Καλλιτέχνες που συμμετείχαν και εμπνεύστηκαν
του Αλέξη Χαλβατζή
Ο Β.Ι. Λένιν κάποτε είχε πει ότι υπάρχουν δεκαετίες στις οποίες δεν συμβαίνει τίποτα και υπάρχουν εβδομάδες στις οποίες συμβαίνουν τα πάντα. Το χρονικό διάστημα ύπαρξης της Κομμούνας του Παρισιού δεν ξεπέρασε τις 72 ημέρες παρόλα αυτά οι κομμουνάροι συνειδητοποίησαν από την πρώτη κιόλας στιγμή ότι δεν μπορεί να ανατείλει μια νέου είδους πολιτική, κοινωνική, οικονομική οργάνωση, αν οι τέχνες, οι επιστήμες και η λογοτεχνία δεν έρθουν σε άμεση επαφή με το λαό, αν δεν εκφραστεί μέσα από αυτές η πραγματικότητα που βιώνει, αν σε τελική ανάλυση δεν συμβάλλουν με τα δικά τους ιδιαίτερα μέσα στην αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής του. Αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα σίγουρα δεν ήταν αρκετό προκειμένου να δοθεί το αποφασιστικό κτύπημα απέναντι στο ρόλο που παραδοσιακά διαδραμάτιζε η τέχνη στην κοινωνία ωστόσο ήταν αρκετό για να παρουσιαστεί για πρώτη φορά μια νέα αντίληψη για την τέχνη όπου ο καλλιτέχνης που προέρχεται από το λαό δημιουργεί για το λαό χωρίς ίχνος ελιτισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση η Κομμούνα εξέφρασε ειδικά άρθρα στο Διάταγμα για το θέμα. Έτσι:
- Παρέδωσε στην Ένωση ζωγράφων, γλυπτών, αρχιτεκτόνων και άλλων εικαστικών καλλιτεχνών τον τεράστιο πλούτο των μουσείων και των γκαλερί του Παρισιού. Στη Διοίκηση της Ένωσης εκλέχτηκαν 47 άτομα, μεταξύ των οποίων μερικοί από του μεγαλύτερους καλλιτέχνες της Γαλλίας, όπως ο Κουρμπέ που ήταν και ο αντιπρόσωπός της, οι Κιρό, Ντομιέ, Μανέ, Μιλέ, Νταλ, Μπαλί (γιος), ο Ευγένιος Ποτιέ και άλλοι.
- Κατάργησε την ανισοτιμία των κρατικών επιχορηγήσεων στα θέατρα και την εκμετάλλευση μέχρι εξευτελισμού των ηθοποιών από τους ιδιοκτήτες και τους διευθυντές, επιβάλλοντας δια νόμου το σύστημα των «ίσων δυνατοτήτων» για όλους, με λαϊκό έλεγχο.
- Απελευθέρωσε από την οικονομική και κυβερνητική επιβολή του γούστου και των ενδιαφερόντων των κυρίαρχων τάξεων τους μουσικούς και τα τραγούδια τους, με αποτέλεσμα αυτοί να ξεχυθούν στους δρόμους, στις πλατείες, στις λέσχες και στα οδοφράγματα, ακόμα και σε κάποιες εκκλησίες, βάζοντας ωράριο εναλλακτικής λειτουργίας τους.
- Ταυτόχρονα ίδρυσε δεκάδες επαναστατικές λέσχες, σαν Λαϊκά Πανεπιστήμια, σε όλο το Παρίσι, ακόμα και μέσα στις εκκλησίες. Το περιβάλλον τους διαμορφώνεται λαμπρό, διακοσμητικό, κόντρα στο καταθλιπτικό και αυστηρό κλίμα των κρατικών ιδρυμάτων. Το κόκκινο χρώμα επικρατεί παντού, αντιπροσωπεύοντας την αισθητική έννοια της ομορφιάς της Κομμούνας. (Γιάννης Σκαρπερός – Πηνελόπη Βλασοπούλου).
Τελικά όλα αυτά χάθηκαν μετά την ήττα της Κομμούνας όμως φάνηκε για πρώτη φορά κάτω από ποιες συνθήκες η τέχνη είναι δυνατόν να υπερπηδήσει όλα τα εμπόδια και να περάσει στα χέρια του λαού που είναι και ο αληθινός δημιουργός.
