της Μαργαρίτας Κουτσανέλλου
Η εδραίωση της ατομικής αξιολόγησης στο Δημόσιο συνιστά κεντρικό και διόλου περιφερειακό ζήτημα στον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για τη Νέα Δημόσια Διοίκηση, όπως την οραματίζονται τα νεοφιλελεύθερα πολιτικά think-tank, επιχειρηματικά-εργοδοτικά λόμπι και τα πάσης φύσεως κέντρα λήψης αποφάσεων (Ευρωπαϊκή Ένωση, ΟΟΣΑ κ.λπ.).

Ο λόγος είναι πολύ απλός και μοναδικός. Παρά τις διάφορες φιοριτούρες με τις οποίες κατά καιρούς επιδιώκουν να συγκαλύψουν το σκοπό τους και να εξευγενίσουν τις εργοδοτικές προθέσεις, η αξιολόγηση των εργαζόμενων είναι το εργαλείο με το οποίο οι εργοδότες επιδιώκουν να αντικαταστήσουν με κυμαινόμενες αμοιβές συνδεόμενες με την παραγωγικότητα, τα σταθερά μισθολογικά συστήματα. Σταθερά είναι τα μισθολογικά συστήματα τα οποία συνδέονται κατά βάση με τον χρόνο εργασίας του μισθωτού, το οποίο συνιστά αντικειμενικό κριτήριο (όλοι οι μισθωτοί, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός, «πωλούν» συγκεκριμένο χρόνο από τη ζωή τους –π.χ. 8 ώρες- ο οποίος τίθεται στη διάθεση τού εργοδότη τους για την παραγωγή με σκοπό το κέρδος).
Εκτός από τη σύνδεση μισθού – παραγωγικότητας (αμοιβή με το κομμάτι δηλαδή), η τυποποιημένη αξιολόγηση συνιστά το ιδανικό εργαλείο για τη νομική άμυνα του εργοδότη στις απολύσεις που κατά καιρούς προβαίνει, προκειμένου να εξασφαλίσει την κερδοφορία η επιχείρησή του. Δεν έχει να κάνει με τίποτα άλλο.
Σε περιόδους κρίσης, όπως αυτές που ζούμε από το 2010 μέχρι σήμερα, αυτό που επιχειρείται από όλες τις κυβερνήσεις με όλους τους κομματικούς συνδυασμούς (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ), είναι η σταδιακή αντικατάσταση των σταθερών μισθολογικών συστημάτων από συστήματα αμοιβών που συνδέουν το μισθό με την παραγωγικότητα (Performance Related Payment-PRP). Στο Δημόσιο Τομέα είναι στρατηγικής σημασίας, για τα επιτελεία τού νεοφιλελευθερισμού, να εδραιωθούν στην εργασιακή κουλτούρα τα συστήματα αξιολόγησης (να τα αποδεχτούν δηλαδή οι εργαζόμενοι και να συμμετέχουν σε αυτά), καθώς διευκολύνεται καταλυτικά η θεσμική άλωση των σταθερών μισθολογικών συστημάτων στον ιδιωτικό τομέα, τα οποία φυσικά αποτελούν το βασικότερο λόγο ύπαρξης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Γιατί πρέπει επίσης να γίνει κατανοητό σε όλους ότι εργατικό σωματείο σημαίνει συλλογική σύμβαση εργασίας και συλλογική σύμβαση εργασίας σημαίνει σταθερό μισθολογικό σύστημα. Αντίστοιχα, ατομική σύμβαση εργασίας σημαίνει, αδιαμεσολάβητη από το σωματείο υπαγωγή του εργαζόμενου στον προϊστάμενο και τον εργοδότη, ατομική αξιολόγηση, σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας και νομική τεκμηρίωση του λόγου απόλυσης, όταν αυτή κριθεί αναγκαία για τα συμφέροντα της κερδοσκοπικής επιχείρησης. Εν κατακλείδει, ατομική αξιολόγηση σημαίνει ακύρωση/εξουδετέρωση των σωματείων. Αυτή είναι η ουσία των συστημάτων αξιολόγησης με δύο λόγια και όποιος διατείνεται ότι είναι κάτι άλλο πέρα από αυτό, τον προκαλούμε να το τεκμηριώσει, όχι με γκαιμπελίστικες προπαγάνδες, αλλά με επιστημονικό τρόπο.
Μόνο έτσι μπορεί κάποιος να καταλάβει γιατί ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης, με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για το έγκλημα των Τεμπών, έθεσε θέμα συνταγματικής κατοχύρωσης της ατομικής αξιολόγησης. Δεν πρόκειται, επαναλαμβάνουμε για ένα δευτερεύον ζήτημα στη διαχείριση προσωπικού, αλλά είναι ζωτικής σημασίας. Ζωτικής για τους εργοδότες βέβαια και όχι για τους εργαζόμενους, οι οποίοι είναι βέβαιο ότι εάν επικρατήσει στην εργασιακή πρακτική η σύνδεση μισθού-παραγωγικότητας, τότε μιλάμε για ακόμα μεγαλύτερη οπισθοδρόμηση σε εργασιακό Μεσαίωνα. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η οπισθοδρόμηση δεν έχει ένα όριο στο οποίο θα λήξει από μόνη της. Είναι ένα βαρέλι δίχως πάτο, για να καταλάβουμε την εικόνα και ίσως θορυβηθούμε από αυτήν.
