Εκατομμύρια γυναίκες στις διαδηλώσεις ενάντια στο νόμο απαγόρευσης των αμβλώσεων.
του Θόδωρου Κουτσουμπού
Ο αντιδραστικός νόμος της σχεδόν ολικής απαγόρευσης των αμβλώσεων από το αντιδραστικό ανώτατο δικαστήριο και την ακροδεξιά εθνικιστική κυβέρνηση της Πολωνίας έχει ξεσηκώσει κύμα διαμαρτυριών των γυναικών και των νέων αρχικά, και μεγάλων τμημάτων του λαού και της εργατικής τάξης στη συνέχεια, που εξελίσσονται σε λαϊκή εξέγερση.
Εξοργισμένες από την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου να απαγορεύσει σχεδόν όλες τις αμβλώσεις, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες βγήκαν στους δρόμους της Βαρσοβίας, την Παρασκευή 30/10. Κάποιοι μιλούν για ένα εκατομμύριο διαδηλώτριες/τές, ενώ το πιο χαμηλό νούμερο που έδιναν τα ΜΜΕ ήταν 100.000. Η Παρασκευή 30 Οκτώβρη ήταν το αποκορύφωμα μιας εβδομάδας μεγάλων διαδηλώσεων σε ολόκληρη τη χώρα που ξεκίνησαν στις 22 Οκτωβρίου – ημέρα έκδοσης της σκοταδιστικής απόφασης του ανώτατου δικαστηρίου. Μάλιστα, η απόφαση αυτή πάρθηκε ύστερα από την αποτυχία της κυβέρνησης να περάσει το νόμο στο κοινοβούλιο. Την Τρίτη 27 Οκτωβρίου οργανώθηκε Απεργία Γυναικών της Πολωνίας. «Strajk cobiet» – απεργία γυναικών, έγραφαν πολυάριθμα πανό και πλακάτ. Οι γυναίκες αρνήθηκαν να πάνε στις δουλειές, να έχουν την φροντίδα των παιδιών και να κάνουν οικιακές δουλειές. Την Τετάρτη 28/10 οργανώθηκαν πάνω από 400 διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα με συμμετοχή –κατά τις υποεκτιμήσεις της αστυνομίας 430.000 ανθρώπων.
Οι διαδηλώσεις, αλλά και γενικότερα η κοινωνική αναταραχή θεωρούνται οι μεγαλύτερες από τις ημέρες της κοινωνικής έντασης του κινήματος της Solidarność (Αλληλεγγύης) το 1980 και της πτώσης του «υπαρκτού» το 1989. Και αν τότε η ρήξη της εργατικής τάξης με το καθεστώς ταυτιζόταν εν πολλοίς με την στενή στήριξη και υποστήριξη της καθολικής εκκλησίας -που δρούσε ως πολιτικό κόμμα- σήμερα το κίνημα σε μεγάλο βαθμό είναι σε ρήξη με την καθολική εκκλησία – κι όχι απλώς με κάποιους πολιτικούς εκφραστές της.
Αγνοώντας τον κίνδυνο του κορονοϊού αλλά και τις απειλές ποινικών διώξεων, εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες, την Παρασκευή 30/10 πλημμύρισαν τους δρόμους της πρωτεύουσας και των πόλεων της χώρας. Μουσικές ηχούσαν παντού και δρώμενα εκτυλίσσονταν. Πολλές γυναίκες φορούσαν πάνω από τα ρούχα τους έναν ζωγραφισμένο κόκκινο κεραυνό, παγκόσμιο σύμβολο εξέγερσης. Σε πλακάτ έγραφαν «strajk cobiet»- απεργία γυναικών.
Ενώ οι διαμαρτυρίες ήταν εξαιρετικά ειρηνικές, στην πορεία της Παρασκευής υπήρξε μεγάλη αστυνομική παρουσία στους δρόμους της Βαρσοβίας, αλλά και στρατιωτικές δυνάμεις. Ο υπουργός εσωτερικών αρνήθηκε ότι η κάθοδος των στρατιωτικών τμημάτων είχε σχέση με τη διαδήλωση, αλλά οι μονάδες αυτές αναπτύχθηκαν για την προστασία κυβερνητικών κτηρίων και εκκλησιών, μεταξύ αυτών και των πιο περιώνυμων εκκλησιών της Βαρσοβίας. Η ρητορική της υπερ-δεξιάς κυβέρνησης είχε επίσης υποκινήσει ακροδεξιές και θρησκευτικές ομάδες της άκρας δεξιάς κατά των διαδηλωτριών.
