του Καρλ Ράντεκ (12 Aυγούστου 1922)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ
Καθώς ο Ελληνικός εθνικισμός ταυτίζει απόλυτα τους Μπολσεβίκους και την αντι-ιμπεριαλιστική τους στάση αρχών με τους Εθνικιστές Κεμαλικούς, επιχειρώντας να ρίξει το ανάθεμα στους πρώτους για την συντριβή του από τους δεύτερους, είναι σημαντικό να αναδειχθεί η ιστορική αλήθεια για τις ακριβείς σχέσεις μεταξύ Μόσχας και Άγκυρας. Πιστεύουμε ότι για αυτόν τον λόγο, ο Έλληνας αναγνώστης θα βρει ενδιαφέρον σε αυτό το κείμενο του Ράντεκ που μεταφράζεται στα Ελληνικά για πρώτη φορά. Γραμμένο τις παραμονές της μεγάλης Τουρκικής αντεπίθεσης στην Μικρά Ασία που θα οδηγήσει στην συντριβή του Ελληνικού στρατού από τον στρατό του Κεμάλ, το κείμενο αυτό, με αφορμή την δολοφονία του Τζεμάλ Πασά, όπως και του Ταλάατ Πασά που προηγήθηκε, αναφέρεται στους λεγόμενους «Τρεις Πασάδες» των Νεότουρκων που συγκυβέρνησαν την Τουρκία μαζί με τον Σουλτάνο κατά την διάρκεια της μεταβατικής περιόδου μεταξύ της επανάστασης του 1909 και του τέλους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και της σχέσης τους με το νέο Κεμαλικό καθεστώς.
Η εκτέλεση του Ταλάατ Πασά έγινε στις 15 Μαρτίου 1921 στο Βερολίνο στο οποίο βρίσκονταν αυτoεξόριστος και υπό την προστασία της Γερμανικής κυβέρνησης μετά την καταδίκη του εις θάνατον από τα δικαστήρια που έστησαν τα υπολείμματα της Οθωμανικής διοίκησης στην Κωνσταντινούπολη με τους Βρετανούς. Δράστης της εκτέλεσης ο μαχητής της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας (Ντασνάκι), Soghomon Tehlirian, ο οποίος είχε χάσει όλη την οικογένειά του κατά την διάρκεια της Αρμενικής Γενοκτονίας. Η εκτέλεση του Τζαμάλ Πασά έγινε στις 21 Ιουλίου 1922 στην Τιφλίδα από τους μαχητές της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας (Ντασνάκι), Stepan Dzaghigian, Artashes Gevorgyan, και Petros Ter Poghosyan. Ο Τζεμάλ βρίσκονταν εκεί για να διαπραγματευτεί για λογαριασμό της κυβέρνησης της Άγκυρας με την Σοβιετική Ρωσία, σχετικά με την τύχη της εξέγερσης των μουσουλμάνων ανταρτών στα σύνορα με το Αφγανιστάν καθώς και για την τύχη του ίδιου του Αφγανιστάν όπου εκείνη την στιγμή συντελούνταν μια προοδευτική εσωτερική μεταρρύθμιση μετά την αποχώρηση των Βρετανών και την άνοδο του μεταρρυθμιστή μονάρχη Αμανουλάχ Χαν. Την ώρα που γράφονταν το κείμενο του Καρλ Ράντεκ, προφανώς δεν είχε γίνει ακόμη γνωστός ο θάνατος και του Ενβέρ Πασά, όταν το απόσπασμα των 25 μουσουλμάνων ανταρτών που διοικούσε έπεσε σε ενέδρα από δυνάμεις του Κόκκινου Στρατού στο Τατζικιστάν στις 4 Αυγούστου 1922 και σκοτώθηκαν όλοι.
Ο Ράντεκ κάνει μια συνολικότερη αποτίμηση της πορείας του Τουρκικού Εθνικιστικού κινήματος που βρίσκεται σε ένα σταυροδρόμι. Από την μια μεριά και σε στρατιωτικό επίπεδο, η Τουρκία έχει σταματήσει εδώ και έναν χρόνο περίπου νωρίτερα, την εκστρατεία του Ελληνικού στρατού που είχε φτάσει κάποια στιγμή μέχρι τα περίχωρα της Άγκυρας, αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί στην γραμμή Εσκί Σεχίρ – Αφιόν Καραχισάρ όπου και θα οχυρωθεί στατικά. Εκεί με το ηθικό χαμηλό και εξουθενωμένος, ο Ελληνικός στρατός παρακολουθεί, ανήμπορος να αντιδράσει, τις εξελίξεις, πέφτοντας θύμα ενός ανταρτοπόλεμου φθοράς. Η Γαλλία και η Ιταλία έχουν ήδη από το 1921, συμφωνήσει με το Κεμαλικό καθεστώς και έχουν υπογράψει συνθήκες ειρήνης. Η Ιταλία έχει αποσυρθεί εντελώς από τα Μικρασιατικά παράλια διατηρώντας μόνο τα Δωδεκάνησα και έχοντας αποσπάσει συμφωνίες οικονομικής συνεργασίας με την Άγκυρα. Η Γαλλία έχει συμφωνήσει και αυτή για τη σταδιακή απόσυρση των στρατευμάτων της από τη δική της ζώνη κατοχής επιδιώκοντας να διατηρήσει μόνο τις «Εντολές» από την Κοινωνία των Εθνών, στη Συρία και στο Λίβανο και διατηρώντας μια ισχνή στρατιωτική παρουσία στην Κωνσταντινούπολη, μέχρι την οριστική διευθέτηση των Στενών.