Αποδείχτηκε όμως και κάτι ακόμα, ότι μόνο μέσα από τη συμμετοχή στον ιστορικό μετασχηματισμό της κοινωνίας είτε μέσω του έργου του, είτε μέσω της συμμετοχής στις επαναστατικές διαδικασίες και στους θεσμούς που προκύπτουν από αυτές, μπορεί ένας καλλιτέχνης να γνωρίσει την πραγματική καταξίωση.
Στα χρόνια που ακολούθησαν χύθηκαν τόνοι από μελάνι από αστούς γραφειάδες προκειμένου να υποβαθμιστεί η Κομμούνα και η κληρονομιά που άφησε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι καλλιτέχνες που συμμετείχαν σε αυτή λοιδωρήθηκαν, παρουσιάστηκαν σε πολλές περιπτώσεις σαν περιθωριακά στοιχεία που οδηγούν τη νεολαία στην απόλυτη παρακμή, χαρακτηρίστηκαν ως αμφιλεγόμενα άτομα. Έγινε δηλαδή μια συντονισμένη προσπάθεια ισοπέδωσης της προσωπικότητάς τους και αποσιώπησης της πολιτικής δράσης τους έτσι ώστε αφενός να μην προκαλούν ιδεολογικούς «πονοκεφάλους» στους αστούς και αφετέρου να κοπεί ο ομφάλιος λώρος που τους συνέδεε με την εργατική τάξη αφαιρώντας της με αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτιστική ανάπτυξη της ανθρωπότητας.
Ο αριθμός των καλλιτεχνών που συμμετείχαν στην Κομμούνα είναι τεράστιος και θα χρειάζονταν ατελείωτες ώρες εργασίας προκειμένου να καταγραφούν όλοι αν και πραγματικά θα άξιζε τον κόπο μια τέτοια προσπάθεια. Μέσα από αυτές τις γραμμές ωστόσο είναι δυνατό να παρατεθούν μόνο κάποια ενδεικτικά παραδείγματα ανθρώπων που συμμετείχαν με τις δημιουργίες αλλά και με όλο τους το «είναι» στην επαναστατική διαδικασία.
Γκιστάβ Κουρμπέ (1819-1877)

Ο Κουρμπέ υπήρξε ένα από τα πλέον ανήσυχα και ριζοσπαστικά πνεύματα στην ιστορία της τέχνης. Σε ένα γράμμα του το 1854 έγραφε: «Ελπίζω να κερδίζω πάντα με την τέχνη μου, χωρίς να πω ψέματα στη συνείδησή μου ούτε για μια στιγμή, χωρίς να ζωγραφίσω ούτε καν όσο μπορεί να σκεπάσει η παλάμη μου μόνο και μόνο για να ευχαριστήσω οποιονδήποτε ή για να πουλήσω πιο εύκολα.»
Το 1855 ίδρυσε σε μια παράγκα στο Παρίσι τον «Οίκο του Ρεαλισμού», έναν εκθεσιακό χώρο ουσιαστικά όπου τα έργα του έρχονταν σε επαφή με το κοινό, διατρανώνοντας με αυτόν τον τρόπο την αντίθεσή του με τους όρους που διεξάγονταν η έκθεση ελεγχόμενη από τους ακαδημαϊκούς κύκλους «Salon de Paris».
Στο πολιτικό πεδίο ο Κουρμπέ ανέπτυξε μεγάλη δραστηριότητα. Το 1870 εξελέγη αντιπρόσωπος του 6ου διαμερίσματος του Παρισιού. Κατά την περίοδο της Κομμούνας ανακηρύχτηκε μέλος της επιτροπής και πρωτοστάτησε στη θέσπιση μεταρρυθμίσεων για την τέχνη και την εκπαίδευση. Συμμετείχε ενεργά στην κατεδάφιση της στήλης του Βαντόμ στις 12 Απριλίου του 1871 που αποτελούσε σύμβολο μιλιταρισμού και καταπίεσης. Μετά την πτώση της Κομμούνας φυλακίστηκε και εξορίστηκε.
