Τα πρόσφατα συνέδρια των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, στο δεύτερο μισό του Αυγούστου, έγιναν σε συνθήκες πρωτοφανούς κρίσης. Κρίσης οικονομικής, με βαθιά ύφεση να πλήττει τη χώρα, υγειονομικής, όπου η ισχυρότερη δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού να είναι μακράν πρώτη σε νοσούντες από την πανδημία του κορονοϊού και με τους περισσότερους νεκρούς, πολιτικής, κοινωνικής και ηθικής, με μιαν εξέγερση από τον περασμένο Μάιο και έναν εμφύλιο πόλεμο «χαμηλής έντασης» να απλώνονται από την δυτική έως την ανατολική ακτή.
Τα συνέδρια έδειξαν ξεκάθαρα ότι και τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα απέχουν αστρονομικές αποστάσεις από τα αιτήματα του αμερικανικού λαού και των εργατών. Έχουν αποτύχει να ελέγξουν την πανδημία και να προστατεύσουν τους ανθρώπους, να αντιμετωπίσουν την κλιματική κρίση, να στηρίξουν οικογένειες και επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια της οικονομικής κατάρρευσης, να αποτρέψουν την αστυνομική βία ή να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε από τα άλλα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι καταπιεσμένοι. Και δεν έχουν σκοπό να το κάνουν.
Ήταν δύο ανούσια συνέδρια. Οι Δημοκρατικοί από τη μια επικεντρώθηκαν στην κριτική τους για τον Τραμπ χωρίς να προτείνουν κάποια συγκεκριμένη λύση, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι ισχυρίστηκαν ότι ο Μπάιντεν παλεύει για… τον «σοσιαλισμό» όταν όλοι γνωρίζουν ότι είναι μέρος του συστήματος και εκπρόσωπος των καπιταλιστών και των επιχειρήσεών τους. Η θητεία του Τραμπ ως προέδρου ήταν μια καταστροφή ενώ ο Μπάιντεν από την άλλη είναι σταθερά με την άλλη πλευρά των οδοφραγμάτων εδώ και 47 χρόνια που βρίσκεται στην πολιτική.
Και τα δύο κόμματα απέδειξαν ότι εκπροσωπούν τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Οι από κάτω αν θέλουν να πετύχουν τις ριζικές αλλαγές που χρειάζονται θα το καταφέρουν μακριά από αυτά τα δύο κόμματα οικοδομώντας τη δική τους ανεξάρτητη πολιτική οργάνωση/κόμμα και τη δική τους εξουσία. Στο Δημοκρατικό Συνέδριο, κανείς δεν χρησιμοποίησε φράσεις όπως «δημόσια υγεία», «φροντίδα για το περιβάλλον», «δωρεάν δίδακτρα για κολέγιο και πανεπιστήμιο», «φορολόγηση πλουσίων», παρόλο που όλα αυτά τα θέματα υποστηρίζονται από την πλειοψηφία των ψηφοφόρων τους. Στο συνέδριο των Ρεπουμπλικάνων αν αναφέρονταν αυτές οι φράσεις ήταν μόνο για να αποτελέσουν αντικείμενο χλευασμού και αποκαλούνταν «σοσιαλισμός». Και τα δύο Κόμματα δεν έβγαλαν άχνα για οικονομικές, υγειονομικές και περιβαλλοντικές πολιτικές, διότι κανένα από τα δύο κόμματα δεν είχε να προτείνει απολύτως τίποτα. Άλλωστε η πολιτική και των δύο κομμάτων έχει δημιουργήσει την οικονομική, υγειονομική και περιβαλλοντική κρίση που αντιμετωπίζει σήμερα η εργατική τάξη.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια τεράστια κρίση και το δικομματικό σύστημα έχει απογοητεύσει τους καταπιεσμένους σε όλο τον πλανήτη. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι Ηνωμένες Πολιτείες χαρακτηρίζονται ως «ελαττωματική δημοκρατία» με μια αυξανόμενη διαφθορά. Μελέτες μέσα στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες διαπιστώνουν ότι η λαϊκή υποστήριξη για μια πολιτική δεν έχει απολύτως κανέναν αντίκτυπο στο αν θα γίνει νόμος από το Κογκρέσο, ενώ τα συμφέροντα της καπιταλιστικής μειοψηφίας έχουν σημαντικό αντίκτυπο στο αν ένας νόμος ψηφιστεί ή όχι.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια δημοκρατία όπου οι υποψήφιοι επιλέγονται από τους κατόχους της εξουσίας και ο λαός μπορεί να ψηφίσει τον έναν ή τον άλλο υποψήφιο που έχει εγκρίνει το οικονομικό καπιταλιστικό κατεστημένο. Ορισμένοι προοδευτικοί υποψήφιοι εκλέγονται κατά καιρούς, αλλά ακόμα και αν θέλουν να κάνουν κάτι τελικά περιθωριοποιούνται τόσο σε ομοσπονδιακό όσο και σε πολιτειακό επίπεδο.