Η Βρετανία τέλος, κατέχοντας την Ζώνη των Στενών είναι η μοναδική στρατιωτική δύναμη που συνεχίζει να απειλεί την Κεμαλική Τουρκία. Αλλά και αυτή όπως θα αποδειχθεί τους επόμενους μήνες και παρά την θέληση της κυβέρνησης του Λόυντ Τζωρτζ, δεν διαθέτει την απαραίτητη δύναμη πυρός στην περιοχή. Και αυτό διότι η στρατιωτική παρουσία της συνίσταται κυρίως στον πολεμικό της στόλο ο οποίος όμως είναι ευάλωτος αν δεν μπορέσει να στηριχτεί στο «στρατιωτικό βάθος» της κατοχής επί ξηράς και δεν καταφέρει να κρατήσει μακριά το ικανότατο όπως έχει αποδειχθεί, τουρκικό πυροβολικό. Με δεδομένη την μικρή στρατιωτική δύναμη της Βρετανίας στην περιοχή, οι ελπίδες της στηρίζονται μόνο στον μεγαλύτερο αλλά εμφανώς εξουθενωμένο ελληνικό στρατό. Πράγματι, όταν στις 26 Αυγούστου του 1922, δηλαδή μόλις δύο εβδομάδες μετά την δημοσίευση αυτού του άρθρου ξεκινάει η τουρκική αντεπίθεση, ο ελληνικός στρατός θα καταρρεύσει σαν χάρτινος πύργος, εντός 4 – 5 ημερών, αφήνοντας αναπάντεχα ακάλυπτους και τους Βρετανούς που θα βρεθούν προσωρινά εκτεθειμένοι στα Στενά.
Την ώρα εκείνη που δημοσιεύεται το κείμενο του Ράντεκ, το Κεμαλικό καθεστώς παρά την επίδειξη των στρατιωτικών ικανοτήτων του, έχει ήδη δώσει αρκετά δείγματα γραφής ως προς τα ταξικά και πολιτικά αλλά ακόμη και διπλωματικά όριά του. Διεξάγει μεν έναν πόλεμο επιβίωσης της Τουρκίας και ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα της Δύσης και επιδιώκει στρατιωτική και διπλωματική συνεργασία με την Σοβιετική Ρωσία, αλλά αυτό γίνεται από την σκοπιά της ένταξης της τουρκικής αστικής τάξης στην ευρύτερη ισορροπία δυνάμεων που πρέπει να επιτευχθεί κάποια στιγμή με την Δύση. Οι συμφωνίες με την Γαλλία και την Ιταλία αυτό υπογραμμίζουν άλλωστε.
Την ίδια στιγμή, οι Κεμαλικοί όχι μόνο συμβιβάζονται με την διεφθαρμένη κρατική γραφειοκρατία και τους αριστοκράτες τής διαλυμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά εντάσσουν στην πολιτική τους προοπτική πολλά από τα πολιτικά κληροδοτήματα όπως η «καθαρότητα του Τουρκικού έθνους» πράγμα που οδηγεί σε διωγμούς των μη-Τουρκικών εθνοτήτων και επίσης ο Παντουρανισμός, πράγμα που οδηγεί με το φλερτάρισμα με μεγαλο-ιδεατικές αντιλήψεις ειδικά στην Τουρκόφωνη Κεντρική Ασία.
Ο Ράντεκ, γράφει το παρακάτω σημείωμα με αφορμή την εκτέλεση του Τζεμάλ Πασά από μεριάς των Αρμένιων εθνικιστών που επιζητούν εκδίκηση για την Γενοκτονία του 1915, αλλά ταυτόχρονα και υπό το βάρος των πολεμικών αναμετρήσεων στην Κεντρική Ασία, στο λεγόμενο «Μέτωπο του Τουρκεστάν». Εκεί όπου μαίνεται ακόμη ο εμφύλιος πόλεμος που ακολουθεί την Οκτωβριανή επανάσταση και την ιμπεριαλιστική εκστρατεία εναντίον της. Η Σοβιετική εξουσία έχει να αντιμετωπίσει την σκοταδιστική εξέγερση του ισλαμικού εμιράτου των Basmachi στην οποία έχει βάλει το χέρι της και τμήμα της παλαιάς στρατοκρατίας των Νεότουρκων υπό την ηγεσία του Ενβέρ Πασά που έχει τεθεί επικεφαλής του στρατού του χαλιφάτου.
