Πώς η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα επαναπροσδιορίζει την αυτοβελτίωση και την αυτονομία

του Θάνου Θεοδωρίδη

Το παρακάτω δοκίμιο βασίζεται στην εισήγηση με τίτλο “Freedom as a Commodified Illusion” που παρουσιάστηκε στη θεματική Humanism and Ideology στο συνέδριο Historical Materialism Athens 2025 που πραγματοποιήθηκε στις 24 – 27 Απριλίου 2025, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

0. Εισαγωγή

          Συχνά συνδέουμε την ελευθερία της επιλογής με την ικανότητα να κάνουμε ό,τι θέλουμε. Αλλά στον σημερινό νεοφιλελεύθερο κόσμο η ελευθερία έχει πάρει μια διαφορετική μορφή: έχει γίνει υποχρέωση. Το καθήκον να αποδίδουμε, να βελτιστοποιούμαστε, να είμαστε η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας ανά πάσα στιγμή. Αυτό, με τη σειρά του, τροφοδοτεί μια ολόκληρη βιομηχανία εκμετάλλευσης του εαυτού.

          Φανταστείτε έναν εργαζόμενο που δουλεύει 12ωρα – όχι υπό την άμεση εντολή ενός αφεντικού, αλλά λόγω μιας βαθιά ριζωμένης αίσθησης αναγκαιότητας. Παρακολουθεί την παραγωγικότητά του σαν manager του εαυτού του, καταβροχθίζει περιεχόμενο αυτοβοήθειας και hustle culture και προσπαθεί να αντλήσει αξία από κάθε λεπτό της ημέρας του. Είναι εξαντλημένος, αλλοτριωμένος, αλλά συνεχίζει. Γιατί; Όχι λόγω κάποιας εξωτερικής επιβολής, αλλά επειδή έχει εσωτερικεύσει τη λογική του κεφαλαίου. Η επιδίωξη για αδιάκοπη αυτοβελτίωση δεν επιβάλλεται με αλυσίδες ή απειλές, αλλά με την ιδεολογία. Δεν υπάρχει ανάγκη για κάποιον ορατό καταπιεστή όταν ο εργαζόμενος επιτηρεί τον εαυτό του. Πιστεύει ότι ενεργεί ελεύθερα, αλλά η «ελευθερία» του αυτή διαμορφώνεται από τις απαιτήσεις του κεφαλαίου – ενός συστήματος που μετατρέπει ακόμη και την αυτονομία και την ελευθερία σε χώρους εκμετάλλευσης.

          Στο παρόν δοκίμιο θα εξερευνήσω το πώς η νεοφιλελεύθερη ορθολογικότητα έχει μεταμορφώσει την έννοια της ελευθερίας, μετατρέποντάς την αυτοβελτίωση σε έναν οικονομικό και ψυχολογικό μηχανισμό ελέγχου. Αντλώντας στοιχεία από στοχαστές όπως οι Byung-Chul Han, Eva Illouz, Herbert Marcuse και Mark Fisher, θα καταδείξω το πώς η επιδίωξή μας για ευτυχία, επιτυχία και βελτιστοποίηση εξυπηρετεί ένα οικονομικό σύστημα που ευδοκιμεί στη διαρκή δυσαρέσκειά μας.

1. Από την Κοινωνία της Πειθαρχίας στην Κοινωνία της Επίδοσης

Ο Michel Foucault περιέγραψε την πειθαρχική κοινωνία ως μια κοινωνία αυστηρών εξωτερικών ελέγχων – τα εργοστάσια, τα σχολεία, οι φυλακές και τα άσυλα διαμόρφωναν τη συμπεριφορά των ανθρώπων μέσω κανόνων, τιμωριών και επιτήρησης.

          Στο σήμερα, όμως, δεν ζούμε κατά τα πρότυπα της πειθαρχικής κοινωνίας. Ζούμε σε αυτό που ο Byung-Chul Han ονομάζει κοινωνία της επίδοσης. Αντί για έλεγχο μέσω εξωτερικής πειθάρχησης, κυβερνούμαστε μέσω της καλλιέργειας εσωτερικής πίεσης – την επιθυμία για συνεχή βελτίωση, βελτιστοποίηση και παραγωγικότητα. Η επιταγή έχει μετατοπιστεί από το «πρέπει» στο «μπορείς» – αλλά με αυτήν τη μετατόπιση έρχεται μια νέα μορφή καταπίεσης (Χαν, 2015: 54-5).