Το ζήτημα της νομικής απαγόρευσης του δικαιώματος στην άμβλωση έχει διχάσει και έχει φέρει την κοινωνία σε ανοιχτή αντιπαράθεση. Το κυβερνών κόμμα του Νόμου και Δικαιοσύνης (PiS) επιχειρεί εδώ και χρόνια (από την ίδρυσή του το 2001, αλλά και από το 1993 με τα πρότερα ακροδεξιά του σχήματα) να επιβάλει την απαγόρευση των αμβλώσεων. Με την κυβέρνηση συμπορεύεται το ανώτατο δικαστήριο, πλήρως εκκαθαρισμένο από διαφωνούντες και σε σύμπνοια με την κυβέρνηση. Μαζί με την ηγεσία της καθολικής εκκλησίας συνιστούν το κυρίαρχο αντιδραστικό και εθνικιστικό κατεστημένο μετά την κατάρρευση του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού. Στην εποχή του «υπαρκτού», παρά τις άλλες στερήσεις πολιτικών δικαιωμάτων, στο ζήτημα της άμβλωσης επικρατούσε ένα φιλελεύθερο μοντέλο που έκανε γυναίκες ακόμη και από τη Σουηδία να καταφεύγουν στην Πολωνία για έκτρωση.
Το ακροδεξιό εθνικιστικό καθεστώς επιχειρεί να επιβάλει ένα καθεστώς απαγορεύσεων που δεν αφορά μόνο στο δικαίωμα στην άμβλωση αλλά στο σύνολο των δικαιωμάτων. Ένα καθεστώς απόλυτης αυταρχίας. Η απαγόρευση δεν συνιστά μόνο μια αντιδραστική ρύθμιση σε βάρος των γυναικών, συνδεμένη με το θρησκευτικό σκοταδισμό. Η πειθάρχηση και ο έλεγχος των σωμάτων συνιστά μέτρο του κοινωνικού ελέγχου πάνω στην κοινωνία.
Οι γυναίκες και ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας αισθάνονται ότι στο ζήτημα της άμβλωσης συμπυκνώνονται οι συνολικές παραβιάσεις των βασικών δικαιωμάτων του ανθρώπου και απειλούνται οι όποιες ελευθερίες είχαν. Και ξεσηκώνονται. Μαζί τους ξεσηκώνεται η νεολαία και πλατειά λαϊκά και εργατικά στρώματα, συνδικάτα όπως οδηγοί ταξί, αγρότες και ανθρακωρύχοι.
Από την άλλη, η ακροδεξιά παίρνει επίσης θέσεις μάχης. Ο Bartosz Bekier, επικεφαλής της ακροδεξιάς ομάδας Φάλαγγα, σε συνέντευξή του στο πολωνικό μέσο Onet, δήλωνε ότι αρκετές χιλιάδες εθνικιστές θα πήγαιναν στις διαμαρτυρίες, σημειώνοντας με νόημα ότι «εκπαιδεύτηκαν σε τακτικές μάχης». Ομάδες χούλιγκαν ποδοσφαίρου επιτέθηκαν σε γυναίκες και σε δύο γυναίκες δημοσιογράφους. Η αστυνομία είπε ότι μερικοί «χούλιγκαν ποδοσφαίρου» είχαν επιτεθεί σε διαδηλωτές. Περίπου δώδεκα άνθρωποι συνελήφθησαν, ανέφεραν. Υπήρξαν πολλές άλλες αναφορές από τοπικά μέσα ενημέρωσης για συγκρούσεις μεταξύ εθνικιστών και διαδηλωτών. Αλλά αυτό έχει προκαλέσει την μήνι οργανωμένων οπαδών ομάδων που δηλώνουν ότι θα απαντήσουν σε όσους χτύπησαν γυναίκες.