Είναι σημαντικό να ειπωθούν δύο λόγια για αυτήν την άγνωστη πολεμική αναμέτρηση της Ρωσικής επανάστασης. Η ιστορία των σχέσεων των μουσουλμάνων της περιοχής της Κεντρικής Ασίας με την Μόσχα και η ίδια η εξέγερση αυτή, είναι κληρονομιά της Τσαρικής Ρωσίας που έχει μακριά ιστορία κατακτητικών πολέμων στην περιοχή και έχει δεχτεί στο παρελθόν και πλήθος εξεγέρσεων.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου πολέμου, πυροδοτήθηκε η πρώτη εξέγερση των Basmachi που ξεκινάει από τα εδάφη του σημερινού Ουζμπεκιστάν και του Καζακστάν αλλά σύντομα θα εξαπλωθεί σε όλη την ευρύτερη περιοχή. Οι μουσουλμάνοι της περιοχής έως τότε εξαιρούνταν της στρατολόγησης στον Τσαρικό στρατό, αφενός εξαιτίας της έλλειψης εμπιστοσύνης των Τσαρικών αφετέρου και ως ένας τρόπος να τους «καλοπιάσουν» και να μην τους σύρουν σε πολέμους μακριά από την γη τους, εξαγοράζοντας έτσι την κοινωνική ειρήνη στην περιοχή. Το 1916 όμως, οι αποτυχίες στον πόλεμο άλλαξαν την κατάσταση και οδήγησαν σε υποχρεωτική στρατολόγηση. Τότε σημειώθηκε ανταρσία και οι λιποτάκτες μαζί με ποινικούς ληστές των βουνών σχημάτισαν τα πρώτα αντάρτικα ένοπλα σώματα ενάντια στο Ρωσικό κράτος.
Κατά την διάρκεια της επανάστασης του 1917 ένα κομμάτι των εξεγερμένων Μουσουλμάνων πήραν το μέρος της Σοβιετικής εξουσίας ενώ ένα άλλο, το πιο θρησκόληπτο θέλοντας να επιβάλλει ένα Ισλαμικό Εμιράτο με τον νόμο της Σαρίας, υπό την ηγεσία τοπικών εμίρηδων στην Μπουχάρα, την Χίβα, την Τασκένδη κ.λπ. πολέμησε στο πλευρό των Λευκών Τσαρικών στηριζόμενο και από τον Σάχη της Περσίας και το αντιδραστικό Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν που αντιμάχονταν τις μεταρρυθμίσεις του Αφγανού μονάρχη. Μέσα στις φλόγες του εμφυλίου και κάτω από την προσεκτική στροφή των Μπολσεβίκων υπό τον Σουλτάν Γκαλίεφ που προσπάθησε να εφαρμόσει μια άλλη προσέγγιση απέναντι στις θρησκευτικές προκαταλήψεις του μουσουλμανικού λαού, θα κερδηθούν αρκετοί μουσουλμάνοι αγρότες και κτηνοτρόφοι στο πλευρό του Κόκκινου Στρατού, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ της Σοβιετικής εξουσίας.
Μετά τον Νοέμβριο του 1921 όμως, και την ενεργό εμπλοκή του Νεότουρκου στρατηγού Ενβέρ Πασά με τις Παν-Τουρανικές του αντιλήψεις και παρά την στρατιωτική συνεργασία Μόσχας και Άγκυρας ενάντια στους Βρετανούς και τους Έλληνες στη Μικρά Ασία, το αντάρτικο των Basmachi θα μαζικοποιηθεί εκ νέου και θα φτάσει να αριθμεί έως και 16 χιλιάδες στρατιώτες. Το καλοκαίρι του 1922 όμως, την στιγμή που ο Ράντεκ γράφει αυτό το κείμενο, ο Κόκκινος στρατός θα αντεπιτεθεί και σε διάστημα μερικών μηνών μέχρι τα μέσα του 1923 θα καταφέρει να εκδιώξει το μεγαλύτερο μέρος των Basmachi που θα καταφύγουν μέσω της κοιλάδας Φεργκάνα στο Αφγανιστάν.
