Της Ζαχαρούλας Γιασεμή
Μέρος 2ο (τελευταίο)
Το 1892-1940 λόγιες Αιγυπτίες, οι οποίες είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν δυτικό πολιτισμό και τα γράμματα και έχοντας ως πρότυπο το φεμινιστικό κίνημα της Δύσης στράφηκαν προς την έκδοση γυναικείων περιοδικών στα οποία δημοσίευαν ποιήματα, πεζογραφία, άρθρα για τα δικαιώματα των γυναικών, για τη μόρφωση, τη μόδα, την υγιεινή και την χειροτεχνία. (το κορίτσι, το γυναικείο φύλο, η οικογένεια, το λουλούδι, η όμορφη γυναίκα, η ευτυχία, η ελπίδα, το μέλλον, η πρόοδος) Το παράδειγμα αυτό ακολούθησαν και σε άλλες χώρες του ισλαμικού κόσμου όπως είναι ο Λίβανος, η Συρία και το Ιράκ. Σχεδόν παράλληλα η ποίηση και η λογοτεχνία αποτέλεσαν δυο ακόμη μορφές έκφρασης των γυναικών διαμέσου των οποίων προσπαθούσαν να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε να αναπτυχθεί η φεμινιστική τους αφύπνιση. Αυτή την περίοδο ξεκίνησε και μια εκστρατεία με σκοπό την υπεράσπιση του δικαιώματος των γυναικών να υπογράφουν με το όνομα τους χρησιμοποιώντας το επιχείρημα ότι το ισλαμικό δίκαιο το επιτρέπει. Παρολ’ αυτά η χρήση ψευδωνύμων εξακολουθεί και εμφανίζεται σε πολλές αραβικές χώρες. Η έκδοση μεγάλου αριθμού περιοδικών βοήθησε σημαντικά στο να δραστηριοποιηθούν οι γυναίκες και να προσπαθήσουν για την επίτευξη καλύτερων συνθηκών διαβίωσης. Παράλληλα όμως αποτέλεσε και μία αμφίδρομη γέφυρα επικοινωνίας «Ανατολής» και «Δύσης» με την έκδοση μεταφρασμένων κειμένων της Δύσης.
Στις αρχές του 20ου αιώνα οργανώθηκε από γυναίκες ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων της Αιγύπτου το πρώτο γυναικείο κίνημα της Ανατολής. Τα μέλη του κινήματος τα οποία δρούσαν κυρίως μέσω του ακτιβισμού που ήταν άμεσα συνδεδεμένος με τη προσφορά και τη φιλανθρωπία είχαν σκοπό να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των γυναικών. Στη συνέχεια δημιούργησαν ακτιβιστικές οργανώσεις – ενώσεις οι οποίες κινητοποιούνταν διεκδικώντας το δικαίωμα της ψήφου, της μόρφωσης και της εργασίας. Στις επιτυχίες αυτού του κινήματος συγκαταλέγεται η εμφάνιση των πρώτων γυναικών δασκάλων σε σχολεία της Αιγύπτου και η αλλαγή του ορίου ηλικίας γάμου των κοριτσιών από 13 σε 16 χρόνια.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 εμφανίστηκε ένα νέο ρεύμα, αυτό του «λαϊκού φεμινισμού», το οποίο ενισχύθηκε κυρίως από γυναίκες της μεσαίας τάξης και υποστηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό από τους φοιτητές και το εργατικό κίνημα. Οι υποστηρικτές του λαϊκού φεμινισμού μπήκαν ενεργά στο προσκήνιο προγραμματίζοντας μία νέα εκστρατεία που είχε ως θέμα τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών και την οικονομική και κοινωνική ελευθερία τους στις αστικές και αγροτικές περιοχές. Το 1944 εμφανίστηκε και το Εθνικό Φεμινιστικό Κόμμα με βασική διεκδίκηση την ισότητα των φύλων σε όλους τους τομείς αλλά και η άδεια μετ’ αποδοχών για τις εργαζόμενες μητέρες ενώ ήταν και η πρώτη οργάνωση που ασχολήθηκε με το ζήτημα των αμβλώσεων .
