Ήταν στο μέσο του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου. 8 Μαρτίου 1917, 23 Φεβρουαρίου με το παλιό ημερολόγιο που ίσχυε στην τσαρική Ρωσία. Το σφαγείο που είχε ξεκινήσει το 1914 συνεχιζόταν. Εκατομμύρια νεκροί, πείνα και δυστυχία επικρατούσαν σε όλο τον “πολιτισμένο” κόσμο. Όμως, κάτω από την επιφάνεια δρούσαν οι απροσδιόριστες δυνάμεις της ιστορίας. Η Διεθνής Ημέρα της Γυναίκας εκείνης της χρονιάς, μέρα τιμής, υπόμνησης και αγώνα για τη διπλή καταπίεση της γυναίκας, την έμφυλη και την ταξική, καθιερωμένη από την Δεύτερη Διεθνή πριν λίγα χρόνια, έμελλε να αλλάξει την όψη του πλανήτη και τον ρου της ιστορίας.

Από το κλασικό έργο του Λέον Τρότσκι Ιστορία της Ρωσικής Επανάστασης παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο VI, Η Φεβρουαριανή Επανάσταση, με τίτλο ΠΕΝΤΕ ΜΕΡΕΣ (τόμος Ι, εκδόσεις Αλλαγή, σελ. 100). [Θ.Κ]
 Tι έδωσε στη γυναίκα η Οκτωβριανή επανάσταση των εργατών και αγροτών

H ΦEBPOYAPIANH EΠANAΣTAΣH TOY 1917
ΠENTE MEPEΣ

Λ. Τρότσκι

Στις 23 Φλεβάρη ήταν η «Διεθνής ημέρα της Γυναίκας». Μέσα στους σοσιαλδημοκρατικούς κύκλους λογαριάζανε να υπογραμμίσουν τη σημασία αυτής της μέρας με τα συνηθισμένα μέσα: συγκεντρώσεις, λόγους, τρικ. Την παραμονή ακόμα δεν θα ερχόταν στη σκέψη κανενός ότι η «Μέρα της Γυναίκας» θα μπορούσε να γίνει η πρώτη μέρα της επανάστασης. Ούτε μια οργάνωση δεν έριξε το σύνθημα της απεργίας για κείνη τη μέρα. Ακόμα περισσότερο, μια μπολσεβίκικη οργάνωση κι από τις πιό μαχητικές, η Αχτιδική Επιτροπή, καθαρά εργατική, του Βύμποργκ, συμβούλεψε τους εργάτες να αποφύγουν κάθε απεργιακή εκδήλωση. Η ψυχική κατάσταση των μαζών, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Καγιούροβ, από τους εργατικούς ηγέτες της αχτίδας, ήταν πολύ τεντωμένη και κάθε απεργία απειλούσε να μετατραπεί σε ανοιχτή σύρραξη. Και καθώς η Επιτροπή είχε τη γνώμη πως δεν είχε φτάσει ακόμα η στιγμή ν’ αρχίσουν οι εχθροπραξίες -γιατί το κόμμα δεν ήταν ακόμα αρκετά ισχυρό και η σύνδεση ανάμεσα στους εργάτες και τους στρατιώτες ήταν πολύ χαλαρή- είχε έτσι αποφασίσει να μην καλέσει τους εργάτες σε απεργία, μα να προετοιμαστεί για την επαναστατική δράση σε απροσδιόριστη ημερομηνία. Τέτοια ήταν η γενική γραμμή της Επιτροπής την παραμονή της 23 του Φλεβάρη και φαινόταν πως θα την ακολουθήσουν όλοι. Όμως την άλλη μέρα το πρωί, παρά τις ντιρεκτίβες, οι εργάτες της υφαντουργίας παράτησαν τη δουλειά σε πολλές φάμπρικες και στείλανε αντιπροσώπους τους στους μεταλλουργούς να τους ζητήσουν να υποστηρίξουν την απεργία τους. «Με κρύα καρδιά», γράφει ο Καγιούροβ, «βάδισαν οι μπολσεβίκοι, ακολουθούμενοι από τους μενσεβίκους και σοσιαλεπαναστάτες εργάτες. Μα από τη στιγμή που είχαμε απεργία μαζική έπρεπε να καλέσουμε όλο τον κόσμο να κατέβει στους δρόμους και να τεθούμε επικεφαλής του κινήματος» – τέτοια ήταν η πρόταση του Καγιούροβ και η Επιτροπή του Βύμποργκ είδε πως έπρεπε να την επιδοκιμάσει. «Η ιδέα μιας διαδήλωσης ωρίμαζε από καιρό ανάμεσα στους εργάτες, μόνο που κείνη τη στιγμή κανένας δεν ήξερε ακόμα τι θά βγαινε απ’ αυτήν». Aς σημειώσουμε καλά αυτή τη μαρτυρία ενός αγωνιστή, τόσο σημαντική για την κατανόηση του μηχανισμού των γεγονότων.