Τα επόμενα χρόνια μετά το 1923-24 και την ήττα των Basmachi στα εδάφη της ΕΣΣΔ, θα σημειωθούν μικρότερης έντασης και διάρκειας μάχες στην μεθόριο με το Αφγανιστάν, μέχρι και το 1934. Κατά την διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και του παρατεταμένου ανταρτοπόλεμου στην ευρύτερη περιοχή από το 1916 έως το 1934, υπολογίζεται πως σκοτώθηκαν πάνω από 40 χιλιάδες ένοπλοι από όλα τα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Αλλά, εκατοντάδες χιλιάδες ήταν οι άοπλοι χωρικοί της ευρύτερης περιοχής της Κεντρικής Ασίας που έπεσαν θύματα του πολέμου και της προσφυγιάς, σε μια διαμάχη εντελώς άγνωστη στο ευρύ κοινό.
Η Κεμαλική Τουρκία αν και επισήμως καταδίκασε ως «θρησκευτικό και σκοταδιστικό» το κίνημα των Basmachi, τα επόμενα χρόνια θα βοηθήσει αρκετά από τα ηγετικά στελέχη του όπως για παράδειγμα τον Ζακί Βαλίντοφ. Πολλές δεκαετίες αργότερα, και την εποχή που στην σύγχρονη Τουρκία ο Ερντογάν συγκυβερνούσε με το «δίκτυο διείσδυσης του Γκιουλέν» στους Τουρκόφωνους λαούς της Κεντρικής Ασίας, ο ίδιος ο Ενβέρ Πασάς αποκαταστάθηκε πολιτικά μετά θάνατον, ήρθησαν οι όποιες σκιές υπήρχαν στην Τουρκική ιστοριογραφία για την κόντρα του με τον Κεμάλ και τα λείψανά του μεταφέρθηκαν από το Τατζικιστάν και θάφτηκαν εκ νέου στην Τουρκία με στρατιωτικές τιμές.
Ο Βρετανικός ιμπεριαλισμός φαίνεται επίσης πως κατά την διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων των Basmachi κατά των Σοβιετικών διατηρούσε επαφές μέσω στελεχών των μυστικών υπηρεσιών της ΜΙ5, με τα πιο σκοταδιστικά τμήματα των πολέμαρχων των εμίρηδων ειδικά στο Τατζικιστάν και στο Κιργιστάν, σε ρόλο στρατιωτικού συμβουλάτορα, παρόλο που το πανισλαμικό τους κήρυγμα ήταν έντονα αντιδυτικό. Αυτό θα αποτελέσει κατά κάποιον τρόπο τον προπομπό της ευρύτερα γνωστής σε πιο μαζική κλίμακα στάσης των ΗΠΑ και της Δύσης έναντι των ισλαμιστών ανταρτών του Αφγανιστάν κατά την διάρκεια του πολέμου της δεκαετίας του ‘80.
Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στα Αγγλικά στο International Press Correspondence, Vol. 2 No. 68, στις 12 Aυγούστου 1922, σελ. 507–508. Ανέβηκε διαδικτυακά στο Marxists’ Internet Archive https://www.marxists.org/history/international/comintern/inprecor/1922/v02n068-aug-12-1922-Inprecor.pdf
Μετάφραση, επιμέλεια, σημειώσεις για την Ελληνική γλώσσα, Γιώργος Χλωρός για λογαριασμό της Νέας Προοπτικής.
***
Ο Ταλάτ Πασάς, ο ηγέτης της επανάστασης των Νεότουρκων και επικεφαλής της κυβέρνησής τους, έπεσε χτυπημένος από τα χέρια ενός Αρμένιου εθνικιστή.
Ο επόμενος που είχε την ίδια τύχη, ήταν ο Τζεμάλ Πασάς, ο διοικητής του κυβερνείου της Βαγδάτης, ένας από τους ιθύνοντες νόες του κόμματος των Νεότουρκων, πιθανά και αυτός θύμα των Ντασνιάκι. Η παλαιά γενιά, φεύγει σιγά-σιγά από το προσκήνιο. Είναι αυτή η γενιά που προσπάθησε να αντισταθεί στον Ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό και να διατηρήσει την ανεξαρτησία της Τουρκίας, χωρίς όμως να αποποιηθεί ούτε των προνομίων της άρχουσας τάξης και χωρίς να τροποποιήσει τις μεθόδους διακυβέρνησής της, τις οποίες ακολούθησε κατά γράμμα.
Και τώρα είναι ο εναπομείνας ηγέτης των Νεότουρκων, ο Ενβέρ Πασάς, αυτός που εμπλέκεται σε έναν τρελό τυχοδιωκτισμό και προδίδει όχι μόνο την Σοβιετική κυβέρνηση, την μόνη ειλικρινή φίλη των εξεγερμένων Μουσουλμανικών λαών αλλά επίσης και τον Τουρκικό λαό μαζί με όλα τα άλλα καταπιεσμένα Μουσουλμανικά έθνη.