Βίκτωρ Ουγκώ (1802-1885)

Ο συγγραφέας του αριστουργήματος «Οι Άθλιοι» μέχρι τα σαράντα έξι του χρόνια εξέφραζε συντηρητικέςπολιτικές απόψεις. Ωστόσο, το σύνολο του έργου του διαπερνάται από τις αρχές του ανθρωπισμού.
Χαρακτηρίστηκε όχι άδικα ως «ο ποιητής που ξέρει να προσέχει τους φτωχούς». Ασκούσε σκληρή κριτική στις πολιτικές του παλατιού και της χρεοκοπημένης μπουρζουαζίας. Διαφωνούσε και κατέκρινε τους κομμουνάρους για τις βίαιες πρακτικές τους όχι όμως και για τους ιδεολογικούς προσανατολισμούς. Ο ίδιος έλεγε: «Κατ’ αρχάς είμαι υπέρ της κομμούνας, και κατά της πρακτικής της».
Στην ποιητική του συλλογή του συλλογή «Η τρομερή χρονιά» περιγράφει καταστάσεις που έλαβαν χώρα τις ημέρες της Κομμούνας. Γράφει χαρακτηριστικά:
«Τρώμε άλογα, ποντίκια, αρκούδες, γαϊδούρια.
Το Παρίσι είναι τόσο καλά παγιδευμένο, περικυκλωμένο,
περιτοιχισμένο, δεμένο,
Περιφρουρημένο, που κιβωτός του Νώε έγινε.(…)
Δεν υπάρχουν πια δέντρα: τα κόβουμε, τα πριονίζουμε,
τα σχίζουμε (…)
Δεν υπάρχει πια φωτιά για να στεγνώσουμε τα ρούχα των πλυσταριών.
Και πια δεν αλλάζουμε πουκάμισο. (…)
Ζούμε από το τίποτα, ζούμε από τα πάντα, είμαστε
ευχαριστημένοι.
Πάνω στο τραπέζι μας δίχως τραπεζομάντιλο, όπου
η πείνα μας περιμένει,
Μια πατάτα από την κρύπτη της βγαλμένη,
Είναι βασίλισσα, και τα κρεμμύδια, θεοί όπως στην
Αίγυπτο.
Μας λείπει το κάρβουνο, όμως το ψωμί μας είναι μαύρο».
Στις 18 Μαρτίου 1871 αναγκάζεται να φύγει από το Παρίσι λόγω του αιφνίδιου θανάτου του γιού του. Μεταβαίνει στις Βρυξέλλες και παρακολουθεί από εκεί τα γεγονότα. Μετά την ματωμένη εβδομάδα και την ήττα της Κομμούνας η κυβέρνηση του Βελγίου αρνείται να προσφέρει άσυλο στους εξόριστους επαναστάτες. Ο ίδιος προσφέρει δημόσια άσυλο στους κατατρεγμένους και προβαίνει σε γραπτή δήλωση: «Αυτό το άσυλο το οποίο η βελγική κυβέρνηση αρνείται να δώσει στους ηττημένους, το προσφέρω εγώ. Που; Στο Βέλγιο. Αυτήν την τιμή κάνω στο Βέλγιο. Προσφέρω άσυλο στις Βρυξέλλες. Προσφέρω άσυλο στον αριθμό 4 της Πλατείας των Οδοφραγμάτων».
Λίγες ημέρες αργότερα έξω από το σπίτι του μαζεύονται τραμπούκοι όπου ζητούν με συνθήματα το θάνατο του. Στο ποίημά του Μια νύχτα στις Βρυξέλλες αναφέρει:
«Στα μικρά ατυχήματα πρέπει να συνηθίσουμε
Χθες, ήρθαν στο σπίτι μου για να με σκοτώσουν.
Το λάθος μου σ’ αυτή τη χώρα είναι που πιστεύω
στο άσυλο.
Δεν ξέρω ποιος συρφετός ηλίθιων φουκαράδων
Όρμησε ξαφνικά τη νύχτα στο σπίτι μου.(…)
Τα δυο μου εγγόνια, τέσσερις γυναίκες κ’ εγώ.
Αυτή ήταν η φρουρά αυτού του πύργου.
