Ισπανία: άνευ όρων δέσμευση στο ΝΑΤΟ
Πρόσφατα, η “σοσιαλιστική” (εντός εισαγωγικών) ισπανική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ, ηγέτη του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος, προσχώρησε στο στρατόπεδο της Πολωνίας, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου, επιβεβαιώνοντας την ανάγκη αύξησης των στρατιωτικών δαπανών του ΝΑΤΟ. Η δήλωσή του ευθυγραμμίζεται με την κλιμάκωση της έντασης στην Ουκρανία μετά την πρόσφατη ανακοίνωση της απερχόμενης κυβέρνησης Μπάιντεν να επιτρέψει στο Κίεβο να χρησιμοποιήσει πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς εναντίον στόχων σε ρωσικό έδαφος. Η απόφαση αυτή, ικανοποιώντας τα επίμονα αιτήματα του Ουκρανού προέδρου Ζελένσκι, αντιπροσωπεύει μια επικίνδυνη κλιμάκωση που απειλεί να παρασύρει περισσότερες δυνάμεις και χώρες άμεσα στη σύγκρουση.
Ξεπερνώντας την «κόκκινη γραμμή» που έχει θέσει το Κρεμλίνο και κλιμακώνοντας την πολεμική ένταση, μια πλειάδα κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συστοιχίζονται πίσω από την τελευταία επικίνδυνη κίνηση της κυβέρνησης Μπάιντεν στον πόλεμο στην Ουκρανία. Μεταξύ αυτών των υποστηρικτικών φωνών είναι και η Ισπανία, ανανεώνοντας την προσήλωσή της στο δόγμα του ΝΑΤΟ με ανυποχώρητη δέσμευση.
Η επιμονή της «σοσιαλιστικής» κυβέρνησης να επιδείξει την ακλόνητη ευθυγράμμισή της με την Ουάσιγκτον και τον ατλαντικό στρατιωτικό οργανισμό φάνηκε από τη δημοσίευση ενός ανακοινωθέντος που υπογράφουν οι υπουργοί Εξωτερικών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Πολωνίας, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ισπανίας. Η δήλωση αυτή υπογραμμίζει την κοινή δέσμευση και συμφωνία με τη στάση του σημερινού προέδρου των ΗΠΑ και των πιο ένθερμων υποστηρικτών της κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία.
Το ανακοινωθέν ξεκινά με σαφή τόνο ανησυχίας, υποστηρίζοντας ότι «η συλλογική μας ασφάλεια αντιμετωπίζει τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουμε δει στη ζωή μας», αποδίδοντας αυτό στη συστηματική επίθεση της Ρωσίας κατά της ευρωπαϊκής «αρχιτεκτονικής ασφαλείας». Επιπλέον, αναφέρεται σε «πρωτοφανείς υβριδικές δραστηριότητες ως προς την ποικιλία και την κλίμακά τους», κατηγορώντας τον «αναθεωρητισμό» της Ρωσίας και την άρνησή της να συμμετάσχει σε ειρηνευτικές συνομιλίες ως τους κύριους παράγοντες της κλιμάκωσης. Αξίζει να σημειωθεί ότι μία από τις χώρες που υπογράφουν, το Ηνωμένο Βασίλειο, συνέβαλε καθοριστικά, μαζί με την Νούλαντ των ΗΠΑ στην έναρξη του πολέμου, και στη συνέχεια, στην παρεμπόδιση των ειρηνευτικών συνομιλιών στην Κωνσταντινούπολη το 2022, όπως αναφέρεται λεπτομερώς σε μια εκτενή μελέτη του περιοδικού Foreign Affairs, το οποίο ελάχιστα τρέφει συμπάθειες προς το Κρεμλίνο.
Η «συνταγή» που προτείνουν τα έξι κράτη στο ανακοινωθέν απαιτεί περισσότερη παρουσία του ΝΑΤΟ και ενότητα με τους «διατλαντικούς εταίρους». Με τον Ντόναλντ Τραμπ νέο πρόεδρο στο Λευκό Οίκο, το ανακοινωθέν λειτουργεί ως επαναβεβαίωση της «ευρωπαϊκής ασφάλειας» ως υπαρξιακής συνθήκης για την Ένωση, προσδιορίζοντας τούς ατλαντικούς στόχους στην περιοχή Ρωσίας – Ουκρανίας ως δικούς της και απορρίπτοντας κάθε δυνατότητα διαλόγου ή γειτονίας.