Τι απέγινε σε εκείνη την επανάσταση των Νεότουρκων του 1909; Δεν ήταν βέβαια ένα κίνημα των μαζών, παρόλο που συμπαρέσυρε ένα μεγάλο αριθμό στις γραμμές της. Η επανάσταση των Νεότουρκων ήταν κυρίως μια προσπάθεια ξεσηκωμού των πλέον μαχητικών και ενεργητικών στοιχείων της Τουρκικής τάξης των γαιοκτημόνων, ενάντια στον διαμελισμό της χώρας που είχαν συναποφασίσει ο Αγγλικός ιμπεριαλισμός και η Τσαρική Ρωσία στο Reval.1Η «συνθήκη του Ρεβάλ» ή αλλιώς «η Αγγλο-Ρωσική προσέγγιση του 1907», ήταν μια συμφωνία μεταξύ Αγγλίας και Τσαρικής Ρωσίας, με σκοπό να επισημοποιηθεί η είσοδος της δεύτερης στην Αντάντ και να μπει ένα τέλος στο επί πολλές δεκαετίες «Μεγάλο Παιχνίδι», τον ανταγωνισμό δηλαδή μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων στην Ασία. Η συνθήκη υπαγορεύτηκε από τις ανάγκες αντιμετώπισης του ανερχόμενου Γερμανικού ιμπεριαλισμού και τις σιδηροδρομικές και πετρελαϊκές βλέψεις του τελευταίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την Περσία. Έτσι ρύθμισε όλες τις διαφορές για τις σφαίρες επιρροής μεταξύ Λονδίνου και Μόσχας σε όλη την περιοχή από τον Καύκασο μέχρι και βαθιά στα σύνορα του Θιβέτ και της Κίνας. Μία από τις προβλέψεις της συνθήκης ήταν πως η Ρωσία θα είχε το πάνω χέρι στα Στενά του Βοσπόρου σε περίπτωση πολέμου με την Τουρκία με σκοπό να εξασφαλίσει την ελευθερία κινήσεων των πολεμικών και εμπορικών στόλων και των δύο χωρών.
Το καθεστώς του Αβδούλ Χαμίντ,2Ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’ (1842 – 1918) ήταν ο τελευταίος Σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που ασκούσε πραγματικές εξουσίες ως απόλυτος μονάρχης. Κυβέρνησε την αυτοκρατορία από το 1876 μέχρι το 1909 που ανατράπηκε από τους Νεότουρκους προς όφελος του οκνηρού αδερφού του Μεχμέτ του 5ου. Στη διάρκεια της βασιλείας του προσπάθησε μάταια να διατηρήσει στη ζωή την καταρρέουσα αυτοκρατορία κάνοντας μια σειρά από μεταρρυθμίσεις χωρίς ωστόσο μεγάλη επιτυχία και ταυτόχρονα διεξάγοντας μια σειρά από φρικιαστικές επιχειρήσεις καταστολής εθνικών κινημάτων όπως της Βοσνίας, της Μακεδονίας, της Κρήτης. Επί των ημερών του έγιναν οι πρώτες μεγάλες σφαγές Αρμενίων στα 1894 – 96 με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. δεν ήταν τυραννικό μόνο απέναντι στον Τουρκικό λαό. Κατάφερε παράλληλα να στρέψει προς το μέρος του την εχθρότητα ακόμη και των ίδιων των προνομιούχων τάξεων πάνω στις οποίες στηρίζονταν. Όταν λοιπόν οι αιώνιοι εχθροί της Τουρκίας, ο Αγγλικός μιλιταρισμός και ο Ρωσικός Τσαρισμός δηλαδή, ενώθηκαν για να την διαμελίσουν, τα πλέον δραστήρια στοιχεία ανάμεσα στις γραμμές των αξιωματικών του στρατού, ενώθηκαν με τους κρατικούς γραφειοκράτες και το ιερατείο και κατάφεραν να εκθρονίσουν τον Αβδούλ Χαμίντ. Και οι πλέον καλόπιστοι και εύπιστοι, από τους σύγχρονους μελετητές των εξελίξεων, ενώ επικρότησαν την ενέργεια αυτή, δήλωναν ταυτόχρονα πως έπρεπε να συμπαρασυρθούν οι τεράστιες αγροτικές μάζες σε αυτή την επανάσταση, ως ο μόνος τρόπος για να εξασφαλιστεί η επιτυχία της.
Άχρηστη συμβουλή, όχι μόνο διότι ποτέ δεν έχει συμβεί ιστορικά στο παρελθόν μια άρχουσα τάξη να παραιτηθεί οικειοθελώς από ορισμένα από τα προνόμια της για την σωτηρία της πατρίδας, χωρίς την πίεση των μαζών. Αλλά και διότι η πολιτική συγκρότηση των Νεότουρκων έκανε απαγορευτική μια τέτοια κίνηση.