          Σκεφτείτε το σύγχρονο χώρο εργασίας. Οι εργαζόμενοι δεν είναι πλέον απλώς εργαζόμενοι· τους ζητείται να είναι πλέον επιχειρηματίες του εαυτού τους, πλήρως υπεύθυνοι για την επιτυχία ή την αποτυχία τους. Η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας δεν σημαίνει ελευθερία – σημαίνει εργασιακή επισφάλεια μεταμφιεσμένη σε ευκαιρία. Η gig economy1Εργασία μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών – η νέα, ταχύτερα αναπτυσσόμενη μορφή απασχόλησης στον κόσμο. παρουσιάζεται ως απελευθερωτική, όμως στην πραγματικότητα επιβάλλει στα άτομα να γίνουν καταναλωτές hustle culture περιεχομένου, πουλώντας συνεχώς την εργασία τους, τις ικανότητές τους και ακόμη και την προσωπικότητά τους.

          Η Eva Illouz και ο Edgard Cabanas υποστηρίζουν ότι η ίδια η έννοια της ευτυχίας έχει μετατραπεί σε ένα νεοφιλελεύθερο εργαλείο. Η θετική ψυχολογία –τομέας βαθιά ριζωμένος στην εταιρική κουλτούρα του σήμερα– διδάσκει στους εργαζόμενους ότι η επιτυχία και η ευημερία τους είναι εξολοκλήρου εντός του δικού τους πεδίου ελέγχου. Αυτό επιρρίπτει το βάρος της ευτυχίας στο άτομο, απαλλάσσοντας το οικονομικό και πολιτικό σύστημα από τις ευθύνες τους (Cabanas & Illouz, 2020: 89-92).

          Η κομβικής σημασίας μετατόπιση είναι η εξής: το παλιό σύστημα στηριζόταν στους εξωτερικούς καταναγκασμούς – αφεντικά, κανονισμοί, τιμωρίες. Το νέο σύστημα στηρίζεται στην καλλιέργεια εσωτερικών καταναγκασμών – την αδιάκοπη και ανελέητη απαίτηση για αυτοβελτίωση, η οποία βιώνεται ως εθελούσια, όμως στην πραγματικότητα αποτελεί υποχρέωση.

2. Το επιδοσιακό υποκείμενο: η εκμετάλλευση του εαυτού ως ελευθερία

Ο νεοφιλελευθερισμός έχει τελειοποιήσει ένα μοναδικό τρικ: μας έχει πείσει πως η εκμετάλλευση του εαυτού μας αποτελεί μια μορφή προσωπικής ενδυνάμωσης. Μας λέει: «Είστε ελεύθεροι! Μπορείτε να κάνετε τα πάντα! Απλώς θα πρέπει να δουλέψετε σκληρά για αυτό». Τι συμβαίνει όμως άπαξ και εσωτερικεύσουμε αυτό το μήνυμα; Παγιδευόμαστε σε έναν ατελείωτο κύκλο αυτοβελτίωσης.

          Η ιδεολογία αυτή ενισχύεται από την θετική ψυχολογία και την κουλτούρα της αυτοβοήθειας. Ο Martin Seligman, ο πατέρας της θετικής ψυχολογίας, επινόησε τη λεγόμενη «Φόρμουλα της Επιτυχίας» και υποστήριξε ότι περίπου το 50% της ευτυχίας μας προέρχεται από γενετικούς παράγοντες, το 40% από τις δικές μας σκόπιμες ενέργειες και τη νοοτροπία μας, και μόνο το 10% προέρχεται από εξωτερικούς παράγοντες όπως το εισόδημά μας, το κοινωνικό μας status, και την εκπαίδευση (Cabanas & Illouz, 2020: 95-97). Ποιος είναι ο υπαινιγμός που προκύπτει από το σχήμα αυτό; Αν είστε δυστυχισμένοι ή ζορίζεστε, φταίτε εσείς που δεν έχετε προσπαθήσει αρκετά.

