του Ντιμίτρι Τούκοβιτς
Σελίδες επαναστατικής ιστορίας: Σερβία και Αλβανία
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή
O Σέρβος σοσιαλιστής, Ντιμίτρι «Μίτα» Τούκοβιτς (1881 – 1914), ήταν ο ιδρυτής και ηγέτης του Σερβικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και συγγραφέας κειμένου (αποσπάσματος) που παρουσιάζουμε σήμερα για πρώτη φορά στα Ελληνικά. Ο συγγραφέας είναι μια σπουδαία φυσιογνωμία του επαναστατικού σοσιαλιστικού και διεθνιστικού κινήματος στα Βαλκάνια και ήρωας του αντιπολεμικού αντιμιλιταριστικού αγώνα. Υπό την ηγεσία του Τούκοβιτς, όντας σε πολύ νεαρή ηλικία, δημιουργήθηκε το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Σερβίας. Μετά το ιδρυτικό του συνέδριο (1903) στο κόμμα ενοποιούνται παλαιότερες διάσπαρτες σοσιαλιστικές ομάδες της χώρας. Ο Τούκοβιτς, μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου του Βελιγραδίου το 1906, συμμετέχει πυρετωδώς στις διεργασίες για την διεθνιστική βαλκανική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας και τα Χριστούγεννα του 1909 φιλοξενεί στο Βελιγράδι την πρώτη Βαλκανική Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη. Λίγο αργότερα γίνεται επίσης αρχισυντάκτης του κομματικού θεωρητικού οργάνου «Borba», το οποίο άρχισε την έκδοσή του το 1910.
Σε αυτό, αναπτύσσει έντονη συγγραφική δράση για το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια και πρωτοστατεί από μεριάς των Βαλκάνιων σοσιαλιστών στην κριτική που ασκούν απέναντι στα μεγάλα κόμματα της Δυτικής Ευρώπης που βουλιάζουν στον σοσιαλιμπεριαλισμό. Ο Τούκοβιτς θα διακριθεί ιδιαίτερα στην καταγγελία του σοσιαλπατριωτισμού των Αυστρομαρξιστών ανταλλάσσοντας γράμματα με τον Κάουτσκι όπου καταγγέλλει δημόσια τους Αυστρομαρξιστές, όταν κλείνουν τα μάτια τους στην προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης το 1908 από την Αυστρία.
Το 1910 στο διεθνές συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Κοπεγχάγη η αντιπαράθεσή του με τους Αυστρομαρξιστές θα πάρει ευρύτερες διαστάσεις κατατάσσοντας το Σερβικό κόμμα οριστικά στην αριστερή μειοψηφία της Διεθνούς δίπλα από τους Μπολσεβίκους του Λένιν, την Ρόζα Λούξεμπουργκ, τους «Στενούς» της Βουλγαρίας και άλλους. Οι σοσιαλιμπεριαλιστές της Βιέννης θα τον κατηγορήσουν για δήθεν «φιλο-Σερβικό εθνικισμό». Το προσωπικό του παράδειγμα όμως, σύντομα θα τους διαψεύσει στην πράξη.
Στρατολογημένος στον Σερβικό στρατό με την καθολική επιστράτευση στους Βαλκανικούς πολέμους, ο Τούκοβιτς θα γράψει μια σειρά επιστολές με τις οποίες θα καταγγείλει στην Σερβική σοσιαλδημοκρατική εφημερίδα Radničke novine δημόσια το 1912-1913 τις σφαγές που κάνει ο Σερβικός στρατός στην περιοχή του Κοσσυφοπεδίου και της Μακεδονίας ενάντια σε αμάχους, Αλβανούς, Τούρκους, Έλληνες αλλά και Βουλγαρίζοντες Μακεδόνες. (βλέπε σχετικά Radničke novine br. 223, 22. oktobar 1913. Dimitrije Tucović, Sabrana dela, Beograd 1980, knj. 7, str. 160–164. που παρατίθεται στο http://www.pescanik.net/content/view/1655/64 )
Στο τέλος των δύο βαλκανικών πολέμων θα γράψει πιο ολοκληρωμένη την κριτική του ενάντια στον Σερβικό εθνικισμό ως συγγραφέας του βιβλίου “Srbija e Arbanija: jedan prilog kritici zavojeva ke politike Srbija Bur oziyije” (Σερβία και Αλβανία: μια συνεισφορά στην κριτική της κατακτητικής πολιτικής της Σερβικής μπουρζουαζίας). Το βιβλίο εκδόθηκε στο Βελιγράδι την Πρωτοχρονιά του 1914. Σε αυτό καταπιάστηκε με τη σερβική επεκτατική πολιτική στους Βαλκανικούς πολέμους και ιδιαίτερα με την κατάκτηση του Κοσσυφοπεδίου και την επίθεση κατά της Αλβανίας. Από αυτό το βιβλίο προέρχεται και το απόσπασμα που παρουσιάζουμε εδώ.