Παρόμοιες προσπάθειες πραγματοποιήθηκαν στην συνέχεια και στις χώρες του Μαγρέμπ, (Τυνησία, Μαρόκο και Αλγερία) οι οποίες κατά τη δεκαετία του 1940 δημιούργησαν οργανώσεις οι οποίες καλούσαν τις γυναίκες να αγωνιστούν κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας και για την διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους. Σ’ αυτές τις προσπάθειες συνέβαλλαν σημαντικά και νεοϊδρυθέντα κομμουνιστικά Κόμματα της περιοχής, τα οποία επιχείρησαν να συνδέσουν την γυναικεία χειραφέτηση με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα των χωρών αυτών.
Η δεκαετία του 1940, αποτέλεσε περίοδο δραστηριοποίησης και στις άλλες αραβικές χώρες. Σ’ αυτό συνετέλεσε και η δημιουργία Κομμουνιστικών Κομμάτων στην περιοχή.
Το 1943 ιδρύθηκε από το Κομμουνιστικό Κόμμα η «Ένωση Αλγερινών Γυναικών». Τα μέλη της καλούσαν τις γυναίκες να αγωνιστούν κατά της γαλλικής αποικιοκρατίας έχοντας την πεποίθηση ότι διαμέσου της ανεξαρτησίας της χώρας θα αναβαθμιζόταν και η θέση της γυναίκας στην Αλγερία.
Αντιστοίχως η οργάνωση του γυναικείου κινήματος στο Μαρόκο ξεκίνησε το 1944 και σημαδεύτηκε από την απόφαση μιας μερίδας γυναικών της χώρας να αποχωριστούν την καλύπτρα (μαντίλα). Οι πρώτες γυναικείες οργανώσεις που ιδρύθηκαν προσπάθησαν να αφυπνίσουν τις γυναίκες να αγωνιστούν υπέρ της εθνικής ανεξαρτησίας από τους Γάλλους αποικιοκράτες και να ασχοληθούν με την φιλανθρωπία.
Την ίδια χρονιά δημιουργήθηκε από μέλη κουμμουνιστικού κόμματος η «Ένωση Μαροκινών Γυναικών», η οποία προσπαθούσε να ευαισθητοποιήσει τις γυναίκες να κινητοποιηθούν και να συμβάλουν δυναμικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Το γεγονός όμως ότι οι επικεφαλής της «Ένωσης Μαροκινών Γυναικών» ήταν γαλλικής και ιουδαϊκής καταγωγής, όπως επίσης και το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν ποτέ στο εθνικό-απελευθερωτικό κίνημα του Μαρόκου, αποτέλεσε την αιτία του εκφυλισμού του ενωτικού εγχειρήματος και στη διάλυση του.
Με αφορμή την δημιουργία της «Ένωσης Μαροκινών Γυναικών» το κόμμα Istiqlal «Ανεξαρτησία» οργάνωσε τη δική του ένωση γυναικών. Επρόκειτο για ένα κόμμα, το οποίο συνέδεε το εθνικό με το γυναικείο κίνημα.
Την ίδια δεκαετία κινητοποιήθηκαν οι γυναίκες του Κουβέιτ, του Λιβάνου και του Ιράκ και την δεκαετία του 1950 οι γυναίκες του Μπαχρέιν.
Το 1956 ήταν έτος ορόσημο για το φεμινιστικό κίνημα της Αιγύπτου, καθώς, έπειτα τον δυναμικό αγώνα τόσων ετών, κατακτήθηκε το δικαίωμα της ψήφου και της ενεργής συμμετοχής των γυναικών στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Η υγειονομική περίθαλψη και η μόρφωση παρεχόταν δωρεάν προς όλες τις κοινωνικές τάξεις. Το ίδιο αφορούσε και στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Την ίδια περίοδο όμως, στο πλαίσιο της πατριαρχικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης, στοχοποιούνταν το φεμινιστικό κίνημα και καταστέλονταν τα ανεξάρτητα πολιτικά σχήματα και οι γυναικείοι οργανισμοί.
