[H εβδομάδα εκεχειρίας HΠA – Pωσίας στη Συρία κατάρρευσε, με τις αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις να συνεχίζονται, και εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, ιδίως στο Xαλέπι να απειλούνται με θάνατο από την πείνα.]
τουΤζιμ Κάβανα*
Mέρος B’
Ας λάβουμε υπ’ όψιν μας τις επιλογές, κρατώντας στο μυαλό μας ότι ο Ερντογάν είναι τόσο ακραία άστατος ως σύμμαχος. Αν και μετά από το πραξικόπημα είναι πολιτικά αρκετά ισχυρός, έχοντας “εκτοξευτεί… σε κατάσταση ημίθεου μεταξύ των υποστηρικτών του”, το εν λόγω πλεονέκτημά του είναι εύθραυστο. Δεν μπορείς να κλείνεις χιλιάδες σχολεία, φιλανθρωπικά ιδρύματα και άλλους οργανισμούς, να απολύεις το ένα τρίτο των δικαστικών υπαλλήλων και να προφυλακίζεις 15.000 άτομα -συμπεριλαμβανομένων 10.000 στρατιωτών και πάνω από το ένα τρίτο του γενικού επιτελείου του στρατού (124 στους 358)- ενώ επιτίθεσαι δηκτικά στο φιλοκουρδικό κόμμα της αντιπολίτευσης (HDP) που σε υποστήριξε ενάντια στους πραξικοπηματίες, χωρίς να αποκαλύπτεις και να επιδεινώνεις τα σοβαρά ελαττώματα του πολιτικού εδάφους πάνω στο οποίο στέκεσαι. Η συμμετοχή της Τουρκίας στον πόλεμο κατά της Συρίας είναι μη δημοφιλής στο εσωτερικό της εδώ και κάποιο καιρό, και η αύξηση του αριθμού των φρικτών βομβιστικών επιθέσεων που αποδίδονται στο ISIS -μια ομάδα, υποστηρίζει η τουρκική κυβέρνηση- δε βοηθάει. Μπορεί ο Ερντογάν να ποντάρει τα διπλά σε αυτήν του την ανάμειξη;
Η πρώτη επιλογή είναι ο Ερντογάν να μείνει σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα, κρατώντας ένα περιορισμένο έδαφος στο βόρειο τμήμα της Συρίας προκειμένου να αποφύγει την εμφάνιση ενός Κουρδικού κρατιδίου και μην κάνοντας καμία κίνηση προς την αμφισβήτηση της συμμαχίας Συρίας-Ρωσίας πάνω στην οριστική μοίρα του Συριακού κράτους. Αν περιοριστεί σ’ αυτό, πιθανότατα να τη βγάλει καθαρή – μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον.
Πρόκειται, πρώτα απ’ όλα, για μια στρατιωτική κατάκτηση. Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να την αντιστρέψει αυτή τη στιγμή είναι η Ρωσία και γι’ αυτό θα χρειαζόταν μία ολομέτωπη αντιπαράθεση με δυνάμεις αέρος, τανκς, και στρατεύματα εδάφους. Η Τουρκία και οι ΗΠΑ το γνωρίζουν αυτό και την προκαλούν εσκεμμένα. Με την ενέργεια αυτή, ο Ερντογάν έχει αναλάβει, για χάρη των Αμερικάνων, το βάρος της πρόκλησης της Ρωσίας. Δεδομένου ότι η τουρκική επέμβαση απέφυγε την άμεση σύγκρουση με τις Ρωσικές δυνάμεις, είναι εξαιρετικά αμφίβολο η Ρωσία να τσιμπήσει το δόλωμα, το οποίο θα σήμαινε άμεση εμπλοκή με τον Τουρκικό στρατό, υποστηριζόμενο από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ. Ο Πούτιν σίγουρα δε θα δεσμεύσει χιλιάδες ρωσικά στρατεύματα.