Εκείνη την εποχή, στο τέλος των βαλκανικών πολέμων και μετά την αποχώρηση του Σερβικού στρατού από τα εδάφη της μείζονος Αλβανίας και τη δημιουργία του Πριγκιπάτου της Αλβανίας, το οποίο περιείχε μόνο το ήμισυ της αλβανικής εθνικής επικράτειας, ένας μεγάλος αριθμός Αλβανών ξαφνικά παρέμεινε σε εδάφη που βρέθηκαν εκτός της νέας πατρίδας και μέσα στα νέα σύνορα της Σερβίας και του Μαυροβουνίου. Μετά την Σερβική προσάρτηση της σημερινής Βόρειας Μακεδονίας και τον διαμοιρασμό του Κοσσυφοπεδίου από την Σερβία και το Μαυροβούνιο έχουν χαραχθεί νέα σύνορα που θέτουν τείχη επικοινωνίας μεταξύ οικισμών που βρίσκονταν ενωμένοι εδώ και αιώνες. Ο αποκλεισμός κάνει τη καθημερινή ζωή δύσκολη και δημιουργεί μια αυξημένη ένταση ανάμεσα στους Αλβανούς. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Τούκοβιτς:
«Η κατοχή του σερβικού στρατού εκτείνεται από την ανατολή μέχρι τις εισόδους των δυτικών φαραγγιών και των οδών από και προς την δύση. Διαχώρισε τους δρόμους από τα χωράφια και τα βοοειδή από τα βοσκοτόπια τους.Διαχώρισε τα κοπάδια των αιγοπροβάτων από τα χειμαδιά τους και το χωριό από το μύλο του. Διαχώρισε ακόμη τον αγοραστή και τον πωλητή από την αγορά, την ύπαιθρο από την πόλη και τους ορεινούς οικισμούς από το οικονομικό της κέντρο και τις σιταποθήκες της. Ο Αλβανός, από την άλλη πλευρά των συνόρων, δεν θα έπρεπε να μετακινηθεί στη γη του που παρέμεινε σε αυτήν την πλευρά των συνόρων. Όλες οι πηγές του για τα προς το ζην αποκόπηκαν. Σε απόγνωση και πείνα, οι άνθρωποι παρακαλούσαν τους συνοριοφύλακες για ελεύθερη πρόσβαση στην αγορά και, όταν τους την αρνήθηκαν, επέλεξαν μεταξύ του θανάτου από την πείνα και του θανάτου από το μολύβι.»
Τον Σεπτέμβριο του 1913, πραγματοποιήθηκε μια σημαντική αλβανική εξέγερση εναντίον των Σερβικών αρχών στις περιοχές της Λούμα (νοτιοδυτικά του Πρίζρεν, στη σημερινή βόρεια Αλβανία), της Ντέμπρα, της Στρούγκα και της Oχρίδας (στην σημερινή ανατολική πλευρά της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας) και στα βουνά δυτικά του Τζιακόβιγιε (περιοχή του Κοσσυφοπεδίου). Περίπου 10.000 Αλβανοί συμμετείχαν στην εξέγερση με τη βοήθεια και αρκετών επιτροπών του Εσωτερικού Μακεδονικού Επαναστατικού Κομμιτάτου –IMRO που νιώθει πως μετά την σειρά των Αλβανών θα έρθει και αυτή των Σλαβομακεδόνων. Προκειμένου να καταστείλει την αλβανική εξέγερση, η Σερβία χρειάστηκε να κινητοποιήσει σχεδόν τρία τμήματα στρατού , δηλαδή περίπου 20.000 Σέρβους στρατιώτες.
