Καταλονία : Από τη γενική απεργία στη συνθηκολόγηση

Καταλονία

Από τη γενική απεργία στη συνθηκολόγηση

 

του PabloHeller*

Η καταλανική κυβέρνηση έκανε εν τέλει πίσω τη στιγμή που θα διακήρυττε την ανεξαρτησία. Ο πρόεδρος της Generalitat, Carles Puigdemont, διακήρυξε την ανεξαρτησία, αλλά την άφησε μετέωρη αμέσως μετά, με βλέψεις “να προβεί -σύμφωνα με τα λόγια του- σε διάλογο για την επίτευξη μιας συμφωνίας” με την ισπανική κυβέρνηση. Το αίτημα της διαπραγμάτευσης ούτε που θέτει σαν προϋπόθεση την ανάκληση της Πολιτικής Φρουράς και της Εθνικής Αστυνομίας που παραμένουν σταθμευμένες στην Καταλονία. Αυτό προκάλεσε την απογοήτευση και την αγανάκτηση ενός σημαντικού μέρους των διαδηλωτών που είχαν συγκεντρωθεί μπροστά από το Κοινοβούλιο.

Ο καταλανικός εθνικισμός “μαζεύτηκε” μπροστά στις απειλές του ισπανικού Κράτους, της μοναρχίας και του θόλου της δικαστικής εξουσίας, η οποία κήρυξε το δημοψήφισμα παράνομο. Αλλά, πέρα από την καταστολή και τη δικαστική δράση, η Generalitat υπέκυψε σε αυτό που αποτέλεσε ένα “πραξικόπημα στην αγορά”. Σημειώθηκε μια έξοδος των κυριότερων εταιρειών που ανακοίνωσαν ότι μετακόμιζαν την έδρα τους εκτός Καταλονίας. Αυτός ο ελιγμός βασίστηκε στη συνέργεια της ισπανικής κυβέρνησης του Mariano Rajoy, η οποία τροποποίησε για το σκοπό αυτό την ισχύουσα νομοθεσία.

Στο όχημα της διαφυγής επιβιβάστηκαν όλες οι μεγάλες επιχειρήσεις, σε σημείο που η Καταλονία είχε μείνει χωρίς καμία εταιρεία της Ibex 35 (στην οποία συμμετέχουν ηγέτιδες εταιρείες) αφού τα διοικητικά συμβούλια της Colonial, Abertis και Cellnex είχαν αποφασίσει να μεταφέρουν τις έδρες τους και η Grifols ετοιμαζόταν να το κάνει. Νωρίτερα, είχε προηγηθεί η έξοδος των τραπεζών που ήταν οι πρώτες που έφυγαν με ελαφρά πηδηματάκια. Το ορμητικό ρεύμα εισέβαλε και στο χρηματοπιστωτικό και ασφαλιστικό τομέα με τις αλλαγές στη διεύθυνση των SpreadCo, MGS και Segur Caixa Seguros Adeslas. Και επεκτάθηκε στο βιομηχανικό τομέα.

Η καταλανική μεγαλοαστική τάξη έστειλε τελεσίγραφο στον επικεφαλής της καταλανικής Περιφέρειας, προειδοποιώντας τον ότι η κατάσταση θα επιδεινωθεί αν η κυβέρνηση δεν κάνει πίσω. Έτσι του το μετέφερε ο πρόεδρος του Ιδρύματος Círculo de la Economía (Οικονομικός Κύκλος), μιας από τις κύριες εργοδοτικές ενώσεις, ο οποίος του ζήτησε να αποκηρύξει την ανεξαρτησία πριν από το άνοιγμα των αγορών αυτή τη βδομάδα.

 

Προαναγγελθείσα οπισθοχώρηση

 

Αυτή η οπισθοχώρηση ήταν αναμενόμενη, αν λάβουμε υπ’ όψιν τις δηλώσεις της γενικής συντονίστριας του PDeCAT (Δημοκρατικό Κόμμα της Καταλονίας), Marta Pascal, αρχηγού του πολιτικού σχηματισμού που καθοδηγεί τον Puigdemont, το ίδιο το βράδυ της Κυριακής του δημοψηφίσματος, που υποδήλωνε ότι η διακήρυξη θα ήταν «ρητορική». Ο ίδιος ο πρόεδρος της Generalitat είχε ήδη προτρέψει τη διεθνή διαμεσολάβηση. Τάσεις για έναν συμβιβασμό υπήρχαν ήδη σε μεγάλο μέρος του καταλανικού εθνικισμού. Άλλες πολιτικές ομάδες και πρόσωπα που απαρτίζουν τον κυβερνώντα συνασπισμό ζήτησαν μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων όπως η Esquerra Republicana (Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας), και ο Artur Mas, πρώην πρόεδρος της Generalitat.