Ο πόλεμος του 1911,3Αναφέρεται στον Ιταλo-Τουρκικό πόλεμο με τον οποίο η Ιταλία απέσπασε από την Τουρκία την Λιβύη. και κατόπιν η επίθεση κατά της Τουρκίας από όλα τα άλλα Βαλκανικά κράτη,4Δηλαδή ο πρώτος Βαλκανικός πόλεμος του 1912. δεν ήταν πόλεμοι που στρέφονταν ενάντια στα συμφέροντα της μεγάλης μάζας της Τουρκικής αγροτιάς. Από ιστορική άποψη μάλιστα, στον Βαλκανικό πόλεμο, το δίκιο ήταν με το μέρος της Βουλγαρίας, καθώς εκείνη ήταν που όρθωσε έναν φραγμό στην αρπακτικότητα των Τούρκων γαιοκτημόνων και έτσι άνοιξε τον δρόμο για την εθνική ολοκλήρωση των Βουλγάρων και των Σέρβων. Σε αυτόν τον πόλεμο οι Νεότουρκοι πολέμησαν για τα συμφέροντα των γαιοκτημόνων και ενάντια σε αυτά της αγροτικής μάζας της Τουρκίας. Οι Τούρκοι αγρότες κλήθηκαν να ρισκάρουν τις ζωές τους, μόνο και μόνο για να έχει ίσως μια χούφτα Πασάδων μια καλύτερη ζωή εις βάρος των Βουλγάρων και των Σέρβων.5Είναι γνωστό πως οι Μπολσεβίκοι και ο Λένιν θεωρούσαν τον πρώτο βαλκανικό πόλεμο –και όχι τον δεύτερο– ως ένα πόλεμο με σχετικά προοδευτικό χαρακτήρα στο βαθμό που οδηγούσε στην εθνική απελευθέρωση των Βαλκανικών λαών από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Οι προετοιμασίες για την υπεράσπιση της εθνικής ανεξαρτησίας ενάντια στην απειλή του Ευρωπαϊκού μιλιταρισμού, οι τεράστιες στρατιωτικές δαπάνες, που ανέρχονταν σε εκατοντάδες εκατομμύρια και η αναπόφευκτη αύξηση των φόρων – όλα αυτά δυσχέραναν την ανάπτυξη των αγώνων της Τουρκικής αγροτιάς για εσωτερικές μεταρρυθμίσεις. Το κόμμα των Νεότουρκων αντλούσε την δύναμή του όχι μόνο από τις νεοαναδυόμενες τάξεις αλλά και από την παλαιά, διεφθαρμένη, φεουδαρχική και γραφειοκρατική τάξη και δεν μπορούσε συνεπώς να ελευθερώσει την χώρα ούτε καν από την διαφθορά αυτή που ρουφούσε μέχρι τελευταίας σταγόνας τους ζωτικούς πόρους του Τουρκικού λαού.
Όταν ξέσπασε ο Παγκόσμιος πόλεμος και η Τουρκία υποχρεώθηκε να μπει σε αυτόν στο πλευρό της Γερμανίας, ήταν απολύτως ξεκάθαρο και κατανοητό πως αυτός ο πόλεμος θα αποφάσιζε την ίδια την ύπαρξή της. Οι Τούρκοι χωρικοί αντλούσαν από αυτή την κατανόηση πως επίκειντο αλλαγές, την δύναμη, για να υποφέρουν τόσο όσο καμιά άλλη εμπλεκόμενη χώρα δεν είχε υποφέρει. Οι άρχουσες τάξεις της Τουρκίας και το Κόμμα των Νεότουρκων, έστρεψαν όλες τους τις δυνάμεις στην υπεράσπιση της εθνικής τους ανεξαρτησίας, φτάνοντας τόσο πολύ στα άκρα, μέχρι του σημείου να εξοντώσουν το σύνολο του Αρμενικού λαού.