Γυναίκες στη Φεβρουαριανή επανάσταση του 1917

Θεωρούνταν βέβαιο από τα πριν ότι, σε περίπτωση διαδήλωσης, ο στρατός θάβγαινε οπωσδήποτε απ’ τους στρατώνες και θα ριχνότανε πάνω στους εργάτες. Τι θα γινόταν τότε; Βρισκόμαστε σε πολεμική περίοδο, οι αρχές δεν έχουν διάθεση για αστεία. Μα από το άλλο μέρος ο στρατιώτης της «εφεδρείας» κείνες τις μέρες δεν ήταν πια ο αλλοτινός στρατιώτης της «ενεργού υπηρεσίας». Ήταν αλήθεια τόσο τρομερός; Αυτό το θέμα το συζητούσαν πολύ μέσα στους επαναστατικούς κύκλους, αλλά μάλλον αφηρημένα, γιατί κανένας, απόλυτα κανένας -και μπορεί κανείς να το υποστηρίξει κατηγορηματικά σύμφωνα με όλα τα συγκεντρωμένα ντοκουμέντα- δε φανταζότανε ακόμα ότι η μέρα της 23 του Φλεβάρη θα ήτανε η απαρχή μιας αποφασιστικής επίθεσης ενάντια στον απολυταρχισμό. Δε γινόταν λόγος παρά για μια διαδήλωση που οι προοπτικές της έμεναν ακαθόριστες και, όπως και να ‘ναι, περιορισμένες.

Γυναίκες στη Φεβρουαριανή επανάσταση του 1917

Έχει λοιπόν αποδειχτεί πραγματικά ότι η επανάσταση του Φλεβάρη εξαπολύθηκε από τα στοιχεία της βάσης που υπερφαλάγγισαν την αντίσταση των ίδιων των επαναστατικών τους οργανώσεων και ότι την πρωτοβουλία την πήρε αυθόρμητα ένα τμήμα του προλεταριάτου που ζούσε κάτω απ’ τις σκληρότερες συνθήκες καταπίεσης και εκμετάλλευσης – εργάτριες της υφαντουργίας που ανάμεσά τους πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν όχι λίγες γυναίκες στρατιωτών. Η τελευταία παρόρμηση ήρθε απ’ τις ατελείωτες ουρές μπροστά στα αρτοποιεία. Ο αριθμός των απεργών, αντρών και γυναικών, ήταν εκείνη την ημέρα κάπου 90.000. Οι μαχητικές διαθέσεις εκφραζόντανε σε συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, συγκρούσεις με την αστυνομία. Το κίνημα πρωτοαναπτύχθηκε στην αχτίδα του Βύμποργκ, όπου βρίσκονται οι μεγάλες επιχειρήσεις και απλώθηκε έπειτα στο προάστιο το λεγόμενο «του Πέτερσμπουργκ». Στα άλλα τμήματα της πόλης, σύμφωνα με τις εκθέσεις της Οχράνας, δε σημειώθηκαν ούτε απεργίες ούτε διαδηλώσεις. Κείνη τη μέρα, η αστυνομική δύναμη ενισχύθηκε με αποσπάσματα στρατού, όπως φαίνεται ολιγάριθμα, μα δεν έγιναν συγκρούσεις. Ένα πλήθος από γυναίκες, που δεν ήταν όλες τους εργάτριες, κατευθύνθηκε προς τη Δούμα για να ζητήσει ψωμί. Ήταν σα να ζητούσαν γάλα από ένα κριάρι. Σε διάφορες συνοικίες εμφανίστηκαν κόκκινες σημαίες και οι επιγραφές τους μαρτυρούσαν ότι οι εργάτες ζητούσαν ψωμί, μα δε θέλανε πια ούτε αυταρχία ούτε πόλεμο. Η «Μέρα της Γυναίκας» είχε σημειώσει επιτυχία, είχε κυλήσει μέσα στον ενθουσιασμό και δεν είχε προκαλέσει θύματα. Μα τι έκρυβε μέσα της, αυτό κανείς δεν το υποπτευόταν ακόμα, σαν έπεσε το βράδυ.