Παρά τη γελοία απεικόνιση του Πούτιν στα Δυτικά μέσα μαζικής ενημέρωσης, αυτός είναι πολύ προσεκτικός. Ξέρει, επίσης, όπως έχει επισημάνει αναλυτικά ο “The Saker”[1], ότι οι Ρωσικές δυνάμεις δεν μπορούν να συναγωνιστούν τις Αμερικανικές και ΝΑΤΟικές δυνάμεις σε μια ολομέτωπη σύγκρουση στην Συρία. Αν μη τι άλλο, η Ρωσία θα φέρει το ζήτημα αυτό στα Ηνωμένα Έθνη, και θα προσπαθήσει να το λύσει με βάση το διεθνές δίκαιο – πράγμα που δε θα λειτουργήσει φυσικά, αλλά θα επιτρέψει στη Ρωσία να αναβάλει, πιθανότατα για πάντα, οποιαδήποτε στρατιωτική απάντηση.
Φυσικά, ούτε στη Συρία ούτε στη Ρωσία αρέσει η υποχώρηση μπροστά σε αυτήν την άμεση στρατιωτική εισβολή εναντίον ενός κυρίαρχου κράτους. Αυτό είναι ακριβώς το είδος της εξαίρεσης, για την Αμερική και τους συμμάχους της, στο οποίο οι Ρώσοι, από τον καιρό της Λιβύης, έχουν αποφασίσει να αντισταθούν. Θα αναρωτιούνται: “Αν όχι εδώ, πού; Αν όχι τώρα, πότε;” Δεν έχει σημασία πόσο περιορισμένη είναι, η Τουρκική εισβολή θα αποδυναμώσει την Συρία, και αν παραμείνει για ακόμη κι ένα μικρό χρονικό διάστημα χωρίς στρατιωτικό κόστος για την Τουρκία, θα σημάνει πιθανότατα Τουρκικό έλεγχο αυτής της περιοχής για πολύ καιρό.
Οι πιθανότητες οποιασδήποτε στρατιωτικής αντίδρασης, αν η Τουρκία παραμείνει στις κουρδικές περιοχές, είναι επίσης εξαιρετικά ισχνές, γιατί ο Πούτιν είναι αρκετά έξυπνος για να γνωρίζει πως οτιδήποτε συμβαίνει στη Συρία, πολύ γρήγορα θα φέρει την Τουρκία, τις ΗΠΑ και τον Ερντογάν προσωπικά σε μειονεκτική θέση.
Υπάρχει αυτή η διεθνής αμηχανία προς το πρόσωπο της Τουρκίας και των ΗΠΑ για το γεγονός ότι εισέβαλαν σε μια ακόμη κυρίαρχη χώρα, αν και οι Αμερικανοί ηγέτες είναι, πιθανότατα, σίγουροι ότι μπορούν να ελέγξουν το στρόβιλο των μέσων ενημέρωσης πάνω σ’ αυτό το ζήτημα – στη Δύση τουλάχιστον. (Η στάχτη της Κριμαίας θα ρίχνεται συχνά, άσχετα, στα μάτια του κόσμου.)
Για την Τουρκία, το πραγματικό κόστος θα είναι το βάρος ενός πολέμου ενάντια σε έναν αντιστεκόμενο και οργανωμένο Κουρδικό πληθυσμό, καθώς και η κυριαρχία επί αυτού. Ο μετά-πραξικοπηματικός μήνας του μέλιτος του Ερντογάν θα τελειώσει γρήγορα και δυσάρεστα. Θα ενταθούν όλο και περισσότερο οι πράξεις αντίστασης των Κούρδων εθνικιστών, οι επιθέσεις ενάντια στα Τουρκικά συμφέροντα, καθώς και η αντιπολίτευση. Όλες οι αδυναμίες που υφέρπαν κάτω από το πραξικόπημα, θα εκραγούν ξανά με απρόβλεπτους τρόπους. Αντιδρώντας, ο Ερντογάν είναι βέβαιο ότι θα γίνει ακόμη πιο αυταρχικός απ’ ό,τι ήδη είναι, το οποίο δε θα βοηθήσει τις σχέσεις του με την Ευρώπη, ή την εικόνα του ΝΑΤΟ.
