του Άρη Μαραβά

Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 συχνά εξιδανικεύεται ως ένας ηρωικός, ομόφωνος εθνικός ξεσηκωμός ενάντια σε αιώνες Οθωμανικής καταπίεσης. Οι κυρίαρχες αφηγήσεις την παρουσιάζουν ως μια αδιάσπαστη συνέχεια από την αρχαιότητα, τη βυζαντινή εποχή και έπειτα, καταλήγοντας στον «εθνεγερτήριο» ξεσηκωμό του 19ου αιώνα. Ωστόσο, η Επανάσταση του 1821 υπήρξε πρωτίστως μια αστική δημοκρατική επανάσταση, διαμορφωμένη από τις εγχώριες και διεθνείς ταξικές αντιθέσεις, τις οικονομικές κρίσεις και τη μετάβαση από φεουδαρχικές-αυτοκρατορικές δομές στις αναδυόμενες καπιταλιστικές σχέσεις.

Παγκόσμιο Κύμα «Επαναστάσεων»

Η περίοδος ανάμεσα στον 17ο και τον 19ο αιώνα έχει χαρακτηριστεί ως «Εποχή των Επαναστάσεων». Από τον Αγγλικό Εμφύλιο Πόλεμο (1640) μέχρι την Αμερικανική (1776) και τη Γαλλική Επανάσταση (1789), βλέπουμε την άνοδο των αστικών τάξεων σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική, οι οποίες ανατρέπουν φεουδαρχικά καθεστώτα και οικοδομούν νέα κράτη που εξυπηρετούν τις δικές τους ανάγκες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τοποθετείται και η Ελληνική Επανάσταση.

Παρόλο που η Ελλάδα βρισκόταν υπό Οθωμανική κυριαρχία, οι κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα παρέπεμπαν σε ανάλογες εξελίξεις αλλού στην Ευρώπη. Μια αναδυόμενη ελληνική αστική τάξη—έμποροι, πλοιοκτήτες και διανοούμενοι της Διασποράς (σε Κωνσταντινούπολη, Οδησσό, Βιέννη κ.α.) – συγκέντρωνε οικονομική ισχύ και επιζητούσε ένα εθνικό-καπιταλιστικό κράτος που θα κατοχύρωνε τα συμφέροντά της. Η Φιλική Εταιρεία, πρωτεργάτρια στη διοργάνωση της εξέγερσης, απαρτιζόταν ακριβώς από τέτοιους εμπόρους και αστούς, οι οποίοι είχαν επηρεαστεί από τα ιδεολογικά ρεύματα του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης.

Οι Ταξικές Δυνάμεις Πίσω από την Επανάσταση

Η επαναστατική ηγεσία -έμποροι, πλοιοκτήτες και λόγιοι- είχε συγκεκριμένους στόχους, όπως αποκοπή από τη φεουδαρχική δομή και τη βαριά φορολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ίδρυση εθνικού κράτους που θα προστάτευε την ατομική ιδιοκτησία και θα διευκόλυνε την καπιταλιστική συσσώρευση, θεσμική συγκρότηση (σύνταγμα, κρατικός μηχανισμός) ικανή να επιβάλει την «αστική πειθαρχία» σε τοπικούς ισχυρούς παράγοντες (κοτζαμπάσηδες, προεστούς, εκκλησιαστική ιεραρχία).

Συμμετοχή των Λαϊκών Στρωμάτων

Παράλληλα, η επανάσταση δεν θα μπορούσε να πετύχει χωρίς τη μαζική κινητοποίηση των αγροτών, κλεφτών, αρματωλών, ναυτικών και τεχνιτών. Οι στόχοι αυτών των «λαϊκών στρωμάτων» όμως ξεπερνούσαν το αφηρημένο όραμα της «εθνικής απελευθέρωσης». Ενσωμάτωσαν: Απαιτήσεις για αναδιανομή των γαιών και ελάφρυνση της φορολογίας, ρήξη με την τοπική ολιγαρχία (κοτζαμπάσηδες) και τους μεγάλους γαιοκτήμονες, είσοδο σε νέες πολιτικές διαδικασίες (συνελεύσεις, λαϊκή συμμετοχή), σε αντίθεση με τους συγκεντρωτικούς θεσμούς του παρελθόντος, αυτές οι διαφορετικές επιδιώξεις οδήγησαν σε σφοδρές εντάσεις και εμφύλιες συγκρούσεις μέσα στην Επανάσταση (1823 – 1824), όπου τελικά επικράτησε η αστική-εμπορική ελίτ, συχνά χάρη στην υποστήριξη εξωτερικών δυνάμεων και στην πρόσβασή της σε πόρους.

