Το άρθρο Η τέχνη στα σταυροδρόμια (ART AT THE CROSSROADS), του σουρεαλιστή ποιητή και τροτσκιστή Νικόλα Κάλα, γραμμένο πιθανότατα τη δεκαετία 1940-50, έχει θέμα την κατάσταση και τις προοπτικές της τέχνης και της κριτικής της. Ο Κάλας, στο σταυροδρόμι της εποχής, την περίοδο του Δεύτερου Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, αναλύει τις τάσεις της σύγχρονης τέχνης όπως αυτές διαμορφώθηκαν στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Στο άρθρο του, πέρα από μια επισκόπηση του έργου ρευμάτων και καλλιτεχνών της μοντέρνας τέχνης, ο Κάλας αναπτύσσει τον προβληματισμό για τη σχέση κοινωνικής κρίσης και τέχνης.
Η ΤΕΧΝΗ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ
Νικόλας Κάλας
Σε τέτοιους καιρούς όπως οι σημερινοί το μέλλον μοιάζει πιο αβέβαιο και εμείς νιώθουμε περισσότερο την ανάγκη να μάθουμε τι πρόκειται να συμβεί. Τα χρόνια της κρίσης είναι χρυσές μέρες για τους μάντεις! Δεν είναι με το διάβασμα των τραπουλόχαρτων που το μέλλον μπορεί να αποκαλυφθεί· ο καλός ιστορικός παραμένει ο καλύτερος προφήτης. Αν στην οικονομική ζωή ανακαλύπτουμε τις αιτίες των πολιτικών αντιδράσεων του κόσμου, μόνο με τη βαθιά μελέτη των πιο αντιπροσωπευτικών έργων της τέχνης μπορούμε να ελπίσουμε να καταλάβουμε τις συναισθηματικές τάσεις μιας ορισμένης εποχής. Όταν η περίοδος που μελετούμε είναι η δική μας, τότε τα αισθήματα που τα έργα της τέχνης αποκαλύπτουν, μας βοηθούν να συλλάβουμε το μήνυμα των επιθυμιών, των φόβων και των παθών όλων των ειδών, που μορφοποιούν τη ζωή μας. Από την άλλη πλευρά, μια ακριβής διάγνωση αυτού που μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως η ιδιοσυγκρασία του καιρού μας, μας βοηθά στις προσπάθειές μας να βρούμε ένα δρόμο προς ένα καλύτερο μέλλον. Η κοινωνική λειτουργία του καλλιτέχνη είναι να εκφράσει τα αισθήματα της συλλογικότητας στην οποία ανήκει. Αυτοί που κατανοούν την τέχνη του καιρού τους παραμένουν κοντύτερα στις δημιουργικές ενέργειες και συνεπώς νιώθουν πιο επιτακτικά την παρακίνηση να γίνουν και οι ίδιοι δημιουργικοί. Όταν οι βασιλιάδες είχαν αληθινή εξουσία και έπαιζαν έναν αποφασιστικό ρόλο στα πολιτικά, κάποιοι από τους πιο προωθημένους καλλιτέχνες που ζούσαν στα παλάτια, απεικόνιζαν πρίγκιπες και έγραφαν για ευγενείς. Ο καλλιτέχνης σήμερα στρέφεται στον ισχυρό βιομήχανο για βοήθεια και ενθάρρυνση και από τη στιγμή που η παραγωγή ρούχων έχει μετατραπεί σε βιομηχανία, οι μόδιστροι παίζουν, ή έπαιζαν τουλάχιστον, στο Παρίσι μέχρι χτες, το ρόλο που προηγουμένως ήταν προνόμιο των εκλεκτών των βασιλιάδων.
Αν κοιτάξουμε πίσω στην τέχνη και την λογοτεχνία των τελευταίων δεκαετιών συνολικά, πιστεύω εύκολα θα ανακαλύψουμε ότι οι δύο κύριες τάσεις που υπήρξαν πειραματίστηκαν με το πρόβλημα μάζα ή ασυνείδητο. Αυτές οι τάσεις αποτελούν τους δύο αντίθετους πόλους έλξης που μας απομάκρυναν από τον Ήρωα, την κεντρική μορφή στην τέχνη και τη λογοτεχνία τον καιρό του ανθρωπισμού και του κλασικισμού.
