Αυτό αναντίρρητα θα ήταν ο μόνος τρόπος να αποφεύγαμε τον πόλεμο και να επιτευχθεί η επαναπροσέγγιση, η ελευθερία, η ενδυνάμωση και η γενικότερη πρόοδος των Βαλκανίων, χωρίς να αναφέρουμε την σημασία που θα είχε η αποφυγή αδελφοκτόνων πολέμων. Γενικότερα, μια ένωση των εθνών των Βαλκανίων είναι η λύση στην επιπλοκή του Βαλκανικού Ζητήματος από την οποία όλοι οι Βαλκανικοί λαοί θα είχαν να κερδίσουν ευνοϊκότερες συνθήκες ειρηνικής και πετυχημένης ανάπτυξης στο μέλλον. Μόνο η δημιουργία μιας νέας ένωσης στην θέση της Τουρκικής αρχής που ανατράπηκε θα μπορούσε να υπερασπίσει τις από καιρό χαμένες εθνικές ελευθερίες, οι οποίες ξανά εξαρτώνται και επανασχεδιάζονται βουτηγμένες στο αίμα των πολύπλευρων πολέμων που απειλούν τις νέο-κατακτημένες περιοχές, κάτι που αποτελεί την μεγαλύτερη κακοδαιμονία για τις ελευθερίες των Βαλκανικών λαών.
Με την λεηλασία αυτών των νεοκατακτημένων περιοχών, αυτή η ελευθερία πνίγεται πριν καλά-καλά γεννηθεί, πράγμα που δείχνει την ιστορική επιβεβαίωση της αντίληψης της Σοσιαλδημοκρατίας πως η εθνική απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών δεν είναι δυνατή χωρίς την ενοποίηση τους συνόλου των Βαλκανίων μέσα σε μία και μόνη ευρύτερη Βαλκανική ενότητα.
Μια τέτοια ενότητα των λαών θα μπορούσε την ίδια στιγμή να απελευθερώσει τα έθνη και τις περιοχές της Βαλκανικής χερσονήσου από την ταυτόχρονη συσσώρευση αναρίθμητων εμποδίων και συνόρων και θα έτεινε να δώσει σε όλους ανοιχτή και ελεύθερη πρόσβαση προς τις θάλασσες. Τα Βαλκάνια θα μετατρέπονταν σε μια ενιαία οικονομική περιοχή στην οποία η σύγχρονη οικονομική ζωή θα μπορούσε να λάβει μια ώθηση και το κάθε συστατικό μέρος της θα είχε εξασφαλισμένη ελευθερία κινήσεων και ικανοποίηση των οικονομικών του αναγκών, καθώς επίσης και όλα τα μέσα στην διάθεσή του για μια ακόμη πιο ταχύτατη οικονομική ανάπτυξη γενικότερα. Η πραγματική οικονομική χειραφέτηση των Βαλκανικών λαών βρίσκεται στην οικονομική ενοποίηση των Βαλκανίων. Και με την ενοποίηση των πολιτικών δυνάμεων και της οικονομικής προόδου, οι Βαλκανικοί λαοί θα μπορούσαν να αντισταθούν στις επιθετικές επιδιώξεις των Ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών.
Αν υπάρχει μια ρεαλιστική πολιτική στα Βαλκάνια, αυτή δεν είναι άλλη από την ένωση των Βαλκανικών εθνών. Η πίστη σε αυτή την αναγκαιότητα πηγάζει από την παρατήρηση της πραγματικής κατάστασης στην Βαλκανική χερσόνησο και αυτή ακριβώς είναι που θα καθορίσει το μέλλον μας. Η μόνη πραγματικά ρεαλιστική πολιτική για τα Βαλκανικά κρατίδια είναι αυτή που θα υιοθετήσει αυτή την ιδέα σαν την καθοδηγητική αρχή της.