Δεν χωράει καμιά αμφιβολία πως ήταν τα ληστρικά συμφέροντα της τοπικής κρατικής γραφειοκρατίας αυτά που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την απόφαση, αλλά κανείς δεν πρέπει να έχει αμφιβολίες: ήταν οι Νεότουρκοι ηγέτες και ειδικά ο Ταλάατ Πασάς και ο Ενβέρ Πασάς, αυτοί που οδηγήθηκαν σε αυτή την απόφαση από λόγους ευρύτερης κρατικής αναγκαιότητας. Οι Ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, χρησιμοποιούσαν τους Αρμένιους με σκοπό να διασπάσουν τις Τουρκικές γραμμές του μετώπου. Οι Τούρκοι ηγέτες βρέθηκαν με ένα δίλημμα ζωής ή θανάτου. Οι Άγγλοι λόρδοι και οι Ρώσοι τσαρικοί διπλωμάτες έχουν το ίδιο μερίδιο ευθύνης με τους Τούρκους για το Αρμένικο αίμα που χύθηκε. Και όταν το κόμμα των Αρμένιων εθνικιστών Ντασνιάκι, έκαναν τους Νεότουρκους να πληρώσουν με το ίδιο τους το κεφάλι για τα βάσανα που υπέφερε ο Αρμενικός λαός, ήταν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι που τον πρόδωσαν ξανά. Διότι οι Σύμμαχοι δεν θέλησαν να σώσουν ό,τι είχε απομείνει από αυτόν τον μαρτυρικό λαό. Η ασφάλειά του θα μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από μια συνθήκη ειρήνης με την Τουρκία που θα υποχρεώνονταν να αναγνωρίσει την Αρμενική ανεξαρτησία, όχι στα λόγια αλλά στην πράξη.
Μετά την ήττα της Τουρκίας, οι μάζες θα απομακρυνθούν από τους Νεότουρκους. Καταδίκασαν το κόμμα των Νεότουρκων ως υπεύθυνο για τον πόλεμο, αν και για να λέμε και την αλήθεια ο πόλεμος είχε επιβληθεί στην Τουρκία. Καταδίκασαν το κόμμα για την διαφθορά των αξιωματούχων, που έκρυβαν τα δικά τους ιδιοτελή συμφέροντα πίσω από τις σημαίες που έγραφαν: «Σώστε την Πατρίδα»! Έτσι ο Μουσταφά Κεμάλ Πασάς, που οργάνωσε την Τουρκική αντίσταση ενάντια στην Αντάντ, έπρεπε να απευθυνθεί εκ νέου προς τις μάζες. Τα καλύτερα στοιχεία εντός των Νεότουρκων δεν είχαν σταματήσει να μάχονται εξάλλου. Μερικά από αυτά προσπάθησαν μάλιστα να αποκαταστήσουν σχέσεις με τα Σοβιέτ.
Για να είμαστε και δίκαιοι, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ακόμη και ο Ταλάατ Πασάς, κατανόησε και εκείνος την σημασία της Σοβιετικής Εξουσίας και μάλιστα την εποχή που εκείνη αντιμετώπιζε τους μεγαλύτερους κινδύνους που την απειλούσαν. Έτσι τον Σεπτέμβριο του 1919, κατά την διάρκεια της εκστρατείας του Ντενίκιν, ο Ταλάατ Πασάς ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με την αντιπροσωπεία της Σοβιετικής Ρωσίας και προώθησε την ιδέα μιας Ρώσο-Τουρκικής κατανόησης.
Από την μεριά του, ο Ενβέρ Πασάς, επιχείρησε να έρθει στη Ρωσία, παρά τους κινδύνους που συνεπάγετο ένα τέτοιο εγχείρημα. Ήταν ο εγωισμός και ο ανταγωνισμός του με τον Κεμάλ, αυτό που τον έκανε να τον προδώσει. Δεν μπορούσε να κατανοήσει πως η προσπάθειά του να επιχειρήσει ένα κίνημα στην Τουρκία, την ώρα του πολέμου της με την Ελλάδα, δεν θα οδηγούσε σε μια πιο δημοφιλή κυβέρνηση, αλλά θα διευκόλυνε την νίκη της Αντάντ.
Το πόσο πολύ αφελώς αντιμετώπιζε την επαναστατική υπόθεση, αποδείχθηκε αργότερα και με την εμπλοκή του στην εξέγερση των Basmachi.6Η λέξη Basmachi έχει Ουζμπέκικη ρίζα και σημαίνει «ληστής». Αποδόθηκε για πρώτη φορά στους ανυπότακτους μουσουλμάνους, στις μουσουλμανικές περιοχές της Ρωσικής Αυτοκρατορίας στην Κεντρική Ασία, τους αρνητές της υποχρεωτικής στρατολόγησης από τον Τσαρικό στρατό το 1916 κατά την διάρκεια του πολέμου. Αργότερα χαρακτήρισε το σύνολο των ενόπλων μουσουλμάνων ανταρτών ενάντια στην Σοβιετική Εξουσία. Ο Ενβέρ Πασάς, μέχρι που διακήρυξε πως η Παγκόσμια Επανάσταση είχε αρχίσει και οι καταπιεσμένοι Μουσουλμάνοι θα έπρεπε να συμμαχήσουν με το Ευρωπαϊκό προλεταριάτο και με την πρωτοπορία του, την Σοβιετική Δημοκρατία. Αλλά όταν η υπόθεση της επανάστασης αυτής, απαίτησε θυσίες από τους Μουσουλμάνους της Κεντρικής Ασίας, ειδικά εξαιτίας της εξωτερικής επιθετικότητας και του ναυτικού αποκλεισμού, προκάλεσε στις γραμμές τους μεγάλη δυσαρέσκεια για τα δεινά που αντιμετώπιζαν. Οι συμμορίες των Basmachi εκμεταλλεύτηκαν την δυσαρέσκεια αυτή και πήραν τα όπλα ενάντια στα Σοβιέτ. Ο Ενβέρ Πασάς, ενώθηκε μαζί τους, προδίδοντας όχι μόνο την Σοβιετική Ρωσία αλλά επίσης και την υπόθεση της Μουσουλμανικής απελευθέρωσης.
