Χρειάστηκε να περάσουν κοντά 40 χρόνια από τότε που το πρώην ηγετικό μέλος των Ενόπλων Προλετάριων για τον Κομμουνισμό (PAC), ο Τσέζαρε Μπατίστι, απέδρασε από την φυλακή όπου ήταν κλεισμένος στην Ιταλία (το 1981), για μιαν ατέρμονη και περιπετειώδη διαφυγή που ξεκίνησε από τη Γαλλία, στο Μεξικό και πάλι στη Γαλλία και μετά στη Βραζιλία, μέχρις ότου η ραγδαία αλλαγή των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών διεθνώς να φέρει, τόσο στην Ιταλία όσο και στην Βραζιλία, τα ακροδεξιά και φασιστοειδή μορφώματα του Σαλβίνι και του Μπολσονάρο, που, σε αγαστή συνεργασία μεταξύ τους, κατάφεραν, και πανηγύρισαν, την σύλληψη και έκδοση του Μπατίστι στην Ιταλία για να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στη φυλακή.
Μάλιστα, αυτό που δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής είναι ότι ο Μπατίστι, βλέποντας ότι με την εκλογή του Μπολσονάρο η έκδοσή στην Ιταλία ήταν θέμα χρόνου (καθώς ο Μπολσονάρο είχε υποσχεθεί τη άμεση έκδοσή του και το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε προηγούμενη απόφαση μη έκδοσης, αφήνοντάς την στην δικαιοδοσία του τότε προέδρου Τέμερ, ο οποίος, φυσικά, αποφάσισε υπέρ της έκδοσης) διέφυγε τον Δεκέμβριο στην Βολιβία. Εκεί έκανε αίτηση (21 Δεκέμβρη) στο Εθνικό Συμβούλιο Προσφύγων να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα. Η απάντηση του «αριστερού» Εβο Μοράλες ήταν η κάλυψη των ερευνών της Ιντερπόλ για την σύλληψή του, που έγινε τελικά στις 12 Γενάρη, για ν’ ακολουθήσει άμεση, αυθημερόν, επικοινωνία με την Ιταλία, που έστειλε αεροπλάνο για την παραλαβή και άμεση μεταφορά (στις 14 Γενάρη) του 64χρονου, πλέον, Μπατίστι σε φυλακή της Ιταλίας, όπου θ’ αρχίσει να εκτίει την ισόβια ποινή του, με τους πρώτους έξη (τουλάχιστον) μήνες σε κελί απομόνωσης.
Ο Μπατίστι κατηγορήθηκε για τέσσερις δολοφονίες που είχαν αποδοθεί στην PAC. Η μια αφορούσε ένα δεσμοφύλακα που είχε καταγγελθεί ότι κακοποιούσε φυλακισμένους (το 1978 στο Ούντινε). Μια άλλη (τον Φεβρουάριο του 1979, στο Μιλάνο) αφορούσε έναν κοσμηματοπώλη που είχε πυροβολήσει και σκοτώσει έναν ληστή, σε μιαν ενέργεια υποτίθεται αυτοάμυνας. Μια τρίτη (την ίδια μέρα με την προηγούμενη, στο Μέστρε) αφορούσε έναν κρεοπώλη, μέλος της νεοφασιστικής οργάνωσης «Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα», που στο παρελθόν είχε και αυτός σκοτώσει έναν «ληστή τρομοκράτη». Και η τέταρτη (τον Απρίλιο του 1979, στο Μιλάνο) που αφορούσε έναν αστυνομικό, ο οποίος είχε συμμετάσχει στις πρώτες συλλήψεις για την δολοφονία του κοσμηματοπώλη. Το PAC είχε, επίσης, εμπλακεί σε αρκετές ληστείες.
Ο Μπατίστι είχε συλληφθεί τον Φεβρουάριο του 1979 και καταδικάστηκε σε δωδεκάμιση χρόνια φυλακή για συμμετοχή σε «ένοπλη ομάδα». Μάρτυρες κατηγορίας ήταν δυο «συνεργάτες των αρχών», πρώην μέλη του PAC (οι γνωστοί ως «μετανοιωμένοι»), προκειμένου να τύχουν ελαφρότερης ποινής.
Τον Οκτώβρη του 1981 μέλη του PAC οργάνωσαν την απόδρασή του. Διέφυγε στο Παρίσι, όπου επωφελήθηκε από το λεγόμενο τότε «δόγμα Μιτεράν», που ίσχυε ήδη από το 1985 και πρόβλεπε ότι «αριστεροί Ιταλοί ακτιβιστές που δεν είχαν εμπλακεί σε βίαια εγκλήματα και είχαν εγκαταλείψει την τρομοκρατική δραστηριότητα, δεν θα εκδίδονταν στη Ιταλία».