          Η ιδέα της κατασταλτικής απομετουσίωσης του Hebert Marcuse είναι σχετική εδώ. Σε μια κοινωνία που μόνον γνώμονα έχει την κατανάλωση, οι επιθυμίες δεν καταπιέζονται αλλά μάλλον ανακατευθύνονται προς την παραγωγικότητα και την κατανάλωση. Η ψευδαίσθηση της επιλογής – η επιλογή εργασιακής πορείας, η επιλογή αγωγής αυτοβελτίωσης, η επιλογή προσωπικού εμπορικού σήματος – καλύπτει την πραγματικότητα ότι όλες οι επιθυμίες μας διαμορφώνονται από το οικονομικό σύστημα. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε, αλλά μόνο εντός των παραμέτρων του τι εξυπηρετεί το κεφάλαιο (Marcuse, 2020: 173).

          Ο νεοφιλελευθερισμός έτσι δεν έχει ανάγκη από έναν εξωτερικό καταπιεστή. Γινόμαστε οι ίδιοι τα αφεντικά μας, οι εργοδηγοί μας, οι δεσμοφύλακές μας. Επιβάλλουμε οικειοθελώς την αυτοπειθαρχία, την αυτοεπιτήρηση και την αυτοεκμετάλλευση – όλα στο όνομα της προσωπικής ανάπτυξης.

          Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εντείνουν αυτήν την πίεση. Μετατρέπουν την αυτοβελτίωση σε δημόσια performance. Η πίεση να γινόμαστε συνεχώς καλύτεροι είναι πλέον ποσοτικοποιημένη – μετριέται σε likes, shares, και αλληλεπιδράσεις. Η βιομηχανία της προσωπικής ανάπτυξης, που αξίζει δισεκατομμύρια, ανθίζει κάνοντάς μας να νιώθουμε συνεχώς ανεπαρκείς – πάντοτε μια συνήθεια, μια συγκεκριμένη ρουτίνα, ένα life hack μακριά από την επιτυχία (Χαν, 2023: 15· 29-30). Πότε όμως τελειώνει όλο αυτό; Τι συμβαίνει όταν δεν μπορούμε πλέον να συμβαδίζουμε με τις συστημικές αυτές επιταγές;

3. Το ψυχολογικό κόστος: burnout και κατάθλιψη

Στην πειθαρχική κοινωνία τα άτομα αντιστέκονταν στην καταπίεση μέσω εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Όμως στην κοινωνία της επίδοσης η αντίσταση στρέφεται προς τα μέσα. Όταν αποτυγχάνουμε να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες, δεν εξεγειρόμαστε – κατηγορούμε τον εαυτό μας.

          Ο Byung-Chul Han υποστηρίζει ότι η σημερινή κοινωνία δεν παράγει επαναστάτες· παράγει θύματα του burnout. Η κατάθλιψη, το άγχος, και η εξάντληση έχουν γίνει φαινόμενα πανδημικά καθώς οι άνθρωποι έχουν εγκλωβιστεί σε μια ατέρμονη μάχη με τον εαυτό τους. Η πίεση της συνεχούς αυτοβελτίωσης δημιουργεί μια αίσθηση ότι δεν είσαι ποτέ αρκετός. Η ελευθερία της επίτευξης μετατρέπεται σε υποχρέωση της επίτευξης και η αποτυχία θεωρείται πια προσωπική και ηθική έλλειψη, αντί για ένα δομικό συστημικό πρόβλημα (Χαν, 2015: 57-9).

          Ο Fisher, στη θέση του για τον καπιταλιστικό ρεαλισμό, περιγράφει με τα λόγια των Slavoj Žižek και Fredric Jameson το πώς είναι πολύ πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του κόσμου παρά το τέλος του καπιταλισμού (Fisher, 2015: 8). Αυτό επεκτείνεται κάλλιστα και στην αυτοβελτίωση. Είναι πολύ πιο εύκολο να φανταστεί κανείς το τέλος του ανθρώπου παρά το τέλος της αυτοβελτίωσης. Η ιδέα ότι θα μπορούσαμε απλώς να κάνουμε ένα βήμα πίσω από την πίεση του να βελτιστοποιούμαστε φαντάζει ασύλληπτο, εφόσον η αυτοβελτίωση είναι συνδεδεμένη με την επιβίωση. Η επιλογή να μην συνεχίσεις να βελτιώνεσαι – είτε με όρους παραγωγικότητας, είτε με όρους εμφάνισης, είτε με όρους προσωπικής ανάπτυξης – μπορεί να οδηγήσει στην κοινωνική και οικονομική ασημαντότητα. Ο αποστάτης της αυτοβελτίωσης κινδυνεύει να αγνοηθεί, να ξεχαστεί, να εξοστρακιστεί από την κοινωνία της επίδοσης.