Τίποτα δεν ήρθε να διασώσει το εγκαταλειμμένο σπίτι.
Η αστυνομία κουφάθηκε, είχε δουλειά αλλού.
(…) Ουρλιάζανε, λαχανιασμένοι. (…)
«Δολοφόνε! – Εγώ ήμουν – Θέλουμε να πεθάνεις!
Κλέφτη! Ληστή!» Αυτό κράτησε δυο ατελείωτες
ώρες.
Πολ Βερλαίν (1844-1896)

Ο Βερλαίν προσέδωσε μεγαλύτερη μουσικότητα στη γαλλική ποίηση του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Με τις καινοτομίες που παρουσίαζε στο στυλ του μπορεί να θεωρηθεί εκ των θεμελιωτών των νέων ποιητικών ρευμάτων που έκαναν την εμφάνισή τους τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και έδιναν βάση στον πιο πειραματικό και ελεύθερο στίχο. Πίστευε ακράδαντα στην κοινωνική ισότητα, γεγονός που είναι εμφανές σε όλο το έργο του.
Τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1870 όπου την πτώση της δεύτερης αυτοκρατορίας ακολούθησε η θέσπιση της Δημοκρατίας τα δέχτηκε με ενθουσιασμό. Εκείνη την εποχή εργαζόταν στο Δημαρχείο του Παρισιού, αποφάσισε όμως να καταταχτεί στον 16ο λόχο της Εθνοφρουράς εγκαταλείποντας τη θέση του. Μια ασθένεια τον υποχρέωσε να επιστρέψει στο παλιό του πόστο.
Κατά τη διάρκεια της Κομμούνας τοποθετήθηκε σε μια εμπιστευτική θέση στο γραφείο τύπου. Δουλειά του ήταν να συλλέγει από τις εφημερίδες άρθρα που τάσσονταν υπέρ ή κατά της επανάστασης. Στο ποίημά του «Οι ηττημένοι» εκφράζει το μίσος του για τους σφαγιαστές των κομμουνάρων και οραματίζεται μια μεγάλη μελλοντική νίκη:
Οι ηττημένοι σκέφτηκαν μέσα στη νύχτα, στην φυλακή τους:
Μας έχουν αλυσοδέσει, αλλά ζούμε ακόμα!
Κι αν το σιδερένιο περιλαίμιο βαραίνει τους ώμους μας
Μέσα στις φλέβες μας όμως, το αίμα ρέει, πολύτιμος
θησαυρός
Μας έχουν αλυσοδέσει! Μα οι αλυσίδες είναι φτιαγμένες
Για να πέσουν κάτω από τη λίμα τη σκοτεινή
Και για να χτυπήσουν τους φύλακες που εμείς αφοπλίζουμε
Κι οι νικητές πανηγυρίζοντας αφήνουν χρόνο στους
δραπέτες να ξεφύγουν!
Μάχη ξανά! Και νίκη ίσως!
Αλλά μάχη τρομερή και θρίαμβος ανελέητος!
Κι αφού το Δίκιο θα νικήσει τούτη τη φορά
Αυτή η φορά θα είναι σίγουρα η τελευταία
Αρθούρος Ρεμπό (1854-1891)

Από πολύ μικρή ηλικία ο Ρεμπό έδειξε ότι θα αποτελούσε ένα πολύ ανήσυχο πνεύμα. Ο μεγάλος Αλμπέρ Καμύ τον χαρακτήρισε ως τον ποιητή της εξέγερσης. Στη γενέτειρά του, την επαρχιακή πόλη Σαρλεβίλ, ασφυκτιούσε. Όπως έγραφε ο ίδιος, θεωρούσε ότι ζούσε «μέσα στη πεζότητα, στην κακία, στη γκρίζα μονοτονία».
