Η ΠOΛITIKH ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ ΣHMEPA

 

 

τουGuy H.

 

Η εκλογή του Μακρόν φέρει το αποτύπωμα της ίδιας κρίσης που οδήγησε στο Brexit της Μεγάλης Βρετανίας και στην εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ.

Αυτή κατέστη δυνατή εξαιτίας της κατάρρευσης αφενός του «γκωλικού» κόμματος των ρεπουμπλικάνων (Les Républicains), και αφετέρου του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Parti Socialiste), δηλαδή της ιστορικής σοσιαλ-δημοκρατίας. Με αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα και τη διπλή κατάρρευση, η Πέμπτη Δημοκρατία βρίσκεται σε διαδικασία αποσύνθεσης.

Η εκλογική νίκη Μακρόν παραμένει η πιο ισχνή προεδρική νίκη υπό την Πέμπτη γαλλική δημοκρατία. H πλειοψηφία του στην Εθνική Συνέλευση (Σ.τ.M: ένα από τα δύο νομοθετικά σώματα, η οποία μαζί με την Γερουσία συναποτελούν το Κοινοβούλιο) είναι μειοψηφική, ενώ τα ποσοστά αποχής σημείωσαν ρεκόρ, ιδίως μέσα στην εργατική τάξη. Ο Μακρόν (ή ο περίγυρός του) είχε την πολιτική οξυδέρκεια να διαλύσει το σοσιαλιστικό κόμμα και το κόμμα της παραδοσιακής – συντηρητικής δεξιάς. Μα, για ακριβώς αυτόν τον λόγο, και η δική του πλειοψηφία είναι ένα τυχαίο συνονθύλευμα, χτισμένο πάνω στις εκλογικές απώλειες των σοσιαλιστών και της δεξιάς, στηριγμένο σε έναν πολιτικό ανταγωνισμό προσωπικών φιλοδοξιών. Aπό κοινωνιολογική σκοπιά, η πλειοψηφία του Μακρόν συνασπίζει μικρούς επιχειρηματίες, μεσαία και ανώτερα στελέχη, όλοι όμως εξ αυτών βρίσκονται κάτω από την άμεση κηδεμονία του MEDEF (Mouvement des entreprises de France – Κίνημα των Επιχειρήσεων της Γαλλίας). Είναι δηλαδή μία πλειοψηφία δομημένη ασταθώς.

Η πολιτική του Μακρόν είναι, κατ’ ουσία, η συνέχιση και επιδείνωση των πολιτικών των προκατόχων της εξουσίας (δεξιάς και αριστεράς), την ίδια στιγμή που επικοινωνιακά παρουσιάστηκε ως καινοτόμα. […] Ως Πρόεδρος του MEDEF (θέλω να πω ως Πρόεδρος της Γαλλίας για λογαριασμό του MEDEF), ο Μακρόν δεν ακολουθεί άλλη πολιτική, παρά αυτή του μεγάλου κεφαλαίου. Τα πρώτα μέτρα που έλαβε είναι ήδη αντιλαϊκά:

 

  • Περικοπή της χρηματοδότησης των διοικητικών περιφερειών της χώρας (-300 εκατομμύρια ευρώ)
  • Σχετικά με το APL (Εξατομικευμένο Επίδομα Στέγασης, Aides Personnalisées au Logement), ήδη κατόπιν της μεταρρύθμισης επί Σαρκοζί το 2007, το επίδομα δεν καταβαλλόταν εάν το ποσό ήταν κατώτερο των 15 ευρώ. Τώρα, με την εξαγγελλόμενη μείωση της τάξης των 5 ευρώ, περίπου 20.000 δικαιούχοι του επιδόματος, που λάμβαναν άλλοτε μεταξύ 15 και 19 ευρώ, δεν θα λαμβάνουν τίποτα από τον Σεπτέμβρη. Αυτό το είδος «κατωφλιού» που επιβλήθηκε, πλήττει ακόμη τους 20.000 δικαιούχους του «επιδόματος στέγασης με κοινωνικά κριτήρια» LS, l’Allocation de logement à caractère social) και τους 8.400 δικαιούχους του «επιδόματος στέγασης με οικογενειακά κριτήρια» (ALF, Allocation de logement à caractère familial)
  • Αύξηση του φόρου κοινωνικής αλληλεγγύης (CSG)
  • Ελαστικοποίηση των εργασιακών συμβάσεων και της χρήσης των συμβάσεων ορισμένης διαρκείας
  • Καθιέρωση συστήματος προ-επιλογής φοιτητών στην πρόσβαση στο Πανεπιστήμιο, εξαιτίας έλλειψης θέσεων.

 

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Μακρόν είχε εξαγγείλει ήδη κατά την προεκλογική του καμπάνια πως η βασική του επιδίωξη ήταν να επιδεινώσει τον Εργασιακό Νόμο, εξαιτίας του οποίου δημιουργήθηκε την άνοιξη του 2016 το σημαντικότερο κοινωνικό κίνημα των τελευταίων χρόνων. Αυτός ο εργασιακός νόμος αποτελεί την χειρότερη επίθεση που ο εργασιακός χώρος έχει δεχθεί μετά το τέλος της διακυβέρνησης του Βισύ. Δίνει στον εργοδότη δικαιώματα που τον θέτουν υπεράνω του νόμου. Εκμηδενίζει δεκαετίες κοινωνικών αγώνων και πολύτιμες κοινωνικές κατακτήσεων.

