Prospettiva Operaia*
“Ο φασισμός είναι μια οργάνωση πάλης της αστικής τάξης τη στιγμή και για τις ανάγκες ενός εμφυλίου πολέμου”
(Λ. Τρότσκι)
Η 25η Απριλίου αντιπροσωπεύει για την Ιταλία τη μνήμη της απελευθέρωσης από την εικοσαετή φασιστική δικτατορία και ταυτόχρονα την καταγγελία ότι αυτή η δικτατορία επιβλήθηκε στις Ιταλικές λαϊκές τάξεις από τα ίδια αφεντικά και τους μεγάλους καπιταλιστές που τότε ακριβώς, στις 25 Απριλίου 1945, επιδείκνυαν τις αντιφασιστικές τους κορδέλες. Η 25η Απριλίου εκφράζει την ηρωική ιστορία εκείνων που έπεσαν με τα όπλα στα χέρια για να χτίσουν μια νέα κοινωνία, απαλλαγμένη από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, από τη δικτατορία των τραπεζιτών και των βιομηχάνων.
Καθότι ο Μουσολίνι δεν έπεσε με πραξικόπημα μέσα στο Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού1Το Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού (Ιταλικά: Gran consiglio del fascismo), που ιδρύθηκε, ανεπίσημα, το Δεκέμβριο του 1922, ήταν το ανώτατο όργανο του Ιταλικού Εθνικού Φασιστικού Κόμματος και, αργότερα, το ανώτατο συνταγματικό όργανο του Βασιλείου της Ιταλίας., αλλά κάτω από την ισχυρή πίεση της ταξικής πάλης και χάρη στο θάρρος και το πνεύμα αυταπάρνησης και θυσίας πολλών νέων προλετάριων που ξεσηκώθηκαν χωρίς να περιμένουν εντολές ή οδηγίες, απελευθερώνοντας γειτονιές και πόλεις (παράδειγμα η περίπτωση των “τεσσάρων ημερών της Νάπολης 2Η πόλη γνώρισε μια εφήμερη ανεξαρτησία τεσσάρων ημερών από τους Γερμανούς μετά την επανάσταση της 8ης Σεπτεμβρίου 1943.
Η 25η Απριλίου σηματοδοτεί μια επίκαιρη στιγμή στο πλαίσιο μιας σύνθετης επαναστατικής διαδικασίας που θα είχε σίγουρα οδηγήσει την Ιταλία προς μια σοσιαλιστική προοπτική, αν η πολιτική ηγεσία του προλεταριάτου, πρώτα απ’ όλα το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, είχε σταθεί στο ύψος των ιστορικών του καθηκόντων. Αλλά αυτό δεν συνέβη επειδή το ΙΚΚ, το οποίο κατά τα σκοτεινά χρόνια της Σταλινικής αντεπανάστασης είχε μετατραπεί σε ένα είδος πρεσβείας της Μόσχας στην Ιταλία, δεν μπορούσε και δεν είχε καμία πρόθεση να επιχειρήσει την “έφοδο στον ουρανό”. Η σταλινοποιημένη Τρίτη Διεθνής, η οποία είχε μετατραπεί από Κομιντέρν σε Κομινφόρμ, έπαιζε τον αντικειμενικό ρόλο του προπύργιου της αντεπανάστασης σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Ιταλία ο Τολιάτι3Ο Παλμίρο Τολιάτι ήταν Ιταλός πολιτικός και γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος από το 1927 έως το θάνατό του το 1964. επέστρεψε με ακριβείς οδηγίες από τη Μόσχα: η Ιταλική Επανάσταση έπρεπε να αποτύχει γιατί η Ιταλία έπρεπε να είναι μια από τις χώρες υπό τη στρατηγική προστασία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, οπότε το ΙΚΚ, που κώφευε στις πιέσεις των λαϊκών τάξεων, έπρεπε να εφαρμόσει μια πολιτική ταξικής συνεργασίας με τον ίδιο εχθρό που επί δύο δεκαετίες τροφοδοτούσε, χρηματοδοτούσε και εξόπλιζε τα φασιστικά αποσπάσματα και στη συνέχεια το ίδιο το καθεστώς. Με την “καμπή του Σαλέρνο” ο Τολιάτι επέβαλε την αποστράτευση των κατεχόμενων εργοστασίων, τον αφοπλισμό των αυθόρμητων σχηματισμών κομμουνιστών αγωνιστών που δεν ήταν ενταγμένοι στο ΙΚΚ, την εθνική ειρήνευση που θα οδηγούσε στην επαίσχυντη αμνηστία για όλους τους φασίστες.
Επίσης, χάρη στο ΙΚΚ των “χείριστων”, λίγους μήνες μετά την πτώση του Φασισμού, οι φασίστες νομάρχες, οι αξιωματικοί του στρατού του Μουσολίνι, οι δικαστές του καθεστώτος, η άρχουσα τάξη της εικοσαετίας, επέστρεψε ακλόνητα στην εξουσία του κράτους.
Η 25η Απριλίου αντιπροσωπεύει από τη μια πλευρά την εκδήλωση του εξαιρετικού θάρρους και του απίστευτου αισθήματος αυτοθυσίας της τάξης μας, από την άλλη την εγκληματική αποτυχία του Ιταλικού και παγκόσμιου σταλινισμού.
Η Ιταλική “κόκκινη διετία”, η οποία προηγήθηκε (και πυροδότησε) τη φασιστική προέλαση, απέδειξε για άλλη μια φορά ότι χωρίς επαναστατικό κόμμα δεν μπορεί να υπάρξει νίκη της επανάστασης. Με αίσθηση του μέτρου και των μέσων μας, η Prospettiva Operaia θέλει να συμβάλει στην οικοδόμηση αυτού του κόμματος, ώστε να μπορέσουν οι εργάτες και οι εργάτριες να κερδίσουν τους τιτάνιους αγώνες που βρίσκονται μπροστά μας.
Η κοινωνική φύση και οι ταξικές αιτίες του Φασισμού
Οι συνθήκες στις οποίες αναπτύχθηκε ο Φασισμός και κατάφερε να εδραιωθεί στην εξουσία ήταν εκείνες ενός καπιταλισμού που βίωνε ήδη την παρακμιακή του φάση. Η τάση και η επιβεβαίωση των μονοπωλίων αντανακλούσε κατ’ αρχάς την εξασθένιση ενός ανταγωνιστικού καπιταλισμού, που αποτελούσε πάντοτε την ιστορική δικαίωση του καπιταλισμού, και σηματοδοτούσε την παρακμή των μεσαίων τάξεων αλλά και την αδυναμία να συνεχίσουν να παραμυθιάζουν το προλεταριάτο για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής του.