Το Παράδειγμα της Αϊτής

Την ίδια περίπου εποχή, η Αϊτή (η παλιά γαλλική αποικία Saint-Domingue) είχε πραγματοποιήσει την πιο ριζοσπαστική αντι-αποικιακή επανάσταση (1791- 1804): οι σκλάβοι και οι απόγονοί τους ξεσηκώθηκαν, ανέτρεψαν τους Γάλλους αποικιοκράτες και ίδρυσαν την πρώτη Δημοκρατία υπό μαύρη ηγεσία στην Αμερική. Αυτή η κίνηση έπληξε καίρια το παγκόσμιο σύστημα δουλείας και αμφισβήτησε τα εμπορικά-καπιταλιστικά συμφέροντα που επωφελούνταν από αυτό.

Μετά την ανεξαρτησία, όμως, η Αϊτή βρέθηκε διπλωματικά και οικονομικά απομονωμένη, γεγονός που φανερώνει πώς οι τότε μεγάλες (και καπιταλιστικές) δυνάμεις (Γαλλία, Βρετανία, Ισπανία, κ.ά.) τιμωρούσαν και πίεζαν όποιο κρατικό μόρφωμα καταργούσε ριζικά εκμεταλλευτικές δομές όπως η δουλεία.

Η Συμβολική Βοήθεια της Αϊτής προς την Ελλάδα

Παρότι η ίδια η Αϊτή αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα επιβίωσης, η κυβέρνηση του Ζαν-Πιερ Μπουαγιέ αναγνώρισε άμεσα τον ελληνικό αγώνα ανεξαρτησίας και προσέφερε ηθική -ενδεχομένως και εθελοντική στρατιωτική- υποστήριξη. Ωστόσο, παρά την καλή πρόθεση, η συνδρομή δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί σε ευρεία κλίμακα λόγω απόστασης, ναυτικών αποκλεισμών και περιορισμένων πόρων.

Η κίνηση της Αϊτής μαρτυρά ένα «πληβειακό» διεθνισμό πριν ακόμα οι σοσιαλιστικές ιδέες του 20ού αιώνα εδραιώσουν την έννοια της παγκόσμιας ταξικής αλληλεγγύης. Μια χώρα γεννημένη από εξέγερση σκλάβων, λοιπόν, εξέφρασε συμπάθεια και αναγνώρισε χωρίς όρους τον αντι-οθωμανικό αγώνα, παρότι αυτός ο αγώνας σε μεγάλο βαθμό καθοδηγήθηκε από μια ελληνική αστική τάξη με συγκεκριμένα, δικά της συμφέροντα.

Οι Εσωτερικές Αντιφάσεις και Ταξικές Συγκρούσεις

Παρά την επίσημη ρητορική του «εθνικού ξεσηκωμού», η Επανάσταση του 1821 εμφάνιζε εσωτερικές αντιθέσεις όπως σύγκρουση της αστικής τάξης με παραδοσιακές ελίτ. Η ανερχόμενη αστική τάξη έβλεπε με δυσπιστία τούς κοτζαμπάσηδες, το Πατριαρχείο και τη φεουδαρχική διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Όταν οι κοτζαμπάσηδες και τμήματα της Εκκλησίας αναγκάστηκαν υπό πίεση να συμμετάσχουν στον Αγώνα, το έκαναν ως «αναγκαία θυσία» για να διατηρήσουν τελικά τα προνόμιά τους στη νέα τάξη πραγμάτων. Τα ριζοσπαστικά λαϊκά στοιχεία όπως οι αγρότες, κλέφτες και αρματωλοί πάλεψαν όχι μόνο κατά των Οθωμανών, αλλά και για βελτίωση της ζωής τους. Αυτό οδηγούσε σε πιέσεις για αναδιανομή γης και ευρύτερη δημοκρατική συμμετοχή, αιτήματα συχνά ασύμβατα με την επιθυμία της αστικής ηγεσίας να εγκαθιδρύσει ένα συγκεντρωτικό, καπιταλιστικό κράτος. Οι εμφύλιοι πόλεμοι (1823 – 1824), οι φραξιονιστικές συγκρούσεις για το ποιος θα ελέγξει το επαναστατικό κράτος υπογράμμισαν την ταξική πάλη εντός του κινήματος. Τελικά, η πλουτοκρατική-αστική πλευρά υπερίσχυσε, περιθωριοποιώντας τις πιο ριζοσπαστικές δυνάμεις.