          Αρκεί να σκεφτεί κανείς το πώς μιλάμε για την ψυχική υγεία στους διάφορους εργασιακούς χώρους. Αντί να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι συστημικές απαιτήσεις υπερεργασίας, οι εταιρίες προσφέρουν εκπτώσεις σε εφαρμογές διαλογισμού, σεμινάρια ανθεκτικότητας και ευεξίας, και περνάνε το μήνυμα με μεγάλη σαφήνεια: εάν υποφέρεις από burnout, είναι στο χέρι σου να το λύσεις. Κάτι τέτοιο όμως αγνοεί πλήρως το αληθινό πρόβλημα: το burnout είναι το σύμπτωμα ενός συστήματος σχεδιασμένου να αποσπά τη μέγιστη δυνατή προσπάθεια φορτώνοντας παράλληλα όλη την ευθύνη στα άτομα (Χαν, 2015: 12).

4. Η βιομηχανία της ευτυχίας: κατασκευάζοντας την ικανοποίηση

Στην καρδιά της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας βρίσκεται η υπόσχεση της ευτυχίας – μιας ευτυχίας που είναι πάντοτε άφταστη και ένα βήμα παραπέρα. Η βιομηχανία της αυτοβοήθειας, των εταιρικών προγραμμάτων ευεξίας, και της ατελείωτης επιδίωξης της θετικότητας, όλα αυτά λειτουργούν με στόχο την ανακατεύθυνση της δυσαρέσκειας μακριά από την πολιτική και οικονομική κριτική, αντ’ αυτού κατευθύνοντάς την προς την ατομική ευθύνη.

          Η Eva Illouz υποστηρίζει ότι η ευτυχία έχει μεταμορφωθεί από μια συναισθηματική κατάσταση σε μια υποχρέωση. Εάν δεν είμαστε ευτυχισμένοι, έχουμε αποτύχει να καλλιεργήσουμε το σωστό mindset, τις σωστές συνήθειες, την απαραίτητη ανθεκτικότητα. Η μετατόπιση αυτή δεν είναι τυχαία –πρόκειται για μια εξαιρετικά κερδοφόρα βιομηχανία– «η αγορά των συναισθημάτων» των «emodities» όπως λέει, παίζοντας με τους όρους «emotion» και «commodity» (Illouz, 2017: 104). Η αγορά προϊόντων αυτοβοήθειας αξίζει δισεκατομμύρια, πουλάει βιβλία, εφαρμογές και υπηρεσίες life coaching, που υπόσχονται τη μεταμόρφωση, χωρίς όμως να την υλοποιούν ποτέ πλήρως.

          Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός δεν πουλάει απλώς προϊόντα· πουλάει έναν τρόπο ζωής, έναν τρόπο ύπαρξης. Αναλογιστείτε την απανταχού παρουσία προγραμμάτων ενσυνειδητότητας στους χώρους εργασίας. Κρίνοντάς τα επιφανειακά, μοιάζουν ευεργετικά. Ποιος δεν θα ήθελε άλλωστε να μειώσει το άγχος του; Η λειτουργία τους όμως δεν είναι να θέτουν υπό αμφισβήτηση τις βαθύτερες αιτίες του στρες (υπερεργασία, οικονομική ανασφάλεια, επαγγελματική επισφάλεια). Αντιθέτως, διδάσκουν στα άτομα πώς να αντέχουν καλύτερα στις συνθήκες αυτές, διακηρύττοντας την ανθεκτικότητα και την ευελιξία ως τις κατ’ εξοχήν δεξιότητες που πρέπει να κατακτηθούν, και δεν διδάσκουν την αντίδραση και την αντίσταση στη συστημική δυσλειτουργία.

          Εδώ μπαίνει στο παιχνίδι και η έννοια της μονοδιάστατης σκέψης του Harbert Marcuse: μια κοινωνία που περιορίζει τη φαντασία εναλλακτικών λύσεων. Αν η ευτυχία ορίζεται αποκλειστικά ως ατομική αυτοβελτίωση, τότε οι δομικές κριτικές -του καπιταλισμού, της ανισότητας, της εξουσίας- απορρίπτονται ως αρνητικότητα, ως αποτυχία της προσωπικής ευθύνης. Το σύστημα ευδοκιμεί σε αυτή την κυκλική λογική: Πρέπει να είσαι ευτυχισμένος, και αν δεν είσαι, πρέπει να προσπαθήσεις περισσότερο. Τι συμβαίνει όμως όταν οι άνθρωποι βλέπουν μέσα από αυτή την ψευδαίσθηση;

          Μια αυξανόμενη πολιτισμική απάντηση στην εξάντληση της κοινωνίας των επιτευγμάτων είναι η εμφάνιση αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε αντιήρωες της άρνησης. Πρόκειται για φιγούρες -τόσο φανταστικές όσο και πραγματικές- που απορρίπτουν την επιταγή να βελτιστοποιούμε, να πιέζουμε και να αποδίδουμε διαρκώς.

