Η σύνθεση του νέου Ευρωκοινοβουλίου για πρώτη φορά μετά από 40 χρόνια από τις πρώτες πανευρωπαϊκές εκλογές συγκρότησής του το 1979, χάνει το πολιτικό και οικονομικό δίδυμο εξουσίας μέσα από το οποίο συγκροτήθηκε η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Για πρώτη φορά το δίδυμο Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλιστών δεν διαθέτει την πλειοψηφία εκείνη μέσα από την οποία ο γαλλο-γερμανικός άξονας άμεσα ή έμμεσα είχε τον πολιτικό έλεγχό της αποκαλούμενης Ενωμένης Ευρώπης.
Οι εκλογές της 26ης Μαίου διάρρηξαν αυτόν τον κεντρικό πυρήνα πολιτικού και οικονομικού ελέγχου, σε συνθήκες που ολόκληρο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα συνταράσσεται αφ’ ενός από το αδιέξοδο του Μπρέξιτ και αφ’ ετέρου από την διολίσθηση της ευρωοικονομίας στο πηγάδι της οικονομικής επιβράδυνσης /ύφεσης. Αυτό που είχε προσπαθήσει να αποφύγει μετά το 2008/2009 μέσω της νομισματικής πολιτικής (προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Με την νέα σύνθεση του Ευρωκοινοβούλιου τα παλιά κέντρα εξουσίας για να διατηρήσουν τον έλεγχο των αποφάσεων είναι πλέον υποχρεωμένα να ενσωματώσουν το κόμμα των Φιλελευθέρων, που λόγω του πολιτικού αδιέξοδου, σε ορισμένες χώρες της κεντρικής Ευρώπης απέκτησε συγκυριακά ξανά σημαντική παρουσία με 69 βουλευτές και ζητά μερίδιο στην νομή της κεντρικής εξουσίας…
Η περιβόητη άνοδος των ακροδεξιών, παρ’ ότι σημαντική, δεν επιβεβαίωσε αυτούς που προέβλεπαν την ανάδειξή τους σε δεύτερη δύναμη από πλευράς αθροίσματος βουλευτών. Διαθέτουν βέβαια το 24-25% των βουλευτών αλλά είναι ακόμα αμφίβολο λόγω της πολυδιάσπασης και του εθνικισμού τους αν θα καταφέρουν να φτιάξουν μία ενιαία ομάδα στο ευρωκοινοβούλιο.
Η άνοδος της συμμετοχής των Πράσινων αντιμετωπίζεται από πολλούς αναλυτές σαν μία παρακαταθήκη από την οποία κατά περίπτωση θα μπορούν να αντλούν στήριξη Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές, όταν δεν τα βρίσκουν με τους Φιλελεύθερους.
Σε κάθε περίπτωση η νέα «σύνθεση» του Ευρωκοινοβουλίου δεν ευνοεί τα αρχικά σχέδια της Μέρκελ και του Μακρόν να μοιρασθούν τις ισχυρές θέσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, την Κομισιόν, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την θέση του ΥΠΕΞ και την θέση του επικεφαλής του ESM που αποτελεί πλέον το κεντρικό Θησαυροφυλάκιο της Ευρωζώνης.
Το κυριότερο όμως πρόβλημα που θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό το πως θα αντιμετωπίσει τις επερχόμενες πολιτικές και οικονομικές σεισμικές δονήσεις η Ε.Ε., έχει να κάνει με την επιλογή του επικεφαλής της ΕΚΤ μετά την αποχώρηση Ντράγκι, την επιλογή του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και βέβαια της Κομισιόν μετά την επικείμενη αποχώρηση του Γιουνκέρ.
Η ΕΚΤ δοκίμασε να αποσύρει το «ορό επιβίωσης» από την ευρω-οικονομία, ήτοι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και αυτομάτως η οικονομία μπήκε σε τροχιά επιβράδυνσης. Η προσωρινή επιλογή της ήταν να πατήσει το “pause” μέχρι να διαπιστωθεί αν η απότομη αυτή στροφή είχε να κάνει με την απόσυρση της πσοστικής χαλάρωσης. Όπως δείχνουν τα πρακτικά της τελευταίας συνεδρίασης του ΔΣ της ΕΚΤ, τα διαθέσιμα στοιχεία οδηγούν στην εκτίμηση ότι η οικονομική επιβράδυνση είχε να κάνει πράγματι με το pause στο QE…
Την ίδια στιγμή η Παγκόσμια Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η γνωστή BIS, με εισήγησή της από τον επικεφαλής οικονομικής ανάλυσης «συνιστά» στην ΕΚΤ και τις κεντρικές τράπεζες, επιμονή στην απόφαση της απόσυρσης της νομισματικής χαλάρωσης και μετατόπιση της ευθύνης για την πορεία της οικονομίας στην δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων. Το δίλημμα δεν είναι πλέον της ΕΚΤ είναι της πολιτικής εξουσίας, της Μέρκελ, του Μακρόν και των υπολοίπων της ομάδας στο Παρίσι και το Βερολίνο.
Αλλά η απάντηση σ’ αυτό το δίλημμα σημαίνει μια γενικευμένη οριζόντια πολιτική αναμέτρησης με το ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα…
Αυτής της ανάγκης μέρος είναι η επιλογή των προσώπων που θα πρέπει να γίνει μέσα από το πολυδιασπασμένο Ευρωκοινοβούλιο για να καλυφθούν οι θέσεις κεντρικής εξουσίας τους επόμενους μήνες μέχρι και τον Οκτώβριο.
Την ίδια περίοδο που η Ευρώπη θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις ανεξέλεγκτες συνέπειες του χωρίς συμφωνία Μπρέξιτ και την ρήξη με τον Τράμπ μετά τα μέτρα προστατευτισμού της Ουάσιγκτον απέναντι στην ευρωπαϊκή άρχουσα τάξη και την Κίνα.
Γιαν. Aγγ.