Η Επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων και η Νέα Κρατική Δομή

Παρά τις ρομαντικές απεικονίσεις του φιλελληνικού αισθήματος, Βρετανία, Γαλλία και Ρωσία λειτούργησαν κυρίως βάσει γεωπολιτικών συμφερόντων. Η Βρετανία φοβόταν τη ρωσική επέκταση και θεωρούσε μια ανεξάρτητη Ελλάδα ως «ανάχωμα». Η Γαλλία, ανταγωνιζόμενη τη Βρετανία στη Μεσόγειο, βρήκε ευκαιρία επιρροής. Η Ρωσία έβλεπε στη Βαλκανική μια πόρτα εξόδου στα θερμά νερά και πίεζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Το αποτέλεσμα ήταν να αναγνωριστεί η ελληνική ανεξαρτησία, αλλά υπό όρους: η εγκαθίδρυση ενός ημι-ανεξάρτητου βασιλείου (πρώτα με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και έπειτα με τη βαυαρική δυναστεία του Όθωνα) που διασφάλιζε τη συνέχεια της κοινωνικής ιεραρχίας και την επιθυμητή «τάξη» για τις ευρωπαϊκές δυνάμεις. Αυτό το εξαρτημένο καθεστώς οδήγησε σε ξένη οικονομική επιτήρηση και μελλοντική πολιτική παρέμβαση από τους δανειστές.

Το Κράτος ως Όργανο Τάξης και η Εκκλησία ως Ιδεολογικός Πυλώνας

Ένα κρίσιμο σημείο ήταν ότι οι Έλληνες επαναστάτες δεν «κληρονόμησαν» μια οργανωμένη κρατική δομή. Έπρεπε να την οικοδομήσουν σχεδόν από το μηδέν. Η νέα αστική εξουσία συμπεριέλαβε στην κρατική μηχανή στοιχεία της Εκκλησίας και των παλαιών προεστών (κοτζαμπάσηδων)· σε αντάλλαγμα, αυτοί συνέβαλαν στην σταθεροποίηση της αστικής ηγεσίας. Οργάνωσε την κρατική εξουσία υπό μορφές μοναρχίας ή/και κεντρικής διοίκησης, απαραίτητες για την επιβολή της «καπιταλιστικής πειθαρχίας» (π.χ. φορολογία, νομιμοποίηση ιδιοκτησιών, συγκρότηση στρατού). Διατήρησε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως επίσημο θεσμό για να ενισχύσει την εθνική-ιδεολογική συνοχή (π.χ. μέσω του Αυτοκεφάλου).

Η «Προδοσία» των Λαϊκών Τάξεων και το Άλυτο Ζήτημα της Γης

Παρά τη μαζική συμμετοχή τους, οι αγρότες και οι λαϊκές τάξεις βρέθηκαν περιθωριοποιημένες μετά την ίδρυση του κράτους. Η πολυπόθητη αναδιανομή γης καθυστέρησε, ενώ οι δομές πελατειακών σχέσεων παρέμειναν ισχυρές. Την ίδια στιγμή, η αστική τάξη, μαζί με την παραδοσιακή ελίτ που εντάχθηκε στη νέα εξουσία, επικεντρώθηκε στη συνέχιση της συσσώρευσης και διαφύλαξη των κερδών της, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τις εκκλήσεις για «δικαιοσύνη και ισότητα» που είχαν εμπνεύσει πολλούς μαχητές της Επανάστασης. Ωστόσο, η εμπειρία της Επανάστασης άφησε το αποτύπωμά της στις συνειδήσεις των λαϊκών στρωμάτων. Η μέχρι πρότινος περιφρονημένη «μάζα» των ραγιάδων έγινε φορέας ενός νέου αισθήματος συμμετοχής και δικαιωμάτων. Οι επαναστατικές συνελεύσεις και η εν μέρει ριζοσπαστική ρητορική της πρώτης φάσης γέννησαν σπέρματα μελλοντικών αγώνων.

Ο Μύθος του Ενιαίου Έθνους

Η επίσημη, κυρίαρχη αφήγηση για το 1821 -τόσο στο εκπαιδευτικό σύστημα όσο και στους λόγους της εξουσίας- επιμένει στην ιδέα μιας «αδιάσπαστης εθνικής συνέχειας» και μιας ομοφωνίας που δεν υπήρξε ποτέ. Ο μαρξιστής ιστορικός Γιάννης Κορδάτος ανέδειξε ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τον ταξικό χαρακτήρα της Επανάστασης, αμφισβητώντας τον μύθο ότι το «ελληνικό έθνος» υπήρχε ως οντότητα από την αρχαιότητα. Επίσης άλλοι ιστορικοί πρόσθεσαν ότι η κρίση στο εμπόριο και τη ναυτιλία στις αρχές του 19ου αιώνα λειτούργησε ως καταλύτης για την εξέγερση.