Σαν μια ακόμη πράξη στο μεγάλο Βαλκανικό δράμα που είναι διαρκώς συνδεδεμένο στενά με προηγούμενες και επακόλουθες εξελίξεις, η επιθετική εκστρατεία της Σερβίας ενάντια στην Αλβανία είναι η πλέον υπερβολική απόκλιση από την αρχή της ενοποίησης των Βαλκανικών εθνών, μια απόκλιση που αναμένεται να αποπληρωθεί με την πλέον μεγάλη ήττα. Επιπρόσθετα σε αυτό το μπερδεμένο πλέγμα, ιστορικών εθνογραφικών και πολιτικών σχέσεων που περιβάλλει τις διαφωνίες και στην περιοχή της Μακεδονίας, εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα οι τάσεις της Βαλκανικής πολιτικής της μπουρζουαζίας. Αυτή η ενέργεια στο Κοσσυφοπέδιο, ξεγυμνώνει την έλλειψη ανοχής των αρχουσών τάξεων απέναντι στα άλλα έθνη και τις επιθετικές φιλοδοξίες, καθώς επίσης και την ανυπομονησία της μπουρζουαζίας για να τις ασκήσει συνοδεία των πλέον βάρβαρων εγκλημάτων, που μέχρι τώρα τις βλέπαμε μόνο σε υπερπόντιες αποικίες της Ευρώπης. Η εγκατάλειψη της αρχής της ενότητας των Βαλκανικών λαών, ακόμη και όταν μια συμφωνία έχει επιτευχθεί για κοινή δράση ενάντια στην Τουρκία, μας έχει οδηγήσει στο να πολεμάμε ο ένας τον άλλον στα φαράγγια της Αλβανίας. Και μόλις βγήκαμε από αυτά, βρεθήκαμε σε μια τρελή και βάρβαρη σφαγή με τα αδέρφια μας στην Μπρεγκάλνιτσα1Η μάχη της Μπρεγκάλνιτσα έγινε μεταξύ 30 Ιουνίου και 9 Ιουλίου 1913 στον ομώνυμο ποταμό που σήμερα βρίσκεται στην Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας. Ήταν η μεγαλύτερη μάχη του Β Βαλκανικού πολέμου και η αποφασιστική μάχη κατά την οποία ο Βουλγάρικος στρατός αφού επιτέθηκε στους τέως συμμάχους του, ηττήθηκε κατά κράτος από τους Σέρβους και τους Μαυροβούνιους, οι οποίοι όμως υπέστησαν τεράστιες απώλειες. Κατά την διάρκεια της Βουλγαρικής υποχώρησης η Ελλάδα, η Ρουμανία και η Τουρκία βρήκαν την ευκαιρία και επιτέθηκαν και αυτές στην Βουλγαρία πετυχαίνοντας επιπλέον νίκες και αποσπάσεις εδαφών από αυτήν. Παρά την Σερβική νίκη, οι βαριές απώλειες του Σερβικού στρατού και ο φόβος του Βουλγαρικού αναθεωρητισμού στα ανατολικά σύνορα της Σερβίας εμπόδισε το Βελιγράδι να συνεχίσει απερίσπαστο την κατακτητική πολιτική του στα δυτικά.
Το ένα σφάλμα έφερε το άλλο, και η μια ήττα οδηγεί στην επόμενη. Έτσι είναι που η «ρεαλιστική» πολιτική του Νικόλα Πάσιτις2Ο Νίκολα Πάσιτς (1845 – 1926) ήταν εκείνη την εποχή ο πρωθυπουργός της Σερβίας και ηγέτης του Σερβικού Ριζοσπαστικού κόμματος. Ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως οπαδός του Σβέτομαρ Μάρκοβιτς, του πρωτοπόρου εισηγητή του σοσιαλισμού στην Σερβία με έντονες τις επιρροές από τον αναρχισμό του Μπακούνιν μαζί με την στρατηγική της Παραδουνάβιας Ομοσπονδίας τις οποίες όμως συνδύασε με Πανσλαβικές αλυτρωτικές αντιλήψεις. Όμως μετά τα 1880 ο Πάσιτς όπως και η πλειοψηφία αυτού του ρεύματος κινήθηκαν προς πιο αστικές φιλελεύθερες θέσεις., έχει οδηγήσει σε δύο πολύ βαριές ήττες: στην Αλβανία και στην Μπρεγκάλνιτσα.