Στις 25 Φεβρουαρίου 1871, σε ηλικία μόλις 16 ετών, λίγες μόνο ημέρες πριν από την ανακήρυξη της Κομμούνας πηγαίνει στο Παρίσι. Μένει εκεί μέχρι τις 10 Μαρτίου. Ζει τα γεγονότα, συμμετέχει στις μεγάλες διαδηλώσεις, διαβάζει μετά μανίας τα φύλλα των δημοκρατικών εφημερίδων. Εκεί, στον πυρετώδη ρυθμό της επανάστασης που διαπνέει την πρωτεύουσα αισθάνεται για πρώτη φορά στη ζωή του ελεύθερος και ευτυχισμένος. Και ας κοιμάται παράνομα μέσα σε ποταμόπλοια, και ας μην έχει χρήματα, και ας ψάχνει στα σκουπίδια για να βρει κάτι να φάει. Η ατμόσφαιρα αυτή θα τον στιγματίσει και θα τον εμπνεύσει. Μέχρι σήμερα δεν έχουν γίνει γνωστοί οι λόγοι για τους οποίους ο Ρεμπό εγκατέλειψε το Παρίσι και επέστρεψε στην πατρίδα του. Η φλόγα της επανάστασης παρόλα αυτά δεν έσβησε ποτέ από τη νεανική του καρδιά. Αγαπούσε και θαύμαζε τους ανθρώπους του μόχθου. Ένιωθε σαν αδερφός των κατατρεγμένων και των δυστυχισμένων αυτού του κόσμου. Κατά τη διάρκεια της «Ματωμένης Εβδομάδας» έγραφε:
Ταραγμένες δυνάμεις σε σέρνουν στο δρόμο τους
και το έργο σου βράζει κι ο θάνατος γρυλίζει δηλητηριασμένα
χαρωπά σαλπίζουν οι σάλπιγγες
πάνω απ’ την αψίδα σου.
θα μαζέψω τα δάκρυα των πολυβασανισμένων,
το μίσος των δούλων, την κραυγή κάθε πόνου
ακτίνες αγάπης και σημαίες κόκκινες
και να οι στροφές έτοιμες μπροστά σας.
Ω, να που όλα μπήκαν σε τάξη πια
κι όργια θ’ αρχίσουν κάθε βράδυ,
πάνω τους όμως πάλι θα λάμψουν
μακάβριες φλόγες με νέο άγριο πάθος.
Είναι γνωστό ότι ο Βερλαίν και ο Ρεμπώ είχαν ερωτική σχέση που δημιουργήθηκε μέσα από τη βαθιά φιλία τον αλληλοσεβασμό και τον αλληλοθαυμασμό μεταξύ των δύο μεγάλων ποιητών .
Λουίζ Μισέλ (1830-1905)

Για αυτήν την εμβληματική από κάθε άποψη φιγούρα της Κομμούνας ίσως θα έπρεπε να γραφτεί ένα ξεχωριστό αφιέρωμα. Ήταν συγγραφέας και ποιήτρια. Διατηρούσε αλληλογραφία που σώζεται μέχρι τις ημέρες μας με τον Ουγκώ. Κατοικούσε στο Παρίσι από το 1856. Στις 27 Ιανουαρίου 1862 έγινε γραμματέας της παρισινής «Ένωσης των ποιητών». Πολλά από τα κείμενά της ήταν υπογεγραμμένα με το ψευδώνυμο «Ενζωλοράς» (ήρωας των «Αθλίων», φοιτητής και ηγέτης των επαναστατών του 1832 που εκτελέστηκε στα οδοφράγματα).
Συνδέθηκε πολιτικά με τον σοσιαλιστή επαναστάτη Λουίς Ογκίστ Μπλανκί. Συνεργάστηκε με τον Ζυλ Βαλλές γράφοντας στην εφημερίδα του «Η κραυγή του λαού».
Στην Κομμούνα διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο. Ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής σαν εκπρόσωπος των γυναικών του Παρισιού. Οργάνωσε μάλιστα και την «Ένωση των Γυναικών για την Άμυνα του Παρισιού». Πήρε μέρος στις μεγάλες μάχες του Μαΐου απέναντι στον στρατό των Βερσαλλιών. Κατάφερε αρχικά να αποφύγει τη σύλληψη, αναγκάστηκε ωστόσο να παραδοθεί στις 24 Μάιου 1871 όταν οι δυνάμεις καταστολής έπιασαν τη μητέρα της απειλώντας την με τυφεκισμό.