Ηταν τότε που ο Μπατίστι μπόρεσε να ταξιδέψει και στο Μεξικό, όπου, μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων του (διοργάνωση Φεστιβάλ Βιβλίου στη Μανάγκουα της Νικαράγουα, έκδοση της λογοτεχνικής επιθεώρησης Via Libre κλπ), ήλθε σε επαφή με τον Πάκο Ιγκνάτσιο Τάϊμπο, που τον παρότρυνε στη συγγραφή, ενώ ταυτόχρονα συνεργάστηκε και με πολλές εφημερίδες.
Μετά την επιστροφή του από το Μεξικό στη Γαλλία, το 1991, πέρασε τέσσερις μήνες στη φυλακή μέχρι να τύχει και σ’ αυτόν εφαρμογής το «δόγμα Μιτεράν» και ήταν μετά την αποφυλάκισή του που έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα. Επιδίδεται στην αστυνομική λογοτεχνία. Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία του είναι το «L’ ultimo sparo. Un “delinquente commune” nella guerriglia italiana», (1998) – στην ελληνική του μετάφραση «Ο τελευταίος πυροβολισμός» (εκδ. Ελευθεριακή κουλτούρα», 2012) – που διαδραματίζεται στα λεγόμενα «μολυβένια χρόνια» της δεκαετίας του 70 στην Ιταλία.
Η μαρτυρία ενός άλλου ηγετικού στελέχους της PAC, του Pietro Mutti, που είχε συλληφθεί το 1982 και, προκειμένου να ελαφρύνει τη θέση του, τα φόρτωσε όλα στον Μπατίστι, οδήγησε στη δεύτερη δίκη του Μπατίστι, η οποία κατέληξε, το 1995, σε καταδίκη του, ερήμην, σε ισόβια κάθειρξη, κρίνοντάς τον ως ένοχο για δυο από τους προαναφερθέντες φόνους και για συμμετοχή (εντολές) για τους δυο άλλους.
Όταν τα πράγματα άλλαξαν στη Γαλλία, το 2004, ο Μπατίστι διέφυγε στη Βραζιλία, όπου συνελήφθη το 2007, έμεινε τέσσερα χρόνια στη φυλακή και αποφεύχθηκε η έκδοσή του στην Ιταλία με παρέμβαση του τότε προέδρου Λούλα.
Ο Τσέζαρε Μπατίστι αρνούνταν πάντα τις κατηγορίες που του αποδίδονταν, καθώς μάλιστα αυτές είχαν κατασκευαστεί με συνεργαζόμενους μάρτυρες που ήθελαν να σώσουν το δικό τους τομάρι.
Η δεκαετία του 70 στην Ιταλία ήταν η συνέχεια του Μάη του 68, ήταν η ταυτόχρονη κινηματική αμφισβήτηση, «από τα κάτω» (από ένα πλατύ, μαζικό ριζοσπαστικό κίνημα) των πάντων, με τον προδοτικό «ιστορικό συμβιβασμό» του ευρωσταλινικού ΚΚΙ. Ηταν η περίοδος ριζικών αλλαγών στην Ιταλία, με το νόμο για τα εργατικά δικαιώματα και τα συνδικάτα, για το διαζύγιο, για το δικαίωμα στην έκτρωση, για τα κλείσιμο των ψυχιατρείων και πολλά άλλα. Και ταυτόχρονα, η πλήρης συνδιαλλαγή του ΚΚΙ με τους Χριστιανοδημοκράτες και την κυρίαρχη εξουσία. Λίγο μετά απέβαλαν ακόμα και το όνομα, ΚΚΙ και έγιναν «Δημοκρατικό Κόμμα». Δεν είναι τυχαίο που και ο Ρέντσι πανηγύρισε, ταυτόχρονα και με τον ίδιο θριαμβευτικό τρόπο με τον Σαλβίνι, την σύλληψη και έκδοση του Μπατίστι. Ηταν αυτή η ιστορική προδοσία που έθρεψε τις Ερυθρές Ταξιαρχίες και αντίστοιχες οργανώσεις στην δεκαετία του 70, όπως η PAC.
Η σύλληψη του Μπατίστι πέρασε σαν μια είδηση μιας ή δυο ημερών για να ξεχαστεί αμέσως μετά. Για να σαπίσει στα κάτεργα του Σαλβίνι, με μια καταδίκη, ερήμην, σε ισόβια, πριν από 25 χρόνια. Χωρίς μια στοιχειωδώς αξιόπιστη δίκη, χωρίς να έχει αποδειχτεί η όποια ενοχή του. Αν και το μόνο που πραγματικά θα μπορούσε ν’ αποδειχτεί είναι η διαρκής δολοφονική ενοχή αυτών που κυβερνούν, τότε και τώρα. Ο Μπατίστι πρέπει άμεσα να απελευθερωθεί και να τύχει μιας αξιόπιστης δίκης.