Ο Ντόναλντ Τραμπ σε Twitter στις 29 Μαΐου ζήτησε τη χρήση βίας εναντίον “αυτών που λεηλατούν” – ήταν η απάντησή του στο κύμα διαδηλώσεων και εξέγερσης που ξέσπασε μετά την εν ψυχρώ ρατσιστική δολοφονία του Τζορτζ Φλόϋντ. Το μήνυμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήταν ασυνείδητα απερίσκεπτο. Χρησιμοποίησε τη λέξη «λεηλασία» (loot) υπολογισμένα. Μια λέξη που έχει εισαχθεί στο αγγλικό λεξιλόγιο από την Ινδία, την εποχή της βρετανικής αποικιοκρατίας τον 19ο αιώνα. Η Vazira Fazila-Yacoobali Zamindar, πανεπιστημιακός στις ΗΠΑ σχολιάζει αυτήν ακριβώς τη χρήση της γλώσσας.
Η Vazira Fazila-Yacoobali Zamindar είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Brown στις ΗΠΑ και αυτή την περίοδο εργάζεται πάνω σε ένα βιβλίο με θέμα τέχνη, πόλεμος και αυτοκρατορία. Το κείμενο προέρχεται από το μπλογκ που πραγματεύεται τη ριζοσπαστική τέχνη https://hyperallergic.com/
Vazira Fazila-Yacoobali Zamindar
Η γένεση του όρου «λεηλασία» στην αποικιακή Ινδία έχει ρατσιστική προέλευση. Τώρα, όταν ο πρόεδρος των ΗΠΑ κάλεσε για τη δολοφονία αυτών που «λεηλατούν», η προέλευσή του γίνεται όλο και πιο σημαντική.
Όταν η Ινδική λέξη «λουτ» (loot) εισήλθε στην Αγγλική γλώσσα το 1788 ως λέξη για λεηλασία και χάος (όπως σημειώνεται από το Αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης), εισήλθε στη γλώσσα για να εξυπηρετήσει μια ουσιαστικά ρατσιστική λειτουργία. Σκοπός της ήταν να διακρίνει τους Ευρωπαίους από τους μη Ευρωπαίους – η λέξη «ανατολικής καταγωγής» σήμαινε μια εγγενή τάση στους «αυτόχθονες», τον κατά βάση εγωϊστικό, απείθαρχο χαρακτήρα τους, και ο οποίος, ως εκ τούτου, απαιτούσε τη βάναυση πολιτισμική βία των Ευρωπαίων αποικιοκρατών αφεντάδων. Οι Ευρωπαίοι μπορούσαν να εμπλακούν σε μαζικές λεηλασίες στις αποικίες, αλλά αυτό θεωρήθηκε νόμιμη πολιτιστική και οικονομική δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της μαζικής διάθεσης και της αναγκαστικής μετανάστευσης ασιατικής και αφρικανικής τέχνης σε Ευρωπαϊκά και Αμερικανικά μουσεία. Βεβαίως, όταν καλλιτέχνες και ακτιβιστές επισημαίνουν ότι τα δυτικά μουσεία είναι γεμάτα «λάφυρα», το κάνουν για να αφαιρέσουν την πρόσοψη της νόμιμης «συλλογής» που στηρίζει τη νομιμότητα των μουσειακών συλλογών.
Αλλά η λεηλασία δεν είναι απλώς η άνομη ή παράνομη δραστηριότητα -ο φυλετικός χαρακτήρας της λέξης έγκειται στη σχέση της με την ιδέα ότι οι «ιθαγενείς» είναι απείθαρχοι και χωρίς λογική- πρόκειται για μια λέξη από την οποία «εξαφανίζεται» κάθε πολιτικό περιεχόμενο. Αυτό το άδειασμα της πολιτικής από τη λέξη «λεηλασία» είναι ζωτικής σημασίας, θα πρέπει να σημειώσουμε. Αρνείται την πολιτική συνείδηση των καταπιεσμένων, αρνείται την ικανότητα των καταπιεσμένων να σχηματίσουν μια κριτική της καταπιεστικής και εκμεταλλευτικής τάξης και αρνείται το δικαίωμα των καταπιεσμένων να αναλάβουν δράση με τους δικούς τους όρους.