Και όταν υπάρχει μια επιθυμία να δικαιολογηθεί η Αλβανική εκστρατεία από το γεγονός ότι έχουμε αποκοπεί από την Θεσσαλονίκη και το έγκλημα της Μπρεγκάλνιτσα από το γεγονός ότι έχουμε αποκοπεί από την Αλβανία, τότε πρέπει να πούμε δυνατά πως η αιτία αυτών των δύο συμφορών είναι μία και η αυτή: οι επιθετικές φιλοδοξίες των μπουρζουάδων και των αρχουσών κλικών και ηγεσιών των Βαλκανίων και η αποτυχία τους να περιορίσουν τα σεχταριστικά τους συμφέροντα προς όφελος της αρχής της ένωσης την οποία πάρα πολλοί από τους εκπροσώπους τους, επικαλέστηκαν για να τις δικαιολογήσουν.
Η επιθετική προσέγγιση της Σερβίας απέναντι στον Αλβανικό λαό ιδιαίτερα έχει προσφέρει ακόμη περισσότερη εμπειρία για τον τεράστιο κίνδυνο που αντιπροσωπεύει για τους Βαλκανικούς λαούς κάθε σύγκρουση ανάμεσά τους. Και την ίδια στιγμή, δείχνει επίσης πως η πολιτική των αρχουσών τάξεων δημιουργεί το μίσος ανάμεσά τους.
Σήμερα είναι πολύ επικίνδυνο να υποστηρίξει κανείς την συνεργασία με τους Αλβανούς. Με έναν επικίνδυνο διαγωνισμό που αποσκοπεί στην αιτιολόγηση μιας λανθασμένης πολιτικής, ο αστικός τύπος έχει δημιουργήσει ένα ολόκληρο πακέτο από αναληθείς και μεροληπτικές αντιλήψεις ενάντια στους Αλβανούς, την ίδια στιγμή που η Σερβική κατακτητική πολιτική, με τις βάρβαρες μεθόδους της, έχει γεμίσει τους Αλβανούς με το βαθύτερο μίσος εναντίον μας. Δεν έχει υπάρξει πιο πριν στο παρελθόν τέτοιο μίσος. Οι Σερβικές και οι Αλβανικές φυλές, όπως μπορούμε να δούμε από τις αναμνήσεις του Μάρκο Μιγιάνοβ3Ο Μάρκο Μιγιάνοβ Πόποβιτς (1833 – 1901) ήταν ένας οπλαρχηγός και πολιτικός ηγέτης του Μαυροβουνίου που κατάγονταν από την φυλή των Κούτσι τους οποίους οδήγησε σε συμφιλίωση με άλλες φυλές μουσουλμάνων και χριστιανών, αλβανών και σλάβων με σκοπό να πολεμήσουν ενάντια στους Οθωμανούς και στο πλευρό του Μαυροβουνίου και του βασιλιά Ντανίλο του Α΄. Έμαθε να γράφει και να διαβάζει στα 50 του και άρχισε να γράφει τα απομνημονεύματά του που παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ζωή των φυλών της περιοχής, που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του., ζούσαν πολύ κοντά η μία με την άλλη κάτω από την Τουρκική κυριαρχία. Ήταν συνδεδεμένες μάλιστα και μοιράζονταν πολλές κοινωνικές συνήθειες και συγγένειες, που εκφράζονταν και με κοινά έθιμα, παραδόσεις και μνήμες, όπως για παράδειγμα κοινές πράξεις αντίστασης ενάντια στις Τουρκικές αρχές. Συχνά μάλιστα υπήρχαν και κοινοί δεσμοί αίματος. Σύμφωνα με τον Μιγιάνοβ ανάμεσα στους πληθυσμούς των φυλών Κούτσι, Μπιελοπάβλιτζι, Χότι, Πιπέρι και Κλιμέντι4Όλα αυτά τα ονόματα είναι ονόματα φυλών της περιοχής ανάμεσα στην Βόρεια Αλβανία, το Μαυροβούνιο και το Σαντζάκι του Νοβί Παζάρ στα Σερβικά σύνορα. Οι Κούτσι, βρίσκονται στα νότια σύνορα του σημερινού Μαυροβούνιου με την Αλβανία και είχαν μοιρασμένο πληθυσμό ανάμεσα