Εισαγωγικό σημείωμα: Oι περικοπές στους προϋπολογισμούς στον τομέα του πολιτισμού, σε βιβλιοθήκες, μουσεία κ.λπ., αλλά και το καθεστώς επισφαλούς εργασίας, πυροδοτούν τους αγώνες του Ιταλικού πρεκαριάτου. Το κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο στις αρχές του Ιουνίου από Ιταλούς συντρόφους και παρουσιάζει την άθλια κατάσταση των εργαζομένων στον τομέα του πολιτισμού, σε μια χώρα που επαίρεται, όπως και σε εμάς, για τον… «πολιτισμό» της.

Η διαμαρτυρία των επισφαλώς εργαζομένων βιβλιοθηκονόμων και των αρχειονόμων στις συμβεβλημένες υπηρεσίες των Ιστορικών Αρχείων και των Δημοτικών Βιβλιοθηκών της Φλωρεντίας αποκάλυψε δημόσια το σάπιο και πεπαλαιωμένο σύστημα εξωτερικής ανάθεσης / ιδιωτικοποίησης βασικών δημόσιων υπηρεσιών από τις δημόσιες διοικήσεις κάθε επιπέδου.

Πολύ συχνά ξεχνιέται ότι ένας από τους πιο πολύπαθους τομείς και όπου οι συνθήκες ακραίας εκμετάλλευσης, συχνά και εκούσια συγκαλυμμένες και κρυμμένες από τα ανώτατα κλιμάκια της δημοκρατικής και ριζοσπαστικής αστικής διανόησης, είναι ακριβώς ο τομέας του πολιτισμού. Στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων υπάρχει απουσία εθνικών συλλογικών διαπραγματεύσεων στον τομέα και σημαντική έλλειψη συνδικαλιστικής εκπροσώπησης. Αυτοί και μόνο οι δύο παράγοντες (για να μην αναφέρουμε την έλλειψη δικαιωμάτων, την απαξίωση των μαθημάτων κατάρτισης, των προσόντων κ.λπ.) αποτελούν αισθητά συμπτώματα που μαρτυρούν αφενός έναν εκτροχιασμένο μηχανισμό συλλογικής επισφάλειας, μάλιστα σε ένα πλαίσιο στο οποίο θα έπρεπε να επικρατούν οι “πεφωτισμένες” λογικές της πολιτιστικής ελίτ, και αφετέρου μια έντονη οπισθοδρόμηση της συλλογικής συνείδησης όσων εργάζονται στον κόσμο της πολιτιστικής κληρονομιάς, οι οποίοι κατά καιρούς βρίσκονται συχνά αναγκασμένοι να λειτουργούν σε συνθήκες εκβιασμού και με μισθούς πείνας.

Αλλά ξέρετε: η κερδοσκοπική λογική του καπιταλιστικού συστήματος διαπερνά κάθε τομέα του κοινωνικού ιστού μιας χώρας, και ως εκ τούτου ακόμη και οι χιλιάδες επισφαλώς εργαζόμενοι (“εθελοντές”, εκπαιδευόμενοι, ωρομίσθιοι συμβασιούχοι κ.λπ.) που εγγυώνται καθημερινά τη λειτουργία της τεράστιας ιστορικής, καλλιτεχνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της Ιταλίας, βρίσκονται πολύ συχνά εγκλωβισμένοι σε καταστάσεις όπου επικρατεί η έλλειψη στοιχειωδών δικαιωμάτων (σύγκληση συνδικαλιστικών συνεδριάσεων, δυνατότητα απεργίας, αναγνώριση υπερωριών κ.λπ.), η πάντα επί θύραις προοπτική της απόλυσης, το τέλος της συνεργασίας, δεδομένου του χρόνου που ορίζει μια σύμβαση, αλλά και γενικότερα της δυσκολίας εύρεσης νέας εργασίας. Με λίγα λόγια: ό,τι θεωρείται “περιττό” (όπως η πρόσβαση και η διαχείριση ενός αρχείου, μιας βιβλιοθήκης ή ενός μουσείου), υπόκειται σε συνεχείς περικοπές και, κατά συνέπεια, σε απώλεια θέσεων εργασίας.