Στις 4 Οκτωβρίου 1913, η σερβική κυβέρνηση εξέδωσε ένα «διάταγμα για τη δημόσια ασφάλεια στις απελευθερωμένες περιοχές», το οποίο προβλέπει, μεταξύ άλλων, θανατική ποινή για εξεγέρσεις. Η απλή μαρτυρία των αστυνομικών αρχών είναι επαρκής απόδειξη ότι κάποιος είναι επαναστάτης. Προβλέπεται επίσης η απέλαση των οικογενειών των ανταρτών, οι οποίοι καταδικάζονται σε 3 χρόνια φυλάκισης εάν επιστρέψουν στην πατρίδα τους χωρίς άδεια (άρθρο 5). Επιπλέον, η συντήρηση των Σερβικών στρατευμάτων ασφαλείας στον επαναστατημένο οικισμό βαρύνει μόνο τον οικισμό, πράγμα που οδηγεί σε εκτεταμένη λεηλασία και πλιάτσικο των πενιχρών περιουσιών των χωρικών.
Η σοσιαλδημοκρατική αντιπολίτευση της Σερβίας αντιτίθεται σε μια τέτοια άνιση, νομική και εχθρική μεταχείριση του πληθυσμού, απαιτώντας κράτος δικαίου και επέκταση του Συντάγματος του Βασιλείου της Σερβίας στα προσαρτημένα εδάφη. Η κυβέρνηση του Βελιγραδίου ανακοίνωσε τελικά αμνηστία, λίγες μέρες αργότερα, αλλά το πογκρόμ κατά του αλβανικού πληθυσμού συνεχίστηκε άτυπα για αρκετό καιρό ακόμη και σίγουρα και μέχρι την στιγμή που εκδόθηκε αυτό το βιβλίο. Ο Τούκοβιτς συνεχίζει λέγοντας:
«Έχουμε διεξάγει μια προμελετημένη δολοφονία ενός ολόκληρου έθνους. Εγκλωβιστήκαμε σε αυτή την εγκληματική δράση και παρασυρθήκαμε. Τώρα πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα… Κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, η Σερβία δεν διπλασίασε μόνο τα εδάφη της, αλλά και τους εξωτερικούς της εχθρούς».
Ο «Μίτα», όπως ήταν το ψευδώνυμο του Τούκοβιτς, «μια από τις ηρωικότερες και ευγενικότερες μορφές του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος των Βαλκανίων» όπως τον χαρακτήρισε το 1915 ο Τρότσκι, θα επιστρατευτεί ξανά λίγους μήνες μετά από την έκδοση αυτού του βιβλίου. Βρισκόμαστε πλέον στο ξέσπασμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου τον Αύγουστο του 1914 και ο Σέρβος επαναστάτης, με τον βαθμό του έφεδρου ανθυπολοχαγού, θα σκοτωθεί πολεμώντας, λίγους μήνες αργότερα, στις 20 Νοεμβρίου στην μάχη του ποταμού Κολύμπαρα όταν ο Σερβικός στρατός αντιμετώπισε με επιτυχία τους επιτιθέμενους Αυστριακούς. Ήταν μια μεγάλη απώλεια όχι μόνο για το Σερβικό επαναστατικό κίνημα αλλά για όλη την αριστερή πτέρυγα της Διεθνούς που πλέον προσανατολίζονταν στην ρήξη με την ρεφορμιστική δεξιά σοσιαλπατριωτική πλειοψηφία.