Οι περιβόητοι «τρίτοι» υποψήφιοι κρατούνται έξω από τις συζητήσεις στα μέσα ενημέρωσης, ακόμη και τα λεγόμενα αριστερά ή «προοδευτικά» μέσα ενημέρωσης. Έτσι, πολλοί άνθρωποι σηκώνουν τα χέρια ψηλά και αποφασίζουν ότι η προσπάθεια να εργαστούν στο πλαίσιο του δικομματικού συστήματος είναι η μόνη διαθέσιμη επιλογή, όσο ατελής και αν είναι. Αλλά, πού έχει οδηγήσει αυτό μέχρι σήμερα; Οι ομοσπονδιακές εκλογές αυτές τις μέρες έχουν να κάνουν περισσότερο με το να ψηφίζεις κατά αυτού που δεν θέλεις παρά να ψηφίζεις υπέρ αυτού που θέλεις (το μικρότερο κακό). Έτσι η πλειοψηφία ψηφίζει από φόβο, το «μικρότερο κακό» χωρίς να έχει σημασία ποιος είναι ο υποψήφιος ή τι εκπροσωπεί.
Ο Τραμπ και ο Μπάιντεν ως οι κύριοι υποψήφιοι για την προεδρία του κόμματος είναι το αποτέλεσμα του συστήματος που υπάρχει. Όποιος και αν κερδίσει το Νοέμβριο, το αποτέλεσμα θα είναι να συνεχίσει να κυβερνά ο καπιταλισμός. Η κλιματική κρίση θα συνεχίσει να μαίνεται με πυρκαγιές και ξηρασία που καταστρέφουν τις καλλιέργειες και ισχυρούς τυφώνες που ισοπεδώνουν ολόκληρες πόλεις. Η πανδημία του COVID-19 θα συνεχίσει να μολύνει και να σκοτώνει εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Οι εργάτες θα εξαναγκάζονται να εργάζονται για χαμηλούς μισθούς υπό επισφαλείς συνθήκες, οι οικογένειες θα χάνουν τα σπίτια τους και οι φοιτητές θα θάβονται κάτω από βαριά δάνεια, αλλά όταν οι εταιρείες ή οι τράπεζες της Wall Street χρειάζονται βοήθεια, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θα απομακρύνει τα προβλήματά τους με «ενέσεις» τρισεκατομμυρίων δολαρίων. Πόλεμοι και επεμβάσεις θα συνεχίζονται καθώς το Πεντάγωνο θα λαμβάνει προϋπολογισμούς ρεκόρ κάθε χρόνο, αλλά για κάποιο λόγο, δεν υπάρχουν αρκετά χρήματα για να χρηματοδοτήσουν τα δημόσια σχολεία, να ταΐσουν πεινασμένες οικογένειες ή να ανοικοδομήσουν τις κατεστραμμένες υποδομές εντός των Η.Π.Α.