Σε αυτό το σημείο, το ερώτημα φαίνεται εύλογο: γιατί περικόπτονται οι πόροι που διατίθενται στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς και, κυρίως, πού πάνε αυτοί οι πόροι που αρχικά χορηγήθηκαν αλλά στη συνέχεια υφίστανται όλο και μεγαλύτερες περικοπές χρόνο με το χρόνο; Πολύ απλά: ανακατανέμονται κεντρικά για την αποπληρωμή των χρεών που το κράτος και οι τοπικές κυβερνήσεις του συνάπτουν με μεγάλα ιταλικά και διεθνή πιστωτικά ιδρύματα. Όλες οι κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων προτιμούν να ευνοούν τα συμφέροντα των μεγάλων βιομηχανικών και τραπεζικών ομίλων (φοροαπαλλαγές και μεγάλα κίνητρα/μπόνους). Δεν είναι τυχαίο ότι οι “μη παραγωγικοί” τομείς, όπου δεν εξάγεται υπεραξία με όρους κεφαλαίου, είναι πάντα οι πρώτοι που δέχονται επίθεση από τους κυβερνήτες σε εθνικό ή/και τοπικό επίπεδο, οι οποίοι αποδεικνύονται πάντα απόμακροι ή και αλαζόνες απέναντι στα αιτήματα όσων αγωνίζονται.

Η περίπτωση της Φλωρεντίας και της δημοτικής διοίκησης της χούντας του Δημοκρατικού Κόμματος του Ντάριο Ναρντέλα είναι ενδεικτική: τα μέλη της τελευταίας (δήμαρχος, δημοτικοί σύμβουλοι και διευθυντές) αρνούνται ακόμη και να καθίσουν στα τραπέζια διαπραγμάτευσης που συγκαλούν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων και των εργαζομένων γυναικών των συμβεβλημένων υπηρεσιών – τους περιφρονούν σε τέτοιο βαθμό που δεν καταδέχονται καν να δώσουν επαρκείς απαντήσεις σχετικά με τα 2 εκατομμύρια που λείπουν από τις προδιαγραφές του νέου διαγωνισμού και σχετικά με τους όρους της νέας σύμβασης (η προηγούμενη έχει πλέον λήξει στις 30/04/2022). Αν και γνωρίζουν ότι χωρίς τους βιβλιοθηκονόμους και τους αρχειονόμους των συμβεβλημένων υπηρεσιών δεν θα μπορούσαν να εγγυηθούν καμία δημόσια υπηρεσία προς τους πολίτες, απαξιώνουν τους εργαζόμενους αυτούς, προσπαθούν να τους στρέψουν τον έναν εναντίον του άλλου, και τελικά εκτοξεύουν την ευθύνη στην ανώτατη διοίκηση των συνεταιρισμών, οι οποίοι δεν εξαιρούνται από τη λογική της μέγιστης έκπτωσης και του δελτίου και της συμπίεσης του κόστους του προσωπικού. Αλλά δεν τελειώνει εκεί, η ίδια λογική της “εξοικονόμησης χρημάτων” με τις επανατοποθετήσεις εσωτερικού διοικητικού προσωπικού που αντλείται από κατατάξεις άλλων διαγωνισμών (εντελώς άσχετων από εμπειρία ή προσόντα για να μπορούν να διαχειριστούν ένα αρχείο ή μια βιβλιοθήκη) τροφοδοτούν ένα μηχανισμό αντιπαλότητας μεταξύ δημοτικών υπαλλήλων και επισφαλώς εργαζομένων, με την ειρωνεία ότι οι επισφαλείς πρέπει να “εκπαιδεύουν” τους αντίστοιχους συναδέλφους τους πριν απολυθούν.

Η μαρτυρία του αγώνα που έθεσε η συλλογικότητα BiblioArchiPrecari, αν και μικρή αλλά αποφασιστική και μοναδική στον τομέα της, μιλάει για περισσότερους από εκατό εργαζόμενους και εργαζόμενες που έχουν οργανώσει όλα αυτά τα χρόνια εκστρατείες καταγγελίας ενάντια σε αυτή την καταπιεστική πολιτική των περικοπών και των απολύσεων.  Η συλλογικότητα “Εργατική Προοπτική” συμμετείχε ενεργά σε αυτές τις στιγμές του αγώνα διεκδικώντας την ανάγκη επέκτασης της διαμάχης σε ολόκληρο τον εργατικό “γαλαξία” που συχνά βρίσκεται απομονωμένος και χωρίς προστασία απέναντι σε συνθήκες συνηθισμένης εκμετάλλευσης με την πρόταση ενός προγραμματικού μανιφέστου για τον κλάδο με σαφή αιτήματα που απορρίπτουν τη λογική της επισφάλειας για να στοχεύσει τελικά στην οικοδόμηση ενός εκτεταμένου περιφερειακού και εθνικού δικτύου που μπορεί να ενισχύσει την οργάνωση αυτών των εργαζομένων και τις δραστηριότητες της συλλογικότητας στον αγώνα.

GA

Μετάφραση Αρ.Μα.