Την εποχή της Τιτοϊκής Γιουγκοσλαβίας μετά δηλαδή την νικηφόρα Παρτιζάνικη επανάσταση του 1941-44 το βιβλίο αυτό έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της. Επανεκδόθηκε με πρόλογο του Μίλοβαν Τζίλας, ως παράδειγμα διεθνιστικού σοσιαλισμού στα Βαλκάνια. Ήταν στα 1946 όταν συνέβη αυτό, την εποχή δηλαδή που το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας βρίσκεται σε συζήτηση με το ΚΚ Αλβανίας, το ΚΚ Βουλγαρίας και το ΚΚΕ για την αναβίωση της προοπτικής μιας Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας. Μια προσπάθεια που ως γνωστόν σαμποταρίστηκε τελικά από την σταλινική Μόσχα που αφενός ήταν δέσμια των διεθνών συμφωνιών με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους, αλλά και αφετέρου έβλεπε ανταγωνιστικά την προοπτική δημιουργίας ενός νέου μεγάλου πολυεθνικού σοσιαλιστικού κέντρου που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ηγεμονία της μέσα στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα. Εξ άλλου, η θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία μόνη χώρα» αφαιρούσε κάθε προοπτική μιας διεθνιστικής πολιτικής προοπτικής… Η πολιτική της Μόσχας τελικά, οδήγησε στην ρήξη των σχέσεων ανάμεσα και στα Βαλκανικά ΚΚ με τις γνωστές συνέπειες: ήττα της Ελληνικής επανάστασης και στροφή στον αδιέξοδο εθνοκεντρικό δρόμο των σταλινικών καθεστώτων της Βαλκανικής.
Έτσι, με τον καιρό και ιδιαίτερα μετά την άνοδο του εθνικισμού σε Σερβία και Αλβανία στη δεκαετία του 70 και του 80 το βιβλίο του Τούκοβιτς έπεσε σε δυσμένεια από το καθεστώς του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Ο ιστορικός Ντιμίτρι Μπογκντάνοβιτς, για παράδειγμα, στέλεχος της Σερβικής Ακαδημίας επιστημόνων, που θεωρείται εκ των εισηγητών του νέου Σέρβικου εθνικισμού και εκ των ιδεολογικών μεντόρων του Μιλόσεβιτς, έγραφε χαρακτηριστικά το 1981, ότι αυτό το βιβλίο, με την ιδιαίτερα εκτεταμένη ιστορική αναδρομή στην καταγωγή και στον τρόπο οργάνωσης των Αλβανών, διαστρεβλώνει την ιστορία του Κοσσυφοπεδίου προς όφελος των Αλβανών απηχώντας την Αυστριακή προπαγάνδα της εποχής! Και αυτό, ο Σέρβος εθνικιστής ιστορικός το γράφει ενάντια σε έναν Σέρβο σοσιαλιστή ηγέτη που πρώτος από όλους έχει καταγγείλει την σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική των Αυστρομαρξιστών! (Για την κριτική του Μπογκνάνοβιτς στο βιβλίο βλέπε στα σέρβικα http://www.guskova.ru/~mladich/Kosmet/knjiga_o_Kosovu/nova_Jugoslavija ).
Στο διάβα των χρόνων και ειδικά κατά την διάρκεια των πρόσφατων Βαλκανικών πολέμων που οδήγησαν στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, το έργο του Τούκοβιτς θα επιχειρήσουν πάρα πολλοί να το εκμεταλλευτούν, κόβοντάς το στην κλίνη του Προκρούστη. Οι σύγχρονοι απολογητές του Αλβανικού φιλο-ΝΑΤΟϊκού εθνικισμού για παράδειγμα, τονίζουν απλά και μόνο την κριτική του Τούκοβιτς στον εθνικισμό της δικής του χώρας της Σερβίας, αποσιωπώντας την παράλληλη κριτική που κάνει ο συγγραφέας για το πώς ο ίδιος ο Αλβανικός εθνικισμός, γίνεται υποχείριο του Αυστριακού και του Ιταλικού ιμπεριαλισμού της εποχής εκείνης. Άλλοι πάλι, στα πλαίσια μιας παραχώρησης στον Σερβικό εθνικισμό, τονίζουν την οξύτατη αντιπαράθεση του Τούκοβιτς, με τους Αυστριακούς Σοσιαλδημοκράτες παρουσιάζοντάς τον, περίπου ως «αντι-ιμπεριαλιστή πατριώτη σοσιαλιστή».