Κάθε σοβαρή ανάλυση της κοινωνίας πρέπει να ξεκινά από τις σχέσεις μεταξύ των τάξεων. Αν κατά την άνοδο του καπιταλισμού η αστική τάξη χρειάστηκε επαναστατικές μεθόδους για να επιβληθεί και κατά την περίοδο της ανάπτυξης και της ωρίμανσής της μετέφρασε την κυριαρχία της σε ειρηνικές και δημοκρατικές μορφές, στην παρακμιακή φάση του καπιταλισμού η αστική τάξη αναγκάζεται να χρησιμοποιήσει μεθόδους εμφυλίου πολέμου για να αμυνθεί απέναντι στο προλεταριάτο. Ωστόσο, το μεγάλο κεφάλαιο, η μεγαλοαστική τάξη, αντιπροσωπεύει μόνο μια μικρή μειοψηφία της κοινωνίας και γι’ αυτό χρειάζεται την υποστήριξη και τη χρήση των μικροαστικών λαϊκών μαζών (αλλά και ενός μέρους, έστω και μειοψηφικού, του προλεταριάτου) για να πολεμήσει και να διατηρήσει το σύστημα εκμετάλλευσής της.
Σε αντίθεση όμως με την απλοϊκή ανάγνωση των επίσημων κομμουνιστικών κομμάτων, που ερμηνεύουν τους φασισμούς ως μια τυπική αστική αντίδραση της δεδομένης στιγμής, ο Τρότσκι τόνιζε ότι για να διατηρήσει την κυριαρχία του, το μεγάλο κεφάλαιο έπρεπε να κινητοποιήσει, να αναδείξει, να οπλίσει, την μικροαστική τάξη και αυτό με δικό του ρίσκο, γιατί η υποστήριξη της μικροαστικής τάξης προς τη μεγαλοαστική τάξη δεν βασίζεται καθόλου σε αισθήματα εμπιστοσύνης και αδελφοσύνης. Η μικροαστική τάξη εξακολουθεί να είναι μια αδικημένη, κακοποιημένη, ταπεινωμένη τάξη μέσα στο αστικό σύστημα κυριαρχίας, στον καπιταλισμό. Στο άρθρο του με τίτλο “Ο μόνος δρόμος“, ο Τρότσκι επισημαίνει ότι “ενώ χρησιμοποιεί τον Φασισμό, η αστική τάξη τον φοβάται”. Ο φασισμός στήριξε το πρόγραμμά του στην κατεδάφιση των εργατικών οργανώσεων, στην καταστροφή των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων και κάθε πρωταγωνιστικού ρόλου της εργατικής τάξης στην παραγωγή, αλλά και στην πλήρη εκμηδένιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων. Με τον Μεγάλο Ιμπεριαλιστικό Πόλεμο είχε αρχίσει η παρακμή της δημοκρατικής και ειρηνικής μορφής κυριαρχίας του καπιταλισμού, ιδιαίτερα μεταξύ των ηττημένων και σχεδόν ηττημένων εθνών, όπως της Ιταλίας. Δεν υπήρχαν πλέον περιθώρια για μεταρρυθμίσεις και οικονομικό κατευνασμό της εργατικής τάξης και η κυριαρχία της αστικής τάξης όχι μόνο πολεμούσε τα μέσα της προλεταριακής δημοκρατίας αλλά και ερχόταν σε αντίθεση με τους θεσμούς της αστικής δημοκρατίας. Εξ ου και η διπλή επίθεση του φασισμού κατά του Μαρξισμού και κατά του κοινοβουλευτισμού.
Στην ανάλυσή του για το φασισμό, ο Τρότσκι εντοπίζει δύο στοιχεία που τον χαρακτηρίζουν σε σχέση με άλλες μορφές αστικής αντίδρασης. Πρώτον, αναδύεται έξω από τους αστικούς θεσμούς, είναι ένα μαζικό κίνημα με δικές του ένοπλες οργανώσεις (οι Μελανοχίτωνες στην Ιταλία, οι Μονάδες Εφόδου και τα SS στη Γερμανία), γεγονός που τον διαφοροποιεί, για παράδειγμα, από τα στρατιωτικά πραξικοπήματα που συμβαίνουν στα χέρια κομματιών του κράτους, χωρίς μαζική βάση. Παρόλο που δεν αντιτίθεται στο αστικό κράτος, αλλά αποτελεί όργανο υπεράσπισής του, στα αρχικά του στάδια ο φασισμός αναπτύσσει ηγετικές ομάδες “πληβειακής” προέλευσης που δεν ανήκουν στις άρχουσες τάξεις. Μόλις έρθει στην εξουσία ενσωματώνεται πλήρως στον κρατικό μηχανισμό, “θεσμοποιείται”. Δεύτερον, ο φασισμός ξεχωρίζει για την ικανότητά του να κατακερματίζει το εργατικό κίνημα, εκμηδενίζοντας τις οργανώσεις του, όλες, κομμουνιστικές και σοσιαλδημοκρατικές (μια λεπτομέρεια που δεν έγινε κατανοητή από τον επίσημο κομμουνισμό υπό την ηγεσία της Μόσχας μετά την “αποχώρηση” του πολιτικού πρωταγωνιστή Λένιν από το προσκήνιο και η οποία οδήγησε στην παρανοϊκή θεωρητικοποίηση του “σοσιαλφασισμού”).
Η Ιταλική καπιταλιστική μεγαλοαστική τάξη παρέμεινε μια αυτόνομη δύναμη εντός του φασισμού, επιδιώκοντας τους συγκεκριμένους στόχους της, χρησιμοποιώντας πρώτα τους Μελανοχίτωνες και στη συνέχεια το ολοκληρωτικό φασιστικό κράτος. Μετά τον παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914-18, ο καπιταλισμός, στο σύνολό του, βρισκόταν σε πτωτική φάση και με το κύμα της Ρωσικής Επανάστασης οι εργάτες, που είχαν ήδη αποσπάσει σημαντικές βελτιώσεις (υψηλότερους μισθούς, οκτάωρο, γενίκευση των συλλογικών συμβάσεων), και οι φτωχοί Ιταλοί αγρότες, αντέδρασαν σε αυτή την κρίση με τις καταλήψεις των εργοστασίων (στις οποίες συμμετείχαν πάνω από μισό εκατομμύριο μόνο μεταλλουργοί) και των αγροκτημάτων, στις οποίες βίωσαν μια προλεταριακή διαχείριση της παραγωγής. Η καπιταλιστική τάξη χρειαζόταν ένα στιβαρό χέρι˙ έπρεπε να χρησιμοποιήσει, με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπαγόταν, την “αντίδραση”, στα χέρια των σκουαντριστών4Σκουαντρίσμο: ήταν το κίνημα των squadre d’azione (κυριολεκτικά “ομάδες δράσης”), των φασιστικών πολιτοφυλακών που οργανώθηκαν εκτός της εξουσίας του ιταλικού κράτους και διοικούνταν από τοπικούς ηγέτες που ονομάζονταν ras (τίτλος που δόθηκε στους αρχηγούς της εκστρατείας στην Αβησσυνία). Η πολιτοφυλακή αρχικά αποτελούνταν από αγρότες και ανθρώπους της μεσαίας τάξης που δημιουργούσαν τη δική τους άμυνα ενάντια στους επαναστάτες σοσιαλιστές. Το Σκουαντρίσμο έγινε σημαντικό πλεονέκτημα για την άνοδο του Εθνικού Φασιστικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Μπενίτο Μουσολίνι, χρησιμοποιώντας τη βία για τη συστηματική εξάλειψη κάθε πολιτικού κόμματος που αντιδρούσε στον ιταλικό φασισμό. Αυτή η βία δεν ήταν μόνο ένα εργαλείο στην πολιτική, αλλά ήταν επίσης ένα ζωτικό συστατικό της ταυτότητας του Σκουαντρίσμο, το οποίο καθιστούσε δύσκολη την τιθάσευση του κινήματος. Αυτό φάνηκε στις διάφορες προσπάθειες του Μουσολίνι να ελέγξει τη βία του Σκουαντρίσμο, με το Σύμφωνο Ειρήνης και, τέλος, με τον Ενοποιημένο Νόμο περί Δημόσιας Ασφάλειας που οργανώθηκαν από την Fasci di combattimento.5Το Fasci Italiani di Combattimento μεταφράζεται επίσης ως “Ιταλικές Συμπράξεις Μάχης” ή “Ιταλικές Λίγκες Μάχης”) ήταν η φασιστική οργάνωση που δημιουργήθηκε από τον Μπενίτο Μουσολίνι το 1919. Το Fasci Italiani di Combattimento αναδιοργανώθηκε σε Εθνικό Φασιστικό Κόμμα το 1921.