 

Ανυπέρβλητα όρια

 

Τα επεισόδια στην Καταλονία φανέρωσαν πια τα όρια του καταλανικού εθνικισμού, ο οποίος υποχώρησε έχοντας προκαλέσει μια μεγάλη πολιτική ήττα για την κυβέρνηση Rajoy, με το δημοψήφισμα και τη μαζική κινητοποίηση που έλαβε χώρα για την υπεράσπιση του δικαιώματος του εκλέγειν και, μερικές ημέρες αργότερα, με τη γενική απεργία. Η πρόκληση ήταν να δοθεί συνέχεια και να εμβαθυνθεί η λαϊκή κινητοποίηση. Η επιχειρηματική συνωμοσία έβαζε στην ημερήσια διάταξη την ανάγκη παρέμβασης στις τράπεζες για να αποτραπεί η φυγή κεφαλαίων, κατάληψης των χώρων εργασίας, ξεκινώντας με τις εγκαταστάσεις και τις ιδιοκτησίες της αστικής τάξης που υπερασπίζεται τη μοναρχία και το ισπανικό Κράτος για να αποφευχθεί το σαμποτάζ και ο οικονομικός εκβιασμός. Αυτή η γραμμή δράσης έρχεται σε σύγκρουση με την πολιτική της ταξικής συμφιλίωσης σε εθνικό επίπεδο της καταλανικής αστικής τάξης που έχει ως στόχο να διατηρήσει τον έλεγχο και να διατηρήσει κάτω από την πολιτική κηδεμονία της το λαϊκό κίνημα. Δεν μπορεί να μας διαφύγει ότι η Generalitat, η οποία προώθησε το δημοψήφισμα, είναι μια εργοδοτική και ρυθμιστική κυβέρνηση που έχει προωθήσει σοβαρές κοινωνικές περικοπές και την εργασιακή επισφάλεια στην Καταλονία. Μια επιδρομή ενάντια στην καπιταλιστική ιδιοκτησία δεν είναι στους υπολογισμούς της εθνικιστικής αστικής τάξης, γιατί αυτό θα ήταν ένα δίκοπο μαχαίρι που θα μπορούσε να καταλήξει να στραφεί εναντίον της. Αυτό εξηγεί την προσπάθεια να δοθεί στην απεργία της 3ης του μήνα ένας πολυ-ταξικός χαρακτήρας μιας “αστικής διαμαρτυρίας” που ξεπερνά τα ταξικά όρια.

Αυτό το αποτέλεσμα έχει αφήσει στον αέρα τον πιο ριζοσπαστικοποιημένο εθνικισμό, ξεκινώντας με την αντικαπιταλιστική CUP (Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας), της οποίας η στρατηγική ήταν να ενθαρρύνει ένα κοινό μέτωπο με την κυβέρνηση της Καταλονίας, σε σημείο που να της δίνει την ψήφο της για την εξουσία και να εγκρίνει τον προτεινόμενο από την Generalitat προϋπολογισμό. Η κυβέρνηση Rajoy υποστήριξε ότι, παρά την αναστολή, η διακήρυξη της ανεξαρτησίας θα ήταν απαράδεκτη και άφησε να εννοηθεί ότι θα προχωρούσε στην εφαρμογή του άρθρου 155, για την αναστολή της αυτονομίας της Καταλονίας και την προώθηση της παρέμβασης εκ μέρους της. Ωστόσο, πέρα από ένα τρίξιμο δοντιών, μια λύση ισχύος δε θα μπορούσε παρά να είναι η έσχατη λύση. Ας μην ξεχνάμε ότι η καταστολή του δημοψηφίσματος κατέληξε να γίνει μπούμερανγκ εναντίον της ίδιας της κεντρικής κυβέρνησης, μετατρέποντάς την σε πολιτικό χτύπημα στους διαχειριστές της.