Αυτό το σύστημα προστατεύεται από ένα κράτος που δεν σέβεται την ανθρώπινη ζωή, ειδικά αν το άτομο είναι μαύρος, κίτρινος, κόκκινος ή καφέ. Ξανά και ξανά, το νομικό σύστημα αφήνει την αστυνομία να ξεφεύγει ύστερα από εν ψυχρώ δολοφονίες. Αυτή η έλλειψη λογοδοσίας ενθαρρύνει τις δυνάμεις καταστολής να δρουν όπως επιθυμούν. Και τώρα, είναι σαφές από τα πρόσφατα γεγονότα και στην Κενόσα του Ουισκόνσιν αλλά και ακόμη και πριν, ότι οι ακροδεξιές πολιτοφυλακές είναι ένα ανεπίσημο σκέλος του κράτους και του φασιστοειδούς προέδρου Τραμπ και θα συνεχίσουν να σκοτώνουν ατιμώρητες.
Είμαστε σε μια δύσκολη και σκοτεινή περίοδο, και η αλλαγή αυτής της κατάστασης θα απαιτήσει σκληρή δουλειά και θυσίες, αλλά η ιστορία μας διδάσκει επίσης ότι η εργατική έχει τη δύναμη να αμφισβητήσει τη δύναμη της καπιταλιστικής εξουσίας και να κερδίσει.
Βρισκόμαστε εν μέσω μιας εθνικής εξέγερσης σε πολλαπλά μέτωπα αγώνα. Υπάρχουν ευρύτατες διαμαρτυρίες κατά της ρατσιστικής αστυνομικής βίας και έχουν σημειωθεί περισσότερες από 900 απεργίες από τον Μάρτιο σχετικά με την ασφάλεια των εργαζομένων και τις χαμηλές αμοιβές. Οι καθηγητές απεργούν κατά της επαναλειτουργίας των σχολείων εν μέσω πανδημίας. Υπάρχουν συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες για τη διακοπή αγωγών και ακραίων έργων εξόρυξης ενέργειας, καθώς και ανάληψη δράσης σχετικά με την κλιματική κρίση. Την περασμένη εβδομάδα, διοργανώθηκε εθνική ημέρα διαμαρτυρίας που περιελάμβανε ενέργειες σε εκατοντάδες πόλεις για τη διάσωση των ταχυδρομείων των ΗΠΑ.
Από τις διαδηλώσεις του 2011 με το κίνημα Occupy, οι οποίες επικεντρώθηκαν στην ανισότητα του πλούτου και την πολιτική διαφθορά, αλλά περιλάμβαναν επίσης αλλαγές σε όλο το σύστημα σχετικά με τους χαμηλούς μισθούς, την αστυνομική βία, την κλιματική κρίση και το φοιτητικό χρέος, οι καταπιεσμένοι σήμερα χτίζουν βαθύτερα κινήματα σε όλους αυτούς τους τομείς. Κατά τη διάρκεια της εποχής Ομπάμα, ο αγώνας για 15 δολάρια ωριαίας εργασίας ξεκίνησε, μαζί με το Black Lives Matter, τα δικαιώματα των μεταναστών, την κλιματική αλλαγή και τις διαμαρτυρίες για το χρέος. Όταν ξέσπασε η πανδημία και η ύφεση, ο κόσμος άρχισε να οργανώνει εκστρατείες Γενικής Απεργίας και μη πληρωμής των ενοικίων.
Οι δυνατότητες για αλλαγή δεν ήταν ποτέ μεγαλύτερες. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι είναι έτοιμοι να βγουν στους δρόμους. Αυτή είναι μια εποχή που ο καθένας από εμάς έχει ένα ρόλο να παίξει. Ό,τι κι αν συμβεί αυτόν τον Νοέμβριο, το κίνημα διαμαρτυρίας πρέπει να συνεχίσει να αγωνίζεται για οικονομική, φυλετική και περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Για μια κοινωνία όπως την ονειρευόμαστε.
Αρ. Μα.