Χρηματοδότες και εργάτες
Οι κυριότεροι οικονομικοί υποστηρικτές του Φασιστικού κινήματος ήταν (εκτός από τους μεγαλογαιοκτήμονες) οι μεγιστάνες της λεγόμενης “βαριάς βιομηχανίας” (μεταλλουργία, ορυχεία κ.λπ…) και οι τραπεζίτες που είχαν συγκεντρώσει τα συμφέροντά τους σε αυτήν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από τους ιδιοκτήτες της “ελαφριάς βιομηχανίας” (κλωστοϋφαντουργία, τρόφιμα κ.λπ…). Αυτό συνέβη επειδή επρόκειτο για δύο τύπους επιχειρήσεων με πολύ διαφορετικό βάρος στην κοινωνία, έτσι ώστε αν η οικονομική κατάσταση είναι δυσμενής ή αν αυξηθούν οι απεργίες, οι συνέπειες στη βαριά βιομηχανία ήταν πολύ μεγαλύτερες και αφού δεν μπορείς να μειώσεις το σταθερό κόστος (“σταθερό κεφάλαιο”) δεν μένει παρά να συμπιέσεις το κόστος της εργασίας (“μεταβλητό κεφάλαιο”): η δραστική μείωση των μισθών και η κατάργηση της συνδικαλιστικής προστασίας γίνονται επιτακτική ανάγκη, ο φασισμός θα είναι το μέσο μέσω του οποίου θα επιτευχθεί. Επιπλέον, στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, για τη βαριά βιομηχανία ήταν απαραίτητες για τη διάσωση των κερδών τους στρατιωτικές παραγγελίες τόσο του Ιταλικού κράτους όσο και των “φιλικών” εθνών και επίσης για το λόγο αυτό ήταν πιο ευνοϊκή υπέρ μιας πολιτικής της βίας και των ιμπεριαλιστικών περιπετειών από ό,τι μια ελαφριά βιομηχανία που σε μεγάλο βαθμό επικεντρώθηκε στην εξαγωγή προϊόντων για πολιτική χρήση και τη συνεργασία μεταξύ των χωρών και είναι πολύ συνδεδεμένη με τη διεθνή οικονομία. Αυτό δε σημαίνει ότι αυτή η δεύτερη μερίδα των αφεντικών ανέλαβε ρόλο κατά του φασισμού, πρώτα απ’ όλα επειδή ήταν ένα κίνημα υπέρ των κατεχουσών τάξεων ενάντια στο σοσιαλισμό και επομένως έπρεπε, αν όχι να υποστηριχθεί, τουλάχιστον να αφεθεί στην τύχη του, και δεύτερον επειδή πίστευαν και αυτοί ότι η “κοινοβουλευτικοποίησή” του θα ευνοούσε αργότερα μια διαδικασία κοινωνικής ειρήνευσης. Το Ιταλικό βιομηχανικό κεφάλαιο βρέθηκε έτσι ενωμένο στο πλευρό του φασισμού.
Αλλά το Φασιστικό κίνημα δεν μπορούσε να επιβιώσει και να κατακτήσει την εξουσία μόνο με τους χρηματοδότες του, χρειαζόταν στρατιώτες. Διότι ο φασισμός ήταν μεν όργανο της μεγαλοαστικής τάξης, αλλά ήταν και εξέγερση της μικροαστικής τάξης (οργισμένης με την αυξανόμενη εξαθλίωση που βίωνε). Αυτό δεν έγινε χωρίς ευθύνη της ηγεσίας του εργατικού κινήματος, γιατί οι σοσιαλιστικές δυνάμεις ήταν τυφλές απέναντι στο γεγονός ότι οι εξαθλιωμένες μεσαίες τάξεις και το προλεταριάτο ανέπτυσσαν κοινά συμφέροντα ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο. Το προλεταριάτο θα έπρεπε να είχε κερδίσει τις μεσαίες τάξεις πείθοντάς τες για την ικανότητά του να οδηγήσει την κοινωνία σε ένα νέο δρόμο, με τη δύναμη και την ασφάλεια της επαναστατικής δράσης και του σοσιαλιστικού προγράμματος, και όχι να τις εγκαταλείψει στα όπλα της αντίδρασης εξαιτίας της αναποφασιστικότητας και των λαθών της ηγεσίας του. Οι μεσαίες τάξεις ήταν ταυτόχρονα θύματα της εξέλιξης και της κρίσης του καπιταλισμού κατά την ανάπτυξη της μονοπωλιακής του φάσης, υποφέροντας από τις συνέπειες πρώτα του ανταγωνισμού και μετά της συγκεντροποίησης. Οι μισθοί των κρατικών αξιωματούχων και γενικά των υπαλλήλων, με την πτώση της λίρας στη δεκαετία του ‘20, επανυπολογίζονται δραματικά, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μαζών μειώνει τον όγκο των επιχειρήσεων των μικρών εμπόρων, ο ανταγωνισμός του μονοπωλιακού καπιταλισμού μειώνει τους μικρούς ανεξάρτητους παραγωγούς στο πεζοδρόμιο. Όλα αυτά ενώ το προλεταριάτο αποκτά, χάρη στη δράση των συνδικάτων και τις δικές του μορφές αυτοοργανωμένου αγώνα, μια μερική ανατίμηση των μισθών, καθώς και μια σειρά από κοινωνικές εγγυήσεις. Οι μεσαίες τάξεις αρχίζουν να βλέπουν το προλεταριάτο με μίσος.
Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για τις ίδιες μεσαίες τάξεις που δεν τρέφουν καμία συμπάθεια για τη μεγαλοαστική τάξη και εφόσον τα συμφέροντά τους έρχονται σε αντίθεση με εκείνα του μεγάλου βιομηχανικού και χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου (διεθνούς, εξ ου και η υπεράσπιση μιας φανταστικής πατρίδας που πρέπει να υπερασπιστούν), μπορεί να υποστηριχθεί ότι διανύουν μια αντικαπιταλιστική φάση. Όμως, εφόσον οι μεσαίες τάξεις δεν είναι θύματα της εκμετάλλευσης της εργασίας αλλά του εξαντλητικού ανταγωνισμού και στη συνέχεια της μονοπωλιακής συγκέντρωσης, και εφόσον είναι σπασμωδικά δεμένες με τα μικρά προνόμιά τους, απορρίπτοντας όπως ο διάολος το λιβάνι την προλεταριακή κατάσταση (όσο κι αν κερδίζει λιγότερα από έναν εργάτη, ένας έμπορος αισθάνεται ανώτερος από αυτόν ως προς την κοινωνική του θέση), ο αντικαπιταλισμός τους είναι πολύ διαφορετικός από εκείνον του προλεταριάτου, δεν κοιτάζει στο μέλλον αλλά στο παρελθόν, δεν είναι επαναστατικός αλλά αντιδραστικός.
Είναι γνωστό σε κάθε σοβαρό μαρξιστή ότι η ετερογένεια των μεσαίων τάξεων τις κάνει να λαμβάνουν μια ενδιάμεση θέση μεταξύ των δύο θεμελιωδών τάξεων της κοινωνίας, της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, αφού δεν μπορούν να αναπτύξουν τη δική τους συνεκτική, ανεξάρτητη πολιτική. Η εξέγερσή τους, επομένως, δεν έχει αυτόνομο χαρακτήρα και μπορεί να προσανατολίζεται είτε προς την υποστήριξη της αστικής τάξης είτε προς την υποστήριξη του προλεταριάτου. Στη δεκαετία του 1920 του περασμένου αιώνα, επίσης λόγω των σοβαρών ευθυνών της διστακτικής ηγεσίας του εργατικού κινήματος, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γνωρίζουμε τι συνέβη. Όταν το 1920 οι μεταλλουργοί κατέλαβαν τα εργοστάσια, τους ακολούθησε με συμπάθεια ένα μεγάλο μέρος της μικροαστικής τάξης. Αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα αποδεικνύεται απολύτως ανίκανο να ηγηθεί της επαναστατικής ορμής των μαζών και να οδηγήσει τη σύγκρουση μέχρι τέλους. “Αλίμονο στο επαναστατικό κόμμα που δεν ξέρει πώς να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων”, προειδοποιούσε, ξανά, ο Τρότσκι στο άρθρο του “Ο μόνος δρόμος“˙ και συνεχίζει:
“Η μικροαστική τάξη μπορεί να συναινέσει προσωρινά σε αυξανόμενες στερήσεις αν, με βάση τη δική της εμπειρία, πειστεί ότι το προλεταριάτο μπορεί να την οδηγήσει σε έναν νέο δρόμο. Αλλά αν το επαναστατικό κόμμα, παρά τη συνεχή όξυνση της ταξικής πάλης, αποδειχθεί για άλλη μια φορά ανίκανο να συγκεντρώσει γύρω του την εργατική τάξη, ταλαντεύεται, παραστρατεί, αντιφάσκει, τότε η μικροαστική τάξη χάνει την υπομονή της και αρχίζει να βλέπει στους επαναστάτες εργάτες ως υπεύθυνους για τις δυστυχίες της […]. Τότε εμφανίζεται ένα κόμμα που έχει ως άμεσο στόχο να απελευθερώσει τη μικροαστική τάξη και να στρέψει το μίσος και την απόγνωσή της ενάντια στο προλεταριάτο […]. Η πολιτική του ρεφορμισμού αφαιρεί από το προλεταριάτο τη δυνατότητα να κατευθύνει τις πληβειακές μάζες της μικροαστικής τάξης και επομένως τις μετατρέπει σε βορά για τα κανόνια του φασισμού”.
Αν το προλεταριάτο είχε παραμείνει σταθερά επαναστατικό, αποφασισμένο να μετασχηματίσει ριζικά την κοινωνική τάξη, υποδεικνύοντας έτσι διέξοδο ακόμη και στην άθλια πλέον κατάσταση της μικροαστικής τάξης, η τελευταία θα είχε στρέψει το βλέμμα της προς αυτό.
Ο Ντανιέλ Γκερέν, στο έργο του “Φασισμός και Μεγάλο Κεφάλαιο“, υπενθυμίζει πως παράλληλα, τότε, ακόμα και στην ύπαιθρο, η συμπεριφορά του Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν κερδοσκοπική σε σχέση με τη στάση που τηρήθηκε στα εργοστάσια, και αντί να διεκδικήσει τη διανομή των γαιών για να προσελκύσει την αγροτιά κοντά του εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, επιτιθέμενο ευθέως στη μεγάλη αγροτική ιδιοκτησία, δεν τόλμησε να εμπλακεί στον αγώνα εναντίον των μεγαλοαγροτών και κάλυψε την αδράνειά του πίσω από μια υπεραριστερή φρασεολογία. Σε ένα συνέδριο της Ομοσπονδίας Εργατών Γης, ένας σοσιαλιστής ηγέτης φτάνει στο σημείο να δηλώσει ότι οι Ιταλοί σοσιαλιστές “είναι πιο επαναστάτες από τους Μπολσεβίκους, οι οποίοι πρόδωσαν το σοσιαλισμό μοιράζοντας τη γη στους αγρότες”. Έτσι, οι αγρότες καταλήγουν στην αγκαλιά των γαιοκτημόνων, οι οποίοι είναι έξυπνοι να μην χρησιμοποιήσουν ένα παραδοσιακό συντηρητικό κόμμα, το οποίο δεν θα κέρδιζε πολύ εύκολα τους αγρότες, αλλά έναν πολιτικό σχηματισμό νέου τύπου, τους fasci, οι οποίοι αυτοανακηρύσσονται “επαναστάτες”, υιοθετούν το δημαγωγικό σύνθημα της γης σε αυτούς που την δουλεύουν και σε συνεννόηση με τους γαιοκτήμονες δωρίζουν μερικές χιλιάδες εκτάρια σε μεμονωμένους αγρότες. Φυσικά, πρόκειται για τη χειρότερη γη, τη χέρσα γη των λατιφούντιων.