Ρήξη με την εκκλησία
Στη βαθειά θρησκευόμενη χώρα -όπου 33 εκατομμύρια από τα 38 εκατομμύρια πολίτες είναι εγγεγραμμένοι ως Ρωμαιοκαθολικοί- ο θυμός που στρέφεται κατά του κλήρου ήταν μια από τις πιο εντυπωσιακές πτυχές των διαδηλώσεων. «Νιώθω πολύ μίσος απέναντι στην εκκλησία», είπε η Ζούζα Ράουα, η οποία κατευθυνόταν σε μια εκδήλωση διαμαρτυρίας στο κέντρο της πόλης. Βαπτισμένη καθολική, είπε ότι δεν αισθάνεται πλέον μέρος ενός θεσμού που είχε ανάγκη από μεταρρύθμιση. «Είμαι τρομοκρατημένη και αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο είμαι εδώ», είπε η κυρία Ράουα (Rawa). «Δεν θέλω να δω τη χώρα μου σε τέτοια κατάσταση», πρόσθεσε.
Το κυβερνών κόμμα χρησιμοποίησε τις κριτικές και κάποιες ενέργειες κατά της εκκλησίας για να εξάψει τους υποστηρικτές του. Ορισμένοι εξτρεμιστές εθνικιστές έχουν ήδη σχηματίσει την αυτοαποκαλούμενη «εθνική φρουρά». Νεαροί άνδρες μαυροντυμένοι και οπλισμένοι με ρόπαλα και σπρέι πιπεριού -πολλοί με ξυρισμένα κεφάλια- έχουν νυχτερινή παρουσία έξω από εκκλησίες και καθεδρικούς ναούς. Αντιμετωπίζουν τους διαδηλωτές και έχουν αναφερθεί πολλές αντιπαραθέσεις κοντά σε εκκλησίες στη Βαρσοβία και αλλού. Δύο γυναίκες δημοσιογράφοι από τη μεγαλύτερη καθημερινή εφημερίδα της χώρας, τη Gazeta Wyborcza, κατήγγειλαν ότι δέχθηκαν επιθέσεις.
Φορώντας το σήμα του κόκκινου κεραυνού η γραφίστρια Άννα Ραμπτσούκ, που παρευρέθηκε στη μεγάλη διαδήλωση της Παρασκευής μαζί με τον φίλο της δήλωσε: «Είμαι εδώ επειδή η αίσθηση της αδυναμίας μου έχει φτάσει στο αποκορύφωμά της». Κρατούσε ένα πανό που έγραφε: «Οι άνθρωποι πριν από τα έμβρυα». «Νιώθω ασήμαντη, νιώθω όλο και λιγότερο σαν Πολωνή και αισθάνομαι πολύ λυπημένη για αυτό». Θεωρεί ότι η απόφαση για την άμβλωση είναι μέρος μιας ευρύτερης συρρίκνωσης των ατομικών ελευθεριών.
Εθνικισμός, ρατσισμός και ομοφοβία
Οι μαζικές συγκεντρώσεις πραγματοποιούνται μέσα σε συνθήκες έξαρσης της πανδημίας του κορονοϊού με περισσότερα από 20.000 νέα κρούσματα καθημερινά και τα νοσοκομεία να αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν την μεγάλη εισροή ασθενών. Ο πρωθυπουργός Mateusz Morawiecki, μιλώντας στη χώρα την Παρασκευή το πρωί, από ένα βιαστικά κατασκευασμένο νοσοκομείο στις όχθες του ποταμού Βιστούλα, στη Βαρσοβία, προσπάθησε να στρέψει την προσοχή στην πανδημία και παρότρυνε τους ανθρώπους να μείνουν στα σπίτια. «Αφήστε τον θυμό σας να εστιάσει σε μένα, στους πολιτικούς, αφήστε τον να με αγγίξει, αλλά όχι σε αυτούς που μπορεί να αγγίξει σε δύο εβδομάδες», είπε. «Διαμαρτυρόμενοι κυρίες και κύριοι, θα έρθετε σε επαφή με ηλικιωμένους στο λεωφορείο, στο σπίτι ή κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης. Αυτό μπορεί να έχει δραματικές συνέπειες», είπε.