Ο Τούκοβιτς, όμως, πάνω από όλα έμεινε στην ιστορία ως ένας πρωτοπόρος της διεθνιστικής ντεφετιστικής αντίληψης που στο ξέσπασμα του πολέμου θα διακηρύξει θαρραλέα και δυνατά, πως «ο κύριος εχθρός είναι η δική μας αστική τάξη». Και έτσι και με μόνο με αυτό δεδομένο, η πάλη ενάντια στον εθνικισμό είναι αδιάρρηκτα δεμένη με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Ειδικά στα Βαλκάνια κανείς κομμουνιστής και διεθνιστής δεν μπορεί να κάνει μόνο το ένα ή μόνο το άλλο χωρίς να πέσει σε πολιτικές αντιφάσεις.
Πάνω απ’ όλα, αυτό το βιβλίο είναι ένα πολύτιμο μάθημα διεθνιστικής και αντιπολεμικής στάσης ενός επαναστάτη ηγέτη, ανάμεσα στον εθνικιστικό παροξυσμό των βαλκανικών πολέμων και του επερχόμενου παγκόσμιου πόλεμου. Πιστεύουμε ότι είναι μια σημαντική συνεισφορά στην κατανόηση της ιστορικής Σέρβο-Αλβανικής εθνικιστικής διαμάχης και της ιμπεριαλιστικής υπόθαλψής της. Αυτή, με την σειρά της, είναι τμήμα του ευρύτερου και άλυτου ακόμη Βαλκανικού ζητήματος μετά από έναν αιώνα με όλες τις ιστορικές αναλογίες και διαφορές που φυσικά μπορεί να παρατηρήσει ο αναγνώστης στο διάβα όλων αυτών των ετών.
***
Από αυτό το βιβλίο ένα μόνο μικρό κομμάτι του δημοσιεύθηκε στα Αγγλικά στο
Revolutionary History, “The Balkan Socialist Tradition,” 2003
February 24, 2014, σε μετάφραση από το Σέρβικο πρωτότυπο από τον Dragan Plavšić το οποίο και παρουσιάζουμε σήμερα.
Από όσο γνωρίζουμε αν και το βιβλίο στο σύνολό του έχει μεταφραστεί σε άλλες βαλκανικές γλώσσες και στα Γερμανικά, δεν είχε ποτέ μεταφραστεί πιο πριν στην Ελληνική γλώσσα.
Όλο το βιβλίο μπορεί κανείς να το βρει στα Σέρβικα στο:
και στα Γερμανικά μεταφρασμένο από την Τροτσκιστική Αυστριακή οργάνωση AGM:
https://web.archive.org/web/20100617232534/http://www.albanianhistory.net/texts20_1/AH1914_1.html
(μετάφραση, πρόλογος, επιμέλεια, Γιώργος Χλωρός για την Νέα Προοπτική)
Οι κατακτητικές τάσεις της μπουρζουαζίας μας
4o Κεφάλαιο: [απόσπασμα]
Στην Αλβανία, η Αυστροουγγαρία και η Ιταλία εφαρμόζουν μια επιθετική πολιτική, αυτό είναι γεγονός. Άλλωστε πώς είναι δυνατόν η Αυστροουγγαρία που έχει φτιαχτεί εντελώς πάνω στη βάση της άρνησης των εθνικών δικαιωμάτων των λαών της, ή η Ιταλία που αυτή την στιγμή απειλεί την εδαφική ακεραιότητα ενός άλλου έθνους στην άλλη άκρη της Μεσογείου[1], να μπορούσαν τάχα να υπερασπιστούν την αρχή της εθνικής κυριαρχίας; Στην εποχή της ιμπεριαλιστικής πολιτικής, τέτοια συνθήματα σε αυτά τα δύο καπιταλιστικά κράτη είναι τόσο διαστρεβλωτικά, όσο και το Ρωσικό σύνθημα της «απελευθέρωσης των Χριστιανών» της Τουρκίας, με το οποίο πολιτεύτηκε η Τσαρική Ρωσία όταν ήταν ο μεγαλύτερος αντίπαλος της ελευθερίας εσωτερικά και εκτός χώρας. Αυτά τα πολιτικά ψεύδη δεν μπορούν να σταθούν τόσο καλά πλέον, ούτε ανάμεσα στους Βαλκανικούς λαούς, που έχουν μάθει μέσα από την δική τους εμπειρία, πως κάθε συμμαχία με τον ένα ή τον άλλο «προστάτη», τους έχει κοστίσει βαρύτατα στην πολυαναμενόμενη απελευθέρωσή τους από τον Τουρκικό ζυγό, όποτε την εμπιστεύτηκαν στους προστάτες των οποίων πίστεψαν τα λόγια. Στην ίδια την Αλβανία, όλα τα στοιχεία που παλεύουν για την αυτονομία της χώρας έχουν επίγνωση της κατάστασης. Ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους του Ελμπασάν που αργότερα επιλέχθηκε ως κυβερνήτης της πόλης, δεν δίστασε να απαντήσει στα ερωτήματά μου εντελώς καθαρά και ανοιχτά[2]:
«Η Αυστροουγγαρία επιθυμεί η Σκόδρα να παραμείνει στην Αλβανία έτσι ώστε να συνεχίσει να αποτελεί τον βορειότερο προμαχώνα ενάντια στην διείσδυση της Σερβίας και του Μαυροβουνίου προστατεύοντας την σφαίρα επιρροής της, κατά τον ίδιο τρόπο που και η Ιταλία, παρεμβαίνει υπέρ της Νότιας Αλβανίας με σκοπό να αποκλείσει κάθε άλλον να βρεθεί στην άλλη μεριά των Στενών του Οτράντο».