Η επικρατούσα γραμμή μέσα στο μεγάλο ισπανικό και διεθνές κεφάλαιο είναι να ενθαρρυνθεί ένας συμβιβασμός. Αυτό εξηγεί την παρότρυνση ενός μέρους της ευρωπαϊκής ηγεσίας να επιδιωχθεί “διάλογος” και συνεννόηση. Υπάρχει ένας φόβος στην ισπανική και την παγκόσμια αστική τάξη ότι μια διάσπαση του ιβηρικού Κράτους μπορεί να προκαλέσει μια οικονομική κρίση και μια φυγή κεφαλαίων μεγάλου μεγέθους, που θα θέσει σε κίνδυνο την επιχείρηση διάσωσης που πραγματοποιείται για να αποφευχθεί αυτό το ρίσκο.

Αλλά μια διαμεσολαβημένη διαπραγμάτευση κάτω από αυτές τις συνθήκες, θα είναι άλλο ένα κεφάλαιο της κρίσης και όχι μια λύση της. Οι οικονομικές και πολιτικές βάσεις μιας διευθέτησης είναι πολύ εύθραυστες και υπονομεύονται από την παγκόσμια καπιταλιστική χρεοκοπία. Ο εθνικισμός έχει διεκδικήσει μεγάλο μερίδιο των δημόσιων εσόδων και παλεύει για να αυξήσει τη φορολογία, για τη δική του πολιτική επιδοτήσεων, για τη διαχείριση των δημοσίων συμβάσεων, των υπηρεσιών και μεγαλύτερο περιθώριο διεθνών σχέσεων· δηλαδή, μια θεσμική αλλαγή που θα μπορούσε ενδεχομένως να οδηγήσει, όπως συζητείται τώρα, σε ένα αυτόνομο Κράτος. Αυτό έρχεται σε σύγκρουση με τις ανάγκες του ισπανικού Κράτους, το οποίο προέβη όλα αυτά τα χρόνια στη διάσωση των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων σε κρίση, και γι’ αυτό εφάρμοσε βίαιες ρυθμίσεις σε βάρος των εργαζομένων και των αυτόνομων Περιφερειών. Ο φόβος μιας πολιτικής-οικονομικής κατεδάφισης του κεντρικού Κράτους είναι ο λόγος που εξηγεί αυτή τη στασιμότητα που επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου.

 

Η Αριστερά

 

Μια ειδική παράγραφος αξίζει στα αριστερά κόμματα. Οι κύριοι εκπρόσωποί της Αριστεράς, το PSOE (Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα) και το Podemos, έχουν κάνει μέτωπο με το ισπανικό Κράτος ενάντια στο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση. Οι βετεράνοι ηγέτες του PSOE, όπως οι Felipe González και Alfonso Guerra, μίλησαν για την εφαρμογή του άρθρου 155, ή την παρέμβαση, αν δεν υπήρχε άλλη επιλογή. Επιπλέον, υπάρχει το PSC (Σοσιαλιστικό Κόμμα της Καταλονίας) που μαζί με το PSOE κάλεσε σε κινητοποίηση στη διαδήλωση που οργανώθηκε από τη Δεξιά από το καταφύγιο της Καταλανικής Κοινωνίας των Πολιτών, το PP (Λαϊκό Κόμμα) και οι Ciudadanos, οι οποίοι πραγματοποίησαν την πρώτη συγκέντρωση στην Βαρκελώνη ενάντια στην καταλανική αυτοδιάθεση.

Το Podemos προσπάθησε να μην προσκολληθεί στη Δεξιά και οργάνωσε τη δική του διαδήλωση, με το σύνθημα “Parlem” (Ας Μιλήσουμε).

Σε αυτή τη γραμμή, η δήμαρχος της Βαρκελώνης, Ada Colau, δήλωσε ότι “τα αποτελέσματα της 1ης Οκτωβρίου, δεν αποτελούν εγγύηση για τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας”, που σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζει τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος και είναι ακριβώς αυτό που θέλει η κυβέρνηση Rajoy (Infobae, 10.10). “Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα, είναι κινήσεις για να χαλαρώσει η ένταση και από τις δύο πλευρές. Δεν χρειαζόμαστε μια κλιμάκωση [της βίας] που δε θα ωφελήσει κανέναν. Ήρθε η ώρα να χτίσουμε γέφυρες, όχι να τις δυναμίσουμε”. (ό.π.)