Φασιστική δημαγωγία και οικονομία
Παρόλο που αποτελεί εργαλείο διάσωσης του κεφαλαίου, ο φασισμός, προκειμένου να είναι ελκυστικός σε αυτή την ιστορική συγκυρία και να διαφοροποιηθεί έτσι από τα παραδοσιακά αστικά κόμματα, δεν μπορεί να μην καταφύγει σε κάποιου είδους αντικαπιταλισμό, έναν δημαγωγικό αντικαπιταλισμό. Επειδή όμως, όπως είπαμε, ο εν λόγω αντικαπιταλισμός είναι αντιδραστικός και όχι επαναστατικός, προσπαθεί να μην χτυπήσει πραγματικά το σύστημα των αφεντικών, διοχετεύοντας το αντικαπιταλιστικό συναίσθημα των μαζών στον πιο χοντροκομμένο εθνικισμό. Ο εχθρός είναι ο ξένος καπιταλισμός, όχι ο δικός του, ο εξαντλητικός ανταγωνισμός και η συγκεντροποίηση των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων, όχι η οικονομία της αγοράς.
Σε κάθε περίπτωση, για να ελεγχθεί η φυσιολογική ανάπτυξη της αγοράς, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, είναι απαραίτητο ένα κλειστό και αυταρχικό εμπορικό κράτος, με έλεγχο του εξωτερικού εμπορίου, με την εξουσία καθορισμού των τιμών των αγαθών και με τις κατηγορίες εργασίας οργανωμένες σε εταιρείες. Και ακριβώς με την απατηλή ψευδαίσθηση των εργατικών συντεχνιών που περιλαμβάνουν αφεντικά και υπαλλήλους, ο Μουσολίνι υπόσχεται στους εργάτες ότι μέσα στις συντεχνίες τα αφεντικά τους θα τους αντιμετωπίζουν όπως οι αφέντες των μεσαιωνικών συντεχνιών αντιμετώπιζαν τους υπαλλήλους τους, ως συνεργάτες στην παραγωγή. Την παραμονή της πορείας προς τη Ρώμη, ο Μουσολίνι δήλωσε σε μια από τις διακηρύξεις του: “Οι άνθρωποι της εργασίας… δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα από τη φασιστική εξουσία. Τα δίκαια δικαιώματά τους θα προστατεύονται με απόλυτη ειλικρίνεια”. Ακριβώς όπως και στην ομιλία του για την ίδρυση των Fasci (της Φασιστικής οργάνωσης) (23 Μαρτίου 1919), ο Μουσολίνι διατηρεί μια γλώσσα σκόπιμα γεμάτη από εκείνη την ασάφεια που τον χαρακτήριζε πάντα: “Θέλουμε να δώσουμε σταδιακά τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να διευθύνει επιχειρήσεις, ίσως μόνο για να την πείσουμε ότι δεν είναι εύκολο να διευθύνεις μια βιομηχανία ή μια επιχείρηση”.
Επειδή όμως ακριβώς ο φασισμός είναι διφορούμενος και χαμαιλεόντειος, αμέσως μετά την πορεία στη Ρώμη, η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Μουσολίνι δεν μπόρεσε καθόλου να ικανοποιήσει τους λεγόμενους ” πληβείους φασίστες “, οι οποίοι ονειρεύονταν την οριστική αντικατάσταση της παλιάς πολιτικής τάξης με τους φασίστες προδρόμους ενός νέου ολοκληρωτικού κορπορατιστικού κράτους. Αντίθετα, οι φασίστες υπουργοί περιβάλλονται από εκπροσώπους των τελευταίων, όπως ο στρατηγός Ντίαζ, υπουργός πολέμου, ο ναύαρχος Θάον ντι Ρεβέλ, υπουργός ναυτικού, ο φιλελεύθερος Τζεντίλε στη δημόσια εκπαίδευση κ.λπ. Ωστόσο, χωρίς κοινωνική βάση, χωρίς τους πληβείους, ο φασισμός δεν θα εκπροσωπούσε πλέον τον εαυτό του, δηλαδή ένα κίνημα με μαζική βάση, και θα παρέμενε αιωρούμενος στο κενό μιας εύθραυστης εξουσίας, που θα μπορούσε να εκμηδενιστεί από μια συνωμοσία των αντιπάλων του. Έτσι αναγκάζεται, σε κάποιο βαθμό, να γίνει ο ερμηνευτής των αναγκών και των προσδοκιών του πληβείου ποιμνίου του, επικαλύπτοντας όλο και περισσότερο το φασιστικό κράτος με το παραδοσιακό. Στις 13 Ιανουαρίου 1923 ο Μουσολίνι αντιπαραθέτει στο Υπουργικό Συμβούλιο ένα “Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού” (που ιδρύθηκε τον Δεκέμβριο του 1922 ως όργανό του και από το 1928 μέγιστο συνταγματικό όργανο) αποτελούμενο από τους κύριους ηγέτες του κόμματος. Το Μεγάλο Συμβούλιο αποφασίζει, σε μια από τις πρώτες συνεδριάσεις του, να δημιουργήσει, δίπλα στον τακτικό στρατό, την εθελοντική πολιτοφυλακή για την εθνική ασφάλεια, προσωπικά εξαρτώμενη από τον αρχηγό της κυβέρνησης. Δημιουργείται η μυστική αστυνομία -Οβρά- και το Ειδικό Δικαστήριο, που ιδρύεται με νόμο στις 26 Νοεμβρίου 1926. Μεταξύ του 1925 και του 1926 όλα τα άλλα κόμματα προβλέπεται να εξαφανιστούν. Τα στελέχη του στρατού ανανεώνονται, πολλοί αξιωματικοί απομακρύνονται και αντικαθίστανται με στοιχεία αφοσιωμένα στο φασισμό.
Σε αυτό ακριβώς το σημείο, όμως, οι εργοδότες επαναφέρουν αμέσως το χαλινάρι στους πληβείους φασίστες, τους φασίστες του κινήματος. Παρά την όποια κάλπικη επαναστατική ρητορική, που ακόμα και οι σημερινοί νεοφασίστες επιδεικνύουν, το φασιστικό κίνημα, από την ίδια του τη φύση, δεν θα μπορούσε να εξελιχθεί με άλλο τρόπο. Οι μεγιστάνες του κεφαλαίου δεν είχαν χρηματοδοτήσει και ευνοήσει με κάθε τρόπο την ανάπτυξή του, και άλλαξαν το πολιτικό προσωπικό, για να αναθέσουν την υπεράσπιση των συμφερόντων τους σε ταραξίες και δημαγωγούς και έτσι απαιτούν την άμεση επαναφορά τους στην τάξη. Μετά την απορρόφηση του κράτους από το φασιστικό κόμμα, έχουμε τώρα τη χαλιναγώγηση του κόμματος από το φασιστικό κράτος. Οι Φασίστες που έχουν ρόλο μέσα στον κρατικό μηχανισμό είναι μόνο οι πιο πειθήνιοι και υπηρέτες, οι Φασίστες που θεωρούνται λιγότερο ήμεροι (συμπεριλαμβανομένων πολλών από αυτούς που συμμετείχαν στην πορεία στη Ρώμη) διαγράφονται ακόμη και από το κόμμα (με εκκαθαρίσεις ήδη το 1923, 1925, 1926, 1928), το οποίο έχει γίνει ένα απλό όργανο του κράτους, ένα γραφειοκρατικό σώμα χωρίς δική του ζωή, ενώ η φασιστική πολιτοφυλακή, που επίσης εκκαθαρίστηκε, περιορίζεται πρακτικά σε ανικανότητα και υποτάσσεται στον τακτικό στρατό. Η “Συνομοσπονδία φασιστικών συνδικάτων” διαλύθηκε και ο γενικός της γραμματέας, ο Ροσσόνι, απομακρύνθηκε από την πολιτική σκηνή μαζί με όλους τους πληβείους “συνδικαλιστές”. Εν ολίγοις, στηριζόμενη όλο και λιγότερο στις λαϊκές μάζες σε όλους τους τομείς του κράτους και της κοινωνίας, η φασιστική δικτατορία έρχεται όλο και πιο κοντά σε άλλες μορφές στρατιωτικο-αστυνομικής δικτατορίας.