σε Ορθόδοξους Χριστιανούς και Σουνίτες Μουσουλμάνους με μια μικρή μειονότητα Καθολικών Χριστιανών. Οι Μπιελοπάβλιτζι που είναι κατά βάση Σλάβοι Χριστιανοί ορθόδοξοι κατοικούσαν στα βόρεια της Ποντγκόριτσα και είναι μια από τις ιδρυτικές φυλές του νεότερου Μαυροβουνίου που στο παρελθόν κατά τον Μεσαίωνα είχαν πολεμήσει υπέρ και κατά των Αλβανών με τους Οθωμανούς αλλάζοντας στρατόπεδο αρκετές φορές. Οι Χότι των οποίων η γη είναι σήμερα μοιρασμένη μεταξύ Αλβανίας και Μαυροβουνίου ήταν Αλβανοί που στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν Χριστιανοί Καθολικοί με μικρή Μουσουλμανική μειονότητα. Ήταν από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της επανάστασης των Νεότουρκων το 1908 και πρωτοστάτησαν στην συμφιλίωση των Αλβανικών και Σλαβικών φυλών της περιοχής για να διευκολυνθεί αυτή. Αργότερα πήραν τα όπλα ενάντια στους Οθωμανούς και είναι από τους βασικούς υποστηρικτές της Αλβανικής αυτονομίας Η φυλή των Πιπέρι είναι μια φυλή Σλάβων που ζούσε στα περίχωρα της Ποντγκόριτσα και ακολουθούσε την Ορθόδοξη Χριστιανική εκκλησία. Παρόλα αυτά ήταν από αυτούς που αντιστάθηκαν στην ενσωμάτωση του Μαυροβουνίου στο πρώτο ενιαίο Γιουγκοσλάβικο κράτος το 1919 καταγγέλλοντας τον μεγαλο-Σερβικό εθνικισμό και αργότερα στον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο συμμετείχαν συντριπτικά στον παρτιζάνικο στρατό του Τίτο. Οι Κελμέντι τέλος είναι μια από τις μεγαλύτερες Αλβανικές φυλές της περιοχής της οποίας τα εδάφη βρίσκονταν ανάμεσα στην σημερινή Αλβανία, το Μαυροβούνιο, το Κοσσυφοπέδιο και το Σαντζάκι του Νόβι Παζάρ στην Σερβία. Ήταν κατά πλειοψηφία Ρωμαιοκαθολικοί Χριστιανοί στο θρήσκευμα με Μουσουλμανική μειονότητα. Αποτέλεσαν τα πιο επίλεκτα σώματα στρατού της Αλβανικής εξέγερσης του 1911-12 και μετά του πολέμου ενάντια στους Μαυροβούνιους. Κατά την διάρκεια της κατοχής είχαν συνεργαστεί με τους κατακτητές και στα 1945 αντιμετώπισαν την εκδίκηση των παρτιζάνων του Χότζα., δεν υπήρχαν πάντα διαχωρισμοί ανάμεσα σε δύο εχθρικές εθνοτικές ομάδες, Αλβανούς και Μαυροβούνιους, αλλά πολύ συχνά είχαν σταθεί στην ίδια πλευρά αντιμετωπίζοντας τον κοινό εισβολέα. Σαν απόδειξη αυτών των μνημών, των κοινών σχέσεων ανάμεσα στους Αλβανούς και εμάς, υπάρχει μια καταγεγραμμένη Αλβανική παροιμία την οποία μεταφέρει ο Ντοσίτετζ Ομπράντοβιτς5Ο Ντιμίτρι «Ντοσίτεϊ» Ομπράντοβιτς (1739 – 1811), είναι ο πρωτεργάτης των σύγχρονων Σερβικών γραμμάτων, λόγιος, φιλόσοφος και συγγραφέας που εκτός από το πλούσιο συγγραφικό του έργο, μετέφρασε πολλά κείμενα από την Αρχαία Ελλάδα και Ευρωπαϊκά, στα Σέρβικα. Διετέλεσε για μια σύντομη περίοδο και υπουργός Παιδείας του νεοσύστατου Σερβικού κράτους μετά την ανεξαρτησία του το 1805. σε κάποιο από τα ταξίδια του στην Αλβανία, που λέει: «Κάποτε ήμασταν μια φάρα και μια φυλή με τους Σέρβους».