          Ο Fisher μίλησε για την «αργή ακύρωση του μέλλοντος» και για το πώς ο νεοφιλελευθερισμός μας έχει στερήσει τα εναλλακτικά οράματα για την κοινωνία (Fisher, 2015: 8· 2024: 36). Σε απάντηση, έχει αναδυθεί ένα αντι-κίνημα, το οποίο αγκαλιάζει την αποδέσμευση ως μορφή αντίστασης. Από το φαινόμενο της σιωπηλής παραίτησης (quiet quitting), μέχρι τη δημοτικότητα ταινιών και σειρών που παρουσιάζουν χαρακτήρες που επιλέγουν την «έξοδο», υπάρχει μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση ότι η υπόσχεση της αδιάκοπης αυτοβελτίωσης είναι ένα ψέμα. Κι αν λοιπόν η άρνηση στην απόδοση είναι το πρώτο βήμα προς την πραγματική ελευθερία;

          Ωστόσο, όπως προειδοποιεί ο Fisher, ακόμη και οι πράξεις αντίστασης μπορούν να απορροφηθούν από τον καπιταλισμό. Η βιομηχανία ευεξίας εμπορεύεται την αυτοφροντίδα ως ένα ακόμη προϊόν προς κατανάλωση, μετατρέποντας μέχρι και την χαλάρωση σε επίτευγμα. Η πρόκληση, λοιπόν, είναι να αντισταθούμε όχι μόνο στο burnout αλλά και στην εμπορευματοποίηση της ξεκούρασης.

5. Ψηφιακή εργασία: η αλγοριθμική οικονομία του εαυτού

Ένα βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης κοινωνίας των επιτευγμάτων είναι ο τρόπος με τον οποίο οι ψηφιακές πλατφόρμες επεκτείνουν και ενισχύουν την αυτοβελτίωση. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι πλέον απλώς ένας χώρος κοινωνικοποίησης- είναι μια οικονομία στην οποία τα άτομα ενεργούν τόσο ως προϊόντα όσο και ως εργάτες.

          Ο Byung-Chul Han υποστηρίζει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μας μεταμορφώνουν σε επιδοσιακά υποκείμενα. Επιμελούμαστε, προωθούμε και βελτιστοποιούμε τις ηλεκτρονικές μας ταυτότητες. Η επιτυχία μετριέται πλέον σε likes, shares και αλληλεπιδράσεις. Πλατφόρμες όπως το LinkedIn, το Instagram και το TikTok προωθούν την ιδέα ότι ο καθένας είναι επιχειρηματίας του εαυτού του, υπεύθυνος για τη δική του επιτυχία. Αυτή η παιχνιδοποίηση της αυτοεκτίμησης διασφαλίζει ότι τα άτομα παραμένουν διαρκώς απασχολημένα, ανταγωνιζόμενα όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τις δικές τους προηγούμενες επιδόσεις (Χαν, 2023: 80-1).

          Αυτό το σύστημα είναι ιδιαίτερα ύπουλο επειδή λειτουργεί μέσω της ευχαρίστησης και όχι της τιμωρίας. Σε αντίθεση με την παραδοσιακή εργασία, η οποία είναι εμφανώς καταναγκαστική, η ψηφιακή εργασία μοιάζει εθελοντική. Δημοσιεύουμε, μοιραζόμαστε, συμμετέχουμε – όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θέλουμε. Και όμως, αυτή η απλήρωτη εργασία παράγει τεράστιο πλούτο για τις εταιρείες τεχνολογίας, ενώ αφήνει τους χρήστες εξαντλημένους, ανήσυχους και εθισμένους.