Στην οικονομία, το μέλημα του φασιστικού κράτους, μέσω των οικονομικών και κοινωνικών μέτρων, είναι να σταματήσει την πτώση των κερδών και να εξασφαλίσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Αυτό γίνεται πρώτα απ’ όλα μέσω μιας συνεχούς άμεσης δράσης ενάντια στην εργατική τάξη, δημιουργώντας τις συνθήκες που επιτρέπουν τη μείωση των μισθών: καταστροφή των εργατικών συνδικάτων, καταστολή των θεσμών τους στο εργοστάσιο, όπως οι εσωτερικές επιτροπές, κατάργηση του δικαιώματος της απεργίας, ακύρωση των συλλογικών συμβάσεων, καθιέρωση μιας υποχρεωτικής διαιτησίας για τις εργατικές διαφορές που δεν ήταν παρά μια μορφή καταστολής κάθε μορφής εργατικής σύγκρουσης μέσω διαιτητικών αποφάσεων λειτουργικών προς τη βούληση του ιδιοκτήτη. Το να μάχεσαι ενάντια στα αφεντικά σημαίνει τώρα ότι είσαι εχθρός του κράτους!
Ακόμη και όσον αφορά τις μεγάλες οργανώσεις του κόσμου της εργασίας, τα συνδικάτα, η πολιτική του φασισμού είναι αδίστακτη. Μόλις ιδρύθηκαν τα φασιστικά “συνδικάτα”, υιοθετήθηκαν όλες οι δυνατές “μορφές πίεσης” για να εξαναγκαστούν οι εργαζόμενοι να ενταχθούν σε αυτά. Στην ύπαιθρο, οι ιδιοκτήτες δεν έδιναν δουλειά σε εργάτες που δεν προσχωρούσαν σ’ αυτά και οι τράπεζες δεν έδιναν πίστωση στους αγρότες αν δεν προσχωρούσαν. Με τον τρόπο αυτό τα “κόκκινα” συνδικάτα παραλύουν σταδιακά. Στον βιομηχανικό τομέα, οι μαύρες διμοιρίες εξαπολύονται και οι φασίστες, έχοντας στην κατοχή τους τις λίστες των μελών των συνδικάτων, καταφεύγουν σε απειλές και παρενοχλήσεις εναντίον τους για να τους κάνουν να εγκαταλείψουν τις οργανώσεις τους και να ενταχθούν στα φασιστικά συνδικάτα. Ενάντια στα μέλη των “κόκκινων” συνδικάτων, καταφεύγουν άμεσα σε διώξεις και σωματική βία. Τα αφεντικά, όπως είχε ήδη συμβεί στην ύπαιθρο, άρχισαν να προσλαμβάνουν μόνο εκείνους τους εργάτες που είχαν κάρτα φασιστικού συνδικάτου. Μέχρι τις συμφωνίες “Palazzo Chigi” του 1923, με τις οποίες καθιερώθηκε η επίσημη αναγνώριση των φασιστικών “συνδικάτων” από τις εργοδοτικές οργανώσεις, και τις συμφωνίες “Palazzo Vidoni” του 1925, με τις οποίες η Γενική Συνομοσπονδία Βιομηχανίας αναγνώρισε ένα αποκλειστικό μονοπώλιο στα φασιστικά συνδικάτα: μπορούσαν να ορίζουν μόνο συλλογικές συμβάσεις εργασίας (μέχρι να αδειάσει εντελώς η λειτουργία τους). Οι συνδικαλιστικές ομοσπονδίες που εξακολουθούσαν να υπάρχουν διαλύονται, τα περιουσιακά τους στοιχεία δημεύονται. Στα τέλη του 1926, ακόμη και η CGL, η οποία υπήρχε πλέον μόνο κατ’ όνομα, διαλύεται με τη σειρά της οριστικά. Για να δώσουμε μια ιδέα για το πώς λειτουργεί ο κόσμος της εργασίας υπό τον φασισμό: για να καταρτίσει τις λεγόμενες “συλλογικές συμβάσεις”, το Υπουργείο Εταιρειών τις συντάσσει στη Ρώμη σύμφωνα με τις οδηγίες των εργοδοτών και στη συνέχεια στέλνει τα κείμενα στους “συνδικαλιστικούς” αξιωματούχους του καθεστώτος, οι οποίοι πρέπει να περιοριστούν να υπογράψουν εκ μέρους των οργανώσεών τους. Τα αφεντικά έχουν επιτύχει έτσι έναν από τους κύριους στόχους τους: να αντικαταστήσουν τους παλιούς μισθούς με εθνικές συμβάσεις με μισθούς εταιρειών. Οι συμβάσεις που επιβάλλουν στους εργαζομένους τους μέσω του φασιστικού κράτους δεν μπορούν να θεωρηθούν “εθνικές”, επειδή περιέχουν ρήτρες (πολύ δυσμενείς για τους εργαζόμενους) που ισχύουν σε εθνική κλίμακα, αλλά όχι εκείνες που αφορούν τους μισθούς.