Ο Ισπανός υπουργός Εξωτερικών Αλμπάρες και οι ομόλογοί του διαβεβαιώνουν την «επιτακτική ανάγκη» να επιβεβαιωθεί ο ρόλος του ΝΑΤΟ ως «ακρογωνιαίος λίθος» της… ευρωπαϊκής ασφάλειας. Κατά συνέπεια, τάσσονται υπέρ της ενίσχυσής του μέσω αυξημένων προϋπολογισμών: «Επαναβεβαιώνουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις θα χρειαστούν δαπάνες άνω του 2% του ΑΕΠ για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων απειλών ασφαλείας και την εκπλήρωση των στόχων της αποτροπής και της άμυνας σε ολόκληρη την ευρωατλαντική περιοχή». (Στην Ελλάδα, διαχρονικά οι κυβερνήσεις σπαταλούν πολύ πάνω από το 2%, όντας στην δεύτερη μετά τις ΗΠΑ θέση στις στρατιωτικές δαπάνες. Όμως, στο “κλαμπ” των ισχυρών χωρών της Ευρώπης, δεν χρειάζεται να κληθεί ο πάντα δεδομένος, αλλά όχι αρκετά υπολογίσιμος Μητσοτάκης.)
Για να διατηρηθεί η πολεμική βιομηχανία που υποστηρίζει την τρέχουσα κατάσταση, οι έξι υπουργοί προτρέπουν να τεθεί η Ευρώπη -η οικονομία, η βιομηχανία και οι πόροι της- στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ, «χρησιμοποιώντας όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής και χρηματοπιστωτικής δύναμης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ενισχύοντας τη βιομηχανική βάση της Ευρώπης». Εάν απαιτείται, αυτό μπορεί να περιλαμβάνει «την άρση των εμποδίων στο εμπόριο και τις επενδύσεις στην άμυνα». Αυτή η δεύτερη δήλωση προθέσεων καθιστά σαφές ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες είναι πρόθυμοι να χαλαρώσουν τις από καιρό υπό διαπραγμάτευση συμφωνίες για το εξωτερικό εμπόριο, τα περιβαλλοντικά κριτήρια, ακόμη και τα ανθρώπινα δικαιώματα, εάν τα μέτρα αυτά είναι απαραίτητα για τη διατήρηση του status quo σε καιρό πολέμου.
Η τρίτη «απαίτηση» δίνει έμφαση στις επενδύσεις σε περισσότερα όπλα και στρατιωτικές τεχνολογίες, «συμπεριλαμβανομένης της αντιπυραυλικής άμυνας, των δυνατοτήτων κρούσης ακριβείας, των μη επανδρωμένων αεροσκαφών, καθώς και των κρίσιμων υποδομών και της κυβερνοάμυνας, της έρευνας και ανάπτυξης και της απασχόλησης νέων τεχνολογιών». Συνεπώς, πρόκειται για επενδύσεις στις λεγόμενες τεχνολογίες «ασφάλειας και άμυνας», οι οποίες έχουν αυξηθεί εκθετικά εις βάρος των δημόσιων πόρων. Σύμφωνα με έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Ερευνών για την Ειρήνη της Στοκχόλμης, στην Ευρώπη παρατηρείται ευρεία αύξηση των στρατιωτικών δαπανών από τις αρχές του 2022, φτάνοντας σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα του Ψυχρού Πολέμου.
Τα Ηνωμένα Έθνη και ο Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) αναφέρονται εν συντομία στο τέλος του κειμένου, απλώς για να υπογραμμιστεί η δέσμευση στις «αρχές» τους, αν και καταφανώς υποβιβάζονται σε τριτογενή θέση στις προτεραιότητες των «ατλαντιστών» υπουργών. Η τελευταία παράγραφος σφραγίζει το έγγραφο με μια ακόμη έκκληση για «μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και μια άμεση αναφορά -ή σύσταση- στον Τραμπ, προτρέποντας για ευθυγράμμιση με αυτή την εξωτερική πολιτική: «Θεωρούμε επίσης ότι πρόκειται για μια μοναδική ευκαιρία να ενισχύσουμε τους πυλώνες των διατλαντικών μας σχέσεων με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ενισχύοντας το ΝΑΤΟ και διασφαλίζοντας μια δίκαιη κατανομή των βαρών εντός της Συμμαχίας».
Αυτό το ανακοινωθέν, που αντανακλά την ατλαντική και μιλιταριστική ευθυγράμμιση της ισπανικής κυβέρνησης, δεν είναι η μόνη ένδειξη αυτής της πρωτοφανούς προσήλωσης στην εξωτερική πολιτική του ΝΑΤΟ. Οι απαιτήσεις της σοσιαλίστριας ευρωβουλευτή Ιράτχε Γκαρθία, για αποστολή περισσότερων όπλων στην Ουκρανία, αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι, όσον αφορά την υποστήριξη της στρατιωτικής συμμαχίας, η Ισπανία και η κυβέρνησή της αποδεικνύονται υποδειγματικοί μαθητές.