Μετά την επιτυχία του αιγυπτιακού φεμινιστικού κινήματος αναφορικά με τα πολιτικά κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών, ακολούθησε το παράδειγμα του και το αντίστοιχο κίνημα στο Πακιστάν (1956) και, στην Τυνησία (1959).
Παρόλο που οι νικηφόροι αγώνες των γυναικών συνέβαλαν στην κοινωνική πρόοδο των γυναικών, κατά τη δεκαετία του 1970 μερίδα ισλαμιστών αντέδρασε στα δυτικότροπα νέα ήθη και επέβαλε την επιστροφή της γυναίκας στην οικία. Σ’ αυτό συντέλεσαν πολιτικοί παράγοντες, όπως η Αραβοισραηλιτική διαμάχη και η επιφυλακτική στάση που κρατούσαν οι Μεγάλες Δυνάμεις προς τον αραβικό κόσμο (κυρίως προς την Παλαιστίνη), που ώθησαν τους ισλαμιστές στην απόρριψη κάθε δυτικού στοιχείου.
Τέλος, αρμόζει ιδιαίτερη μνεία στην πορεία του φεμινιστικού κινήματος στο Ιράν. Η πρώτη απόπειρα συγκρότησης γυναικείου κινήματος τοποθετείται το 1906. Παρόλα αυτά, η ουσιαστική ενασχόληση και διεκδίκηση των Ιρανών με τα δικαιώματά τους (οικογενειακά, κληρονομικά, κοινωνικά, πολιτικά κ.λπ.) συντελέστηκε σταδιακά κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν με τη δημιουργία γυναικείων οργανώσεων.
Οι Ιρανές, υπό το καθεστώς του Σάχη, έως το 1978 είχαν καταφέρει την κατάκτηση μιας σειράς δικαιωμάτων και ελευθεριών, όπως την απομάκρυνση του τσαντόρ και της καλύπτρας (μαντίλας), την διεκδίκηση θέσεων εργασίας στο δημόσιο τομέα (δυνατότητα εργασίας στο αστυνομικό, δικαστικό και το διπλωματικό σώμα). Επίσης, κατέκτησαν το δικαίωμα του εκλέγειν (1963) και εκλέγεσθαι. Μετά την ιρανική επανάσταση του Αγιατολάχ Χομεϊνί το 1979 ακολούθησε μια περίοδος κατά την οποία τα κεκτημένα δικαιώματα των γυναικών καταστρατηγούνται και αφαιρούνται, με αποτέλεσμα την επαναφορά των προηγούμενων δυσμενών όρων ύπαρξης τους. Η πολεμική ρητορική των ισλαμιστών εναντίον των αλλόθρησκων δυτικών και η νίκη του Ιράν στον πόλεμο επί του Ιράκ, ο οποίος θεωρήθηκε -και όχι άδικα- ξενοκίνητος, αύξησε εν μέρει την εκτίμηση του αραβικού κόσμου προς το καθεστώς του Χομεϊνί και δυσχέρανε ακόμη περισσότερο την προσπάθεια προώθησης οποιωνδήποτε μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν «δυτικότροπες».
Απόρροια αυτών των εξελίξεων ήταν η τάση αποκλεισμού των γυναικών από την δημόσια σφαίρα. Αυτή η τάση εμφανίστηκε έπειτα και σε άλλες αραβικές χώρες. Αναμφίβολα αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε ανασταλτικό -έως κατασταλτικό θα λέγαμε- παράγοντα για ολόκληρο το φεμινιστικό κίνημα, αφού αναίρεσε τους αγώνες δεκαετιών που στόχευαν στην κοινωνική δικαιοσύνη, την κοινωνική ισότητα και την αποκατάσταση της θέσης της γυναίκας στις ισλαμικές κοινωνίες, που θεωρούνταν κατώτερη. Παρόλες τις αντιξοότητες, ομάδες γυναικών διαμέσου διάφορων φεμινιστικών – ακτιβιστικών οργανώσεων εξακολουθούν μέχρι τις μέρες μας να διεκδικούν τα δικαιώματα τους. Ζωντανό παράδειγμα αποτελούν ο ακτιβισμός των γυναικών που λαμβάνει χώρα στην Αίγυπτο μέχρι και σήμερα, καθώς και σε άλλες χώρες του μουσουλμανικού κόσμου.