Το πλαίσιο του κορπορατιστικού κράτους
Η πραγματική ουσία του καθεστώτος είναι αυτή της δικτατορίας του μεγάλου κεφαλαίου. Πολύ πριν από την κατάκτηση της εξουσίας, ο φασισμός προσέφερε στους εργάτες την προοπτική των “εταιρειών”. Μόλις φτάσουν στην εξουσία, οι “πληβείοι” φασίστες δημιουργούν σοβαρές δυσκολίες στη δικτατορία και σε αυτό το ζήτημα, επειδή θα ήθελαν να υπερασπιστούν τη μάχη του “κορπορατισμού”. Ονειρεύονταν να απορροφήσουν σε μια ενιαία οργάνωση, σε μια τεράστια κορπορατιστική μηχανή που θα καθοδηγούνταν από αυτούς, τόσο το Κεφάλαιο όσο και την Εργασία. Στην πραγματικότητα, απαιτούν την αντικατάσταση του πολιτικού κράτους με το ολοκληρωμένο κορπορατιστικό κράτος. Για άλλη μια φορά, λοιπόν, συγκρούονται με τους καπιταλιστές μεγιστάνες, οι οποίοι προφανώς αντιτίθενται σε τέτοιου είδους αιτήματα, μη αποδεχόμενοι ότι η “φασιστικοποίηση” παραβιάζει τα όρια της επικράτειάς τους, του τομέα τους, επιθυμώντας να παραμείνουν κύριοι στα εργοστάσιά τους, στα εργαστήριά τους, στα καρτέλ και τα μονοπώλιά τους. Ως εκ τούτου, άσκησαν βέτο σε κάθε κορπορατιστική εμπειρία, ανεχόμενοι μόνο μια εντελώς αβλαβή καρικατούρα του κορπορατιστικού κράτους, απαραίτητη για τη φασιστική προπαγάνδα. Ο Μουσολίνι αναγκάζεται να βάλει το Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού να ψηφίσει, στις 15 Μαρτίου 1923, μια διάταξη που καταδικάζει ρητά την αρχή των μικτών συνδικάτων, που ομαδοποιούν ιδιοκτήτες και εργάτες. Η Γενική Συνομοσπονδία Βιομηχανίας, σε μια συνεδρίαση που ο Μουσολίνι χαρακτήρισε ιστορική, δηλώνει την προθυμία της να συνεργαστεί με τις συντεχνίες, παραμένοντας όμως ανεξάρτητη. Ο νόμος της 3ης Απριλίου 1926 είναι ένας ανεπιτυχής συμβιβασμός μεταξύ αυτών των αντίθετων αναγκών: “Οι ενώσεις εργοδοτών και εργαζομένων μπορούν να συγχωνευθούν, μέσω κεντρικών συνδετικών οργάνων, οι οργανώσεις που συνδέονται έτσι αποτελούν μια εταιρεία”. Ωστόσο, η αυτονομία των εργοδοτών είναι εγγυημένη, διότι το ίδιο άρθρο 3 του νόμου διευκρινίζει: “…αλλά αφήνοντας αναλλοίωτη τη διακριτή εκπροσώπηση των εργοδοτών και των εργαζομένων”. Επιπλέον, το πολιτικό κράτος απέχει πολύ από το να “διαλυθεί” στο ολοκληρωμένο κορπορατιστικό πρότυπο που ονειρεύονταν οι πληβείοι φασίστες: “Η εταιρεία δεν έχει νομική προσωπικότητα, αλλά είναι όργανο της Κρατικής Διοίκησης”. Οι φαντασιακές αρχές των φασιστικών εταιριών ήταν πάντα ανύπαρκτες, επειδή η “συνεργασία” μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων δεν εφαρμόστηκε ποτέ και ο εργαζόμενος δεν θα συμμετάσχει ποτέ στην οικονομική διαχείριση οποιουδήποτε τομέα της εργασίας. Συνεργασία υπάρχει μόνο στην κορυφή των είκοσι δύο εταιριών, και πρόκειται για ένα πολύ ιδιαίτερο είδος συνεργασίας: ένας ορισμένος αριθμός πιστών αξιωματούχων της δικτατορίας, που υποκαθιστούν τους πληβείους στην κεφαλή των φασιστικών συνδικάτων, ορίζονται ως εκπρόσωποι των μισθωτών ενώπιον των εργοδοτών και “γίνονται δεκτοί” απλώς για να παρακολουθούν τις συσκέψεις των εργοδοτών. Αυτό θα ήταν το φασιστικό κορπορατιστικό κράτος.
Ο αγώνας κατά του φασισμού
Η ιδιαιτερότητα του Ιταλικού φασισμού και του Γερμανικού Ναζισμού είχε διαφύγει εντελώς από τα κομμουνιστικά κόμματα, τα οποία υποτίμησαν τον κίνδυνο και εξομοίωσαν τον φασιστικό σκουαδισμό με την αστική αντίδραση στο σύνολό της, θεωρώντας ότι θα κατέστρεφε πρώτα απ’ όλα τις δημοκρατικές αυταπάτες δημιουργώντας ευνοϊκές συνθήκες για την επαναστατική επίθεση. Εξ ου και η αντίθεση στην τακτική του ενιαίου μετώπου στη Γερμανία λίγα χρόνια αργότερα, που πραγματοποιήθηκε από τη σταλινοποιημένη Κομμουνιστική Διεθνή, η οποία συνδύαζε τον λεκτικό ριζοσπαστισμό με την άρνηση ενθάρρυνσης και οργάνωσης ενός μαζικού αγώνα, εκμεταλλευόμενη τις αντιφάσεις των ρεφορμιστικών οργανώσεων, που απειλούνταν με τη σειρά τους από τη μαύρη επίθεση. Η εγκληματική γερμανική σοσιαλδημοκρατία σίγουρα δεν θα πολεμούσε ως ενιαίο σώμα κατά του Ναζισμού, αλλά θα αντιδρούσε διάσπαρτα, αν είχε συρθεί σοβαρά στον αγώνα εναντίον του: “Η πολιτική του ενιαίου μετώπου έχει σκοπό να διαχωρίσει αυτούς που θέλουν να παλέψουν από αυτούς που δεν το θέλουν˙ να σπρώξει προς τα μπρος αυτούς που αμφιταλαντεύονται- τέλος να εκθέσει τους συνθηκολόγους ηγέτες στα μάτια των εργατών και έτσι να ενισχύσει τη μαχητικότητα των τελευταίων” (Λ. Τρότσκι, Ο Μόνος Δρόμος).