Η συνταγή δεν είναι νέα, εφαρμόστηκε ήδη κατά την δεκαετία του ‘30 και ήταν καταστροφική. Ο Mακρόν (ένας συνασπισμός της κεντροδεξιάς, της δεξιάς πτέρυγας των σοσιαλιστών και περιφερειακών τμημάτων των ρεπουμπλικάνων) θα εφαρμόσει μία πολιτική που προσομοιάζει στην πολιτική που εφαρμόστηκε στη Γερμανία στα χρόνια 1930-1932 από τον Brüning, επίσης πολιτικό του κέντρου, ή «Zentrum» στα γερμανικά. Αυτή βέβαια η σύγκριση από μόνη της δεν αποδεικνύει τίποτε, και θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν όλες τις διαφορετικές ιστορικές παραμέτρους. Το ναζιστικό κόμμα (NSDAP), πάντως, συγκέντρωνε το 17% των ψήφων όταν ανέλαβε καθήκοντα ο Brüning, ποσοστό που σκαρφάλωσε στο 37% με την απομάκρυνση του τελευταίου από την εξουσία, το 1932. Οι πολιτικές του επιλογές στάθηκαν καταστροφικές για την γερμανική εργατική τάξη. Φέρει μια βαριά ευθύνη για την ανάδειξη του Χίτλερ στην εξουσία (γεγονός που δεν απαλλάσσει βέβαια καθόλου τις εγκληματικές πολιτικές ευθύνες του SPD, ούτε του ΚPD). Μια αντιλαϊκή και αντεργατική πάντως πολιτική δεν μπορεί παρά να παράξει βίαιες αντιδράσεις από την πλευρά αυτών που πλήττονται ισχυρότερα από την κρίση και τις δυσκολίες. Και αυτές οι αντιδράσεις είναι ικανές να στραφούν προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.

Αν και τα ποσοστά του Front National [του Eθνικού Mετώπου της Λεπέν, Σ.τ.M.] στην προεδρική και κατόπιν στην κοινοβουλευτική εκλογική αναμέτρηση φάνηκαν να υποχωρούν, δεν πρέπει να φανταζόμαστε το τέλος αυτού του κόμματος. Αυτός ο κίνδυνος επιτείνεται από το γεγονός πως το FN δεν είναι το μόνο φασιστικό κόμμα. Eίδαμε πως ακόμη και μέσα στην «κλασική» δεξιά, υπήρξε μία ομάδα, υποστηρικτική στον Φιγιόν, επονομαζόμενη «Κοινή Λογική», αποτελούμενη από συντηρητικούς καθολικούς, οι οποίοι οργάνωσαν τις «διαδηλώσεις για όλους» (Σ.τ.M: κίνημα εναντίον του «γάμου για όλους», δηλαδή τον γάμο ομοφυλοφίλων), προκαλώντας μεταξύ άλλων και συγκρούσεις με την αστυνομία – ανέπτυξαν δράση δηλαδή μεγάλης κλίμακας.  Η «Κοινή Λογική» είναι οργανωμένη σχεδόν στρατιωτικά. Ο Ζυπέ δήλωσε πως δεν θα συμμετείχε στην κυβέρνηση, και πως δεν θα την στήριζε, εάν αυτή διατηρούσε δεσμούς με την «Κοινή Λογική». Και από την πλευρά του, ο άλλοτε νεο-φασίστας Α. Madelin (και νυν νεοφιλελεύθερος) εκδήλωσε ανησυχία γιατί το πρόγραμμα του Φιγιόν είναι «σαν του Ρομπέν των Δασών, μα από την ανάποδη. Ο Φιγιόν θα κλέψει τους φτωχούς για να δώσει στους πλούσιους» (sic). Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα του Φιγιόν και του Μακρόν είναι το ίδιο. Μα, εκτός των σκανδάλων που στέρησαν στον Φιγιόν την νίκη, η διαφορά ανάμεσα στους δύο ήταν πως ο Φιγιόν δεν απέκρυψε πως σκόπευε να τα διαλύσει όλα, ενώ ο Μακρόν είχε την ευφυΐα να σιωπήσει στα σημαντικά ζητήματα, και να καλύψει τα υπόλοιπα κάτω από ένα πυκνό σύννεφο ακατάσχετης λογοδιάρροιας. Τα λοιπά της αντιπαράθεσης ήταν για το θεαθήναι, γιατί βέβαια έπρεπε να φανεί πως υπήρχε μία ποικιλία πολιτικών εναλλακτικών επιλογών. Είδαμε, επίσης, πως ο εθνικόφρων Dupont-Aignant ήταν «συμβατός με την Λεπέν». Και άλλοι όμως πρόσκεινται στην άκρα δεξιά. Το δίχως άλλο, αναμένουμε ανακατατάξεις και προς το παρόν δεν υπάρχει μία πολιτική προσωπικότητα τόσο δυνατή που να συνασπίσει αυτόν τον μικρό κόσμο. Πάντως δεν μπορούμε να προδικάσουμε το αποτέλεσμα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο ο φασιστικός κίνδυνος παραμένει στο γαλλικό πολιτικό τοπίο. Αυτό ήταν και το πνεύμα της σύγκρισης που σημειώθηκε πιο πάνω, ανάμεσα στην πολιτική του Μακρόν και του Brüning.