Στο δικαστήριο στάθηκε αγέρωχα απέναντι στους διώχτες της. Στην απολογία της ζήτησε το θάνατο:
«…έπραξα αυτό που ήμουν υποχρεωμένη να πράξω, δηλαδή το επαναστατικό μου καθήκον, χωρίς μίσος, χωρίς οργή, χωρίς οίκτο, ούτε για τους άλλους ούτε καν για τον εαυτό μου… δεν υπερασπίζομαι τον εαυτό μου και ούτε επιθυμώ να με υπερασπιστεί άλλος. Ανήκω ολοκληρωτικά στην κοινωνική επανάσταση και εφόσον κάθε καρδιά που πάλλεται για την ελευθερία δεν έχει κανένα άλλο δικαίωμα πέρα από ένα βόλι από μολύβι, εγώ απαιτώ το μερίδιό μου. Εάν με αφήσετε να ζήσω, δεν θα πάψω ποτέ να φωνάζω για εκδίκηση και κάποτε θα κατορθώσω να την πάρω. Αυτά μόνο είχα να πω. Τώρα, εάν δεν είστε δειλοί, μπορείτε να με σκοτώσετε».
Οι δικαστές δεν την καταδίκασαν σε θάνατο αλλά σε εξορία στο νησί της Νέας Καληδονίας που βρίσκεται στον Ειρηνικό. Ακόμα και εκεί όμως δημιούργησε προβλήματα στις αρχές. Το 1878 τάχθηκε στο μέρος των εξεγερμένων αυτοχθόνων Κανάκ. Ήδη βέβαια από το 1875 είχε ξεκινήσει προσπάθειες να τους μορφώσει και να τους εμφυσήσει στην επαναστατική πρακτική.
Το πάθος με το οποίο υπερασπιζόταν τους αδύναμους και τους φτωχούς και το θάρρος που επέδειξε στην Κομμούνα αλλά και σε όλους τους υπόλοιπους αγώνες που πήρε μέρος την έκαναν γνωστή ως «Κόκκινη Παρθένα της Μονμάρτης».
Ευγένιος Ποτιέ (1816-1887)

Γνώριμη εικόνα, αριστερές γροθιές ψηλά, οι κόκκινες σημαίες ψηλά να ανεμίζουν στον αέρα της επανάστασης, πρόσωπα σφιγμένα, μάτια που πετούν φλόγες, στήθη που φουσκώνουν, χείλη που τραγουδούν:
Εμπρός της Γης οι κολασμένοι
της πείνας σκλάβοι εμπρός – εμπρός
Το δίκιο από τον κρατήρα βγαίνει
σα βροντή σαν κεραυνός.
Φτάνουν πια της σκλαβιάς τα χρόνια
όλοι εμείς οι ταπεινοί της Γης
που ζούσαμε στην καταφρόνια
θα γίνουμε το παν εμείς.
* * *
Στον αγώνα ενωμένοι
κι ας μη λείψει κανείς
Ω! Νάτη, μας προσμένει
στον κόσμο η Διεθνής.
* * *
Θεοί, αρχόντοι, βασιλιάδες
με πλάνα λόγια μας γελούν
της Γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες
μοναχοί τους, θα σωθούν…
Για να λείψουν τα δεσμά μας
για να πάψει πια η σκλαβιά
να νιώσουν πρέπει τη γροθιά μας
και της ψυχής μας τη φωτιά.
Είναι ο Ύμνος της Διεθνούς που γράφτηκε από τον εργάτη Ευγένιο Ποτιέ στα οδοφράγματα της Κομμούνας του Παρισιού τον Μάιο του 1871 και μελοποιήθηκε από τον επίσης εργάτη Πιέρ Ντεζετέ το 1888. Ακούστηκε σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες από τότε που γράφτηκε μέχρι σήμερα και μεταφράστηκε σε πάνω από 100 γλώσσες.
Το 1913 ο Β.Ι. Λένιν με ευκαιρία τη συμπλήρωση 25 χρόνων από το θάνατο του Ποτιέ γράφει ένα άρθρο στην «Πράβδα» για να τον τιμήσει όπου αναφέρει: «Το Νοέμβρη του περασμένου χρόνου, του 1912, έκλεισαν 25 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Γάλλου ποιητή – εργάτη Ευγένιου Ποτιέ, που έγραψε τον περίφημο προλεταριακό Ύμνο της Διεθνούς (“Εμπρός της Γης οι κολασμένοι” κτλ.).