Το εναλλακτικό είδος του ισλαμικού φεμινισμού που εμφανίστηκε την τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα ήρθε για να ανατρέψει τα δεδομένα στην ιστορία του φεμινισμού. Ο ισλαμικός φεμινισμός είναι ένα κίνημα, το οποίο προκαλεί το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Δημιουργήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 από μουσουλμάνες γυναίκες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Ασίας και παράλληλα από μουσουλμάνες μετανάστριες της Δύσης και είχε σκοπό την εξάλειψη της ανισότητας των φύλων, την αναβάθμιση της θέσης των γυναικών –εντός των μουσουλμανικών κοινωνιών- και την απόκτηση κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων. Η νεοτερικότητα που εισάγει ο ισλαμικός φεμινισμός είναι συνδυασμός του θρησκευτικού και του κοσμικού λόγου. Στο κίνημα του ισλαμικού φεμινισμού προέκυψαν δύο τάσεις: ο θρησκευτικός και ο κοσμικός μουσουλμανικός φεμινισμός. Παρότι οι δύο τάσεις του μουσουλμανικού φεμινισμού αφορμούν από μία διαφορετική ιδεολογία, εντούτοις μάχονται από κοινού για την επίτευξη των κοινών στόχων. Η συνεργασία, η ενότητα και ο αλληλοεπηρεασμός ιδεών είναι αρχές οι οποίες διακρίνουν το μουσουλμανικό φεμινιστικό κίνημα. Αυτός είναι ο λόγος που καθίσταται δύσκολη η διάκριση πολλές φορές και η κατάταξη των μουσουλμάνων φεμινιστριών σε κάποια από τις δύο τάσεις.
Οι μουσουλμάνες φεμινίστριες θεωρούν ότι το Ισλάμ είναι μία θρησκεία, η οποία ευνοεί τις γυναίκες και δεν τις υποβαθμίζει αφού τους προσφέρει δικαιώματα. Γι’ αυτό τάσσονται κατά της πατριαρχικής ερμηνείας των θρησκευτικών πηγών του 7ου αι και έπειτα, διότι πιστεύουν ότι συντελεί στη διαστρέβλωση της θεολογίας του Ισλάμ, όπως επίσης ότι μεροληπτεί υπέρ της κυριαρχίας των αντρών και της υποταγής των γυναικών σε αυτούς. Η συγκεκριμένη τάση του φεμινισμού έχει ως βασική της ιδέα ότι διαμέσου της θρησκείας θα επιτευχθεί η χειραφέτηση των μουσουλμάνων γυναικών. Η κύρια μεθοδολογία τους είναι η επανερμηνεία των κορανικών εκείνων χωρίων που αφορούν στις σχέσεις των φύλων.
[ενδεικτικά χωρία, τα οποία σύμφωνα με τις μουσουλμάνες φεμινίστριες προβάλουν την ανδρική υπεροχή (π.χ. χωρία που περιγράφουν τη δημιουργία των πρωτόπλαστων και τη ζωή τους στον κήπο της Εδέμ) άλλα που φανερώνουν την ισότητα των φύλων (π.χ. χωρία που παρουσιάζουν άντρες και γυναίκες το ίδιο υπεύθυνους για τις πράξεις τους), και αλλά τα οποία κατοχυρώνουν δικαιώματα των γυναικών (π.χ. χωρία που κατοχυρώνουν στις γυναίκες το δικαίωμα απόκτησης μεριδίου από την πατρική και συγγενική περιουσία ή κληρονομιά).]
