Του Νίκου Λέκκα
Στα καφενεία βάλαμε τον σπόρο, στα οινοπνευματόησυχαστήρια (ο ευστοχότερος ορισμός των μπαρ) έγινε η ζύμωση και στον δρόμο των αγώνων επικυρώθηκε. Χωρίς να τα ισοπεδώνουμε όλα, η ακαδημαϊκή παιδεία δεν αξίζει τίποτα χωρίς την αλητεία και η αλητεία δεν αξίζει τίποτα αν δεν περιέχει γνώση, εν τω συνόλω, και ευγένεια.
Και ο σπόρος στα καφενεία άργησε να μπει ή μήπως μπήκε νωρίς, από τότε που 5 χρονών, στο καφενείο του «Παργέου» που με είχε πάρει ο παππούς Θανάσης (που χωρίς ποτέ να δεχτεί το Αθανάσιος, κέρδισε την Αθανασία εντός μου) φουσκώνοντας ένα κόκκινο μπαλόνι (και το χρώμα τότε ήταν τυχαίο, με κριτήριο μόνο τη χαρά που φέρνει το κόκκινο, τότε δεν μπορούσα να φανταστώ πόσες άλλες χαρές κυρίως αλλά και κάποιες πίκρες, λόγω απόκλισης έκρυβε αυτό το ΚΟΚΚΙΝΟ), όταν έσκασε λόγω υπερπληθώρας αερίου που είχε μέσα από την αναπνοή μου, ενός φασίστα του έπεσε ο καφές. Και το ΚΟΚΚΙΝΟ, το δικό μας και το αποκαλούμενο από τους άλλους άτιμο, είναι πολύ κοντά για να σκάσει και τότε ο κόσμος ο κανονικός, που στην ουσία είναι υπόκοσμος, ας κρυφτεί, γιατί κονσερβοκούτια υπάρχουν. Κάποτε κυκλοφορούσε και σε έντυπη μορφή, κάποιων «σεσημασμένων» νεανίδων. Αλλά τα καφενεία δόξα τα Θεία, μπορεί να μην υπάρχουν αυτά, αλλά κάποια εκσυγχρονισμένα υπάρχουν. Καφέ – μπαρ – βιβλιοπωλεία. Ό,τι αγαπήσαμε ως ύλη σ’ ένα χώρο. Και έμψυχο υλικό για όλα το γούστα. Από μάγκες έως φιόγκους, από γνήσιους έως δήθεν. Με βιβλία για όλα τα γούστα, με καφέδες και καπνό από βαρύ χαρμάνι, έως ουζάκια που περιέχουν ή περικλείουν όλα τα συστατικά της ψυχοσύνθεσής μας στο άρωμα του. Και τα καφενεία δεν είναι μπάρες που επιβάλλεται η σκοτεινιά. Με τα παράθυρα και στο φυσικό φως. (Τώρα ξέρουμε ότι κάποια έρχεται και πρωί, πάντα).
Και στα καφενεία οι συζητήσεις βρίσκουν το φυσικό βάθρο τους. Οι διαξιφισμοί το ίδιο. Και η ευγενής άμιλλα των συντρόφων, των οποιωνδήποτε συντρόφων όλων των ιδεών, των ιδεολογικών αλλά και αυτών του βήματος στη ζωή και μόνο, έρχεται στην επιφάνεια ακόμα σχεδόν πάντα ακόμα και τα μεμονωμένα περιστατικά της συμπεριφοράς αγρίου βγάζει στην επιφάνεια τον κοινωνικό αποκλεισμό που έχει υποστεί ο φέροντας, γιατί όπως έχω ξαναπεί, αυτό που στην πιάτσα αποκαλείται μαγκιά αφορά κατά κόρον κοινωνικά βιασμένους ανθρώπους, τους μάγκες, που κανείς εξ αυτών δεν μπόρεσε ποτέ να γλύψει τις πληγές τους, πόσο μάλλον να τις θεραπεύσει. Ίσως γιατί οι χημείες δεν τους αφορούν. Και ο καρκίνος της ψυχής σηκώνει μόνο επιθετική θεραπεία. Χωρίς να ξαπλώσεις σε ντιβάνια και χωρίς να βάλεις βελόνες στις πατούσες του. Ίσως γιατί θεωρούσαμε τους εαυτούς μας δυτικούς. Και στον ιατρικό τομέα.
Και τι πιο ωραίο από έναν πρωινό καφέ με εκλεκτό βαρύ χαρμάνι με το επιθυμητό για σένα, για τον καθένα, χαρμάνι καπνού, και ένα βιβλίο του δικού σου γούστου. Και μετά ένα ουζάκι. Και η ηρεμία της ψυχής, η γαλήνη, η δοτικότητα και ο ουμανισμός και ήταν συστατικά του χαρακτήρα μας, αλλά στα δικά μας καφενεία πήραν έναν άλλο τόνο, κατά κανόνα εξευγενισμένο, που απέχει άρδην από το στριμμένο της εποχής, μπρος ολοταχώς για μια ουμανιστική εποχή που η αγάπη θα είναι το παν και η αγωνιστική ευγένεια απαραίτητο συστατικό της. Με καταργημένες ατζέντες με καταργημένα κινητά τηλέφωνα για μια αταξική κοινωνία, που όλοι θα είμαστε φίλοι, χωρίς κακεντρέχειες και εγωισμούς που θα υποδεχτούν και θα κάνουν πράξη το όνειρο. Ένα όνειρο τόσο ρεαλιστικό όσο το δικαίωμα στη ζωή. Όσο το δικαίωμα στο… Όσο και στο δικαίωμα στο δικαίωμα. Ένα δικαίωμα που πάντα έχει αλτρουιστικές αποχρώσεις και κάνει τον άνθρωπο θεάρεστο.
Κορωπί 3/6/21 πρωί στο γραφειόσπιτό μου με καφέ και τσιγάρο.