Ο Ύμνος αυτός μεταφράστηκε σ’ όλες τις ευρωπαϊκές, και όχι μόνο, γλώσσες. Σ’ όποια χώρα κι αν βρεθεί ένας συνειδητός εργάτης, όπου κι αν τον ρίξει η μοίρα, όσο κι αν νιώθει τον εαυτό του ξένο, χωρίς γλώσσα, χωρίς γνωστούς, μακριά από την πατρίδα του, μπορεί να βρει συντρόφους και φίλους με το γνωστό σκοπό του Ύμνου της Διεθνούς.
Οι εργάτες όλων των χωρών άρπαξαν τον Ύμνο του πρωτοπόρου τους μαχητή, του προλετάριου – ποιητή, και τον έκαναν παγκόσμιο προλεταριακό ύμνο.
Και οι εργάτες όλων των χωρών τιμούν τώρα τον Ευγένιο Ποτιέ. Η γυναίκα και η κόρη του ζουν ακόμη και ζουν μέσα στη φτώχεια, όπως ζούσε σ’ όλη του τη ζωή ο ποιητής του Ύμνου της Διεθνούς. Ο Ευγένιος Ποτιέ γεννήθηκε στο Παρίσι στις 4 του Οχτώβρη 1816. Ήταν μόλις 14 χρόνων, όταν σύνθεσε το πρώτο του τραγούδι και το τραγούδι αυτό τιτλοφορούνταν “Ζήτω η ελευθερία!”. Το 1848 πήρε μέρος σαν μαχητής των οδοφραγμάτων στη μεγάλη μάχη των εργατών ενάντια στην αστική τάξη.
Ο Ποτιέ γεννήθηκε σε φτωχή οικογένεια και σ’ όλη του τη ζωή έμεινε φτωχός, προλετάριος. Έβγαζε το ψωμί του συσκευάζοντας κιβώτια και αργότερα κάνοντας ζωγραφιές πάνω σε υφάσματα.
Από το 1840 ο Ευγένιος Ποτιέ απαντούσε σε όλα τα σπουδαία γεγονότα της ζωής της Γαλλίας με το μαχητικό του τραγούδι, αφυπνίζοντας τη συνείδηση των καθυστερημένων, καλώντας τους εργάτες να ενωθούν, μαστιγώνοντας την αστική τάξη και τις αστικές κυβερνήσεις της Γαλλίας.
Στην περίοδο της Μεγάλης Κομμούνας του Παρισιού (1871) ο Ποτιέ εκλέχτηκε μέλος της. Από τις 3.600 ψήφους, αυτός πήρε τις 3.352. Συμμετείχε σ’ όλα τα μέτρα της Κομμούνας, της πρώτης αυτής προλεταριακής κυβέρνησης.
Η πτώση της Κομμούνας ανάγκασε τον Ποτιέ να καταφύγει στην Αγγλία και στην Αμερική. Τον περίφημο Ύμνο της Διεθνούς τον έγραψε τον Ιούνη του 1871, την άλλη μέρα, μπορούμε να πούμε, μετά την αιματηρή ήττα του Μάη.
Η Κομμούνα καταπνίγηκε… αλλά η “Διεθνής” του Ποτιέ διακήρυξε τις ιδέες της σ’ όλο τον κόσμο, κι αυτή ζει τώρα όσο ποτέ άλλοτε.
Το 1876, στην εξορία, ο Ποτιέ έγραψε το ποίημα: “Οι εργάτες της Αμερικής στους εργάτες της Γαλλίας”. Στο ποίημα αυτό απεικόνιζε τη ζωή των εργατών κάτω από το ζυγό του καπιταλισμού, την εξαθλίωσή τους, τη βασανιστική εργασία τους, την εκμετάλλευσή τους, τη σταθερή πεποίθησή τους για την επικείμενη νίκη της υπόθεσής τους.