Το 1928, ωστόσο, το 6ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς είχε εγκρίνει τη θεωρία του “σοσιαλφασισμού” και της “Τρίτης Περιόδου”, που είχαν επεξεργαστεί ο Στάλιν και ο Μπουχάριν, σύμφωνα με την οποία σύντομα θα άνοιγε μια τρίτη φάση του καπιταλισμού, στην οποία τα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων των εργατικών σοσιαλιστικών κομμάτων, θα αφομοιώνονταν πρακτικά με τα φασιστικά κόμματα (εξ ου και ο ορισμός των “σοσιαλφασιστών”), σε μια κοινή μάχη ενάντια στους κομμουνιστές. Τι θεωρητική και αναλυτική αδυναμία, όπως μας υπενθυμίζει πάντα ο Τρότσκι:
“Ας παραδεχτούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία, χωρίς να ενδιαφέρεται για τους εργαζομένους της, θέλει να παζαρέψει την ανοχή της απέναντι στον Χίτλερ. Αλλά ο φασισμός δεν έχει ανάγκη από ένα τέτοιο εμπόρευμα: δεν χρειάζεται μια ανεκτική σοσιαλδημοκρατία, χρειάζεται να την εξαλείψει. Η κυβέρνηση του Χίτλερ δεν θα μπορέσει να εκπληρώσει τη λειτουργία της παρά μόνο αφού σπάσει την αντίσταση των εργατών και χτυπήσει όλες τις οργανώσεις που θα μπορούσαν να προβάλλουν αντίσταση. Αυτή είναι η ιστορική λειτουργία του φασισμού. Οι Σταλινικοί περιορίζονται σε μια καθαρά ψυχολογική ή, ακριβέστερα, ηθική αξιολόγηση των άθλιων και άπληστων μικροαστών που διοικούν τη σοσιαλδημοκρατία. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτοί οι πατενταρισμένοι προδότες θα έρθουν σε ρήξη και θα αντιταχθούν στην αστική τάξη; Μια τέτοια ιδεαλιστική προσέγγιση έχει ελάχιστη σχέση με τον μαρξισμό, ο οποίος δεν ξεκινά από το τι σκέφτονται τα άτομα για τον εαυτό τους και τι ελπίζουν, αλλά από τις συνθήκες στις οποίες βρίσκονται και τις αλλαγές που μπορούν να πραγματοποιηθούν σε αυτές τις συνθήκες. […] Φυσικά, ο φασισμός σε καμία περίπτωση δεν απειλεί το αστικό καθεστώς στην υπεράσπιση του οποίου λειτουργεί η σοσιαλδημοκρατία. Αλλά ο φασισμός απειλεί τη λειτουργία που επιτελεί η σοσιαλδημοκρατία στο αστικό καθεστώς και τα κέρδη που αποκομίζει από αυτό. Αν οι Σταλινικοί ξεχάσουν αυτή την πτυχή του ζητήματος, η σοσιαλδημοκρατία δεν θα χάσει ούτε για μια στιγμή από τα μάτια της αυτόν τον θανάσιμο κίνδυνο που την απειλεί -δεν απειλεί την αστική τάξη, αλλά άμεσα τη σοσιαλδημοκρατία- σε περίπτωση νίκης του φασισμού” (ό.π.).
Στη συνέχεια, χωρίς ντροπή, στο 7ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1935, με μια στροφή 180 μοιρών, αφού η θεωρία του σοσιαλφασισμού και της Τρίτης Περιόδου κατέστη ανυπεράσπιστη, ο Σταλινισμός έβγαλε από το καπέλο του την εξίσου τραγική θεωρία των “λαϊκών μετώπων” (θύμα της οποίας θα γινόταν και η Ιταλία κατά την πτώση του καθεστώτος), με την αντιφασιστική ενότητα να μην περιορίζεται στα προοδευτικά εργατικά και μικροαστικά κόμματα (όπως στο ενιαίο μέτωπο για το οποίο πάλευαν ο Λένιν και ο Τρότσκι), αλλά να επεκτείνεται και στα κόμματα της φιλελεύθερης αστικής τάξης, ακόμα και στους μοναρχικούς. Επιπλέον, αυτό που ήταν μια ενότητα δράσης στο πεδίο του αγώνα κατά του φασισμού έγινε το σχέδιο ενός σταθερού πολιτικού μπλοκ της εργατικής τάξης με το τμήμα της φιλελεύθερης αστικής τάξης που θεωρούνταν πιο φωτισμένο (μια πολιτική θέση που ακόμα και σήμερα γοητεύει τα απομεινάρια του Σταλινισμού). Η αστική τάξη φοβόταν ασφαλώς τη φασιστική μάστιγα, αλλά φοβόταν περισσότερο την εργατική εξουσία. Προκειμένου να συμβιβάσει αυτούς τους δύο φόβους, η φαντασία τους επινόησε μια λύση: τα λαϊκά μέτωπα, τα οποία κάνουν διακηρύξεις κατά του φασισμού, αλλά προσέχουν να μην παίρνουν ριζοσπαστικά μέτρα ικανά να θίξουν τις πραγματικές του ρίζες.
Εξεταζόμενος από ταξική άποψη, τη μόνη που μπορεί πραγματικά να μας ενδιαφέρει, ο αγώνας κατά του φασισμού έπρεπε επομένως να είναι πρωτίστως ο αγώνας κατά του καπιταλισμού, ο οποίος είχε πλέον πάρει την πιο βάναυση και διαφανή μορφή του. Εκφράζοντας αυτήν την έννοια, έπρεπε να είναι ένας αγώνας για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Αντίθετα, η Αντίσταση στράφηκε απότομα προς την εθνική ενότητα, για τη σωτηρία της πατρίδας, δηλαδή τη σωτηρία της αστικής τάξης και της εξουσίας της. Το σταλινοποιημένο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας έπαιξε θεμελιώδη ρόλο σε αυτήν την προδοσία, τα επακόλουθα της οποίας βαραίνουν ακόμη και σήμερα. Οι περισσότερες εορταστικές αναμνήσεις που γίνονται, εστιάζουν σε αυτή την αφήγηση, η οποία αντιπαραθέτει τη δημοκρατία και το Σύνταγμα στον φασισμό. Το “δημοκρατικό” κράτος που τον διαδέχτηκε ήταν ακόμα πλήρως μολυσμένο από τη φασιστική ασθένεια, όπως και το “δημοκρατικό” κράτος που είχε προηγηθεί περιείχε ήδη στον πυρήνα του την ίδια ασθένεια. Τα υψηλά κλιμάκια της διοίκησης, ο στρατός, η αστυνομία, η δικαιοσύνη, παρέμεναν εξ ολοκλήρου στα χέρια των συνεργατών του καθεστώτος, καθώς και στα χέρια εκείνων που είχαν δώσει στον φασισμό τα κλειδιά της εξουσίας. Το αστικό κράτος έπρεπε να καθαριστεί και να συντριβεί, χωρίς περιστροφές.
Η καπιταλιστική παρακμή, το οικονομικό καθεστώς των μονοπωλίων, η εθνική ενότητα, η φτωχοποίηση της μεσαίας τάξης και η αδυναμία των εργαζομένων να βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους μέσα στο σημερινό σύστημα που βρίσκεται σε κρίση, είναι έννοιες που εξακολουθούν να αντηχούν στην πολιτική και οικονομική συζήτηση, προσδίδοντας στις συζητήσεις αυτές μια επικαιρότητα που τις ωθεί πολύ πέρα από την απλή ιστορική μνήμη.
Ο φασισμός δεν μπορεί να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά και να ηττηθεί οριστικά παρά μόνο μέσω της προλεταριακής επανάστασης. Κάθε “αντιφασισμός” που το απορρίπτει αυτό δεν είναι παρά ένα παραλήρημα και, το σοβαρότερο, μια φάρσα.
*Η Prospettiva Operaia (Εργατική Προοπτική) είναι τροτσκιστική οργάνωση στην Ιταλία και συμμετέχει στο κίνημα που παλεύει για την επανίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 25 Απριλίου 2022
Υποσημειώσεις