Ωστόσο, είναι ζωτικής σημασίας να εξετάσουμε τις εγγενείς αντιφάσεις και τους κινδύνους που θέτουν ο ιμπεριαλισμός του ΝΑΤΟ και ο ισπανικός εθνικισμός. Η ευθυγράμμιση με το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ όχι μόνο θέτει σε κίνδυνο την παγκόσμια ειρήνη, αλλά και εδραιώνει περαιτέρω την καπιταλιστική βαρβαρότητα, διαιωνίζοντας κύκλους βίας και εκμετάλλευσης.
Ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην Ουκρανία, που τροφοδοτείται από την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και τον εθνικιστικό οίστρο, υπογραμμίζει την ανάγκη για μια ριζική αλλαγή στην προσέγγιση. Αντί να υποκύψουμε στις πολεμοκάπηλες πολιτικές του ΝΑΤΟ και των συμμάχων του, υπάρχει επείγουσα ανάγκη για την παρέμβαση της εργατικής τάξης όλων των χωρών για να μπει φραγμός στη καταστροφική πορεία σε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αμφισβητώντας τις καπιταλιστικές δομές και συμφέροντα και ανατρέποντας τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις.
Η εργατική τάξη, ενωμένη πέρα και πάνω από σύνορα, πρέπει να ξεσηκωθεί ενάντια στους πολεμοκάπηλους και τις συνυπεύθυνες κυβερνήσεις που δίνουν προτεραιότητα στις στρατιωτικές δαπάνες έναντι της κοινωνικής ευημερίας. Τα δισεκατομμύρια που επενδύονται σε εξοπλισμούς και πολεμικές μηχανές θα πρέπει να ανακατευθυνθούν προς την αντιμετώπιση πιεστικών κοινωνικών ζητημάτων, την καταπολέμηση της φτώχειας και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών. Μόνο μέσω ενός ενωμένου και οργανωμένου κινήματος της εργατικής τάξης μπορούμε να διαλύσουμε την ιμπεριαλιστική πολεμική μηχανή και να οικοδομήσουμε μια κοινωνία βασισμένη στην ειρήνη, την ισότητα και την αλληλεγγύη.
Επιπλέον, το αφήγημα του ουκρανικού εθνικισμού, που συχνά επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τη συνεχιζόμενη στρατιωτική επίθεση, πρέπει να εξεταστεί κριτικά. Ο εθνικισμός, χρησιμοποιούμενος από τον καπιταλισμό, γίνεται ένα εργαλείο για να αποσπάσει την προσοχή και να διχάσει την εργατική τάξη, εμποδίζοντάς την να συνειδητοποιήσει τα κοινά της συμφέροντα και να ενωθεί ενάντια στους πραγματικούς καταπιεστές της. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επαναστάτες κομμουνιστές πρέπει να εκθέσουν τις πλάνες της εθνικιστικής ρητορικής και να υποστηρίξουν τη διεθνή αλληλεγγύη, τονίζοντας ότι ο αγώνας για δικαιοσύνη, κοινωνική απελευθέρωση και την πάλη για μια άλλη κοινωνία υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα.
Εν κατακλείδι, η άνευ όρων δέσμευση της Ισπανίας στο ΝΑΤΟ εν μέσω της τρέχουσας στρατιωτικής κλιμάκωσης, σε συνδυασμό με την ευρύτερη ευρωπαϊκή ευθυγράμμιση με τις ιμπεριαλιστικές πολιτικές του ΝΑΤΟ, αποτελεί παράδειγμα της επικίνδυνης πορείας της αυξημένης στρατιωτικοποίησης και της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας. Ως επαναστάτες κομμουνιστές, πρέπει να αντιταχθούμε σθεναρά σε αυτές τις εξελίξεις, κινητοποιώντας την εργατική τάξη για να τερματιστεί ο πόλεμος και η καπιταλιστική βαρβαρότητα. Μέσω της συλλογικής δράσης και της διεθνούς και διεθνιστικής αλληλεγγύης, μπορούμε να χαράξουμε μια πορεία προς έναν δίκαιο κόσμο απαλλαγμένο από τα δεσμά του ιμπεριαλισμού, του εθνικισμού και του καπιταλισμού.
Αρ. Μα.