Και για την Αμερική επίσης, για όλους τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο να κρύβει πόσο ψεύτικοι είναι όλοι οι δήθεν λόγοι της για τον πόλεμο στην Συρία – ένα φθαρμένο πάπλωμα δικαιολογιών που προσπαθεί να συγκαλύψει μια ποντικοφωλιά κακών ηθοποιών. Θα είναι επίσης ένα ακόμα παράδειγμα στήριξης “κατεχόμενων εδαφών” στη Μέση Ανατολή, σε έναν -όλο και πιο ξεκάθαρα- δικτάτορα, σε μια χώρα με σοβαρή, οργανωμένη αντιπολίτευση. Οι διάφορες συμμαχικές Κουρδικές οργανώσεις των ΗΠΑ θα διασπαστούν – εκείνες που οι Αμερικανοί εξαγόρασαν ενάντια σ’ εκείνες που κρατούν μια στάση αρχών. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να πληρώσουν διάφορα υψηλά τιμήματα, ξανά και ξανά, για να διατηρήσουν κάτι που μοιάζει με υποφερτή κατάσταση στα κατεχόμενα Κουρδικά εδάφη και στην Τουρκία. Καλή τους τύχη.
Αυτές είναι οι εκτιμήσεις αν ο Ερντογάν μείνει σε ένα μίνιμουμ πρόγραμμα.
Η δεύτερη επιλογή του είναι να συμπλεύσει απόλυτα με την Αμερικανική επίθεση εναντίον της Συριακής κυβέρνησης και να προελάσει προς στρατηγικούς στόχους όπως είναι το Χαλέπι, επιτιθέμενος απευθείας στις Συριακές δυνάμεις. Ακόμη και αν αποφύγει την πρώτη επαφή με τις Ρωσικές δυνάμεις, όπως ο ίδιος και οι Αμερικανοί πιθανότατα να φροντίσουν, ο Ερντογάν θα πρέπει σε κάθε άλλη περίπτωση να προκαλέσει την Ρωσία μ’ έναν τρόπο που ο Πούτιν είναι απίθανο να μπορεί να αγνοήσει. Οι ΗΠΑ θα ήθελαν όσο τίποτα να αναγκάσουν τον Πούτιν να επιτεθεί στις Τουρκικές δυνάμεις, παρά στις Αμερικανικές, ώστε να μπορούν να ντύσουν την απάντησή τους με τα άμφια της υπεράσπισης του ασθενέστερου συμμάχου. Ακόμα καλύτερο θα ήταν να κάνουν το Ιράν να εμπλακεί και να σβηστεί από τον χάρτη στην πορεία.
Η επιδίωξη αυτής της επιλογής θα ήταν πάρα πολύ επικίνδυνη. Το κόστος για όλους, συμπεριλαμβανομένου του κόστους για τον Ερντογάν και για τον λαό της Τουρκίας και των ΗΠΑ, θα αυξανόταν εκθετικά.
Η σκηνή του Συριακού δράματος -ένα από τα πολλά- γεμίζει με συντελεστές απηυδισμένους με την αμερικανική αλαζονεία στην ευκολία που αλλάζουν τα καθεστώτα. Το Ιράν είναι ένας από τους συντελεστές αυτούς και ξέρει ότι είναι ο επόμενος στόχος, γι’ αυτό και θα είναι ακόμη λιγότερο διατεθειμένο να συμμορφωθεί με την οποιαδήποτε επέκταση αυτής της εισβολής. Και το Ιράν έχει το ίδιο δικαίωμα με την Τουρκία να βρίσκεται στη Συρία. Η Κίνα επιδιώκει στενότερη στρατιωτική συνεργασία με την Συρία και ήδη έχει στρατιωτικούς συμβούλους “στο έδαφος στη Συρία”. Κάπου, κάποια στιγμή, ορισμένες χώρες πρόκειται να αποφασίσουν ότι ήρθε η ώρα να αντισταθούν στην Αμερικανική ιδιαιτερότητα, με ό,τι επίπεδα ισχύος μπορούν να συγκεντρώσουν. Ένα σενάριο όπου το Ιράν δεσμεύει σημαντικές χερσαίες δυνάμεις στη Συρία, με τη Ρώσικη αεροπορική και την Κινεζική υλικοτεχνική υποστήριξη, δεν αποκλείεται. Οπότε, καταρρίπτοντας Ρωσικά αεροσκάφη και βυθίζοντας Κινεζικά πλοία, εισερχόμαστε πραγματικά σε άγνωστα, επικίνδυνα εδάφη, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο ενός περιφερειακού ή παγκοσμίου πολέμου, συμπεριλαμβανομένης μιας πυρηνικής σύγκρουσης.