Από την πλευρά του, το Σοσιαλιστικό Κόμμα έχει σχεδόν εξαφανιστεί, και δεν είναι παρά η σκιά του εαυτού του. Βέβαια, τέτοια εξαφάνιση είχε συντελεστεί και στο παρελθόν, όπως για παράδειγμα μετά την παροιμοιώδη ήττα του Gaston Defferre το 1969. Όμως αυτός ο κακόβουλος φοίνικας αναγεννήθηκε από τις στάχτες του. Και αυτό γιατί, το ίδιο το Κομμουνιστικό  Κόμμα, μην έχοντας καμία αυτόνομη ταξική στρατηγική άνοιξε το δρόμο για την «Ένωση της Αριστεράς», από την οποία ο Μιτεράν αποκόμισε όλα τα κέρδη. Το Σοσιαλιστικό Κόμμα γνώρισε και άλλες ήττες, μα πάντοτε κατόρθωνε να ανασκουμπωθεί και να ξαναρχίζει. Και συχνά αυτό το κατάφερνε χάρη στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Περιττό να πούμε πως το αντίστροφο δεν σημειώθηκε ποτέ. Αυτή τη στιγμή, στα δύσοσμα απομεινάρια του Σοσιαλιστικού Κόμματος συνασπίζονται διάφορες προσωπικότητες, και ενώ δε μπορούμε να προβλέψουμε τι θα πράξουν στο μέλλον, διαβλέπουμε ήδη πως προβαίνουν σε κάποιες απόπειρες σύγκλισης και ανασύνθεσης.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα ψυχορραγεί επίσης. Ο Μελανσόν κατέλαβε ένα κομμάτι της εκλογικής του βάσης. Όμως, η αναπόφευκτη πτώση του Κομμουνιστικού Κόμματος χρονολογείται πολύ πριν τον Μελανσόν. Πρώτα απ’ όλα, αυτό το κόμμα πήρε με μεγάλη χρονική καθυστέρηση αποστάσεις από τον σταλινισμό, η ηγεσία του αρνήθηκε την ύπαρξη της έκθεσης Χρουτσώφ, κατόπιν προσπάθησε να μειώσει τη σημασία της, αρνήθηκε την ύπαρξη της «Διαθήκης του Λένιν», ενώ ακολούθησαν κι άλλες «καθυστερήσεις».

Το κόμμα αυτό δεν διέθετε αξιοπιστία και συνάφεια στην καταγγελία της σοβιετικής επέμβασης στην Τσεχοσλοβακία το 1968 και ήταν ασυνεπές και άψυχο στις ομιλίες του για τους αντιφρονούντες. Όταν πήρε επιτέλους κάποια απόσταση, δε είχε καμία σοβαρή ανάλυση για το τι ήταν ο σταλινισμός και οι αναλύσεις που έγιναν,  μερικώς έξω από αυτό (Η «Ιστορία του σταλινικού φαινομένου» του Elleinstein κυκλοφόρησε από εσωκομματικές εκδόσεις) αλλά και άλλες προσπάθειες, ουσιαστικά αγνοούν τη διεθνή σχετική βιβλιογραφία (όλων των παραδόσεων): αναρχικών, συμβουλιακών κομμουνιστών, τροτσκιστών… Ο Edward Hallett Carr τους είναι άγνωστος, όπως και ο Oskar Anweiler, ο Ante Ciliga, ο Victor Serge… δε γνωρίζουν καν τον Γάλλο Alfred Rosmer. Και στη βάση το πράγμα είναι χειρότερο. Αλλά στην πραγματικότητα, οι καθυστερήσεις αυτές δεν στοίχισαν πολύ στο ΚΚΓ τις δεκαετίες του ‘50, του ‘60 ή ακόμη και του ‘70. Το μεγάλο πρόβλημα του ΚΚΓ είναι ότι αγνοώντας τα πάντα, μένει πεισματικά προσδεμένο στη γραμμή του Λαϊκού Μετώπου, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Τρότσκι, για παράδειγμα, ο οποίος, ενημερωμένος από τον Rosmer, έγραφε: «Το Λαϊκό Μέτωπο καταστέλλει την εργατική τάξη και ανοίγει το δρόμο προς τον φασισμό». Οπότε το ΚΚΓ πραγματοποίησε μεταξύ 1968 και 1972 ό,τι μπορούσε να κάνει για να γίνει και πάλι σύμμαχος του PS με το οποίο θα μπει στην κυβέρνηση το 1981.

Kαλοκαίρι 2017

Μετάφραση          ΤΜ, ΝΑ