          Ακόμη και ο ελεύθερος χρόνος έχει μετατραπεί σε εργασία. Η ιδέα του hustle culture επεκτείνεται σε κάθε πιθανή πτυχή της ζωής: Τα χόμπι σου θα πρέπει να αποφέρουν χρήματα, τα πάθη σου θα πρέπει να γίνουν παραγωγικά, ακόμη και η ανάπαυσή σου θα πρέπει να βελτιστοποιηθεί. Το αποτέλεσμα; Μια ζωή όπου κάθε στιγμή πρέπει να υπολογίζεται και κάθε δραστηριότητα να δικαιολογείται με οικονομικούς όρους.

6. Η επιστροφή του πολιτική: μια νέα θεώρηση της ελευθερίας

Αν ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατρέψει την ελευθερία σε βάρος, πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια γνήσια μορφή ελευθερίας; Πώς μπορούμε να διεκδικήσουμε την αυτονομία από ένα οικονομικό σύστημα που ευδοκιμεί πάνω στην αυτοπειθαρχία μας;

          Μια απάντηση βρίσκεται στην ανακάλυψη της συλλογικής ελευθερίας. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία απομονώνει τα άτομα, πείθοντάς τα ότι όλα τα προβλήματα –και όλες οι λύσεις– είναι προσωπικά ζητήματα. Αλλά η πραγματική αυτονομία δεν μπορεί να επιτευχθεί μεμονωμένα – απαιτεί συστημική αλλαγή.

          Ο Marcuse οραματίστηκε έναν κόσμο πέρα από τη λογική της παραγωγικότητας, όπου τα ανθρώπινα όντα είναι ελεύθερα όχι μόνο να εργάζονται αλλά και να παίζουν, να εξερευνούν, να δημιουργούν χωρίς οικονομικό καταναγκασμό. Ο Byung-Chul Han προτείνει να αντισταθούμε στην επιταγή της απόδοσης, αγκαλιάζοντας τον στοχασμό και τη μη παραγωγικότητα ως ριζοσπαστικές πράξεις. Ο Fisher απηύθυνε κάλεσμα για την αφύπνιση της ουτοπικής φαντασίας· της ικανότητας να οραματιζόμαστε μια κοινωνία που δεν διέπεται από τη λογική της αγοράς.

          Η πρόκληση λοιπόν είναι να προχωρήσουμε πέρα από την κριτική, προς τη δράση. Δεν αρκεί να αναγνωρίσουμε ότι η ελευθερία μας έχει εμπορευματοποιηθεί – πρέπει να την επαναπροσδιορίσουμε και να την διεκδικήσουμε ενεργά.

          Η κριτική του Marx στην καπιταλιστική κοινωνία αποκαλύπτει ότι η φιλελεύθερη υπόσχεση για ατομική ελευθερία –ιδιαίτερα όπως αυτή εκδηλώνεται μέσω του ελεύθερου ανταγωνισμού– είναι συθέμελα παραπλανητική, καθώς δεν οδηγεί στην χειραφέτηση των ατόμων, αλλά μάλλον στην ενδυνάμωση του κεφαλαίου. Αμφισβητεί την έννοια της ελευθερίας ως ένα ατομικό, απομονωμένο, εμπορευματοποιημένο ιδεώδες και, στον αντίποδα αυτού, οραματίζεται την ελευθερία ως μια σχεσιακή συνθήκη που εδράζεται στην αρμονική συνύπαρξη των ατόμων σε μια πραγματική ανθρώπινη κοινωνία. Υπό το πρίσμα αυτό, ο κομμουνισμός αναδύεται όχι απλώς ως μια εναλλακτική οικονομικοκεντρική λύση, αλλά ως η δυνητική πραγμάτωση της ίδιας της ανθρώπινης φύσης – η δημιουργία ενός «κοινωνικού, γνήσια ανθρώπινου όντος» απαλλαγμένου από την αλλοτρίωση και την εκμετάλλευση (Μαρξ, 1997: 115-6).

          Ας εξετάσουμε δύο αρχαίους τρόπους ζωής: τη vita activa (ενεργός βίος) και τη vita contemplativa (στοχαστικός βίος). Αυτές οι κλασικές ιδέες μάς βοηθούν να κατανοήσουμε τι έχει χαθεί στη σημερινή κουλτούρα της ασταμάτητης παραγωγικότητας. Η vita activa αναφέρεται στον μόχθο, την εργασία, την πολιτική δράση και την εμπλοκή με τον κόσμο – δραστηριότητες που επικεντρώνονται στην πράξη, την επίτευξη και την παραγωγή. Αυτή είναι η ζωή που επευφημείται περισσότερο στη σύγχρονη κοινωνία. Όπως εξηγεί η Hannah Arendt, περιλαμβάνει τα πάντα, από τη διατήρηση της ζωής μέχρι την οικοδόμηση του κόσμου και την αλληλεπίδραση στη δημόσια ζωή (Άρεντ, 1986: 19-20).