Για το λόγο αυτό, υποθέτοντας ότι σκέφτεται λογικά, η πιθανότητα η Τουρκία να ρίξει το στρατό της απευθείας να ανατρέψει την Συριακή κυβέρνηση, είναι πολύ ισχνή. Αλλά τίποτα δεν αποκλείεται, ούτε με τον Ερντογάν, ο οποίος μπορεί να πιστεύει πολύ στην ημι-θεϊκή του κατάσταση της στιγμής, ούτε με τις ΗΠΑ, οι οποίες το έκαναν πάντα.
Πριν από τρία χρόνια, ο Λώρενς Γουίλκερσον, Αρχηγός του Επιτελείου του Κόλιν Πάουελ, εξέθεσε είτε τις προ-αισθητικές του δυνάμεις, είτε το γεγονός ότι όλοι στο βαθύ κράτος γνωρίζουν εδώ και πολύ καιρό ποια σχέδια ήταν σε κίνηση, και τους κινδύνους που αυτά συνεπάγονταν:
Θα μπορούσα να σκιαγραφήσω ένα σενάριο όπου ξεκινάμε μια ζώνη απαγόρευσης πτήσεων του ΝΑΤΟ πάνω από την Συρία και καταλήγουμε, ένα ή δύο χρόνια αργότερα, με έναν γενικό περιφερειακό πόλεμο, κι έπειτα από ένα ή δύο χρόνια ακόμη, πολλοί μεγάλοι παίκτες ενδεχομένως να πολεμάνε ο ένας τον άλλο, πρώτα δι’ αντιπροσώπων και στη συνέχεια με τα στρατεύματά τους… Δεν θα εκπλαγώ αν δω τους Ρώσους… να αρχίσουν να πουλούν τους πιο εξελιγμένους πυραύλους αεράμυνάς τους στην Συρία. Στη συνέχεια, θα αρχίσουν να καταρρίπτουν αεροσκάφη του ΝΑΤΟ – όχι ένα ή δύο, αλλά πολλά απ’ αυτά.
Είπα μήπως αυτή η κατάσταση ήταν άσχημη για όλους; Όχι ακριβώς. Υπάρχει ένας συντελεστής για τον οποίον είναι ευλογία. Το Ισραήλ είναι ευτυχισμένο με οτιδήποτε προκαλεί το χάος, τη σύγχυση και τη διαίρεση στα αραβικά και μουσουλμανικά κράτη της περιοχής, και ανάμεσά τους, και αυξάνει την πιθανότητα της Αμερικανικής στρατιωτικής συμμετοχής στην καταστροφή της Συρίας και του Ιράν.
(Ίσως ακόμη και η Τουρκία και η Σαουδική Αραβία, για τον ίδιο λόγο. Η ίδια πηγή πληροφοριών που είπε στον Πάμπλο Εσκομπάρ ότι το Τουρκικό πραξικόπημα δεν θα μπορούσε να συμβεί, χωρίς το πράσινο φως από την Αμερική, λέει: “Το ίδιο πράγμα είχε προγραμματιστεί για την Σαουδική Αραβία τον Απρίλιο του 2014, αλλά αποκλείστηκε από τα υψηλότερα κλιμάκια της Ουάσιγκτον χάρη σε έναν φίλο της Σαουδικής Αραβίας.” Κανείς δε θα εκπλαγεί αν ο Ερντογάν μάθει μια μέρα, αυτό που οι Κούρδοι εξάδελφοί του μόλις έμαθαν, αυτό που θάπρεπε να είναι προφανές σε όλους: Υπάρχει μόνο μία αληθινή αγάπη, μια χώρα στην περιοχή για την οποία οι ΗΠΑ είναι ένας αξιόπιστος σύμμαχος – και αυτή δεν είναι ούτε η Σαουδική Αραβία, ούτε η Τουρκία.)