Ωστόσο, πολλοί άκουσαν τους λόγους του με σκεπτικισμό, ενώ οι επικριτές του τον κατηγορούν ότι με την απόφαση για τις αμβλώσεις επιχειρεί να αποσπάσει την προσοχή της κοινής γνώμης από την αποτυχία της κυβέρνησής του να προετοιμάσει τη χώρα μπροστά στο κύμα της πανδημίας που πλήττει τη χώρα.
Το γεγονός ότι η επισήμανση των κινδύνων από τον ιό δεν μπόρεσε να αποτρέψει τα πλήθη να συμμετάσχουν στις διαδηλώσεις υπογραμμίζει τον βαθύτατο διχασμό της Πολωνικής κοινωνίας από τότε που το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη απέκτησε τον έλεγχο της κυβέρνησης το 2015 προωθώντας ένα εθνικιστικό, ξενοφοβικό και θρησκευτικό όραμα ενός έθνους που «πρέπει να πάψει να είναι γονατιστό»…
Πριν τον νόμο απαγόρευσης των αμβλώσεων είχε προηγηθεί η βιτριολική ρητορική κατά των μεταναστών και των προσφύγων –η Πολωνία έχει αρνηθεί να πάρει και τον παραμικρό αριθμό ακόμη και ομάδων που θεωρούνται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς ότι δικαιούνται ασύλου. Καθώς το θέμα αυτό έχει ξεθωριάσει και μάλιστα η κυβέρνηση αναγκάστηκε να υποσχεθεί στην Ε.Ε. να πάρει έναν -μικρό- αριθμό προσφύγων, επιλέχθηκε μια άλλη κοινωνική ομάδα προκειμένου να στρέψει εναντίον της την λαϊκή δυσαρέσκεια. Ο επόμενος στόχος ήταν οι ομοφυλόφιλοι ως απειλή της ύπαρξης του έθνους! Σε δεκάδες περιφέρειες ψηφίστηκε νομοθεσία που κηρύσσει τις συγκεκριμένες περιφέρειες απαλλαγμένες από την «L.G.B.T. ιδεολογία»! Η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της Πολωνίας για την άμβλωση ακολουθεί αυτές τις δύο αντιδραστικές καμπάνιες.
Ο Πρόεδρος της χώρας Andrzej Duda, ο οποίος αναρρώνει από τον κορονοϊό, σε παρέμβασή του την Παρασκευή προσπάθησε να ελιχθεί και να προσφέρει μια εναλλακτική εκτόνωσης της κρίσης. Μετά από «διαβούλευση με γυναίκες και εμπειρογνώμονες», υπέβαλε στο Κοινοβούλιο μια «πρόταση αλλαγών». Όμως, ο πραγματικός ηγέτης της κυβέρνησης, ο αντιπρόεδρός της Jaroslaw Kaczynski, αρχηγός του κόμματος του Νόμου και Δικαιοσύνης, διατήρησε την αδιάλλακτη στάση του. Κατηγόρησε ότι στόχος των διαδηλώσεων είναι να «καταστρέψουν την Πολωνία και να τερματίσουν την ιστορία του πολωνικού έθνους» – ανάβοντας το πράσινο φως στους ακροδεξιούς υποστηρικτές του για δράση. Mε δήλωσή του κάλεσε τους οπαδούς του να «υπερασπίσουν τις εκκλησίες, την Πολωνία και τον πατριωτισμό». Αλλά σύμφωνα με επικριτές του θύμιζε τον στρατηγό Γιαρουζέλσκι λίγο πριν την κήρυξη του στρατιωτικού νόμου το 1981. Πολλοί σχολιαστές και δημοσιογράφοι ερμήνευσαν μια αποστροφή της ομιλίας του «με κάθε κόστος» ως κάλεσμα για εμφύλιο πόλεμο και δήλωση πολέμου κατά της κοινωνίας.
Μετά την καταγγελία του Kaczynski εναντίον όσων υποστηρίζουν τις διαδηλώσεις ως «εγκληματίες», το Υπουργείο Δικαιοσύνης έδωσε εντολή στους εισαγγελείς όλης της χώρας, διατάσσοντάς τους να στοχεύσουν τους διοργανωτές των «παράνομων συγκεντρώσεων» οι οποίοι θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία στη χώρα.