Πολλοί παράγοντες και πολλά γεγονότα έχουν από τότε οδηγήσει σε μια κατάσταση κατά την οποία στην θέση των σχέσεων γειτονίας και συγγένειας, εμφανίστηκε η εχθρότητα και η μισαλλοδοξία. Αυτό που συνεισέφερε περισσότερο σε αυτή την εξέλιξη ήταν η συστηματική παρέμβαση της πολιτικής της Κωνσταντινούπολης που χαρακτηρίζονταν από το «διαίρει και βασίλευε», καθώς επίσης και η συμπεριφορά της Σερβίας και του Μαυροβούνιου απέναντι στους Αλβανικούς πληθυσμούς κατά την διάρκεια των πολέμων ενάντια στην Τουρκία.

Εάν κάποιος είχε τις κατάλληλες συνθήκες να εργαστεί σε συμφωνία με τους Αλβανούς, αυτοί ήταν το Μαυροβούνιο και η Σερβία. Όχι μόνο διότι είχαν ανάμεικτους πληθυσμούς, συγγενικούς με τις γειτονικές φυλές, αλλά διότι είχαν και αμοιβαία συμφέροντα που υπαγόρευαν και στα δύο έθνη να κάνουν συμφωνίες και φιλικές σχέσεις. Όπως ακριβώς ο δρόμος προς την Αδριατική θάλασσα διασχίζει αναρίθμητους Αλβανικούς οικισμούς, οι δεσμοί των Αλβανών με την ενδοχώρα της χερσονήσου οδηγούν μέσα στα Σερβικά σύνορα. Όπως εμείς χρειαζόμαστε την θάλασσα έτσι και αυτοί χρειάζονται την γη περισσότερο παρά ποτέ. Όπως οι ανάγκες μας για εξαγωγές μας οδηγούν προς τους Αλβανούς, έτσι και αυτών οι ανάγκες για ψωμί τους οδηγούν προς εμάς. Αν αυτά τα δύο μέρη δεν μπορέσουν να συμφωνήσουν, θα πολεμήσουν για να στραγγαλίσει ο ένας τον άλλον.
Αλλά όλες οι ελπίδες μια πολιτικής συμφωνίας και φιλίας έχουν σβήσει σε αυτή την περίπτωση περισσότερο από τις αυταρχικές πράξεις της Σερβικής κατοχής παρά από την σκληρότητα των Αλβανικών φυλών. Η Σερβία δεν εισέβαλλε στην Αλβανία σαν «αδερφός» αλλά σαν «κατακτητής». Επιπλέον δεν εισέβαλλε επίσης ούτε ως «πολιτικός», αλλά ως «βίαιος στρατιώτης». Πίσω από την αγριότητα της στρατιωτικής πρακτικής, ο πολιτικός έχει χαθεί τελείως. Στην πραγματικότητα, έχει βάλει μόνο ένα πράγμα στο μυαλό των ανθρώπων της: «Να πάτε και να κατακτήσετε! Υποτάξτε ή χαθείτε!». Καθώς λοιπόν είχε μια πολιτική που δεν υπηρετεί την ανθρώπινη ύπαρξη, τις φυλές και τους λαούς, και με δεδομένη την φυσιολογική επιθυμία της Αλβανίας να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, η Σερβία έχασε κάθε επαφή με τους εκπροσώπους του Αλβανικού λαού και τους ώθησε σε ένα τρομερό μίσος για οτιδήποτε Σερβικό. Αν μέχρι τώρα ο Αλβανικός λαός δεν είχε συγκροτηθεί σε ένα εθνικό όλο, που θα μπορούσε να έχει ένα κοινό συμφέρον και μια κοινή ιδέα, αυτή η κοινή ιδέα δυστυχώς, στις μέρες μας, είναι η γενικευμένη εξέγερση των Αλβανικών πληθυσμών ενάντια στις βάρβαρες συμπεριφορές των γειτόνων τους, Σερβίας, Ελλάδας και Μαυροβούνιου. Μια εξέγερση που αποτελεί ένα τεράστιο άλμα στην εθνική αφύπνιση των Αλβανών.