Η τάση του ανθρώπου να διαλύσει την προσωπικότητά του μέσα σε κίνημα κοινωνικής ομάδας, αρχικά εκφράστηκε στον μοντέρνο κόσμο από τον Γουώλτ Γουίτμαν. Θα είναι δύσκολο να υπερβάλλουμε ως προς την επιρροή αυτού του μεγάλου ποιητή, όχι μόνο στην διεθνή λογοτεχνία αλλά επίσης στην πολιτισμική τάση του καιρού μας γενικά. Ο Γουίτμαν είναι ο πρόδρομος όλων των σχολών της ζωγραφικής ή της ποίησης που προκρίνουν, περισσότερο ή λιγότερο ανοιχτά, την πρωταρχικότητα της μάζας. Αυτό ισχύει για τους φουτουριστές, τους εξπρεσιονιστές, τους θιασώτες της προλεταριακής τέχνης. Τα ποιήματα του Ρώσου Μαγιακόφσκυ ή οι τοιχογραφίες του Ριβέρα, δε θα ήταν ό,τι είναι αν το «Salutaumonde» (Γεια σου Κόσμε) δεν είχε γραφτεί.
Κάθε κίνημα προκαλεί το αντίθετό του και στη διάλυση της προσωπικότητας στη μάζα, άλλοι ποιητές αντέταξαν την διάλυση του ανθρώπου στον εσώτατο εαυτό του. Ο Πόε ήταν φυσικά ένας μεγάλος πρόδρομος αυτής της τάσης, αλλά είναι συμπτωματικό ότι ο συγγραφέας των Φανταστικών Ιστοριών ανακαλύφτηκε πρώτα στη Γαλλία, όπου αυτό το κίνημα επρόκειτο να γίνει πολύ σημαντικό. Είναι ο Αρτούρ Ρεμπώ βέβαια, περισσότερο από τον μεταφραστή τού Πόε, Μπωντλαίρ, που πρέπει να συγκριθεί, από αυτήν την άποψη, με τον Γουίτμαν.
Η διάλυση της προσωπικότητας του ατόμου, όπως επιτυγχάνεται με τη χρήση τύπων προερχόμενων από τον κόσμο των ασυνείδητων ενεργειών, παρήγαγε μια νέα σύνθεση λέξεων η οποία επρόκειτο να επαναστατικοποιήσει τόσο την ποίηση όσο και τη ζωγραφική. Πόσο βαθιά ήταν αυτή η ανάγκη, μπορεί καθαρότερα να κατανοηθεί, όταν συνειδητοποιούμε ότι άλλοι, ίσως με λιγότερη δύναμη από τον Ρεμπώ, προσπαθούσαν να ανακαλύψουν έναν νέο τρόπο έκφρασης συναισθηματικών αντιδράσεων. Ο Μπρόουνινγκ στο «Δακτυλίδι και το Βιβλίο» και ο Ντοστογέφσκυ στους «Αδερφούς Καραμαζώφ» χρησιμοποίησαν μια νέα τεχνοτροπία που επρόκειτο να τους βοηθήσει να αποκαλύψουν το μηχανισμό του ασυνείδητου. Και οι δύο αυτοί οι συγγραφείς πρέπει να αναγνωριστούν ως πνευματικοί πατέρες του Τζέημς Τζόυς, που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, τελειοποίησε τα μέσα της συγγραφής ελεύθερων λεκτικών ενώσεων.
Έχουμε γίνει τόσο εξοικειωμένοι με αυτήν τη ροή λέξεων σε αυτήν την ονειρικού τύπου μόδα, ώστε ο εσωτερικός μονόλογος, όπως ο τζοϋσικός τρόπος της εσωτερικής σκέψης έχει ονομαστεί, μπορεί να υφαίνεται σε μια σταθερή και ευθύγραμμη ιστορία, για να διαβαστεί από ένα πολύ ευρύ κοινό. Από αυτήν την άποψη η τελευταία νουβέλα του Χέμινγουεϊ, είναι πράγματι σημαντική!
Σήμερα, με τις προλεταριακές νουβέλες από την πλευρά του Ντος Πάσσος, ή τα ποιήματα των ρώσων φουτουριστών· με τις τοιχογραφίες της μεξικάνικης σχολής ζωγραφικής· τη μουσική του Χόνεγγερ· τα εξπρεσιονιστικά γερμανικά μπαλέτα και από την άλλη πλευρά τον Τζόυς και τον Προυστ· την ποίηση των εικονιστών και των σουρεαλιστών· τη ζωγραφική του Πικάσο· τη μουσική του Ερίκ Σατί, έχουμε, πιστεύω, μια ολοκληρωμένη εικόνα των πιο σημαντικών εκδηλώσεων της τέχνης κατά τη διάρκεια, αυτού που μπορούμε να αποκαλέσουμε μεσοπολεμική περίοδο. Είναι κατά τη διάρκεια αυτών των πλούσιων σε γεγονότα 22 χρόνων, τόσο διακριτά χωρισμένων στα δύο -την τρελή δεκαετία του ‘20 και την φοβισμένη του ‘30- που τα καλλιτεχνικά κινήματα που τώρα μελετούμε έγιναν πρωταγωνιστικοί παράγοντες στην πολιτιστική ζωή.