Η ανένδοτη υποστήριξη της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας στην Αυτονομία της Αλβανίας, έχει να κάνει με την προάσπιση της τελευταίας σπιθαμής γης την οποία επιθυμούν να διατηρήσουν για λογαριασμό τους, απέναντι στον κίνδυνο να βρει πρόσβαση στην Αδριατική οποιοσδήποτε άλλος και με αυτόν τον τρόπο να μπορούν να επηρεάζουν τις εξελίξεις στα Βαλκάνια. Επιπλέον η Αυστροουγγαρία επιθυμεί μια «βιώσιμη Αλβανία», μια «lebensfähige Albanie»[3], την ίδια ακριβώς στιγμή που βλέπει ενώπιόν της με τρόμο τον κίνδυνο να γίνει η Σερβία βιώσιμη και ικανή να επιβιώσει. Ο στόχος αυτός είναι πολύ ξεκάθαρος σήμερα. Με κάθε τρόπο επιθυμούν να δημιουργήσουν έναν νέο νάνο στην περιοχή των Βαλκανίων που δεν θα μπορεί να επιβιώσει καλά καλά, με σκοπό να αποτρέψουν έναν άλλο νάνο που προσπαθεί να αποτινάξει τις αλυσίδες του, από το να γίνει εκείνος ικανός να επιβιώσει. Αυτή είναι μια παλιά πρακτική, δημιουργίας ενός αδύναμου κράτους, ανίκανου να επιβιώσει, και καταδικασμένου να προσκολλάται στην Ευρωπαϊκή διπλωματία, ανεξάρτητα αν αυτό γίνει με το πρόσχημα της «εθνικής κυριαρχίας» ή αυτό της «ισορροπίας των μεγάλων δυνάμεων».
Αλλά εάν η έγνοια των αρχόντων της Αυστρίας σχετικά με το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση των Βαλκανικών λαών δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια γελοιοποίηση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας, οι αξιώσεις της Σερβίας για κατάκτηση της Αλβανίας είναι μια βάρβαρη και κατάφωρη παραβίαση αυτής της ίδιας έννοιας. Διακηρύσσοντας αυτή την πολιτική η Σερβική μπουρζουαζία έχει τώρα για πρώτη φορά αφαιρέσει από το πρόσωπο του Σερβικού λαού το πέπλο του καταπιεσμένου έθνους που παλεύει για την δική του απελευθέρωση. Καθώς τα προγενέστερα νεανικά ιδανικά της ελευθερίας, της ισότητας και της αδερφοσύνης εξαφανίζονται, οι αστοί χάνουν την ικανότητα να σέβονται τις επιθυμίες των εθνών για ελευθερία. Η μπουρζουαζία μας, που έχει υποστεί τις πιέσεις των βόρειων γειτόνων της, αναζητά μια θέση ως ουρά της Ρωσικής διπλωματίας και δανείζεται από τις ξένες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, για να εξασφαλίσει τα μέσα της κυριαρχίας της. Έχει ενστερνιστεί την ιδεολογία του κατακτητή και του εκμεταλλευτή και βλέπει τον εαυτό της επικεφαλής ενός πεινασμένου στρατού και ως κυρίαρχο εκατομμυρίων καταπιεσμένων υπηκόων. Ονειρεύεται μεγαλεία, απειλεί και εξαναγκάζει τους ασθενέστερους από αυτήν, την ίδια στιγμή που η ίδια αντιμετωπίζει τον κίνδυνο του στραγγαλισμού από δυνατότερες δυνάμεις.