Αντιθέτως οι κοσμικές φεμινίστριες, φανερά επηρεασμένες από ιδέες προερχόμενες από τη Δύση, (καθώς επίσης είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό και από το περιβάλλον τους και από τις προοδευτικές ιδέες ανδρών μεταρρυθμιστών όπως του Muhammad Abdul και του Κεμάλ Ατατούρκ) θεωρούν ότι το Ισλάμ είναι ασύμβατο με τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι εκπρόσωποι αυτής της τάσης δρουν κυρίως μέσω του δημόσιου ακτιβισμού, κινητοποιήσεις, υπέρ της ανεξαρτησίας των γυναικών, της αναγνώρισης των δικαιωμάτων τους και της τήρησης της ισότητας των φύλων στη δημόσια σφαίρα. Συχνά επικαλούνται το διεθνές δίκαιο, όπως και Διεθνείς Διατάξεις – Συμβάσεις εγκεκριμένες από τον ΟΗΕ, οι οποίες αποσκοπούν στην εξάλειψη κάθε είδους διάκρισης κατά των γυναικών, αναγνωρίζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ισότητα των δύο φύλων. Επιπρόσθετα, επιδιώκουν το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του θεοκρατικού καθεστώτος σε ένα σύγχρονο εκκοσμικευμένο κράτος, το οποίο θα βασίζεται σε δημοκρατικούς θεσμούς και νόμους και όχι στον ισλαμικό νόμο. Το ενδιαφέρον των ερευνητών εστιάζει στην τάση του κοσμικού φεμινισμού που αρθρώνει μια επιχειρηματολογία στην οποία συνδυάζονται φιλελεύθερες κοσμικές ιδέες με μουσουλμανικές καθώς οι κοσμικες φεμινιστριες σέβονται τη θρησκεία και χρησιμοποιούν και επιχειρήματα τα οποία προέρχονται από τις πηγές του Ισλάμ.
Οι μουσουλμάνες φεμινίστριες παρότι επωμίζονται τις συνέπειες της ανισότητας που δεσπόζουν στις κλειστές μουσουλμανικές κοινωνίες, συνεχίζουν να αγωνίζονται για την εκπλήρωση των διεκδικήσεων τους, αποτινάζοντας το παραδοσιακό πρότυπο ζωής που τους επιβάλλεται. Ευελπιστούν σε ένα καλύτερο αύριο, όπου οι γυναίκες θα καταφέρουν να ξεπεράσουν τις κοινωνικές συμβάσεις και διαμέσου των επιλογών τους θα ορίζουν την ζωή τους.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως από τις απαρχές των εκρηκτικών διαδηλώσεων στη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, οι γυναίκες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διοργάνωση των συγκεντρώσεων, τη μεταφορά πληροφοριών σε διεθνή μέσα ενημέρωσης και τη φροντίδα των τραυματιών. Πολλές διαδηλώτριες υπέστησαν παρενοχλήσεις, κακομεταχείριση, συλλήψεις και βασανιστήρια, επειδή άσκησαν τα θεμελιώδη δικαιώματα της συνάθροισης και της ελεύθερης έκφρασης.
Έχοντας παρακολουθήσει τις επιτυχίες αλλά και τα αδιέξοδα του κοσμικού φεμινισμού στη Δύση αναμένουμε να δούμε τα αποτελέσματα του κινήματος του ισλαμικού φεμινισμού, του οποίου ο αγώνας βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη. Αναμφίβολα όμως, αν αγώνας αυτός παραμείνει στο πεδίο της ακτιβιστικής δράσης, απομονωμένος και χωρίς σύνδεση με ένα ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο είναι σίγουρο ότι δεν θα επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, με τον ίδιο τρόπο που δεν τα επέφερε και στην δύση.
Τα πρόσφατα γεγονότα της αραβικής «άνοιξης» σε πολλά μουσουλμανικά κράτη (Αίγυπτος, Τυνησία, Λιβύη, Συρία κ.α.) έφεραν στο διεθνές προσκήνιο τις κινητοποιήσεις των γυναικών και την δυναμική τους παρουσία εντός τόσο των επιμέρους κοινωνιών στις οποίες διαβιούν όσο και στο σύνολο του αραβοϊσλαμικού κόσμου και κατέδειξαν ότι η γυναικεία χειραφέτηση είναι αλληλένδετη με την καθολική ανθρώπινη χειραφέτηση.