Όπως έχω πει πολλές φορές στο παρελθόν, εκείνοι που πιστεύουν ότι όλη αυτή η συνεχής ανάδευση του πολέμου μεταξύάσπονδων φίλων δεν έχει κανένα νόημα, πρέπει να καταλάβουν ότι υπάρχουν και εκείνοι για τους οποίους έχει. Η Αμερικανική πολιτική στην περιοχή είναι τελείως ασυνάρτητη, μέχρι να γίνει αντιληπτός ο βαθμός στον οποίο είναι πολιτική του Ισραήλ. Είναι ένα πρόγραμμα που αναπτύχθηκε πάνω από τριάντα χρόνια πριν, στο Σχέδιο Γινόν, το οποίο εξέφραζε ξεκάθαρα “την Σιωνιστική ελπίδα ότι τα θρησκευτικά σεχταριστικά κράτη θα γίνουν δορυφόροι του Ισραήλ” και ειρωνικά, “η πηγή της ηθικής του νομιμοποίησης”. Επαναλήφθηκε νωρίτερα φέτος από τον Ισραηλινό Υπουργό Άμυνας Μοσέ Για’αλόν ο οποίος είπε ότι “προτιμά το ISIS” στην Συρία απ το Ιράν και την Χεσμπολάχ – επαναλήφθηκε ξανά πριν από λίγες εβδομάδες από έναν Σιωνιστή θεωρητικό που, σε ένα έγγραφο με τίτλο “Η Καταστροφή του Ισλαμικού Κράτους είναι ένα Στρατηγικό Λάθος” αποκάλεσε το ISIS “ένα χρήσιμο εργαλείο” και υπενθύμισε στο ακροατήριό του ότι: “Η σταθερότητα… είναι επιθυμητή μόνο αν εξυπηρετεί τα συμφέροντά μας.” Πραγματοποιείται στην πράξη, με το Ισραήλ να παρέχει νοσοκομεία για τζιχάντιστές αντάρτες, τα οποία φτιάχτηκαν για να “εξασφαλίσουν την ασφαλή επιστροφή τους” (στη μάχη, φυσικά).
Όπως είπε ο Όργουελ: Ο πόλεμος δεν αποσκοπεί στο να κερδηθεί – αποσκοπεί στο να είναι διαρκής.
Αλήθεια, ποιος το επιθυμεί αυτό; Εκτός βέβαια, από τη βιομηχανία όπλων, η οποία βγάζει δισεκατομμύρια απ’ αυτήν την ιστορία. Έχει ο Αμερικανικός λαός απαιτήσει πόλεμο ενάντια στην Συρία; Συντηρητικοί και φιλελεύθεροι παρεμβατιστές -τον τελευταίο καιρό ο Ρότζερ Κοέν και ο Νίκολας Κριστόφ κυρίως- προσπαθούν να παρουσιάσουν έτσι το ζήτημα εδώ και χρόνια. Αλλά γιατί; Από την άποψη των αμερικανικών ιδίων συμφερόντων, η Συρία δεν αποτελεί κίνδυνο – ο Άσαντ συμμετείχε στην αμερικανική επίθεση στο Ιράκ το 1991 και φυλάκισε και βασάνισε υπόπτους για χάρη της Αμερικής στον απόηχο της 9/11. Η άποψη ότι βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον πόλεμο, μαζί με την Σαουδική Αραβία και την “καλή αλ-Κάιντα”, για την προώθηση της δημοκρατίας, την ήττα του ISIS ή για να σώσουμε τα παιδιά, είναι προφανώς ασυνάρτητη και ανέντιμη. Εάν, ωστόσο, έχετε στο νου σας, τον συχνά αναφερόμενο αλλά σπάνια περιγραφόμενο λόγο -να συνεχίσει να βράζει η κατσαρόλα και να δημιουργείται αστάθεια που να εξυπηρετεί τα συμφέροντά “μας”- το πράγμα γίνεται σαφές και κατανοητό. Και καταλαβαίνετε ότι τα πάντα σχετικά μ’ αυτό -από το Ιράκ μέχρι την Λιβύη, την Συρία, και από την αλ-Κάιντα μέχρι το ISIS και την Αλ Κάιντα 2- είναι μία συντριπτική επιτυχία.