Αλλά καθώς αυτή η μεταστροφή πολιτικής της αστικής τάξης μας, η οποία θα εμφανίζονταν αργά ή γρήγορα ως αποτέλεσμα της καπιταλιστικής παραγωγής, εμφανίζεται ενώπιον του Σερβικού λαού, έχει καταφέρει να πετύχει την ολική εθνική ενότητα, καθώς οι άρχοντες της Σερβίας έχουν αρχίσει να χρησιμοποιούν τον πολιτικό κατακερματισμό και την σκλαβιά του δικού τους έθνους για να δικαιολογήσουν τις ορέξεις τους για σκλαβιά άλλων εθνών. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απόδειξη πως η καπιταλιστική οικονομία του κέρδους και το αστικό, μιλιταριστικό, γραφειοκρατικό κρατικό σύστημα οδηγεί στις ίδιες επιδιώξεις τόσο τους μικρούς όσο και τους μεγάλους εκπροσώπους της σημερινής κοινωνικής τάξης πραγμάτων, τόσο στο εσωτερικό όσο και διεθνώς, στην εσωτερική και στη διεθνή πολιτική δηλαδή.
Η νέα πορεία στην πολιτική της Σερβικής μπουρζουαζίας δεν έχει απλά και μόνο μια θεωρητική σημασία για την Σοσιαλδημοκρατία. Δεν αποτελεί απλά και μόνο μια επιβεβαίωση της αντίληψής μας ότι τα εθνικά ιδανικά στις άρχουσες τάξεις είναι ένα ψέμα πίσω από το οποίο κρύβεται η επιθυμία για εκμετάλλευση του λαού στο εσωτερικό και η σκλαβιά των λαών έξω από την χώρα. Την εθνική απελευθέρωση και ενοποίηση που αναζητάει το δικό της έθνος, η αστική τάξη την αρνείται για τα άλλα έθνη. Από την δική της ταξική σκοπιά αυτό είναι φυσιολογικό και εξηγήσιμο: από την σκοπιά που ο δικός μου λαός βρίσκεται κάτω από την ταξική μου κυριαρχία, για ποιον λόγο εσείς οι «απολίτιστοι» Αλβανοί αντιστέκεστε στην ενοποίησή σας σε αυτό που με όλους τους νόμους του σύγχρονου κόσμου αποτελεί ένα οργανωμένο και δοκιμασμένο σύστημα υποταγής;
Η εξωτερική πολιτική της άρχουσας τάξης δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνέχεια της εσωτερικής της πολιτικής. Και όπως το προλεταριάτο σε μια δεδομένη χώρα αντιπροσωπεύει την μόνη κοινωνική τάξη η οποία δεν μπορεί να απελευθερωθεί από την ταξική σκλαβιά παρά μόνο ελευθερώνοντας το σύνολο της κοινωνίας, έτσι και η Σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να υπερασπίσει την απελευθέρωση του λαού της χωρίς να υπερασπιστεί την εθνική απελευθέρωση των άλλων εθνών. Σε αυτό βρίσκεται η λυδία λίθος που διαχωρίζει την άποψη της Σοσιαλδημοκρατίας από την αντίστοιχη των αστικών κομμάτων σχετικά με το εθνικό ζήτημα.