Επιπλέον, απομυθοποιήθηκαν γεγονότα όπως το «λάβαρο της Αγίας Λαύρας» και η ουσιαστική συμμετοχή μέρους της Εκκλησίας – που συχνά παρουσιάζεται ως ομόθυμος αρωγός, ενώ στην πραγματικότητα στην πρώτη φάση της Επανάστασης υπήρξε αρκετά έως πολύ εχθρική και είναι γνωστός ο αφορισμός των επαναστατών από το Πατριαρχείο. Τέτοια ιστορικά «σύμβολα» χρησιμοποιήθηκαν μεταγενέστερα για να συσκοτίσουν τις ταξικές συγκρούσεις και να εδραιώσουν τον εθνικό μύθο ενότητας.

Μια Ανολοκλήρωτη Επανάσταση

Η Ελληνική Επανάσταση «πέτυχε» το έργο της δημιουργίας ενός καπιταλιστικού έθνους-κράτους, διαλύοντας τους δεσμούς με τη φεουδαρχική-αυτοκρατορική δομή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, δεν υλοποίησε την υπόσχεση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας για τα κατώτερα στρώματα. Απορρόφησε ή καταπίεσε τα πιο ριζοσπαστικά-δημοκρατικά στοιχεία που είχαν αναδυθεί κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Βρέθηκε σε εξάρτηση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, γεγονός που σφράγισε την εξέλιξη του νεοσύστατου κράτους και άφησε ως κληρονομιά μια μακρά ιστορία εξωτερικών παρεμβάσεων και χρηματοπιστωτικών πιέσεων.

Στη συλλογική μνήμη, το 1821 γιορτάζεται ως ημέρα εθνικής παλιγγενεσίας. Μα μια πιο κριτική οπτική αναδεικνύει ότι επρόκειτο για μια ταξική σύγκρουση, όπου οι αναδυόμενες αστικές σχέσεις κυριάρχησαν έναντι των φεουδαρχικών δομών, αλλά και για μια διαδικασία γεμάτη εσωτερικές αντιφάσεις και ανεκπλήρωτες υποσχέσεις.

Η ενδεχόμενη «επανάσταση των καταπιεσμένων» δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, αφού η εξουσία πέρασε ουσιαστικά στα χέρια της αστικής τάξης και των συμμάχων της. Έτσι, η Επανάσταση του 1821 απέδειξε πως η κοινωνική αλλαγή δεν εξαντλείται στην ατελή εθνική απελευθέρωση· απαιτεί και την επίλυση των οικονομικών και ταξικών αντιθέσεων, οι οποίες παραμένουν ζωντανές έως σήμερα.

Το Ριζοσπαστικό Δυναμικό και το σήμερα

Σήμερα, καθώς ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός λαμβάνουν όλο και πιο πιεστικές μορφές, η ανάγνωση του 1821 μέσα από την ταξική του διάσταση προσφέρει διδάγματα όπως:

Την ανάγκη διεθνισμού: Το παράδειγμα της Αϊτής αποδεικνύει ότι ήδη από τον 19ο αιώνα μπορούσε να υπάρξει αλληλεγγύη ανάμεσα σε διαφορετικούς λαούς που αντιστέκονταν σε αυτοκρατορικές/φεουδαρχικές δομές – έστω και αν αυτή η αλληλεγγύη συχνά δεν έβρισκε πολλές φορές πρακτική διέξοδο.

Την ατελή φύση των αστικών επαναστάσεων: Η αστική τάξη μπορεί να είναι επαναστατική έναντι των φεουδαρχικών σχέσεων, αλλά διατηρεί δομές ανισότητας όταν πλέον κατακτήσει την κρατική εξουσία.

Τη δυναμική των λαϊκών αγώνων: Οι κλέφτες, αρματωλοί, αγρότες και ναυτικοί κέρδισαν εν μέρει τη «δική τους» ελευθερία, όμως τα αιτήματά τους για ουσιαστική κοινωνική δικαιοσύνη παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό ανικανοποίητα.

Έτσι, η Επανάσταση του 1821 αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αφήνοντας ανοιχτό το κεφάλαιο της πραγματικής απελευθέρωσης της πλειοψηφίας από την εκμετάλλευση. Αυτή η «αναβληθείσα υπόσχεση» είναι που καλούνται να εξετάσουν και να διεκδικήσουν οι σημερινοί και μελλοντικοί κοινωνικοί αγώνες και οι καταπιεσμένοι.