Βασισμένη αποκλειστικά στον στρατό που δεν δείχνει καμιά κατανόηση αυτών των ζητημάτων, η Σερβική κυβέρνηση, βρισκόμενη σε παραλήρημα από τον πόθο για κατάκτηση και εξαπατημένη από τις ξένες επιρροές, δεν γνωρίζει καν πως να εκμεταλλευτεί αυτή την κατοχή της Βόρειας Αλβανίας που διαρκεί ήδη εδώ και μισό χρόνο και που θα μπορούσε να αφήσει κάποια πολιτιστική κληρονομιά και να καταπραΰνει κάποια τραύματα. Δεν μπόρεσε να το κάνει αυτό ούτε καν την τελευταία στιγμή όταν τέθηκε το ζήτημα της Αλβανικής αυτονομίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία που είχε ωριμάσει πλέον. Οι μάζες αποζητούσαν την απελευθέρωσή τους από την φτώχεια των συνθηκών της αγροτικής ζωής, αλλά τέτοιες ενέργειες θα μπορούσε να τις κατανοήσει μόνο ένας επαναστατικός στρατός σαν του Ναπολέοντα. Οι πιο καλλιεργημένοι κύκλοι ανάμεσα στους Αλβανούς δεν κρύβουν την ασυμβίβαστη προσήλωσή τους στην ιδέα της αυτονομίας από τη Σερβία, αλλά αυτό που οι Άγγλοι Συντηρητικοί θα ήξεραν πώς να αξιολογήσουν πολιτικά ήταν πάρα πολύ δύσκολο να κατανοηθεί από τους Σέρβους ριζοσπάστες6Το Σερβικό Ριζοσπαστικό κόμμα του Πάσιτς, είναι το κυβερνητικό κόμμα της χώρας εκείνη την εποχή. Εισέβαλαν προς την θάλασσα με την βία. Η Σερβία μπήκε στην Αλβανία σαν εχθρός και έφυγε σαν εχθρός.
Η απέραντη εχθρότητα των Αλβανών απέναντι στην Σερβία είναι το πρώτο συγκεκριμένο αποτέλεσμα της Αλβανικής πολιτικής της Σερβικής κυβέρνησης. Το δεύτερο, και ακόμη πιο επικίνδυνο αποτέλεσμα, είναι η συνδρομή της Αλβανίας από δύο από τις Μεγάλες Δυνάμεις, που έχουν τα μεγαλύτερα συμφέροντα στα Βαλκάνια. Αυτό αποτελεί ακόμη μια απόδειξη πως η εσωτερική εχθρότητα των Βαλκανικών λαών, ωφελεί τελικά μόνο τους κοινούς εχθρούς τους. Η επιθετική συμπεριφορά της Σερβίας, της Ελλάδας και του Μαυροβουνίου δεν κατάφερε να αποτρέψει την Αυτονομία της Αλβανίας, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνει το νεαρότερο πυγμαίο των Βαλκανίων, πριν καλά-καλά εμφανιστεί ενώπιον του κόσμου, να παραδώσει τον εαυτό του στην διάθεση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας. Αυτό το γεγονός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ειρήνη και για την ελεύθερη ανάπτυξη της ίδιας της Σερβίας. Είναι σαφές ότι αυτός ο κίνδυνος δεν έρχεται κατά κανέναν τρόπο από το ήδη τετελεσμένο γεγονός της Αυτονομίας της Αλβανίας, αλλά πρωτίστως από το ότι αυτή δημιουργήθηκε μέσα από την πάλη ενάντια στα γειτονικά Βαλκανικά κρατίδια. Επίσης και από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα αυτή η αυτονομία, επιτεύχθηκε μέσα από την παρέμβαση της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας και για αυτό και η νέα χώρα είναι τόσο στενά δεμένη μαζί τους. Εκεί που απαιτήθηκε η φιλία και τα δύο μέρη, επέδειξαν τεράστια εχθρότητα και εκεί που χρειάζονταν φιλικές συνομιλίες ανάμεσα στα δύο μέρη, το ένα από τα δύο είχε ήδη γίνει θύμα του άλλου.
Και αυτά τα δύο συγκεκριμένα αποτελέσματα της επιθετικής πολιτικής της Σερβίας ενάντια στον Αλβανικό λαό, έχουν χρηματοδοτηθεί εις βάρος των δημόσιων οικονομικών και της οικονομικής μας ανάπτυξης αλλά πρωτίστως έχουν προκαλέσει δεκάδες χιλιάδες σκλαβωμένους ανθρώπους στα Αλβανικά βουνά. Είναι όλοι αυτοί που έχουν σταλθεί να φυλάνε τα σύνορα με την ίδια τους την ζωή και να σταματήσουν αυτήν την πίκρα που έχει προκαλέσει η επιθετική πολιτική των εξουσιαστών. Να φρουρούν δηλαδή την χώρα από τον κίνδυνο που η ίδια έχει δημιουργήσει. Οι αλυσίδες με τις οποίες η αστική τάξη επιθυμούσε να αλυσοδέσει άλλους λαούς έχουν τώρα δεσμεύσει την ελευθερία της ίδιας της χώρας και του δικού της λαού.