Όταν ο Ντόναλντ Τραμπ έγραψε στο Twitter στις 29 Μαΐου ζητώντας βία κατά αυτών που λεηλατούν, ακριβώς στη μέση των διαδηλώσεων που πυροδοτήθηκαν από τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόϋντ, το μήνυμα του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών δεν ήταν απλά ασυνείδητα απερίσκεπτο· πρέπει να θεωρηθεί ως υπολογισμένη η χρήση της λέξης «λεηλασία». Έχουμε δει τις ημέρες από τότε που αυτή η λέξη πυροδότησε μια μαζική στρατιωτικοποιημένη κρατική απόκριση σε πολλές πόλεις σε ολόκληρη τη χώρα εναντίον αυτών που διαμαρτύρονται για τη δολοφονία του Φλόυντ και τη συστηματική και αδιάκοπη βία κατά των Μαύρων ζωών. Στην πόλη μου, την Πρόβιντενς, κάποιες «λεηλασίες» οδήγησαν σε νυχτερινή απαγόρευση κυκλοφορίας, κάλεσαν την Εθνοφρουρά, και ελικόπτερα περικυκλώνουν την πόλη για δεύτερη νύχτα στη σειρά.
Σε αυτό το σύγχρονο πλαίσιο, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τη λέξη «λεηλασία», αυτή την Ινδική λέξη στην Αγγλική γλώσσα, γιατί αναπτύσσεται εδώ, και το έργο που επιτελεί για πάνω από δύο αιώνες. Η κατανόηση αυτής της λέξης σημαίνει κατανόηση του γεγονότος ότι ένα διαφορετικό σύνολο λέξεων θα μπορούσε να δώσει πολύ διαφορετικές ανθρωποκεντρικές απαντήσεις στην επείγουσα και απαραίτητη «εντολή» του τερματισμού του ρατσισμού στην καρδιά του σύγχρονου κόσμου.
Εδώ είναι ένα παράδειγμα του πώς ο όρος χρησιμοποιήθηκε στην αποικιακή Ινδία όπου εισήλθε στο λεξικό του ιμπεριαλισμού: Όταν η Μεγάλη Επανάσταση του 1857 έλαβε χώρα κατά της εξουσίας της Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών στην Ινδία, μια από τις μεγαλύτερες εξεγέρσεις του 19ου αιώνα κατά της βρετανικής αυτοκρατορίας, ξεκίνησε με την ανταρσία των Ινδών στρατιωτών της που αμέσως ονομάστηκαν “πλιατσικολόγοι (αυτοί που λεηλατούν) και βιαστές». Η εικόνα Ινδών στρατιωτών που λεηλατούν Βρετανικές κατοικίες ήταν αρκετά διαδεδομένη με τους όρους του 19ου αιώνα, καθώς αποτέλεσε μια από τις πιο αναπαραγόμενες εικόνες της εξέγερσης που κυκλοφορούσε τότε στη Βρετανία. Αυτή η περιγραφή της εξέγερσης χρησίμευσε για να δικαιολογήσει την εξαιρετικά αιματηρή κατάκτηση της Ινδίας που ακολούθησε, και την άρνηση ότι επρόκειτο ακόμη και για εξέγερση. Αυτή η άρνηση της πολιτικής συνείδησης του λαού που εξεγέρθηκε σήμαινε ότι η βία της αυτοκρατορικής κυριαρχίας συνεχίστηκε ανεξέλεγκτη χωρίς ουσιαστική συζήτηση στη Βρετανία έως ότου οι αντιρατσιστικοί και αντιαποικιοκρατικοί αγώνες εντάθηκαν και πάλι τον 20ό αιώνα.
Να μαστε πάλι. Καθώς η λέξη «λεηλασία» γεμίζει τα κανάλια των ειδήσεων και καθοδηγεί την αντίδραση δημάρχων και κυβερνητών, πρέπει να αναγνωρίσουμε την αυτοκρατορική φυλετική ιστορία αυτής της λέξης. Αποτελεί άρνηση της πολιτικής για το τι συμβαίνει, και της πολιτικής συνείδησης όσων εμπλέκονται όχι μόνο σε πολιτικές διαμαρτυρίες, αλλά και σε πολιτικές αναταραχές. Πράγματι, αυτή είναι μια περίοδος εξαιρετικής αβεβαιότητας που έχει αποκαλύψει τις ιστορικές φυλετικές προκαταλήψεις που διαμορφώνουν τη φτώχεια, την πείνα, την αστυνόμευση και το θάνατο. Η λέξη λεηλασία μας εμποδίζει να αντιμετωπίσουμε την αναταραχή ως λογική, αν και θυμωμένη, κριτική αυτής της φυλετικής τάξης. Μας εμποδίζει να κατανοήσουμε και να ανταποκριθούμε καταλλήλως σε αυτό που πράγματι είναι – μια εξέγερση των καταπιεσμένων.
Μετάφραση Αρ. Μα.