Ταυτόχρονα, ο υπουργός Παιδείας και Επιστημών, Przemysław Czarnek, απείλησε να μειώσει τη χρηματοδότηση πανεπιστημίων θεωρώντας ότι τα πανεπιστήμια διευκολύνουν ή ενθαρρύνουν τους διαδηλωτές. Χαρακτήρισε μάλιστα τη συμπεριφορά ορισμένων πανεπιστημίων «σκανδαλώδη», γιατί ακύρωσαν μαθήματα προκειμένου οι φοιτητές να πάρουν μέρος στις διαδηλώσεις. Σε δηλώσεις του ο υπουργός είπε στον κρατικό τηλεοπτικό σταθμό TVP: «Οι νέοι βρίσκονται σε περίοδο εξέγερσης. Το περάσαμε και αυτό». «Η διαφορά είναι ότι μεγαλώσαμε στο πνεύμα της εξουσίας. Οι εκπαιδευτικοί ήταν εξουσία. Πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό».
Βεβαίως, ο πρόεδρος Duda δεν είναι ο κατάλληλος για να διαπραγματευτεί, δεδομένου ότι ο ίδιος είχε ηγηθεί σε μια οξεία πολιτική αντιπαράθεση στις εκλογές του περασμένου Ιουνίου, οπότε εκλέχθηκε με ισχνή πλειοψηφία στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών. Για να πετύχει την επανεκλογή του χρησιμοποίησε τις ίδιες μεθόδους με τον Kaczynski, τον κύριο υποστηριχτή του. Με μια πολιτική φόβου και κατηγοριών. Το 2015 είχε εκλεγεί πρόεδρος στοχοποιώντας τους μετανάστες – τα «παράσιτα», κατά την φρασεολογία του, που «απειλούσαν το έθνος».
Βέβαια, το 2015 ο «εχθρός», ερχόμενος από το εξωτερικό, ήταν «προ των πυλών»: ήταν οι μετανάστες κι οι πρόσφυγες, που χαρακτηρίζονταν «παράσιτα», που απειλούσαν το έθνος. Τώρα είναι ο εσωτερικός εχθρός: οι γκέι άντρες και οι λεσβίες που ζουν στην Πολωνία, και προωθούν μια ιδεολογία «πιο επικίνδυνη από τον κομμουνισμό».
Στη διάρκεια των 5 τελευταίων χρόνων το Κόμμα του Νόμου και Δικαιοσύνης έχει αναθεωρήσει το δικαστικό σύστημα της χώρας με τρόπο που υπονομεύεται κάθε έννοια κράτους δικαίου. Ακόμη και θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν αντιταχθεί σε ρυθμίσεις της δικαστικής εξουσίας της Πολωνίας.
Άμβλωση
Πριν από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, στην Πολωνία επιτρεπόταν ο τερματισμός της εγκυμοσύνης είτε λόγω ανωμαλιών του εμβρύου, είτε σε περίπτωση απειλής για την υγεία της γυναίκας ή αιμομιξίας ή βιασμού. Στην πράξη, η συντριπτική πλειοψηφία των σύμφωνα με τον νόμο αμβλώσεων (1.074 από τους 1.100 που πραγματοποιήθηκαν πέρυσι) είχαν ως αιτιολογία τις ανωμαλίες του εμβρύου.
Ωστόσο, η τελευταία δικαστική απόφαση έκρινε ότι οι αμβλώσεις για ανωμαλίες του εμβρύου παραβιάζουν το Σύνταγμα, μια απόφαση στην οποία μάλιστα δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση.
Ωστόσο, αυτή η κατηγορία αμβλώσεων αντιπροσωπεύει μόνο ένα μικρό μέρος αυτών που εκτελούνται από Πολωνές γυναίκες. Πολλές ταξιδεύουν στο εξωτερικό για αμβλώσεις ή τις κάνουν παράνομα στην ίδια τους τη χώρα. Αλλά και αυτές που μπορούν να προσφύγουν σε νόμιμη άμβλωση συναντούν νομικούς περιορισμούς, μεγάλες αναμονές και, επίσης, την άρνηση των γιατρών να κάνουν χειρουργικές επεμβάσεις. Στην Πολωνία, οι γιατροί μπορούν να αρνηθούν να κάνουν νόμιμη έκτρωση και μπορούν επίσης να αρνηθούν να συνταγογραφήσουν αντισυλληπτικά για θρησκευτικούς λόγους. Και υπάρχει πολύ μικρή οικονομική και ψυχολογική υποστήριξη για οικογένειες παιδιών με αναπηρία.
