
Επτά σκηνές ακραίας αγάπης
του Σάββα Μιχαήλ
Τί ήρθε στο φως μιας εξατομικευμένης κοινωνίας με το πανδημικό σοκ και την αναγκαστική καραντίνα – για να κρυφτεί αμέσως στο σκοτάδι κι όμως να συνεχίζει να μετεωρίζεται ανησυχητικά στο μεταίχμιο ανάμεσα σε φως και σκοτάδι της συνείδησης;
Η τέχνη τού κινηματογράφου, ίσως, είναι σε προνομιακή θέση, από την ίδια την ιδιαιτερότητά της, να δει και να συλλάβει αυτόν το μετεωρισμό στο μεταίχμιο του αφανούς και του φανερού, μέσα σε μια ανθρωπολογική κρίση, όπως αυτή της πανδημίας. Το αποδείχνει η ταινία του Βασίλη Μαζωμένου Καθαρτήριο – Επτά σκηνές ακραίας αγάπης, γέννημα της ίδιας της συλλογικής εμπειρίας μιας ανοχύρωτης Ελλάδας του “επιτελικού κράτους”, με το τραγικό προνόμιο τον μεγαλύτερο αριθμό θανάτων στην Ευρώπη. Μιας χώρας ρημαγμένης και καθηλωμένης, σε ένα παγκόσμιο σταυροδρόμι της Ιστορίας όπου ο προσανατολισμός έχει χαθεί.
Αναμφίβολα, ό,τι κι αν λένε ή αγνοούν οι περισπούδαστοι κριτικοί, αξίζει ένα μεγάλο ευχαριστώ και ειλικρινές μπράβο στον ρηξικέλευθο σκηνοθέτη, στους εξαιρετικούς ηθοποιούς κι όλους τους παράγοντες που μας χάρισαν αυτήν την ταινία στους χαλεπούς καιρούς μας.
Η ανέλιξη της ταινίας ξετυλίγεται μέσα από επτά σκηνές, από την πρώτη γκροτέσκα σκηνή της παραεκκλησιαστικής δεισιδαιμονίας μπροστά στο τρόμο του θανάτου, που μέσα της θάλλουν τα φύτρα του φασισμού, ως την έσχατη σκηνή του ζωντανού ανθρώπου με το απορημένο βλέμμα και τον νεκρό φίλο του πλάι-πλάι στην όχθη, μπροστά στην ακατάπαυστη ροή των ορμητικών υδάτων.
Το έργο ως όλο, μέσα από την ιδιαιτερότητα της κάθε σκηνής, αποκαλύπτει την αντίφαση που ήρθε στο φως και κινεί την συνολική κοινωνική εμπειρία της πανδημίας του Covid 19.
Από την μια, η καθολική αποξένωση, η απόλυτη μοναξιά της ύπαρξης μέσα στη σύγχρονη αστική κοινωνία των ιδιωτών, που γίνεται αβάσταχτη σε συνθήκες κρίσης και γενικευμένου τρόμου μπροστά στην απειλή του θανάτου – ενός ανώνυμου θανάτου που κάνει ανέφικτο ακόμα και το πένθος. Η καταστροφή κάθε αληθινά ανθρώπινης σχέσης μέσα στην εμπορευματική εκπόρνευση των πάντων, στην οικογένεια, στο ερωτικό ζευγάρι, στην απάνθρωπη σχέση με το γραφειοκρατικό κράτος – η ρήξη του κοινωνικού δεσμού στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής.
Από την άλλη, η επίμονη ανάγκη, ορμή, απαίτηση της ίδιας της Ζωής για ανθρώπινη κοινωνική σχέση, για το ξεπέρασμα της ρήξης του κοινωνικού δεσμού και της αποξένωσης, για τον ελεύθερο δεσμό μιας αγάπης άνευ ορίων άνευ όρων όπως λέει ο ποιητής Ανδρέας Εμπειρίκος αλλά και ο επαναστάτης Καρλ Μαρξ στα Χειρόγραφα του 1844.

Μια τέτοια αγάπη μπορεί να φτάνει στα άκρα και να θεωρείται τρελή, l’ amour fou. Καθόλου τυχαία, ο εκτός ορίων δυστυχισμένος και καταδιωγμένος σαν τρελός ήρωας της ταινίας καταγγέλλει “την εποχή όπου οι λογικοί θεωρούνται τρελοί και οι τρελοί λογικοί”. Μια εποχή λυκοφωτικού καπιταλισμού, όπου για να θυμηθούμε τα λόγια στην Σκέψη 412 του Πασκάλ “Οι άνθρωποι είναι τόσο αναγκαία τρελοί ώστε θα ήταν τρελό, σε μιαν άλλη τροπή της τρέλας, να μην είσαι τρελός”.
Υπάρχουν πολλά αλησμόνητα στο Καθαρτήριο του Μαζωμένου, όπως η σκηνή με την απελπισμένη, μοναχική αστυνομικίνα που σκέφτεται να παραιτηθεί και βγαίνει, τελικά, από τον ρόλο του “οργάνου της τάξης” για να δείξει μιαν ανυπόκριτη, τρελή τρυφερότητα σε έναν άστεγο που άλλοι θα θεωρούσαν “τρελό” και “περιθώριο”.
Το τέλος της ταινίας αρνείται, με τον τρόπο του, το τέλος. Οι δύο φίλοι, ο νεκρός κι ο ζωντανός, βρίσκονται μπροστά στον ποταμό που ο ζωντανός κοιτάζει με απορία. Είναι η α-πορία, το α-διέξοδο της μεταιχμιακής ιστορικής στιγμής.
Ποιος είναι ο ποταμός μπροστά μας; Είναι ο Αχέροντας, ο ποταμός στις πύλες του Άδη; Ή, είναι ο Ρουβίκωνας που πρέπει αποφασιστικά να διαβούμε;
Hic alea iacta est. Ο κύβος ερρίφθη
8 Φεβρουαρίου 2023