Γυναίκες στην προεπαναστατική Ρωσία. Μαζί με τους άνδρες ήταν μουζίκοι στους φεουδάρχες τσαρικούς

Την άλλη μέρα το κίνημα όχι μόνο δεν κόπασε μα φούντωσε ακόμα περισσότερο: σχεδόν οι μισοί βιομηχανικοί εργάτες της Πετρούπολης απεργούν στις 24 Φλεβάρη. Οι εργάτες  παρουσιάζονται από το πρωί στα εργοστάσιά τους και αντί να στρωθούνε στη δουλειά, ανοίγουνε συγκεντρώσεις και ύστερα κατευθύνονται προς το κέντρο της πόλης. Καινούργιες συνοικίες, καινούργιες ομάδες λαού ρίχνονται στο κίνημα. Το σύνθημα «ψωμί» παραμερίζεται ή σκεπάζεται από άλλα συνθήματα: «Κάτω η απολυταρχία!», «Κάτω ο πόλεμος!». Αδιάκοπες διαδηλώσεις στο Νέβσκι Προσπέκτ: πρώτα συμπαγείς εργατικές μάζες που τραγουδούν επαναστατικά τραγούδια. Έπειτα παρδαλό πλήθος από πολίτες, γαλάζια φοιτητικά πηλήκια. «Ο κόσμος που πηγαινόφερνε μας έδειχνε συμπάθεια κι απ’ τα παράθυρα πολλών νοσοκομείων, οι φαντάροι μας χαιρετούσαν ανεμίζοντας ό,τι τους έπεφτε στα χέρια». Ήταν πολλοί που καταλάβαιναντισημασία είχαν κείνες οι εκδηλώσεις συμπάθειας των άρρωστων φαντάρων απέναντι στους διαδηλωτές; Ωστόσο οι Κοζάκοι εξορμούσαν πάνω στο πλήθος, αν και δίχως βαναυσότητα· τ’ άλογά τους αφροκοπάνε· οι διαδηλωτές σκόρπαγαν από δω κι από κει, κατόπιν ανασυντάσσονταν σε σφιχτές ομάδες. O παραμικρός φόβος ανάμεσα στο πλήθος. Μια βοή περνούσε από στόμα σε στόμα: «Οι Κοζάκοι δώσανε το λόγο τους πως δε θα ρίξουν». Ολοφάνερα, οι εργάτες είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν με μερικούς Κοζάκους. Λίγο αργότερα, ωστόσο, προβάλανε δραγόνοι μισομεθυσμένοι, ξεστομίζοντας βρισιές κι άνοιγαν πέρασμα μέσα στο πλήθος, χτυπώντας με λόγχες στα κεφάλια. Οι διαδηλωτές κρατήθηκαν μ’ όλες τους τις δυνάμεις, χωρίς να σκορπίσουν. «Δε θα ρίξουν». Και πραγματικά δεν έριξαν.

Ένας φιλελεύθερος γερουσιαστής που είδε, στους δρόμους, σταματημένα τραμ, (μα αυτό δεν έγινε την άλλη μέρα;) ορισμένα με σπασμένα τζάμια, μερικά αναποδογυρισμένα δίπλα στις γραμμές, θυμήθηκε τα Ιουλιανά του 1914, τις παραμονές του πολέμου: «Νόμιζες πως έβλεπες να επαναλαμβάνεται η παλιά απόπειρα». Ο γερουσιαστής έβλεπε σωστά, σίγουρα υπήρχε κάποιος συνδετικός κρίκος: η ιστορία έπιανε τις δύο άκρες του επαναστατικού κινήματος που είχε σπάσει με τον πόλεμο και τις ξανάδενε κόμπο.

 Νεαρή κοπέλα υψώνει την κόκκινη σημαία στην περιοχή των Τατάρων.

Όλη τη μέρα, τα λαϊκά πλήθη δεν έκαναν άλλο παρά να κυκλοφορούν από συνοικία σε συνοικία, κυνηγημένα άγρια απ’ την αστυνομία, συγκρατούμενα και απωθούμενα από το ιππικό και από ορισμένα αποσπάσματα πεζικού. Πλάι στην κραυγή: «Κάτω η αστυνομία!», αντηχούσαν ολοένα και πιό συχνά τα «ζήτω» για τους Κοζάκους. Αυτό είχε τη σημασία του. Το πλήθος έδειχνε στην αστυνομία το άγριο μίσος του. Οι έφιπποι χωροφύλακες έγιναν δεκτοί με σφυρίγματα, με πέτρες, με κομμάτια πάγο. Ολότελα διαφορετική ήταν η επαφή των εργατών με τους στρατιώτες. Γύρω απ’ τους στρατώνες, πλάι στις σκοπιές, στα περίπολα και τις στρατιωτικές ζώνες, εργάτες και εργάτριες μαζευόντανε, αλλάζοντας φιλικά λόγια με τους στρατιώτες. Ήταν ένας καινούργιος σταθμός που οφείλονταν στην επέκταση της απεργίας και την αναμέτρηση των εργατών με το στρατό. Αυτός ο σταθμός είναι αναπόφευκτος σε κάθε επανάσταση. Μα μοιάζει πάντα πρωτόγνωρος και πραγματικά παρουσιάζεται κάθε φορά με καινούργια όψη: εκείνοι που διαβάσανε ή γράψανε πάνω σ’ αυτό δεν αντιλαμβάνονται το γεγονός όταν παρουσιάζεται. […]