Στην απόφαση του δικαστηρίου, η πρόεδρος του δικαστηρίου, Τζούλια Πρζάιλμπσκα, δήλωσε ότι αν επιτρέπονται οι αμβλώσεις για εμβρυϊκές ανωμαλίες νομιμοποιούνται οι «ευγονικές πρακτικές». Και πρόσθεσε ότι δεδομένου ότι το Σύνταγμα της Πολωνίας εγγυάται την προστασία της ανθρώπινης ζωής, ο τερματισμός με βάση την υγεία του εμβρύου ισοδυναμούσε με «μια μορφή διάκρισης» που απαγορεύεται.
Η κυβέρνηση προσπάθησε επανειλημμένα, όπως προείπαμε, να καταστήσει αυστηρότερο τον νόμο για τις αμβλώσεις, αλλά απέτυχε να συγκεντρώσει τις ψήφους στο Κοινοβούλιο. Οι δημοσκοπήσεις έχουν δείξει ότι η πλειοψηφία των πολιτών αντιτίθεται στους νέους περιορισμούς και κάθε προσπάθεια αλλαγής του νόμου πυροδότησε μαζικές διαδηλώσεις. Έτσι, η κυβέρνηση προσέφυγε στο δικαστικό σώμα που ύστερα από αλλεπάλληλες «διαλογές» πρόσκειται στην κυβέρνηση.
Ρήξη με την εκκλησία
Το κυβερνών κόμμα, το οποίο ήρθε στην εξουσία το 2015, εμφανίζεται ως υπερασπιστής των παραδοσιακών καθολικών αξιών και δυσφημίζει τους αντιπάλους του ως αντι-πολωνούς και αντιχριστιανούς. Κεντρικό σημείο αυτού του οράματος είναι οι Πολωνές ως σύζυγοι και μητέρες, ενώ οι ομάδες υπεράσπισης των δικαιωμάτων των γυναικών χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνοι πράκτορες της φιλελεύθερης δυτικής προπαγάνδας.
Οι διαδηλωτές από την πλευρά τους χρησιμοποιούν εκούσια χυδαία συνθήματα για να σοκάρουν τους ανθρώπους και να στείλουν το μήνυμα ότι οι ευγενικές μέθοδοι δεν έχουν λειτουργήσει. Και έχουν σπάσει το παλιό κοινωνικό ταμπού προκαλώντας την εκκλησία.
Η Καθολική Εκκλησία, είναι ο πιο σημαντικός πυλώνας της πολωνικής κοινωνίας μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Την Κυριακή, ακτιβιστές για τα δικαιώματα των γυναικών διαδήλωσαν στους δρόμους και διέκοψαν τις θρησκευτικές λειτουργίες σε όλη την Πολωνία, κρατώντας αντικυβερνητικά και αντι-εκκλησιαστικά πανό που έγραφαν: “Αυτός είναι πόλεμος” ή “Φτάνει πια” και “Δεν θα είμαστε θύματα”.
Ομάδες νεαρών ανδρών και γυναικών συγκρούστηκαν με ιερείς σε ορισμένα σημεία και διαδηλωτές ζωγράφισαν γκράφιτι στους τοίχους των εκκλησιών και των καθεδρικών ναών σε ολόκληρη τη χώρα. Από την αρχή των διαδηλώσεων, ακροδεξιοί ακτιβιστές υπερασπίστηκαν τις εκκλησίες και αντιμετώπιζαν διαδηλωτές, μερικές φορές χρησιμοποιώντας σωματική βία, κάνοντας σαφή την συμμαχία μεταξύ κυβέρνησης, Καθολικής Εκκλησίας και ακροδεξιών φασιστικών οργανώσεων.