Η ανάγκη έκφρασης των πιο μικρών δονήσεων του ασυνείδητου ή της απεικόνισης των βίαιων αντιδράσεων που παράγονται στη συλλογικότητα από κορυφαίες κοινωνικές αναταραχές, ήταν σίγουρα, όχι το αποτέλεσμα κάποιας λογοτεχνικής μόδας, όπως κάποιοι πολύ συντηρητικοί κριτικοί θα πουν. Αντιθέτως, αυτά τα κινήματα ανταποκρίνονται σε βαθιά εσωτερικά μας συναισθήματα. Αυτό γίνεται εμφανές όταν συνειδητοποιούμε ότι τα ηθικά προβλήματα του καιρού μας, τίθενται από μια βούληση συγχρονισμού ανάμεσα στις επιθυμίες μας και τις δράσεις μας. Ο μαρξισμός, που επαναστατικοποίησε τις κοινωνικές μας ιδέες, υποτίμησε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ρεύμα πολιτικής σκέψης την αξία του ατόμου· και ο φροϋδισμός, έδωσε σε τάσεις, όπως ο σουρεαλισμός, μια δικαίωση για κάθε φανταστική μορφή προσωπικής δυσφορίας.
Αν η τέχνη κυμαίνεται ανάμεσα στο ασυνείδητο και το μαζικό πνεύμα, που συνιστούν τις δύο μοντέρνες πλευρές της αιώνιας αντίθεσης ανάμεσα στο μικρόκοσμο και τον μακρόκοσμο, η πολιτική σκέψη κυμαίνεται ανάμεσα στον αναρχισμό και τον κομμουνισμό· τον Μαρξ και τον Νίτσε. Όλες οι ενέργειες που έχουν αφεθεί να παράγουν απροσδόκητα αποτελέσματα και την απαξίωση της προσωπικότητας, που σίγουρα δεν ήταν στη σκέψη του Μαρξ όταν έγραφε το Κεφάλαιο, έφεραν μια υποτίμηση της ευθύνης. Αν όλοι οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα άλλο παρά η συνέπεια συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών ή το αποτέλεσμα ψυχολογικών απορρυθμίσεων, τότε η ελεύθερη βούληση δεν μπορεί να είναι σημαντικός παράγοντας στη ζωή μας όπως κάποιοι παλιότεροι φιλόσοφοι και πολιτικοί στοχαστές είχαν πει. Αλλά σε μια κοινωνία που δεν πιστεύει άλλο πια στην ελεύθερη βούληση, δεν υπάρχει θέση για έναν ήρωα, συνεπώς, η τέχνη και η λογοτεχνία δεν μπορούν να συνεχίσουν, εάν ενδιαφέρονται για την λατρεία του Ήρωα. Αυτό εξηγεί γιατί ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να αναζητήσει την έμπνευση σε εντελώς νέες κατευθύνσεις. Η τέχνη συνολικά ωφελείται από αυτήν την προσπάθεια γιατί σε αυτούς τους καιρούς νέα πειράματα στη γραφή και τη ζωγραφική πραγματικά λαμβάνουν χώρα. Στον καλλιτέχνη που κουράστηκε από τα γενικά αποδεκτά πρότυπα αξιών οφείλουμε την ανακάλυψη της Νέγρικης τέχνης ή την γοητεία των έρημων τοπίων των εργοστασίων.
Ο κόσμος έχει τόσο κουραστεί από την ηρωολατρεία που έκανε το άτομο ένα απλό σύμβολο. Η ιδέα της ατομικής ευθύνης έγινε τόσο ξεπερασμένη, που ο μεγαλύτερος ήρωας που θα μπορούσε να σκεφτεί ο κόσμος βγαίνοντας από τον μεγάλο πόλεμο, ήταν ένας άγνωστος στρατιώτης. Ο κίνδυνος θαυμασμού του άγνωστου είχε καθαρά κατανοηθεί από τον άγιο Παύλο. Σε καιρούς που χρειάζονται μεγάλοι κήρυκες, οι ψευδο-προφήτες πολλαπλασιάζονται και αν ένας ψευδο-προφήτης όπως ο Χίτλερ είναι για το άμεσο μέλλον πιο σημαντικός από τον άγιο Παύλο, αυτό απλά σημαίνει ότι οι σημερινοί Αθηναίοι θα είναι λιγότερο τυχεροί από τους ένδοξους προγόνους τους.