Η αξιολόγηση λοιπόν στο Δημόσιο Τομέα είναι το εργαστήριο που θα διευκολύνει και θα επιταχύνει την εδραίωση της σύνδεσης μισθού-παραγωγικότητας σε όλη την αγορά εργασίας και γι’ αυτό η τόση σπουδή της κυβέρνησης Μητσοτάκη και των υπουργών της, Εσωτερικών και Παιδείας.
Και για να πειστεί ακόμα και ο πιο δύσπιστος ή εύπιστος αν θέλετε εργαζόμενος στο Δημόσιο Τομέα, από όλους όσοι φαντασιώνονται ότι οι ίδιοι είναι τόσο άριστοι, ώστε δεν τους αφορά η απόκρουση αυτού του εξαιρετικά αντεργατικού και αντίθετου στα συμφέροντα των εργαζόμενων συστήματος, παραπέμπουμε στο κατατοπιστικότατο και πολύ ενδιαφέρον δημοσίευμα του aftodioikisi.gr, όπου πληροφορούμαστε ότι το Υπουργείο Εσωτερικών δεν αποδέχεται ότι στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων του 2023, το ¼ περίπου των αξιολογημένων υπαλλήλων είναι άριστοι, όπως τους βαθμολόγησαν οι προϊστάμενοι τους (οι 39.394 από τους 166.350). Με ένα «κατάλληλο αλγόριθμο» μείωσε τους άριστα αξιολογημένους στο 1/10 του συνόλου, δηλαδή σε περίπου 4.000 εργαζόμενους από τους 40.000 αρχικά, ή αλλιώς αποδέχεται ότι μόνο ένας εργαζόμενος στους σαρανταένα περίπου σύμφωνα με αυτόν τον αλγόριθμο επέδειξε πράγματι «υψηλή απόδοση».
Προφανώς, εάν σκεφτεί κανείς ότι κάτι πρέπει να πληρώσει ο εργοδότης σε όσους ξεπέρασαν τους στόχους (προσέξτε, αριστεία σημαίνει όχι πιάνω τους στόχους, αλλά τους ξεπερνάω), άλλο είναι να πληρώσει έναν στους σαράντα και άλλο είναι να πληρώσει έναν στους τέσσερις.
Ας πέσουν λοιπόν από τα σύννεφα όσοι τσιμπάνε στο δημόσιο τομέα, το παραμύθι-αφήγημα ότι δεν υπάρχει λόγος να θορυβούνται από την αξιολόγηση, αφού ο προϊστάμενος θα βάλει σε όλους άριστα, θα πάρουν όλοι μπόνους και τελείωσε η υπόθεση! Ας σκεφτούν επίσης οι ίδιοι αυτοί εργαζόμενοι ότι η εδραίωση στην εργασιακή κουλτούρα της ατομικής αξιολόγησης είναι ο στόχος της σημερινής κυβέρνησης για το δημόσιο τομέα, αφού πλέον έχει νομοθετηθεί πλήρως ό,τι ήταν να νομοθετηθεί. Πολλοί αδιαφορούν καθώς σκέφτονται ότι ο εργασιακός βίος τους βρίσκεται στο πέρας του (ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα έχει ξεπεράσει τα 50 έτη) και δεν κατατρύχονται από κανένα άμεσο άγχος ούτε για την αποσταθεροποίηση του συστήματος αμοιβών τους, ούτε για ενδεχόμενη απόλυσή τους. Ας σκεφτούν ότι με την ανοχή τους, στρώνουν το δρόμο προς την εργασιακή κόλαση για τα παιδιά τους και τους νέους που βγαίνουν στην αγορά εργασίας τώρα.
Κλείνοντας, πρέπει οπωσδήποτε να διευκρινίσουμε ότι απ’ ό,τι φαίνεται (αν και δεν πρόκειται να το παραδεχτεί η κυβέρνηση ποτέ επισήμως) πρέπει να τα έχει βρει σκούρα με την επιβολή της ατομικής αξιολόγησης στο δημόσιο τομέα. Αυτό μπορεί να το σκεφτεί κανείς και από την πρεμούρα της να περάσει την αξιολόγηση στο Σύνταγμα, αλλά και από τους διάφορους ελιγμούς και αναδιπλώσεις που επιχειρεί όπου έχει βρεθεί σε μετωπική σύγκρουση με τους εργαζόμενους και τα σωματεία τους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, όπου παρά το πογκρόμ με πειθαρχικές διώξεις και απολύσεις εναντίον συνδικαλιστών και εκπαιδευτικών, δεν φαίνεται ότι «επιτυγχάνει τους δικούς της στόχους» και ανησυχεί για την «αξιολόγησή της» από τους δικούς της «αξιολογητές» (ΕΕ, ΟΟΣΑ κ.λπ.).