Στο Konstancin Jeziorna, ένα καταπράσινο προάστιο της Βαρσοβίας, το μνημείο του Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β’ βάφτηκε με κόκκινη μπογιά, προσβολή για έναν εθνικό ήρωα που στο παρελθόν ήταν αδιανόητη.
Στις 27 Οκτωβρίου 2020, η Απεργία Γυναικών της Πολωνίας παρουσίασε έναν κατάλογο αιτημάτων ζητώντας: καθορισμό του καθεστώτος του Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του θεσμού του Διαμεσολαβητή, τροποποίηση του προϋπολογισμού, περισσότερα κονδύλια για την προστασία της υγείας, πλήρη δικαιώματα των γυναικών, νομιμοποίηση της άμβλωσης, σεξουαλική εκπαίδευση, αντισύλληψη, διακοπή της χρηματοδότησης της Καθολικής Εκκλησίας από τον κρατικό προϋπολογισμό, το τέλος της θρησκευτικής διδασκαλίας στα σχολεία και την παραίτηση της κυβέρνησης.
Wanda Traczyk-Stawska: Υποστηρίζω τις διαμαρτυρίες των γυναικών μ’ όλη μου την καρδιά
Η Wanda Traczyk-Stawska είναι διασωθείσα από την εξέγερση κατά των ναζί στο γκέτο της Βαρσοβίας το 1943. Υποστηρίζει θερμά την εξέγερση των γυναικών. Δεν μπόρεσε να πάρει μέρος στη μεγάλη διαδήλωση της Παρασκευής, ωστόσο την παρακολούθησε στενά. «Δεν ήμουν στη μεγάλη διαδήλωση της Παρασκευής, είμαι πολύ αδύναμη για πορεία. Ήρθα μόνο μπροστά από την έδρα του Ordo Iuris την Τετάρτη, αλλά όταν τελείωσε η συνέλευση είχαμε φύγει μαζί με την Hanna Stadnik, τη φίλη μου, από την εξέγερση… Υπάρχει μια επιδημία και εμείς οι ηλικιωμένοι προσπαθούμε να μην περάσει στο πλήθος. Αλλά μιλάω γιατί χρειάζομαι την καρδιά μου για να υποστηρίξω αυτήν τη διαμαρτυρία.
Ξέρω ότι χθες ήταν 100.000. Αλλά είναι δύσκολο για μένα να είμαι χαρούμενη γι’ αυτό. Από την αρχή, είμαι απελπισμένη εξ αιτίας αυτού που συνέβη στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Τώρα νέοι, γυναίκες και ακόμη και ηλικιωμένοι πρέπει να βγουν στους δρόμους για να αντιταχθούν.
Πώς μπορεί κάποιος να παραβιάσει την απαγόρευση αμβλώσεων εν μέσω μιας πανδημίας, ένα θέμα τόσο λεπτό, τόσο δύσκολο, τόσο εύθραυστο;
Αυτός ο νόμος δεν ήταν αρκετά καλός στο παρελθόν, οι γυναίκες ήθελαν περισσότερα, αλλά αυτό που έχουν κάνει οι ηγέτες μας τώρα εν μέσω πανδημίας είναι πολύ επικίνδυνο, είναι έγκλημα…
Γιατί οι γυναίκες αναγκάζονται να ενεργήσουν κατά της θέλησής τους σε θέματα που είναι τόσο δύσκολα για εμάς; Μια γυναίκα δεν μπορεί να υποταχθεί σε αυτό που θέλει το κράτος όσον αφορά το σώμα και την προσωπικότητά της. Δεν μπορείς να φέρεσαι στις γυναίκες έτσι. Εάν οι συνθήκες υποδουλώνουν μια γυναίκα, το κράτος ας μην λέει ότι υπάρχει δημοκρατία. Γιατί κανείς δεν απαιτεί από τους άντρες, κανείς δεν τους αναγκάζει, να κάνουν κάτι με το σώμα τους ενάντια στη θέλησή τους.
Τα θέματα που σχετίζονται με το σώμα και τη ζωή είναι εντελώς διαφορετικά από όλα τα άλλα. Είναι πολύ δύσκολο, περίπλοκο, πρέπει να είναι ηθική επιλογή μιας γυναίκας και όχι της κρατικής τάξης».
Πηγή φωτογραφιών: Ogólnopolski Strajk Kobiet