Δια μέσου της ευαισθησίας του καλλιτέχνη, που παίζει το ρόλο της συναισθηματικής κεραίας της κοινωνίας, αποκτούμε επίγνωση της ανάγκης να αναπροσαρμόσουμε όλη μας τη ζωή στις νέες συνθήκες. Αυτή η προειδοποίηση που είναι το μήνυμα που η τέχνη μάς δίνει, δεν πρέπει να περάσει απαρατήρητη, αλλά αν μείνει απαρατήρητη, τότε δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν υποφέρουμε γι’ αυτό. Μια αλλαγή συμπεριφοράς στην τέχνη ως όλο είναι ένα σημαντικό σύμπτωμα της ανάγκης για μια αλλαγή στη συμπεριφορά μας. «Τι πρέπει να κάνουμε»; στ’ αλήθεια σημαίνει «πώς πρέπει να φερθούμε;» και την απάντηση σε αυτό κανείς καλλιτέχνης δεν μπορεί να μας δώσει γιατί η τέχνη αποκαλύπτει αλλά δεν διδάσκει. Αλλά αν πρόκειται να ανταποκριθούμε στην τέχνη θα αναγκαστούμε από τα γεγονότα να λάβουμε υπόψη αυτά τα συμβάντα στη ζωή της συλλογικότητας μέσα στην οποία ζούμε, τα οποία είναι κρίσιμης σημασίας για την ευημερία της. Οι πόλεμοι είναι μία από αυτές τις μείζονες κοινωνικές κρίσεις. Αναστατώνοντας την κοινωνική συμπεριφορά, αναγκάζουν τον κριτικό να εξετάσει την τέχνη υπό το φως των νέων γεγονότων. Αν το ερώτημα που θέτουμε στον κρατικό εκπρόσωπο είναι «πώς πρέπει να φερθούμε», η απάντηση του καλλιτέχνη είναι «πώς μπορούμε να φερθούμε;». Επειδή δεν μπορούμε να φερθούμε άλλο πια με τον τρόπο του ανθρώπου της μεσοπολεμικής περιόδου, η απάντηση που δόθηκε από την σύγχρονη τέχνη είναι ανεπαρκής για τις πραγματικές μας ανάγκες. Αν οι πατεράδες μας προσπάθησαν να υπερβούν το αίσθημα των ευθύνης για τον τελευταίο πόλεμο στήνοντας μνημεία στον άγνωστο στρατιώτη, ο καιρός μας μοιάζει να αισθάνεται την ανάγκη να αυτοδικαιωθεί, επιτρέποντας σε έναν άνθρωπο όπως ο Χίτλερ, να γίνει αρκετά ισχυρός για να αναλάβει την ευθύνη της κατασκευής μιας νέας τάξης του κόσμου μας.
Από την άποψη της συμπεριφοράς, η ευθύνη είναι το θεμελιώδες στοιχείο όλων των δημοκρατικά κυβερνώμενων χωρών. Αυτό είναι ένα απαραβίαστο αξίωμα στις τρεις πιο σημαντικές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής, με τον συνταγματικό, αστικό και ποινικό κώδικα. Για να μπορείς να ψηφίσεις· για να υπογράψεις συμβόλαια ή να τιμωρηθείς, πρέπει να είσαι υπεύθυνος. Από την άλλη, στα ολοκληρωτικά κράτη, το άτομο δεν ψηφίζει, ή το κάνει μόνο αν το διατάξουν, οπότε αυτή η δράση είναι καθαρά συμβολική. Τα συμβόλαια που υπογράφει έχουν γίνει τόσο επισφαλή που η αίσθηση της ευθύνης σε όλα όσα αφορούν στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών του, έχει δραστικά μειωθεί. Το χειρότερο από όλα είναι αυτό: το γεγονός πως κάθε πολίτης μπορεί να τιμωρηθεί χωρίς η ευθύνη του για το έγκλημα να έχει προηγουμένως επαρκώς αποδειχτεί, ή απλώς γιατί άλλοι από την θρησκεία του, ή την φυλή του, ή την οικογένειά του έχουν πλήξει το κράτος, έχει αναπτύξει στα όρια της ολοκληρωτικής χώρας μια κατάσταση πνευμάτων αντίθεσης σε κάθε έννοια ευθύνης.