Ο Τζεμάλ Πασάς, ένας άνθρωπος με μεγαλύτερη οξυδέρκεια καταδίκασε τις πράξεις του Ενβέρ Πασά. Η κυβέρνηση της Άγκυρας, επίσης τον καταδίκασε. Αλλά τα λόγια και μόνο δεν επαρκούν.
Η κυβέρνηση της Άγκυρας πρέπει να κατανοήσει πως η απελευθέρωση του Τουρκικού λαού είναι δυνατόν να επιτευχθεί μόνο μέσα από την συμμαχία του με το επαναστατημένο προλεταριάτο. Αυτό δεν σημαίνει, πως δεν είναι δυνατόν γενικά, να κάνει κανείς συμφωνία ειρήνης με τις δυτικές δυνάμεις, αν οι προτεινόμενοι όροι της συμφωνίας είναι ικανοποιητικοί. Αλλά η Τουρκία πρέπει να κατανοήσει πως αυτή θα ήταν μόνο μια προσωρινή μανούβρα και πως η απελευθέρωση της Τουρκίας μακροπρόθεσμα, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσα από μια συμμαχία με την Ρωσία.
Η Τουρκία οφείλει να καταλήξει σε μια ειρήνη με τις μη-Τουρκικές εθνότητες, που κατοικούν στο εσωτερικό της, ακριβώς για να αποτρέψει κάθε προσπάθεια για εξεύρεσης εδάφους για την δράση των ιμπεριαλιστικών μηχανορραφιών.
Η Τουρκία πρέπει να κάνει προσπάθειες για να βελτιώσει το επίπεδο των εργαζομένων μαζών της, Χαιρετίζουμε με ευχαρίστηση την απόφαση της κυβέρνησης της Άγκυρας που επιτρέπει την διεξαγωγή του συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Τουρκίας. Το Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας δεν είναι ένα προλεταριακό κόμμα. Είναι ακόμη ένα κόμμα που επιχειρεί να ενώσει τους αγρότες που μάχονται για τα συμφέροντα τους με εκείνους τους διανοούμενους που έχουν αποφασίσει να σπάσουν από το παρελθόν τους. Στην παρούσα συγκυρία, η αγροτιά και οι ιντελιγκέντσια της Τουρκίας δεν έχουν δείξει ενδιαφέρον για επανάσταση. Έτσι το τωρινό τους καθήκον είναι η υποστήριξη του κινήματος της εθνικής απελευθέρωσης και η όσο το δυνατόν απόκτηση επιρροής σε αυτό, με σκοπό να το στρέψουν στην κατεύθυνση της υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων.
Αλλά ο πόλεμος κάποια στιγμή θα τελειώσει και στην Τουρκία. Οι πληγές που αφήνει πίσω του θα μπορέσουν να γιατρευτούν μόνο όταν οι αγρότες γίνουν οι αφέντες της γης τους. Οι παλιοί αρουραίοι που ακόμη σουλατσάρουν στα παλάτια της Κωνσταντινούπολης δεν θα μπορέσουν ποτέ να το καταλάβουν αυτό. Αλλά τα καλύτερα στοιχεία ανάμεσα στους Τούρκους αξιωματικούς και στην διανόηση έχουν αρχίσει να το καταλαβαίνουν.
Η παλαιά Τουρκία είναι νεκρή. Η Τουρκία είτε θα υπάρξει σαν μια Τουρκία του λαού της, είτε θα πάψει να υφίσταται. Φάνηκε σε εμάς πως ο Τζεμάλ Πασάς, απόγονος μια παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας το είχε καταλάβει. Το ίδιο μας φάνηκε είχε συμβεί και στον Ταλάατ Πασά, γιό ενός σιδηροδρομικού εργάτη. Αλλά αυτό θα πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους τους Τούρκους που έχουν μοιραστεί τα δεινά που υποφέρει και ο ηρωικός Τουρκικός στρατός στο Ελληνικό μέτωπο.
Υποσημειώσεις