Στο τέλος, υπήρξε και μια επιθυμία να δικαιολογηθεί η επιθετική εκστρατεία στην Αλβανία με μια σειρά από ψευδείς θεωρίες σχετικά με την δήθεν ανικανότητα των Αλβανών για εθνική ανάπτυξη. Το μόνο αληθινό και δυστυχώς βλαβερό αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας ήταν η απόδειξη ενώπιον όλου του λαού της ανικανότητας των αρχουσών τάξεων να εφαρμόσουν μια πολιτική που να είναι για το εθνικό συμφέρον. Το τι είδους αποτελέσματα θα προκύψουν από τον αγώνα για την αυτονομία της Αλβανίας είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα το οποίο μόνο το μέλλον θα μας παρέχει μια ακριβή απάντηση. Αλλά η ολοκληρωτική και δαπανηρή ήττα της επιθετικής πολιτικής της δικής μας αστικής τάξης που παλεύει ενάντια σε αυτή την αυτονομία, βρίσκεται μπροστά μας σαν αδιαμφισβήτητος παράγοντας και ξεπληρώνει με αρκετή δόση ιστορικής ειρωνείας την θεωρία της εθνικής «ανικανότητας» των Αλβανών.
Αλλά μιας και η ήττα της επιθετικής πολιτικής της αστικής μας τάξης, δεν έχει ακόμη φέρει ένα τέλος στους κινδύνους και στις θυσίες που απειλούν ακόμη και την ελευθερία και το μέλλον της Σερβίας, είναι τουλάχιστον αναγκαίο τώρα να δούμε ξεκάθαρα την αλήθεια κατά πρόσωπο και να βάλουμε στην άκρη όλες τις προκαταλήψεις, αναγνωρίζοντας πως ο αγώνας του Αλβανικού λαού που διεξάγεται σήμερα είναι μια αναγκαιότητα, μια αναπόφευκτη ιστορική πάλη για ένα διαφορετικό πολιτικό μέλλον από αυτό που είχαν κάτω από την κυριαρχία της Τουρκίας και από αυτό που τους επεφύλασσαν οι αδίστακτοι γείτονές τους, Σερβία, Ελλάδα και Μαυροβούνιο. Ένας ελεύθερος Σερβικός λαός πρέπει να εκτιμήσει και να σεβαστεί τον αγώνα για όσο το δυνατόν περισσότερες ελευθερίες για τους Αλβανούς για τους ίδιους τους εαυτούς τους και να αρνηθεί κάθε μέτρο κυβερνητικό που εφαρμόζει μια επιθετική πολιτική.
Ως ο εκπρόσωπος του προλεταριάτου που δεν ήταν ποτέ ο υπηρέτης της επιθετικής πολιτικής των αρχουσών τάξεων, η Σοσιαλδημοκρατία έχει ως καθήκον της να αντισταθεί βήμα το βήμα σε κάθε πολιτική των αρχόντων, για την εξόντωση των Αλβανών. Έχει καθήκον να στιγματίσει ως βάρβαρη την πολιτική που ασκείται με το ψευδές πρόσχημα ενός «ανώτερου πολιτισμού», που δεν είναι τίποτα άλλο πέρα από ταξική πολιτική των αρχουσών τάξεων και που σε μεγάλο βαθμό καταστρέφει τα ταξικά συμφέροντα του προλεταριάτου. Μια επιθετική πολιτική που τελικά είναι αντεθνική καθώς φέρνει την ειρήνη και την ελευθερία της χώρας σε κίνδυνο και που δυσχεραίνει κατά πολύ την θέση των μαζών.
Ενάντια σε αυτή την πολιτική, η Σοσιαλδημοκρατία φωνάζει το δικό της σύνθημα: «Η πολιτική και οικονομική ένωση των Βαλκανικών λαών, περιλαμβανομένων των Αλβανών, είναι η βάση της πλέριας δημοκρατίας και πληρέστερης ισότητας». [….]
Υποσημειώσεις