Η ευθύνη μπορεί να γίνει αποδεκτή όταν ακόμα υπάρχει μια αίσθηση ασφάλειας. Οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν την ευθύνη για εξαιρετικές υποθέσεις, λογίζονται από την συλλογικότητα στην οποία ανήκουν, σαν εξαιρετικά άτομα· είναι οι ήρωες. Σε περιόδους γενικής κρίσης, το κράτος είναι υποχρεωμένο να απαλλάξει από την ευθύνη εκείνη την τάξη των πολιτών της, των οφειλετών για παράδειγμα, που έχουν περισσότερο επηρεαστεί από τη συλλογική κακοτυχία. Όταν μια τέτοια κρίση γίνεται τόσο άγρια όσο ήταν για όλο τον κόσμο μετά το 1929, τότε το αίσθημα της ανευθυνότητας μπορεί πολύ εύκολα να γίνει ένας κυρίαρχος παράγοντας στη συμπεριφορά της πλειοψηφίας. Όταν αυτό πραγματικά συμβαίνει, σημαίνει ότι ο ανθρωπισμός σαν οδηγός αρχή στη ζωή έχει χάσει κάθε επίδραση και έχει αντικατασταθεί από άλλα πρότυπα αξιών.
Αν η μοντέρνα τέχνη είναι υπεύθυνη για αυτήν τη διαρκή απομάκρυνση από τον ανθρωπισμό, σίγουρα δεν συνεπάγεται ότι η τέχνη σήμερα έχει ανοίξει το δρόμο στο φασισμό. Δεν πρέπει να ταυτίσουμε τις αρχές της με τις αιτίες και τα αποτελέσματά τους. Δεν είναι οι αρχές της μοντέρνας τέχνης ή της δημοκρατίας υπεύθυνες για το φασισμό και αν η μελέτη του φασισμού βοηθά να καταλάβουμε λίγο καλύτερα την αδυναμία τόσο της δημοκρατίας όσο και της σύγχρονης τέχνης, ας ελπίσουμε ότι αυτό θα προσληφθεί με έναν εποικοδομητικό και όχι με αντιδραστικό τρόπο.
Η τέχνη είναι το μέσο με το οποίο η κοινωνία εκφράζει τα συναισθήματά της· από όλες τις συλλογικές μορφές έκφρασης, η τέχνη είναι σίγουρα αυτή που δηλώνει με τον πιο καθαρό τρόπο ποιες είναι οι ουσιαστικές δυνατότητες για παραπέρα κοινωνικά επιτεύγματα. Είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι μια επισκόπηση της τέχνης της μεσοπολεμικής περιόδου αποδεικνύει την μεγάλη ζωτικότητα των καιρών μας. Αυτό είναι ιδιαίτερα φανερό στην ποίηση και τη ζωγραφική των τελευταίων 20 χρόνων. Είναι η αντίληψη του τι πρέπει να είναι η τέχνη που ήταν τόσο περιορισμένη αυτά τα τελευταία χρόνια. Οι κριτικοί είναι σπάνια δημιουργικοί και συχνά περισσότερο ενδιαφέρονται να εξηγήσουν παρά να εμπνεύσουν. Συνεπώς η κριτική δεν μπορεί να παριστάνει ότι κατανοεί αυτό που πρώτα δόθηκε στον ποιητή να αισθάνεται. Το ζήτημα με τους κριτικούς ήταν ότι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν με όρους μιας συμπεριφοράς που δεν είχε αλλάξει, εκείνη την τέχνη που πάνω απ’ όλα ήταν έκφραση εξέγερσης ενάντια σ’ αυτήν τη συμπεριφορά. Αυτή η παράδοξη κατάσταση ποτέ δεν ξεκαθαρίστηκε και μια τέλεια σχέση παρανόησης δημιουργήθηκε ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους καθημερινά όλο και πιο απελπιστικά παραπλανημένους θαυμαστές τους. Αυτή η παρά φύση κατάσταση το μόνο που πέτυχε ήταν να κάνει τον καλλιτέχνη να νιώσει πιο απομονωμένος απ’ όσο γενικά είναι και συνεπώς τον ανάγκασε να υιοθετήσει μια ακόμα πιο ανεύθυνη συμπεριφορά προς την κοινωνία συνολικά. Είναι για αυτόν τον λόγο που η αυτοκτονία πολλών πολύ προικισμένων ποιητών έγινε τόσο συχνή και εντυπωσίασε όλους τόσο πολύ αυτά τα χρόνια. Θα επισημάνω τρεις περιπτώσεις που μου φαίνονται πολύ σημαντικές, τον Χαρτ Κρέην, τον Μαγιακόφσκυ και τον Κρεβέλ.