Με τον πολλαπλασιασμό των αντιφατικών ενεργειών, όπως η αμερικανο-τουρκική εισβολή, είναι όλο και πιο δύσκολο να μην παρατηρηθεί ένα συνεπές “συμφέρον”. Ο Ρότζερ Βαν Ζβάνενμπεργκ, ιδρυτής του ZedPress, παρατήρησε σ’ ένα περσινό δοκίμιό του με την προφανή ερώτηση: “Γιατί λοιπόν οι μεγάλες δυνάμεις συνεχίζουν αυτές τις πολιτικές;… Είναι η θεωρία της αποτυχίας… πραγματικά αρκετή για να εξηγήσει το χάος που βιώνουμε και πραγματικά εκτελούνται οι εξωτερικές μας πολιτικές από ηλίθιους;” Συνέχισε κάνοντας παρατηρήσεις σχετικά με το Σχέδιο Γινόν, και “πόσο κοντά είναι το Ισραήλ με τις ΗΠΑ”, και ότι “δεν υπάρχουν άλλες αδελφικές σχέσεις σαν αυτών των εθνών στον κόσμο. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αμερικανική πολιτική προς τη Μέση Ανατολή και η πολιτική του Ισραήλ στην περιοχή συντονίζονται ισχυρά.” Μία αληθινή αγάπη.
Υπάρχει ένα τυφλό σημείο στον τρόπο σκέψης πολλών Αμερικανών, συμπεριλαμβανομένων σίγουρα των μορφωμένων φιλελευθέρων, οι οποίοι γνωρίζουν πολύ καλά ότι το αμερικανικό βαθύ κράτος και ο μηχανισμός εξωτερικής πολιτικής κατοικείται από κάτω ως πάνω με προσωπικό για το οποίο δεν υπάρχει μεγαλύτερο συμφέρον να εξυπηρετηθεί απ’ αυτό του Ισραήλ και του Σιωνιστικού σχεδίου. Ξέρουν, και κατά πάσα πιθανότητα αναγνωρίζουν, ότι οι ΗΠΑ δε θα κάνουν τίποτα στη Συρία, χωρίς να διαβεβαιώσουν τους Ισραηλινούς ότι το αποτέλεσμα θα είναι ένα καθαρό όφελος γι’ αυτούς. Εάν πιεστούν να σκεφτούν, ίσως καταλάβουν και αναγνωρίσουν πως αυτό σημαίνει ipso facto ότι ολόκληρη η διαδικασία της παρέμβασης θα πρέπει να συντονίζεται από το Ισραήλ από την πρώτη μέρα και καθ’ όλη τη διάρκεια. Αλλά αυτό που ποτέ δε θα επιτρέψουν στον εαυτό τους να σκεφτούν, ασχέτως του πόσο καλά αυτό εξηγεί τα πάντα, είναι η αληθοφανής πρόταση πως, σε αυτήν την πολιτική κουλτούρα που μπορεί να αποτυπωθεί ως “είμαι μονοθεματικός άνθρωπος και το μόνο μου θέμα είναι το Ισραήλ”, τα συμφέροντα του Ισραήλ ήταν παρόντα και υψίστης σημασίας από την αρχή, ένας πρωταρχικός λόγος για την Αμερικανική πολιτική στη Συρία και την Μέση Ανατολή από, τουλάχιστον, τον πόλεμο στο Ιράκ.
Αν οι Αμερικάνοι δεν αρχίσουν να έρχονται αντιμέτωποι με όλα τα συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από τον πόλεμο με την Συρία, αν πιστεύουν στις ψεύτικες ρητορείες που “πωλούνται” σχετικά με τον πόλεμο και συνεχίσουν να αποδέχονται τις απερίσκεπτες στρατιωτικές επιχειρήσεις, όπως αυτήν της Τουρκικής εισβολής, εικάζοντας πως η επιθετικότητα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους δε θα κοστίσει τίποτα στο εσωτερικό τους, θα λάβουν ένα ακριβό και θανατηφόρο ξύπνημα στο τέλος. Δυστυχώς, ο συνδυασμός της πρακτικής του στρουθοκαμηλισμού των ψευδόμενων MME, της υπεροψίας των ελίτ και της λαϊκής χαλαρότητας με την οποία έχουν υποδεχτεί τα τελευταία γεγονότα, κάνουν πολύ πιθανό το σενάριο μιας τέτοιας έκβασης.
31 Αυγούστου 2016
Μετάφραση Γ. Σιμ., ΝΑΛ
* Ο Τζιμ Κάβαναεκδίδει το The Polemicist (Ο Πολέμιος).
[1] “The Saker” είναι το ψευδώνυμο ενός κορυφαίου Αμερικανού στρατιωτικού αναλυτή που ζει στη Φλόριντα.