Οι διαπραγματεύσεις που οπωσδήποτε θα ανοίξουν έχουν αβέβαιο αποτέλεσμα, αλλά αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι οποιαδήποτε δέσμευση θα συνοδευτεί από μια στροφή σε μια πολιτική λιτότητας και επιθέσεις κατά του εργαζόμενου πληθυσμού, πράγμα στο οποίο και οι δύο κυβερνήσεις (εθνική και καταλανική) συμφωνούν εφαρμόζοντας ήδη μαζικές απολύσεις, μεταρρυθμίσεις εργασιακές, συνταξιοδότησης και κατώτατων μισθών ανέχειας και περικοπές αμοιβών. Η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να χρησιμοποιήσει αυτό το πλαίσιο για να ενισχύσει περαιτέρω τον έλεγχο της πάνω στο λαϊκό κίνημα και να ανακινήσει την απειλή μιας παρέμβασης για να καταστείλει οποιαδήποτε αξίωση και ανεξάρτητη κινητοποίηση, προβάλλοντάς τες ως παράγοντες “αποσταθεροποίησης” που θα μπορούσαν να καταστρέψουν τις διαπραγματεύσεις και, συνεπώς, εξαιρετικής πρακτικής λειτουργικότητας στη Δεξιά.

 

Πολιτική Ανεξαρτησία

 

Η κατάσταση αυτή θέτει το ζήτημα της πολιτικής ανεξαρτησίας των εργαζομένων. Η στρατηγική θα πρέπει να είναι η καταγγελία τηςτάσης συμβιβασμού και μετουσίωσης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση και η μετατροπή αυτού του αιτήματος σε μοχλό για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης στην Καταλονία και σε ολόκληρη την Ισπανία.

Δεν μπορούμε να μην τονίσουμε ότι αν η επίθεση στην Καταλονία αναπτυχθεί, θα καταφέρει ένα πλήγμα όχι μόνο στο λαό της Καταλονίας αλλά στο σύνολο των εργαζομένων της Ισπανίας. Θα ενισχύσει την πολιτική και κατασταλτική ικανότητα της κυβέρνησης Rajoy να εμβαθύνει την προσαρμογή και να τσακίσει τα δικαιώματα και την αντίσταση των εργαζομένων σε όλη τη χώρα.

Η πολιτική ανεξαρτησία των εργαζομένων σημαίνει να σπάσουν οι δεσμοί και η υποταγή των κεντρικών εργατικών ενώσεων στο ισπανικό κράτος και τη μοναρχία. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της UGT (Γενική Ένωση Εργαζομένων) και της CCOO(Επιτροπές Εργατών) τοποθετήθηκαν στην απέναντι μεριά σε σχέση με τα δικαιώματα του λαού της Καταλονίας, με τον ίδιο τρόπο τοποθετούνται σε σχέση με τα αιτήματα των εργαζομένων, αφήνοντας να περάσει η επίθεση που διεξάγει η κεντρική κυβέρνηση κατά των κατακτήσεων των εργαζομένων. Η καταλανική και η ισπανική εργατική τάξη πρέπει να ενωθούν σε ένα ενιαίο μέτωπο και να προκαλέσουν την ήττα της κατασταλτικής κυβέρνησης και κύριου εχθρού των δικαιωμάτων των εργαζομένων και της αυτονομίας.

Υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα στην εθνική αυτοδιάθεση, με ένα πρόγραμμα που θα τερματίσει την ισπανική μοναρχία που επιβλήθηκε από τον φρανκισμό, για τη Δημοκρατία (Republica), και την ενότητα του προλεταριάτου σε όλη την Ισπανία στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις και το καπιταλιστικό κράτος. Σε αντίθεση με τον κατακερματισμό της εργατικής τάξης των διαφόρων εθνικοτήτων, προτείνουμε την ενότητα της τάξης σε όλη την ισπανική επικράτεια για να αγωνιστούμε για μια Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία.

Μετάφραση ΝΑΛ

  • O Pablo Heller είναι στέλεχος του Παρτίδο Ομπρέρο Αργεντινής. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Prensa Obrera #1478