          Αντίθετα, η vita contemplativa στρέφεται προς τα μέσα – προς τον προβληματισμό, τη σκέψη και την αναζήτηση βαθύτερου νοήματος. Δεν είναι παθητική, αλλά ένα διαφορετικό είδος δέσμευσης – με την αλήθεια, την ομορφιά και το «ιερό». Σε παλαιότερες κοινωνίες, αυτή η στοχαστική ζωή θεωρούνταν συχνά ανώτερη, προσδίδοντας στη ζωή βάθος και πληρότητα.

          Στο σήμερα, ωστόσο, ο στοχασμός εκτιμάται μόνο αν εξυπηρετεί την παραγωγικότητα. Η σιωπή είναι αναποτελεσματική, ο ελεύθερος χρόνος γίνεται αυτοβελτίωση και ακόμη και η ανάπαυση γίνεται λειτουργική. Αυτή η μετατόπιση δεν είναι απλώς πολιτισμική – αλλάζει αυτό που σημαίνει το να είσαι άνθρωπος. Όταν κυριαρχεί η vita activa, η ζωή γίνεται μόνο μέσο και όχι σκοπός. Η ανάκτηση της vita contemplativa είναι επομένως μια πολιτική πράξη: μια άρνηση να περιοριστούμε στη λειτουργικότητα, και μια υπεράσπιση της ικανότητάς μας για βάθος, ακινησία και παρουσία.

          Ο Byung-Chul Han στρέφεται στην ιδέα της Menuchah2Εβραϊκός όρος που σημαίνει «ανάπαυση» ή «ηρεμία». Στη βιβλική παράδοση, η ανάπαυση του Σαββάτου (Shabbat) θεωρείται θεμελιώδες μέρος της δημιουργίας, όπως η έβδομη ημέρα όπου ο Θεός «αναπαύτηκε» μετά το έργο της δημιουργίας. – της γαλήνης, της σαββατικής ανάπαυσης – όχι ως ενός διαλείμματος από την εργασία, αλλά ως κάτι που ολοκληρώνει την ίδια τη δημιουργία. Η ανάπαυση, υπό αυτό το πρίσμα, δεν είναι απλά η απουσία δραστηριότητας, αλλά μια βαθιά μορφή ύπαρξης: ειρηνική, παρούσα, και ολοκληρωμένη.

          Αυτή η έννοια αναδεικνύει το πώς η σύγχρονη ζωή έχει αντιστρέψει αυτόν τον ιερό ρυθμό. Στην αρχαία παράδοση, η ανάπαυση δίνει νόημα στην εργασία· σήμερα, έχει υποβαθμιστεί σε απλό time-out, που υπάρχει μόνο για να μας επαναφέρει στην εργασία. Η εργασία νοηματοδοτούσε την ανάπαυση, ενώ πλέον η ανάπαυση νοείται ως εργαλείο της εργασίας. Η ανάπαυση δεν εκτιμάται πια ως αξία καθαυτή, αλλά μετατρέπεται σε εργαλείο παραγωγικότητας.

          Στον ψηφιακό, ταχύρρυθμο κόσμο μας, η σιωπή μοιάζει αφόρητη, η αδράνεια θεωρείται αδυναμία, και η ανάπαυση γίνεται ανήσυχη ή κενή. Η κοινωνία της συνεχούς δραστηριότητας έχει δημιουργήσει εσωτερική ενοχή ή άγχος γύρω από την απραξία αυτή. Η Menuchah, λοιπόν, προσφέρει περισσότερα από μια θρησκευτική ιδέα – αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Υποδεικνύει έναν διαφορετικό τύπο χρόνου, έναν χρόνο που δεν καταναλώνεται με πράξεις, αλλά χαρακτηρίζεται από παρουσία, ησυχία και κοινή ανθρώπινη εμπειρία. Αντιπαραβάλλεται ο γραμμικός, παραγωγικός χρόνος με έναν υπαρξιακό, «γεμάτο» χρόνο – ο χρόνος ως ποιότητα και εμπειρία, και όχι ως ποσότητα (Χαν, 2024: 61-4).