Αλλά η μεγάλη πρακτική σημασία αυτού του ζητήματος πρέπει να μας ενδιαφέρει όλους ακόμη περισσότερο καθώς οι συνέπειες των επιθετικών ενεργειών των αρχόντων μας, δεν αντιπροσωπεύουν μόνο μια ανεξάντλητη πηγή νέων ακροτήτων ενάντια στους Αλβανικούς πληθυσμούς αλλά επίσης και μια διαρκή πηγή κινδύνου για την ειρήνη και την σταθερότητα του δικού μας λαού και ένα ατελείωτο βάρος θυσιών. Η Σερβία έχει βυθιστεί τώρα μέσα σε ένα κυκεώνα επιθετικών φιλοδοξιών που όλες έχουν ορατές και αόρατες προεκτάσεις και εμπόδια, μια τρικυμία με ορμητικά ρεύματα στα οποία όλη η ενέργεια του λαού θα εξαντληθεί προσπαθώντας να βγει στην ξηρά. Νέες και ακόμη πιο μεγάλες προσπάθειες θα απαιτηθούν, με σκοπό να υπερνικηθεί κάθε νέο εμπόδιο και οι θυσίες που θα υποστούν οι μάζες θα αποδειχθούν βαρύτατες και κάθε φορά θα αιτιολογούνται με αυτές που έχουν ήδη γίνει. Η κατακτητική επέμβαση στην Αλβανία έχει ήδη δώσει ώθηση στην πικρία του Αλβανικού λαού ενάντια στην Σερβία και έχει οδηγήσει σε εξεγέρσεις.
Οι εξεγέρσεις αυτές προκαλούν με την σειρά τους νέες οικονομικές και στρατιωτικές πιέσεις. Η ανασφάλεια στα δυτικά σύνορα της Σερβίας έχει κάνει ξανά την εμφάνισή της, ως αποτέλεσμα αυτής της επιθετικής πολιτικής ενάντια στον Αλβανικό πληθυσμό και αυτό σηματοδοτεί μια μόνιμη κατάσταση επιφυλακής για τον στρατό. Για τον ίδιο λόγο έχουμε έρθει σε αντιπαράθεση με δυνατότερους θηρευτές λείας στην Αλβανία καθώς βρεθήκαμε τώρα μέσα σε ένα ντελίριο δημιουργίας ενός μεγάλου κράτους της Αδριατικής που θα συγχωνεύσει άλλα έθνη και να θέσει τους άρχοντές μας σε διαπραγμάτευση μαζί τους σε μια μελλοντική συμφωνία διευθέτησης. Έχοντας υποθηκεύσει την χώρα, με νέα κρατικά δάνεια, μιλιταριστικούς και άλλους παρασιτικούς θεσμούς, ζητάνε από τον λαό ακόμη μεγαλύτερες θυσίες. Όλο πιο πολύ ο λαός στραγγαλίζεται υλικά και εξαντλείται οικονομικά από την συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, τον κίνδυνο πολέμου και από τις συχνές επιστρατεύσεις.
Με αυτόν τον τρόπο είναι που ο ρους της ιστορίας τελικά, μέσα από την ίδια την εσωτερική της λογική θα πιέζει και θα εξαντλεί την μικρή μας πατρίδα από κρίση σε κρίση και από κίνδυνο σε κίνδυνο. Την ίδια στιγμή όλα τα αστικά όργανα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης θα επιχειρούν να εξασφαλίσουν ότι η αληθινή αιτία των κακοτυχιών μας θα ξεχαστεί και η ευθύνη για αυτήν θα μεταφερθεί σε άλλους. Για αυτόν τον λόγο, η Σοσιαλδημοκρατία σαν ο πιο αποφασιστικός αντίπαλος της επεκτατικής πολιτικής που είναι η αιτία όλων αυτών των κακοτυχιών δεν μπορεί να αφήσει ούτε για μια στιγμή ασχολίαστη την αιτία, που συνίσταται στην αρπαγή που έκανε η άρχουσα τάξη μας σε βάρος άλλων λαών και εις βάρος της ελευθερίας τους. Όταν δηλαδή αυτοί που κρατούσαν τα λάβαρα της ελευθερίας σήκωσαν τα λάβαρα της εθνικής καταπίεσης και όταν τα συμφέροντα του καπιταλισμού κατάπιαν τα συμφέροντα του έθνους. Πρέπει συνεχώς να υποδεικνύουμε την αδιάσπαστη αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της κατακτητικής πολιτικής της μπουρζουαζίας και των σοβαρών συνεπειών και των θανάτων που προκαλεί και που των οποίων το τέλος δεν φαίνεται πουθενά στον ορίζοντα.
Σε προσεχή δημοσίευση το β’ μέρος