Μόνο ύστερα από εννιά χρόνια μετά την Κομμούνα, ο Ποτιέ γύρισε στη Γαλλία κι αμέσως μπήκε στο “Εργατικό Κόμμα”. Το 1884 εκδόθηκε ο πρώτος τόμος των ποιημάτων του. Το 1887 εκδόθηκε ό δεύτερος τόμος με τον τίτλο: “Επαναστατικά τραγούδια”.
Πολλά άλλα τραγούδια του ποιητή – εργάτη εκδόθηκαν πια μετά το θάνατό του.
Στις 8 του Νοέμβρη 1887 οι Παρισινοί εργάτες συνόδευσαν στο νεκροταφείο Pare Lachaise, όπου είναι θαμμένοι οι εκτελεσθέντες κομμουνάροι, τη σορό του Ευγένιου Ποτιέ. Η Αστυνομία ματοκύλισε τους εργάτες, για να αποσπάσει από τα χέρια τους την κόκκινη σημαία. Τεράστιες μάζες πήραν μέρος στην κηδεία. Από παντού αντηχούσαν οι ιαχές: “Ζήτω ο Ποτιέ!”.
Ο Ποτιέ πέθανε μέσα στη φτώχεια. Άφησε όμως πίσω του ένα αληθινά αθάνατο πνευματικό μνημείο. Ήταν ένας από τους πιο μεγάλους προπαγανδιστές με το τραγούδι. Όταν έγραψε το πρώτο τραγούδι του, οι σοσιαλιστές εργάτες μετριούνταν το πολύ πολύ σε δεκάδες. Τώρα το ιστορικό τραγούδι του Ευγένιου Ποτιέ το ξέρουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι…».
Η Κομμούνα του Παρισιού όπως έγραψε ο Μάρξ «ήταν η πρώτη επανάσταση με την οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, σαν η μόνη τάξη που ήταν ακόμα ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία». Και ο Τρότσκι από την πλευρά του : Κάθε φορά που μελετάμε την ιστορία της Κομμούνας, την βλέπουμε υπό ένα νέο φως χάρη στην πείρα που αποκτήθηκε από τους μεταγενέστερους επαναστατικούς αγώνες και προ πάντων από τις τελευταίες επαναστάσεις, όχι μόνο από την ρώσικη, αλλά και από την γερμανική και την ουγγρική».
Αυτή ή πείρα και το φως που άφησαν σε εμάς τόσο η Κομμούνα όσο και οι υπόλοιπες επαναστάσεις που έλαβαν χώρα τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι σήμερα, μας εξοπλίζουν έτσι ώστε να μπορέσουμε να οργανώσουμε τις Κομμούνες του παρόντος και του μέλλοντος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ / ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ
- E.H. Gombrich, Το Χρονικό της Τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1994
- Τζούλιο Κάρλο Αργκάν, Η Μοντέρνα Τέχνη, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2004
- Annick Benoit – Dusausoy και Guy Fontaine (επμ.), Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1992
- Καρλ Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2000
- Προσπερ-Ολιβιέ Λισαγκαρέ, Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, τ. Β, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2006
- Λέων Τροτσκι, Από τον πρόλογο στο βιβλίο του Ταλέ Le Commune de 1871, στο Προσπερ- Ολιβιε Λισαγκαρέ, Η Ιστορία της Παρισινής Κομμούνας του 1871, τ. Β, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 2006
- Γιάννης Σκαρπερός – Πηνελόπη Βλασσοπούλου, Τέχνη και Παρισινή Κομμούνα, από το www.rizospastis.gr
- Δώρα Μόσχου, Η λογοτεχνία τον καιρό της Κομμούνας, από το www.rizospastis.gr
- Μαρι – Τερέζ Χαρτζουλάκη, Η επίδραση της παρισινής Κομμούνας στους Γάλλους διανοούμενους, στο www.vathikokkino.gr
- Γιάννης Κουκουλάς, Η ουτοπία είναι εφικτή, από το www.efsyn.gr
- Βλάσης Γ. Ρασσιάς, Λουίζ Μισέλ, από το www.rassias.gr
- Μαριάνθη Μαρκοπούλου, Η συγκλονιστική ιστορία του τραγουδιού «Διεθνής» από το www.vathikokkino.gr , πηγή: περιοδικό Hot-Doc