Χ. Τελευταίες σκέψεις: το θάρρος να σταματάς

Λοιπόν, πού μας αφήνουν όλα αυτά; Αν η ελευθερία σημαίνει πλέον την υποχρέωση για αυτοβελτίωση, τότε είναι πράγματι ελευθερία;

          Ίσως χρειάζεται να επαναπροσδιορίσουμε την έννοια της επιτυχίας – όχι ως ατέρμονη αυτοβελτίωση, αλλά ως τη δυνατότητα να κάνουμε πίσω, να πούμε όχι, να αντισταθούμε στη διαρκή απαίτηση για «περισσότερο». Η αληθινή αυτονομία δεν είναι η μεγιστοποίηση της παραγωγικότητας, αλλά η επανάκτηση του δικαιώματος να αναπαυόμαστε, να υπάρχουμε, να είμαστε ανθρώπινοι χωρίς κάποια δικαιολογία.

          Ο νεοφιλελευθερισμός έχει μετατρέψει την ελευθερία σε βάρος· όμως η αναγνώριση αυτού του γεγονότος είναι το πρώτο βήμα για να ξαναδιεκδικήσουμε τον χρόνο μας, τις επιλογές μας και την αίσθηση του εαυτού μας. Ας αναρωτηθούμε: Πώς θα έμοιαζε η ελευθερία αν δεν ήταν συνυφασμένη με την απόδοση;

          Ο νεοφιλελευθερισμός ευδοκιμεί μέσα στην επιτάχυνση, στη βίαιη πεποίθηση πως η παύση ισοδυναμεί με αποτυχία. Αλλά ίσως η πιο ριζοσπαστική πράξη του 21ου αιώνα να είναι απλώς να σταματήσουμε. Να σταματήσουμε να βελτιωνόμαστε για χάρη της αγοράς. Να σταματήσουμε να παίζουμε ρόλους για την αγορά. Να σταματήσουμε να πιστεύουμε πως η αξία μας εξαρτάται από την παραγωγικότητά μας.

          Αυτό δεν σημαίνει απομάκρυνση από τον κόσμο, αλλά μια διαφορετική σχέση μαζί του. Η αντίσταση στην κοινωνία της επίδοσης δεν είναι εγκατάλειψη της φιλοδοξίας, αλλά αναδιατύπωση της επιτυχίας με δικούς μας όρους. Είναι η επαναδιεκδίκηση του χρόνου μας – όχι ως πόρου που πρέπει να διαχειριστούμε, αλλά ως κάτι με εγγενή αξία.

Μήπως τελικά η αληθινή ελευθερία δεν είναι η δυνατότητα να κάνουμε περισσότερα, αλλά το δικαίωμα να κάνουμε λιγότερα;

Θάνος Θεοδωρίδης

Βιβλιογραφία

Cabanas, E., & Illouz, E. (2020). Ευτυχιοκρατία: Πώς η βιομηχανία της ευτυχίας κυβερνά τη ζωή μας. Αθήνα: Πόλις.

Fisher, M. (2015). Καπιταλιστικός ρεαλισμός: Υπάρχει άραγε εναλλακτική;. Αθήνα: Futura.

Fisher, M. (2024). Η ακύρωση του μέλλοντος. Αθήνα: Αντίποδες.

Illouz, E. (2017). Ψυχρή τρυφερότητα: Η άνοδος του συναισθηματικού καπιταλισμού.

Marcuse, H. (2020). Ο μονοδιάστατος άνθρωπος. Αθήνα: Πεδίο.

Άρεντ, Χ. (1986). Η ανθρώπινη κατάσταση (Vita Activa). Αθήνα: Γνώση.

Μαρξ, Κ. (1997). Η Γερμανική Ιδεολογία, (τ. Α’). Αθήνα: Gutenberg.

Χαν, Μ-Τ. (2015). Η κοινωνία της κόπωσης. Αθήνα: Opera.

Χαν, Μ-Τ. (2023). Ψυχοπολιτική: Ο νεοφιλελευθερισμός και οι νέες τεχνολογίες της εξουσίας. Αθήνα: Opera.

Χαν, Μ-Τ. (2024). Για την εξαφάνιση των τελετουργιών: Μια τοπολογία του παρόντος. Αθήνα: Opera.

Υποσημειώσεις[+]