Από τον καιρό του Γουίτμαν και του Ρεμπώ, με τον Βαν Γκόγκ και τον Πικάσο, όλοι οι αληθινοί καλλιτέχνες μεταβίβασαν με το δικό τους μέσο, το μήνυμα των καιρών τους. Κανείς δεν τους άκουσε και τώρα που είναι τόσο αργά, κάποιοι είναι έτοιμοι να στραφούν εναντίον τους και να τους κατηγορήσουν ότι δεν βοήθησαν στις τωρινές ανάγκες μας. Ξανά και ξανά, ο καλλιτέχνης επανέλαβε στη γλώσσα των ποιητικών συμβόλων ότι πρέπει να επεκτείνουμε την κατανόησή μας σε άγνωστα πεδία του μακρόκοσμου και του μικρόκοσμου. Προς αυτήν την κατεύθυνση δεν έχουμε κάνει τίποτα. Δεν είναι περίεργο που αυτοί που ωφελούνται από τους περιορισμούς των πολιτικών μας ηγετών είναι νευρωτικοί, ούτε που οι τύραννοι του μοντέρνου κόσμου θα σαρκαστούν από όλους αυτούς που μας προειδοποίησαν. Όλους, δεν εννοώ μόνο τους καλλιτέχνες αλλά επίσης εκείνους τους ανθρώπους της επιστήμης, που έχουν αποδείξει ότι οι έρευνές τους είχαν το όραμα των ποιητών. Απέδειξαν καθαρά ότι αν θέλουμε να επιβιώσουμε πρέπει να προσαρμόσουμε την συμπεριφορά μας στις νέες ανάγκες. Το συμπέρασμα στο οποίο μεγάλοι επιστήμονες έφτασαν όσον αφορά στην πνευματικότητα του ανθρώπου σε πρωτόγονες μορφές κοινωνίας, ή στο μυαλό των παιδιών, ή τόσων πολλών λεγόμενων μη-φυσιολογικών, αποδεικνύοντας αυτό που ένας Πικάσο ή ο Πάουλ Κλέε έδειξαν με δύναμη: το αίσθημά μας για το τι είναι το φυσιολογικό είναι πολύ περιορισμένο για να ανταποκριθεί στις παρούσες ανάγκες του ανθρώπου. Αν αυτό είναι αλήθεια τότε, θα πρέπει κάποια μέρα να αναθεωρήσουμε εντελώς την αντίληψή μας για την ευθύνη, γιατί το παρά φύση είναι ανεύθυνο.
Η τέχνη περιοδικά αλλάζει τους κανόνες της ομορφιάς, αλλά σπάνια, αν όχι ποτέ, διατάραξε το αίσθημά μας για το τι είναι σωστό και λάθος τόσο ριζοσπαστικά όσο στον καιρό μας. Δε θα είμαστε ικανοί να εγκαθιδρύσουμε νέους κανόνες αισθητικής κριτικής πριν αποφασίσουμε ποια πρέπει να είναι η συμπεριφορά μας και για ποιες πράξεις πρέπει να είμαστε υπεύθυνοι.
Σήμερα, όταν το ερώτημα «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι στα χείλη όλων, η τέχνη δεν μπορεί πιθανά να κινείται άλλο πια στη γραμμή της αντίθεσης μαζικού πνεύματος και ασυνείδητου. Τώρα που η κρίση του ανθρωπισμού έχει γίνει αισθητή από όλους, η τέχνη αναγκαία θα μαγνητιστεί από νέους πόλους έλξης. Ο καλλιτέχνης δεν θα πρέπει αναγκαστικά να γυρίσει την πλάτη του στα προβλήματα του ασυνείδητου αλλά, αν ακόμα θέλει να δημιουργεί, θα πρέπει να προσπαθήσει να λύσει τα συναισθηματικά συμπλέγματα αυτών των πολύ δραματικών καιρών που ζούμε, μέσα σε νέα ποιητικά μείγματα.
μτφρ: Ερν. Αγγ.